Fractal

Έρωτας – Θάνατος: οι όψεις του δυο νομίσματος

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

«Λόγος και Αιτία για μια θύμηση» του Άγγελου Πετρουλάκη, εκδόσεις: Πανθεσσαλική Ένωση ατόμων με σκλήρυνση κατά πλάκας.

 

Η εν λόγω συλλογή του Άγγελου Πετρουλάκη συγκροτεί το πρώτο βιβλίο μιας τρίπτυχης έκδοσης με ποιήματα που γράφτηκαν κατά το μέρος εκείνο της ζωής του, όπου ο ποιητής νιώθει ότι έχει πλέον ωριμάσει αρκετά, κι ότι ο βιωμένος χρόνος είναι ικανός να του παρέχει (ανεξάντλητη) πρώτη ύλη για την έμπνευσή του, για τον προσωπικό του στοχασμό, την προσωπική του θεώρηση και θέση σε καίρια ζητήματα της ζωής. Του δίνει το δικαίωμα να εκφραστεί ανοικτά, χωρίς ενδοιασμούς, αλλά με μια πεποίθηση αισθητή, απτή που μπορεί να νιώσει ο έμπειρος αναγνώστης σε όλα του τα ποιήματα, ότι παρά τους έντονους προβληματισμούς, την πικρία του, τα ερωτηματικά που παραθέτει, εκείνος γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία της, τη θεϊκή της σύνθεση, το φως και το σκοτάδι της, τα μυστικά της: «Είχα σπουδάσει από νωρίς τα μυστικά των αποχαιρετισμών». Και σαν να γίνεται πλέον παρατηρητής της ίδιας αυτής ζωής, της δικής του κυρίως, που θεωρεί ότι το μεγαλύτερο μέρος της έχει πλέον παρέλθει, αλλά και των άλλων, καθώς και των εμπειριών εκείνων που τον διαμόρφωσαν στο διάβα της, μεταστοιχειώνει συναισθήματα, εμπειρίες και σκέψεις του σε ποίηση δυνατή, στοχαστική, υπαρκτική, περιγραφική, ενίοτε λυρική. Και είναι μια ανάγκη του που μοιάζει να εξαγνίζεται διαρκώς, αλλά και να αναβαπτίζεται μέσα από τους στίχους. Ποιήματα κυρίως, υπαρκτικής μοναξιάς, που εκφράζουν μια αδιόρατη μελαγχολία για τον χρόνο που παρήλθε, για τα πρόσωπα που έφυγαν, για τις αγάπες που δεν ευοδώθηκαν ή που έληξαν άδοξα. Μελαγχολία για ό,τι πέρασε, άλλοτε αφήνοντας πίσω της τεράστια κενά, κι άλλοτε έντονες θυμίσεις. Ο λόγος του γίνεται απλώς η αιτία, η αφορμή για να εκφραστούν τα κενά αυτά και να ζωντανέψουν τα πρόσωπα εκείνα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του βίου. Αλλά και οι τόποι απ όπου πέρασε και ενδεχομένως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω,. Διότι δεν δύναται να υπάρχει Χρόνος χωρίς Τόπο και η ποίηση του Άγγελου Πετρουλάκη πρωτίστως έχει αν κάνει με τον Χρόνο.  Σε αυτήν καταθέτει επίσης και τα ερωτηματικά του για την τραγικότητα της ίδιας μας της ύπαρξης, ‘τραγικότητα των αναπάντητων ερωτηματικών’, που μοιάζουν να απορροφούν τη σκέψη του.

Ο Α Π. ξεκινά με ένα ποίημα αφιερωμένο σε ένα νεκρό αγαπημένο που έφυγε άωρα, «Κλείνω το παράθυρο και συν-ομιλώ με τις ακίνητες φιγούρες των κάδρων, με τον Πέτρο που ταξίδεψε άωρα και τις κόκκινες πινελιές που σκιάζουν το πρόσωπό του.» παρακάτω οι στίχοι, δε θα μπορούσαν παρά να αποτυπώσουν τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος και τη οδύνη που σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής.. Πρωί Τετάρτης/ «εν μηνί Ιουλίω, 10»,/ όπως θα έλεγαν κάποτε οι γραμματικοί,/ δάκρυσα κι έκλαψα/ στα χαλάσματα της Αγίας Σοφίας,/ ψελλίζοντας ευχές και παρακλήσεις,/ που δε θ’ ακούσεις ποτέ…

Οι παραπάνω στίχοι προδιαθέτουν τον αναγνώστη ότι η ιδέα του θανάτου κυριαρχεί, και πως ο ψυχικός πόνος, η αγωνία που πηγάζει από την τραγικότητα της ίδιας της ύπαρξης είναι ικανή να σκιάζει τους στίχους, είτε αυτοί ακολουθούν την τυπική δομή ενός ποιήματος, είτε είναι γραμμένοι σε μορφή μικρών πεζόμορφων ποιημάτων…  και ίσως η ιδιαιτερότητα και η δύναμη των ποιημάτων του να βρίσκεται ακριβώς εκεί: στη σύνθεση/σύγκλιση πεζού και ποιητικού λόγου, όπως και στις έξοχες εικόνες που δημιουργεί –που παραδόξως είναι πλημυρισμένες στο φως, παρά την τραγικότητα και τη θλίψη που αποπνέουν- σαν να παραλληλίζει διαρκώς τόπους με ιδέες, περιοχές με συναισθήματα, ανθρώπους με την Ιστορία και την Ιστορία με τις προσωπικές ιστορίες του και των προσώπων που εμπλέκονται στην ποίηση του.. Και η ιδέα της φθοράς και του θανάτου πανταχού παρούσες. «Στη Μονεμβασιά, το βράχο τον ανυποχώρητο, όπου για χιλιετίες ευδοκιμούσε μόνο η πέτρα και η φραγκοσυκιά, κάθισα κι έκλαψα, ξέροντας πως προχωράω πια στο χρονικό του πόνου.» Ενώ λίγο πιο κάτω συνεχίζει στο ίδιο ύφος, «Πήρα το δρόμο της επιστροφής, έχοντας απέναντί μου τον ήλιο, που ανατέλλει ερήμην της αγωνίας του ανθρώπου, διαιωνίζοντας έτσι την τραγικότητα των αναπάντητων ερωτηματικών». Για να επιστρέψει και πάλι στην ‘κλασσική’ ποιητική μορφή και δομή, ενώ αναζητά τα ίχνη μιας  ανάβασης. Μιας Σισύφειας ανάβασης ενδεχομένως ή σας εκείνης του Χριστού, τις οποίες  ταυτίζει στο ομώνυμο ποίημα του. /Το τοπίο ίδιο,/ οι πέτρες ακίνητες./ Τουρίστες/ που πάνε κι έρχονται στα καλντερίμια./ Σε θολωτές,/ μισογκρεμισμένες καμάρες,/ μπαίνω,/ αναζητώντας τα χνάρια σου./ Στον Ελκόμενο Χριστό/ εντοπίζω το πρόσωπό σου/ σε μαυρισμένη αγιογραφία./ Έξω απ’ το σπίτι του ποιητή,/ μια φοβισμένη σαύρα/ ομολογεί πως η «Εαρινή Συμφωνία»/ πέρασε στ’ αζήτητα των ανθρώπων Στα δικά σου αζήτητα εγώ..

 

Άγγελος Πετρουλάκης

 

Ο Άγγελος Πετρουλάκης δεν ανακαλύπτει τις πικρές αλήθειες της ζωής, τις έχει βιώσει και χρόνια μετά τις αναβιώνει μέσα από την ποίησή του μια ώριμη πλέον και μάλλον αποστασιοποιημένη ματιά. Παρόλα αυτά μια αδιόρατη ειρωνεία παρεμβάλλεται διαρκώς, ενδεχομένως ερήμην του ιδίου. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει τον έρωτα, ως μια μορφή θανάτου, όταν δεν ολοκληρώνει τον κύκλο του, όταν αποχωρεί και έχει περάσει στα ‘αζήτητα’. Οι περιγραφές στα ερωτικά του ποιήματα συνδέονται σχεδόν πάντα με μια γλώσσα αισθαντική, έμπλεη μεταφορών, ζωντανή, παραστατική, γλαφυρή, διεγείροντας τη συναισθηματική και συγκινησιακή πρόσληψη του δέκτη… «Κάποτε ταξίδευες παράκτια του ουρανίσκου μου./ Βυθιζόσουν στους σπασμούς των πρωινών ανέμων/ με χείλη μισάνοιχτα και ιδρωμένες αισθήσεις,/ με την ήβη σου/ να συνδιαλέγεται με αρχέτυπα και μυθοπλασίες./ Ξανοιγόσουν στους νυχτωμένους ουρανούς/ με το ένα σου φτερό στην αποθυμιά / και τ’ άλλο στο βαθύ μπλε μιας ανομολόγητης πίκρας./ Πια, εκ του ασφαλούς μιλάς για όνειρα,/ πια, από την ωραιότητά σου ξαναγεννιέσαι…./ Κάποτε ταξίδευες κάτω απ’ τα βλέφαρά μου

Έρωτας – θάνατος λοιπόν ως όψεις του ίδιου νομίσματος,  αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, με τις ίδιες εντάσεις, εσωτερικό ρυθμό, αποχρώσεις συναισθημάτων, αισθητική  λόγου και η ‘φύση’ να υπαγορεύει τα χρώματα στις εικόνες του. Ο Χρόνος που φεύγει αμετάκλητα αποτυπώνεται έξοχα στο ακόλουθο πεζόμορφο ποίημα του, «Σαλπίζω το προσκλητήριο των ωρών που δραπέτευσαν απ’ την ευνομία, σφραγίζω τα παράθυρα και συνθηκολογώ με την παγωνιά.»  Ενώ στο ποίημα του «Πίσω από σφραγισμένα παράθυρα ο κόσμος μου», παρατηρεί με στοχαστική πάντα διάθεση, «Εκεί, ο δικός μου Άθως./Εκεί, οι δικές μου θάλασσες./Και τα πειρατικά μου όνειρα εκεί,/ζηλότυπα φυλαγμένα/ως δρώμενα αρχαίων μυστηρίων./Εκεί, τα σιωπηλά εωθινά της αναζήτησης./Εκεί, και οι εσπερινοί των δακρύων. Βρίσκομαι εκεί, όπου τα βήματά σου μετρούν το χρόνο ανάποδα,/εκεί, όπου ο χώρος αναπνέει το αναπάντεχο,/εκεί, όπου τα σύννεφα ανακυκλώνουν έναν έρωτα/σημαδεμένο με θάνατο,/χρωματισμένο με το φούξια της σιωπής…) …

(Ένα τραγούδι κι ένα βότσαλο./Τα βλέφαρά σου κλειστά./Σε συμφωνία σιωπής /βιώνουν ένα σπασμό οδύνης./ Καταθέτω έναν ακόμα πόνο/στο διάφανο σώμα σου.

Η υπέρβαση του χρόνου,/ άφησε στις εικόνες δυο δάκρυα / και μια παλίρροια./ Θα υπάρχουν πάντα οι αλυσίδες./Κάθε βράδυ κι ένας νέος Ήφαιστος/θα δουλεύει το σίδερο και τη φωτιά,/έτσι για να μην κλείσει η χαοτική απόσταση,/που μας χωρίζει.

Συνοψίζοντας, η ποίηση του Α Π είναι ποίηση συμβολική, στοχαστική, περιγραφική, ποίηση όπου συχνά ο πεζός λόγος συμπλέκεται με επιτυχία με τον ποιητικό, δημιουργώντας μια μικρή ιστορία, μια ενιαία εικόνα, μια συνέχεια. Σαν να μην μπορεί να χωρέσει ολοκληρωμένα η σκέψη του ποιητή αποκλειστικά σε στίχους, και ο συνδυασμός αυτός στίχου και πεζού λόγου είναι που δίνει στα ποιήματα ξεχωριστή αξία. Η χρήση δε της συμβολικής/μεταφορικής γλώσσας και των εικόνων που δημιουργεί, συγκαταλέγονται στα προτερήματα της ποίησής του, προσδίδοντας ξεχωριστή χροιά στη βιωματική τους διάσταση. Ενώ η μελαγχολία και τη θλίψη που διακρίνει κανείς εύκολα στα ποιήματα του, εξισορροπούνται εύστοχα με το φως και την ομορφιά των περιγραφών. Κλείνοντας τη σύντομη αυτή περιήγηση στην ποίηση του Άγγελου Πετρουλάκη, παραθέτω ποιήματα του που ξεχώρισα:

 «Ανάμεσα στις ερειπωμένες λέξεις και στα αποσιωπητικά σχηματοποιείται η διαίσθηση για την έλευση ενός ακόμα χειμώνα. Μυρίζω το ρούχο σου, που ανακάλυψα ξεφυλλίζοντας παλιούς ημεροδείχτες και βεβαιώνομαι πως οι νύχτες ταρίχευσαν καλά τις εικόνες σου.

 

Σε στάχτες μέσα

ανακαλύπτω ένα τραγούδι

κι ένα καψαλισμένο φτερό…

Πλημμύρισαν κόκκινο οι ρωγμές του χρόνου.

 

 

Όπου εγώ, το εσύ

 

Ψηλαφώ υγρές πέτρες.

Νυχτωμένα αγγίγματα

και το μισό σου πρόσωπο στην ουτοπία.

 

***

Ναυαγώ σε χρόνους απροσδιόριστους

και σε θάλασσες εφτά,

μία για κάθε μιά απ’ τις αισθήσεις σου,

μία για το χθες,

μία για την πτώση μου

και συνάζω ισάριθμους ανέμους,

έναν για κάθε μέρα της εβδομάδας,

έτσι που κάθε πρωί ένας καινούργιος άνεμος

να τραγουδάει την ομορφιά σου:

«Λουλούδι της Μονεμβασιάς

και κάστρο της Αθήνας…»

 

Παράταιρος και παράφρονας λόγος ο λόγος μου/και οι λέξεις που επωμίστηκαν την πίκρα/και οδοιπορούν στην απόγνωση της σιωπής.

 

Κορώνη

 

Σε κώδικες βυζαντινούς ξεναγήθηκα

και σε λιθόστρωτα χάραξα το περίγραμμα του προσώπου σου,

πολύ πριν στο κατώφλι μου εγκαταλείψεις το αντίο…

Είχα σπουδάσει από νωρίς τα μυστικά των αποχαιρετισμών,

μόνο και μόνο για να μπορώ ν’ αντιστέκομαι στη λήθη.

Και στην Κορώνη,

έδωσα υπόσταση σε μια φυγή ανερμήνευτη,

σκαλίζοντας σ’ ένα βράχο το ιστιοφόρο της φυγής

και το κυπαρίσσι του ακίνητου χρόνου…

 

Ό,τι απέμεινε απ’ το σώμα θα μείνει ως χαιρετισμός κρυφός στην άνοιξη, που ξέχασε να περάσει απ’ τη δική μας γειτονιά.

Κι άλλα δάκρυα

κι άλλες τύψεις

κι άλλοι ουρανοί

θα σταθούν πίσω από το φως.

Κι άλλα δάχτυλα θα τεντωθούν,

το καθένα δείχνοντας και μια πληγή,

μια τύψη σημαδεύοντας

κι ένα κοχύλι όλο ενοχές…

 

 

Τραγουδάω τα χρώματα…

Αυτό το μπλε που δεν είναι της θάλασσας,

εκείνο το κόκκινο που δεν είναι της παπαρούνας,

ένα λευκό που δεν είναι των αιγαιοπελαγίτικων ξωκλησιών…

 

 

Τα τόσα “γιατί”,/

πώς από λέξεις/

έγιναν πέτρες και με λιθοβολούν; /

Τα τόσα ‘‘πρέπει’’,

πώς έγιναν ρούχο σου

και πια φοβάσαι να πορευτείς γυμνή

κάτω απ’ το φως του φεγγαριού;

 

Οι άνθρωποι θα λεν πως τραγουδάω τον έρωτα και ήσυχοι θα λιάζονται στις γιορτινές πλατείες. Όμως, αρκεί που πίσω απ’ τον ορίζοντα ανοίγονται άλλα τοπία, αρκεί που πίσω απ’ τις κορυφογραμμές υπάρχουν άλλα βουνά και άλλες θάλασσες.

 

Αρκεί που υπάρχεις εσύ,

να δαγκώνεις το όνειρο,

παίζοντας τραμπάλα με τις νύχτες μου.

 

Οι νύχτες μου κράτησαν το περίγραμμά σου…

Οι μέρες μου τα ίχνη των βημάτων σου…

Κι εγώ ξεκρεμώ απ’ τον τοίχο μια μουσική

και χρωματίζω με νότες το δικό σου πρόσωπο….

 

 

« Η πολιτεία, άνυδρος κόσμος, αναπνέει την αλλοτρίωση, δηλώνοντας έγκοπη και στις απλούστερες ακόμα διαδικασίες της. Στις διαδικασίες θανάτου δηλώνει απούσα. Με πιστοποιητικά αναπηρίας ταξιδεύει.

 

Κι εγώ,

ο κατά λάθος,

ο παράταιρος,

μ’ ένα κλωνί βασιλικού στ’ αφτί,

μ’ ένα λευκό ιστίο στα μάτια,

χορεύω στον πάτο της θάλασσας,

δηλώνοντας παρών

στ’ απονενοημένα διαβήματα του έρωτα.»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top