Fractal

Αν γίνεις το κορίτσι μου, θα σου δώσω ένα περιστέρι, εκατό εσκούδα κι ένα βιβλίο.

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

«Βιβλίο» του Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, Μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά, Εκδ. Κέδρος, σελ. 296

 

livro

 

Μερικές σκέψεις 

Δεν ξεχωρίσαμε αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα αμέσως όταν κυκλοφόρησε φέτος, Φεβρουάριο του 2015,ώστε να σπεύσουμε να το διαβάσουμε, να το προτείνουμε και ν’ αρχίσουμε να μιλάμε γι αυτό. Τι στο καλό παθαίνουμε οι βιβλιόφιλοι (παρασύροντας άλλοτε  σοφά ο ένας τον άλλο) και κάποιες φορές χάνουμε τα καλά και πάμε και βρίσκουμε και διαβάζουμε κάτι ξενέρωτα τραβηγμένα από μαλλιά φαλακρών, κάτι λουστραρισμένες με χαζά κλισέ εκθέσεις/ τυφλοσούρτες αρπακολατζίδικων σεμιναρίων συγγραφής που υφαρπάζουν τον χρόνο μας;

Αλλά και πώς να εντοπίζουμε μέσα στον εκδοτικό αχταρμά διαμάντια σαν το «Βιβλίο» του Πεϊσότο, που μπορεί να το πήρε το μάτι μας σε κάποιο ράφι ταγμένου βιβλιοπωλείου ή σε κάποια ειδησούλα περί νέων τίτλων αλλά στο μεταξύ κύλησε μπόλικο νερό στο αναγνωστικό μας αυλάκι, άλλα θέλαμε κι άλλα πήραμε κι αποξεχαστήκαμε απαρηγόρητοι, συν τοις άλλοις, για την ανήμπορη για απανωτά βιβλιοαναθήματα τσέπη;

Ειλικρινά δεν ξέρω. Το εκδοτικό μας χάος καλά κρατεί, χαμός γίνεται και δεν είναι απαραίτητα κακός, κάθε άλλο, πάντως η εκδοτική πλημμυρίδα έχει τα ρίσκα της. Μια κάποια λύση ίσως είναι -σίγουρα είναι- να διαλέξουμε βιβλιοπωλεία που θα γίνουν τα σταθερά μας στέκια αφού θα έχουμε βεβαιωθεί ότι οι άνθρωποι εκεί διαβάζουν οι ίδιοι ή και ξεφυλλίζουν προσεχτικά και άρα προτείνουν με άποψη και επίσης γιατί, φαντάζομαι, έτσι όπως είναι αλυσίδα τα πράγματα, εκεί θα εξαντλούν και κάθε περιθώριο καλύτερης τιμής.

Μια άλλη λύση, σχετική κι αυτή κι όχι πανάκεια, είναι και το να δίνουμε λίγο μεγαλύτερη προσοχή στα βιβλία που προτείνουν τα ιστολόγια -φυσικά κι επιμένω στους μπλόγκερς γιατί ακόμα κι αν τους στείλουν πέντε δέκα βιβλία συγγραφείς ή κάποιος γαλαντόμος εκδοτικός οίκος οι περισσότεροι μπλόγκερς κάνουν πάντα του κεφαλιού τους και δεν έχουν μετατραπεί (κι ούτε πρόκειται θαρρώ) σε διαφημιστές χύμα και ανερυθρίαστα, έτσι λέω-  και αν φιλτράρουμε τις παρουσιάσεις τους (γιατί βεβαίως κι ευτυχώς είναι προσωπικές/υποκειμενικές, αυτό άλλωστε είναι και η όποια αξία έχουν) συνεχώς και ξανά θα ξεσκαρτάρουμε λίστες επιθυμιών και θα αναζητάμε καλά βιβλία πιο σίγουροι για την επιλογή μας και όπου μπορούμε, σε βιβλιοπωλεία και δανειστικές βιβλιοθήκες.

Για τις  βιβλιοθήκες τα λέει η άξια μπλόγκερ Κατερίνα Τοράκη στο μπλογκ της εδώ και χρόνια. Αν τις έπαιρνε η πολιτεία- καλά, μη γελάτε- στα σοβαρά και καταλαβαίναμε όλοι την ευρύτερη χρησιμότητά τους θα ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα και ως προς την διάδοση της φιλαναγνωσίας μα και από πλευράς οικονομικής. 

Και σίγουρα, τέλος, κάτι διαφορετικό και πολύ καλό γίνεται και στις λέσχες ανάγνωσης. Μην τις υποτιμάτε και τις θεωρείτε, να χαρείτε, εμμηνοπαυσιακές γυναικοσυναθροίσεις επειδή κάποιος φαλλοκράτης βλάκας σας τις είπε κάποτε έτσι, δεν είναι! Κι έχω επιτέλους βαρεθεί τους αφορισμούς του κάθε εξυπνάκια που αν και δεν έχει διαβάσει συστηματικά ούτε μισό βιβλίο στην ζωή του τα ξέρει όλα και εννοείται και τα βιβλιοφιλικά και λέει τις χολές του.

Φτιάξτε εσείς την παρέα των φίλων σας αναγνωστών, κάντε την πρώτη συνάντηση και ορίστε μια φορά τον μήνα  ή όποτε σας βολεύει να βρίσκεστε και να τα λέτε για βιβλίο που θα έχετε προεπιλέξει κι αυτό δεν θα σας βλάψει, πιστέψτε με, έλεος με τις ταβέρνες και τις καφετέριες σαν έξοδό μας και διέξοδο, σιγά μην είναι.

 

peristeri

 

Αποσπάσματα:

  • Όταν έφτασαν στο σπίτι, η Αντελαΐντε χρειάστηκε ν΄ ανοίξει τα δάχτυλά της ένα προς ένα. Κάθε δάχτυλο ξανάπαιρνε το σχήμα του, ξαναγεννιόταν. Ύστερα, με λεπτότητα, ξεδίπλωσε το μικρό χαρτί, είχε υγρανθεί απ’ τον ιδρώτα της παλάμης του χεριού της. Με τέλεια καλλιγραφία: Αν γίνεις το κορίτσι μου, θα σου δώσω ένα περιστέρι, εκατό εσκούδα κι ένα βιβλίο.  Ιλίντιο. Εκείνη έτρεμε αυτό που ποθούσε. Προσπάθησε να διακρίνει μια μυρωδιά κάτω απ’ τον ιδρώτα που είχε ποτίσει το χαρτί. Ο έρωτας, πάντα ονειρευόταν αυτή τη λέξη, αυτή την ιδέα. Τώρα μπορούσε ν΄ αρχίσει να τη ζει.
  • Όταν έκανε αντίλαλο, του Ζοζουέ τού άρεσε να σφυράει. Διάλεγε μία από τις τρεις ημιτελείς μελωδίες που ήξερε και, ξαφνικά, ο χρόνος κυλούσε στον ρυθμό του σφυρίγματος, απλωνόταν. Εκτός από την συναυλία αυτή, το πρωινό εκείνο ακουγόταν ο ήχος του χαρμανιού που το έξυνε απ’ τη σπάτουλα το μυστρί και ύστερα το πετούσαν πάνω στον τοίχο, σαν υγρή γροθιά. Τρεις άντρες επαναλάμβαναν αυτή την κίνηση σε διαφορετικούς χρόνους, τυχαία.
  • Καθάριζε τα τσόφλια απ’ τα βραστά αυγά και νοσταλγούσε τη Γαλλίδα, ξέπλενε τον μπακαλιάρο και νοσταλγούσε τη Λιμπάνια, έκοβε τις πατάτες σε ροδέλες και νοσταλγούσε το χωριό. Μαγείρευε παστό μπακαλιάρο Γκόμες ντε Σα σαν να μαγείρευε μελαγχολία στον φούρνο.
  • Από τότε που σταμάτησε τη δουλειά στη βιβλιοθήκη οι μέρες είχαν αρχίσει να μπερδεύονται, τίποτα δεν διέκρινε τις Τρίτες από τις Τετάρτες, τις Πέμπτες και τις Παρασκευές. Μέχρι κι οι εποχές είχαν αρχίσει να μπερδεύονται: χειμάνοιξη, ανοιξοκαίρι, καλοκαιρόπωρο, φθιμώνας. Αυτό το σουφλέ του καιρού το διέκοπταν οι επισκέψεις του Κόσμε, μια οδοντογλυφίδα για να δει αν ο καιρός είχε ψηθεί από μέσα.
  • Ο χρόνος της φάνηκε αργός σαν μια ζωή: γεννιέσαι, γίνεσαι κορίτσι, γίνεσαι γυναίκα με την ανάμνηση ότι ήσουν κορίτσι, γίνεσαι γριά με την ανάμνηση ότι ήσουν κορίτσι και ήσουν γυναίκα, πεθαίνεις.

 

Το μυθιστόρημα

 

Ο χαρισματικός Πορτογάλος συγγραφέας ,τον οποίο πρωτογνωρίσαμε με το “Νεκροταφείο Πιάνων”, μοιράζεται μαζί μας -γενναιόδωρα κι εδώ- την κατ΄αρχάς απλή,γλυκιά,ανθρώπινη και σε πολλά σημεία κοινή για χιλιάδες σύγχρονούς τους ιστορία του Ιλίντιο και της Αντελαΐντε,δυο γνήσιων παιδιών κι ύστερα ενηλίκων της πορτογαλικής επαρχίας στα πέτρινα χρόνια του Σαλαζάρ (για 48 χρόνια κράτησε ο Σαλαζάρ και το καθεστώς του λιανίζοντας τους Πορτογάλους που κάποτε σαν θαλασσοκράτορες κι αυτοί έκαναν κιμά άλλους λαούς κι έστηναν αβέρτα αποικίες,σε τι άθλιο κόσμο διαδοχής σφαγέων ζούμε,Χριστέ μου,τελειωμό δεν έχει η ηλιθιότητα/κακία των ανθρώπων).

 

escudo

 

Η ιστορία της ζωής του ανήσυχου Ιλίντιο -που παιδάκι έντεκα χρόνων η μάνα του δίνοντάς του να κρατάει σφιχτά ένα βιβλίο τον αφήνει ,όχι γιατί δεν τον αγαπάει, στα φιλόξενα κι άξια χέρια του χτίστη Ζοζουέ και αυτή σηκώνεται και φεύγει- και η ιστορία της συνετής Αντελαΐντε που έρχεται στο χωριό για να μπει υπηρέτρια στην θεία της, την γριά Λουμπέλια, κοινή ιστορία όσο οι δυο τους είναι μαζί και παράλληλη όταν πορεύονται χώρια, όλο αυτό δεν είναι παρά το σφιχτοπλεγμένο και αγκαθωτό κουβάρι δεκάδων προσωπικών και ευρύτερων συγκλονιστικών πολιτικοκοινωνικών καταστάσεων και συγκυριών της Πορτογαλίας του παρελθόντος, κουβάρι που χωρίς πλατιασμούς και φανφάρες τυλίγεται και ξετυλίγεται με θαυμαστό συγγραφικό ρυθμό, σε μόλις 296 σελίδες από τον Πεϊσότο ο οποίος καταγράφει με χειμαρρώδη λόγο και άρτια αφηγηματική τεχνική την οποία δεν συναντάμε συχνά, τις ζόρικες ιστορικές πραγματικότητες της χώρας του (που μοιάζουν με τις δικές μας σε εντυπωσιακό βαθμό) απλώνοντάς τις σαν αδιάκοπα ρέουσα μυθοπλασία με δρώντα πρόσωπα/πάσχοντα υποκείμενα και σε μια χρονική έκταση πέντε ολόκληρων δεκαετιών, των πιο δύσκολων για την Ευρώπη μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και των πιο φτωχών για τις χώρες του Νότου που απ’ άκρη σ’ άκρη μαστίζεται από δικτατορίες, ανείπωτη φτώχεια και μια κρίση η οποία στην περίπτωση της Πορτογαλίας περιλαμβάνει και τους αποικιοκρατικούς πολέμους για τους οποίους ο Σαλαζάρ και το καθεστώς του θυσιάζουν ανάλγητα ανθρώπινο υλικό στρατολογώντας την νεολαία και στέλνοντάς την να μαζέψει τα δικά τους σκατά στις χώρες που ως τότε ρήμαζαν, ξοδεύοντας κονδύλια που μ’ αυτά θα χόρταιναν χιλιάδες και χιλιάδες στόματα, οδηγώντας τους απελπισμένους Πορτογάλους σε μαζική μετανάστευση κατά την δεκαετία του ΄60 κυρίως στην Γαλλία στην οποία διασκορπίστηκαν με κάθε τρόπο κάνοντας ό,τι δουλειά εύρισκαν.Μιλάμε, κι είναι επιβεβαιωμένη ιστορική αλήθεια αυτό, για πάνω από 1,5 εκατομμύριο Πορτογάλους την ίδια πάνω κάτω περίοδο που και η Ελλάδα βουτηγμένη  σε αστάθεια, σε μια παραλλαγή πολιτικής κρίσης -εδώ σκέφτομαι πάλι την διαταξική, την εντελώς ίδια κατάσταση των φτωχών του δυτικού κόσμου, στραβοί μόνο δεν την βλέπουν- πληρώνει αδρά με το δικό της ανθρώπινο αντάλλαγμα τα σπασμένα του πολέμου και της μοιρασιάς τροφοδοτώντας με φτηνό εργατικό δυναμικό την Γερμανία και το Βέλγιο στην περίπτωσή της, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία.(Σταθερά ριγμένη η νότια Ευρώπη στα χρηματολάγνα σκυλιά των ισχυρών, υπάρχει αιτιολόγηση μα ας μην αρχίσω πολιτικές αναλύσεις και αποβούν σε βάρος της παρουσίασης ενός μυθιστορήματος που είναι αριστουργηματικό από κάθε άποψη και οδηγεί εκείνο και με τον εντελώς δικό του τρόπο σε αβίαστη ουμανιστική, πολιτική ανάγνωση και γι αυτό εξάλλου, εκτός των άλλων του αρετών, το προτείνω ανεπιφύλακτα: για την αισθητική της γραφής του δηλαδή μα και την βαθύτερη ουσία του.)Ο Ιλίντιο και η Αντελαΐντε και γύρω και μαζί τους η κακορίζικη κι αλαφρόμυαλη μοδιστρούλα η μάνα του Ιλίντιο, ο καλόγνωμος χτίστης ο Ζοζουέ, ο ζωηρός έφηβος Κόσμε κι ο συντρέχτης πατέρας του, ο χαζούλης, τεράστιος Γκαλοπίν κι ο ανήμπορος αδερφός του, η φιλάνθρωπη αρχόντισσα Δόνα Μιλού, ο υποκριτής παπάς, ο κουρέας και το μαγαζί του που εκεί μαθαίνονται και περνάνε όλα τα νέα ή σχεδόν όλα, ο αλκοολικός Χαραμοφάης ο παππούς του Ιλίντιο και τα μυστικά του, ο Πορτογάλος του τραίνου, η ευγενική Γαλλίδα εργοδότρια της Αντελαΐντε κι ο σιωπηλός της σύζυγος, η Αντελαΐντε και η δεύτερη δουλειά της στην βιβλιοθήκη, ο Κονσταντίνο ο πολιτικοποιημένος βιβλιόφιλος του Παρισιού (που για τους φίλους του λέει ο αφηγητής ότι ήταν σχεδόν πάντα οι ίδιοι σπαστικοί με γυαλιά, οπότε μας περνάει από το μυαλό το ότι εννοεί παθητικούς ξερόλες και το γιατί τους στολίζει) αυτός που καταφέρνει να παντρευτεί την Αντελαΐντε, η φίλη Λιμπάνια κι η οικογένειά της, η γριά Λουμπέλια κι ο πεθαμένος από χρόνια αγαπητικός της που μαθαίνουμε κάποια στιγμή την ιστορία τους και η οποία γριά έχει έτοιμο το φέρετρό της κατά πως το θέλει φυλαγμένο κάτω από το κρεβάτι της, οι άνθρωποι του χωριού κι οι προσπάθειές τους να αποκτήσουν πότε μια σωστή κοινοτική βρύση πότε ένα σωστό ταχυδρομείο, οι παράτες και τα υποχρεωτικά σημαιοστολίσματα για το καθεστώς, οι άνθρωποι στην Λισαβώνα που βράζει και οι καλοζωισμένοι αστοί στο πολύβουο Παρίσι, όλοι με τις κακίες και τις καλοσύνες, με τις καλές και κακές μέρες και στιγμές τους σε τόσο πολυτάραχους -αν υπάρχουν δηλαδή τελικά και μη ταραγμένοι στις ιστορίες των φτωχότερων λαών, πολύ  αμφιβάλλω- καιρούς, εμβληματικοί μέσα στην απλότητά τους χαρακτήρες που πλάθονται περίτεχνα από έναν παρεμβατικό τριτοπρόσωπο αφηγητή ο οποίος στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μπαίνει φουριόζος στην μυθοπλασία σαν ο γιος της Αντελαΐντε και εξιστορεί με έντονο ύφος και παθιασμένο λόγο το δικό του κομμάτι πορείας σε κατοπινά χρόνια, χρόνια που στιγματίζονται ανεξίτηλα με ένα συνεχές συναισθηματικό, νοητικό και ρεαλιστικό  πηγαινέλα από την Γαλλία, στην οποία έχει γεννηθεί, στην Πορτογαλία της μάνας ,τόπο νοσταλγίας που διαλέγει συνειδητά να επιστρέψει σ’ αυτόν μαζί της και με τον Ιλίντιο, διηγούμενος πια πρωτοπρόσωπα και κάνοντας εξαίσιο παιχνίδι ανατροπής/σύνδεσης του περιεχομένου με τον τίτλο του βιβλίου και με κάποια κομβικά σημεία εντός του, κι όλο αυτό είναι μια ωραία δραματουργική ανατροπή τελικά που ο νους του αναγνώστη δεν την βάζει με τίποτα μέχρι την στιγμή που αυτή συμβαίνει.

 

cravos

“Revolução dos Cravos”
(Η επανάσταση των Γαρυφάλλων) 1974

 

Ο Πεϊσότο χωρίζει το μυθιστόρημα σε δυο μεγάλα και ευφυώς διαφορετικά ως προς τον αριθμό των σελίδων τους μέρη και χρησιμοποιεί τον ημερολογιακό χρόνο από το 1948 ως το 2010 σαν πύλες αναφοράς. Το πρώτο μέρος ξεκινά το 1948 και είναι μια γλυκόπικρη ωδή στο συλλογικό πορτογαλικό παρελθόν μέσα από τις ατομικές ιστορίες των ηρώων, γραμμένο καταιγιστικά και μαζί όμορφα, χωρίς να σπαταλιέται ούτε μια λέξη.

Ο Πεϊσότο αρχίζει πολλά από τα κεφάλαιά του με την παράθεση της χρονιάς στην οποία θέλει να μείνει -1948,1953,1958 κτλ- ή με πρόσωπα που τους δίνει συγκεκριμένο ρόλο ,όμως οι ιστορίες του ανακατεύονται ευφυώς η μια με την άλλη κι αυτός ο πρωταγωνιστικός κάθε φορά ρόλος/ιστορία δίνεται σε αρκετά πρόσωπα. Έτσι δεν είναι μεν γραμμικές οι ιστορήσεις παρά την ημερολογιακή τάξη που υπάρχει και όσο κάνει ισορροπημένα πολύπλευρη αναδρομική αφήγηση εγκιβωτίζει με μαεστρία πολλές μικρότερες ιστορίες που με την δυναμική τους ενισχύουν την κεντρική χωρίς σε καμία ή από καμία να μαθαίνουμε ποιο ή τι είναι, για παράδειγμα, το περιβόητο βιβλίο που έχει η Αντελαΐντε κι όμως να μην μας απασχολεί, γοητευμένοι από την συνολική ατμόσφαιρα.

Η ιστορία γραπώνει τον αναγνώστη ως το ευφάνταστο τέλος της το 2010 ,στην διαφορετική δηλαδή και μαζί ίδια κι απαράλλαχτη ως προς τα επαναλαμβανόμενα λάθη και τα ιστορικά παθήματα δική μας εποχή με μια ακόμα πολυεπίπεδη κρίση σε άσχημη εξέλιξη να ταλανίζει τον Ευρωπαϊκό Νότο.

 

Το δεύτερο μέρος ξεκινά το 1974 -σημαδιακή χρονιά για την Πορτογαλία λόγω της Επανάστασης των Γαρυφάλλων και έτος γέννησης του αφηγητή/συγγραφέα-και σ’ αυτό αναποδογυρίζονται σχεδόν τα πάντα χωρίς να αλλάζει το αρχικό θέμα. Το μυθιστορηματικό βάρος το παίρνει πάνω του ο αφηγητής σαν ο γιος της Αντελαΐντε που επιστρέφει στην χώρα καταγωγής όταν προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και κουβαλώντας, αυτός, στα μπαγκάζια της ψυχής του την δεύτερη πατρίδα που έχει. Αιφνιδιάστηκα. Αλλά το ξάφνιασμα γρήγορα υποχώρησε κι άρχισα να καταλαβαίνω τι επιχειρεί γενόμενος ακόμα και αναιδής στο ύφος, επιθετικός, προκλητικός, έτοιμος να αποδομήσει μα και να ξανασυνθέσει από την αρχή και με έναν άλλο αέρα όλα όσα είναι το υλικό του πρώτου μέρους και τελικά να κρίνω σαν ευφυές, το λιγότερο, αυτό το αναποδογύρισμα της πλοκής.

Μετανάστης λοιπόν κι ο γιος της Αντελαΐντε μα δεύτερης γενιάς, είναι παιδί άλλων συγκυριών (δεν τον έχουν κυνηγήσει, δεν έχει πεινάσει, δεν έχει πάει να πάρει νερό με το μπιτόνι στην ουρά μαζί μ’ όλη την γειτονιά) κι έτσι έχει διαμορφώσει -φυσικό είναι- διαφορετική ματιά και κοσκινίζει επίμονα το παρόν κι έχει κι έναν ρεαλιστικό τρόπο για να αποκωδικοποιήσει το παρελθόν στο Παρίσι με την μάνα του και τον Κωνσταντίνο (ένα πρόσωπο που έχει έντονα στοιχεία αρνητικού ήρωα και βάθος χαρακτήρα και το οποίο μαζί με τον Ζοζουέ θεώρησα ως τις πιο σκοτεινές προσωπικότητες και σε μια λέσχη ανάγνωσης ας πούμε πολύ θα ήθελα να εστιάσουμε με τους συνομιλητές σ’ αυτούς τους δυο σαν το άσπρο και μαύρο της μυθοπλασίας) και μαζί με τους χιλιάδες Πορτογάλους μετανάστες που πάλευαν σκληρά.

Ο νεαρός άντρας -ποτισμένος κι αυτός με την αγάπη για τα βιβλία ως το μεδούλι του- διαθέτει την κοφτερή, πολυπρισματική ματιά που κάνει συχνά τους πιο νέους να ζυγίζουν κυνικά τα πράγματα γύρω τους μα έτσι καταφέρνει κι αντέχει το βάρος του παρελθόντος όταν επιστρέφοντας στο χωριό στην Πορτογαλία γνωρίζει τα σημαντικά πρόσωπα του πρώτου μέρους, όσα ζούσαν ακόμα μα  κι αυτά που είχαν πεθάνει και βρίσκονταν στις διηγήσεις των άλλων και έτσι μαζεύει τις ιστορίες τελικά όλων, ζωντανών και νεκρών, ιστορίες ίδιες και διαφορετικές που συνδέθηκαν αναπόσπαστα μεταξύ τους κι έγιναν μια, η συλλογική μιας εποχής και μιας χώρας.

 

banknote

 

Ο Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο είναι σπουδαίος, αυτόφωτος συγγραφέας -γνώρισμα, θαρρώ, φανερό και σε πρωτάρη αναγνώστη- ένας γραφιάς με τσαγανό και που δεν ακολουθεί τα χιλιοπατημένα μονοπάτια της αγοράς μιας και έχει έτοιμα γνήσια δικά του, αυτό το δυσεύρετο το ένα, το  τ α λ έ ν τ ο.

Προφανώς έχει αναγνωστικές προτιμήσεις και επιρροές -οι αμέτρητες βιβλιοφιλικές αναφορές που κάνει σαν αφηγητής σ’ όλο το δεύτερο μέρος είναι συνεχείς και αφορούν πολύ σπουδαία βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας- είναι όμως δυσδιάκριτες ή μάλλον τόσο καλά αφομοιωμένες στο κείμενό του που εμείς μπορούμε με σιγουριά να μιλάμε για μια ολόδική του, σύγχρονη, ατόφια γραφή, απ’ αυτές που δεν συναντάμε συχνά και που πάνε παραπέρα στον χρόνο το μυθιστόρημα.

Την σκέψη αυτή την έκανα γιατί αναζητώντας πληροφορίες διάβασα κάπου πως τον αποκαλούν νέο Σαραμάγκου, μα ας μου επιτραπεί να χαμογελάσω μ’ αυτήν την ανοησία.

Ανιχνεύοντας (με δυσκολία και με όσα τέλος πάντων αναγνωστικά μέσα διαθέτω, πείρα πιο πολύ) μια κάποια επιρροή και από τους Αμερικανούς κλασικούς (τον τρισμέγιστο Φώκνερ, αυτόν έβλεπα κάπου στο βάθος των ακονισμένων λέξεων, ειδικά όσο περιπλανιόμουν στο πορτογαλικό χωριό του πρώτου μέρους με χαρακτήρες σαν του Γκαλοπίν και του αδερφού του και κείνην την τρομερή γριά την Λουμπέλια) θα ισχυριστώ ότι ο Πεϊσότο έχει στήσει συγγραφικό σύμπαν αυτοτελές και πλατύ χωρίς δανεικά κι αγύριστα και έτσι δεν χρειάζεται να τον αποκαλούμε νέο Σαραμάγκου ή ο,τιδήποτε άλλο και γι αυτό και η των αγνότερων προθέσεων τεχνική ανάλυση εδώ μου φάνηκε περιττή αφού  το ίδιο το μυθιστόρημα μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό του δημιουργού του. Το «Βιβλίο» του  Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο είναι ένα πανέμορφο και δυνατό κείμενο: μιλάει εκείνο και μάλιστα κατ’ ευθείαν στην ψυχή του αναγνώστη. Τι καλύτερο;

Θέλω, τέλος, να σταθώ στην μετάφραση (από τα πορτογαλικά) της Αθηνάς Ψυλλιά για τις εκδόσεις Κέδρος (στον σύνδεσμο εδώ διαβάζετε αποσπάσματα). Ωραία μετάφραση, αντάξια του συγγραφέα, χωρίς ακκισμούς και υπερβολές (αυτές τις τύπου να γίνω Αλεξάνδρου στην θέση του Αλεξάνδρου, έλεος πια), στρωμένη καλά, φροντισμένη και γι αυτό όαση στις ολοένα και περισσότερες σαχάρες που τις βαφτίζουν μεταφράσεις. Μπράβο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top