Fractal

Λίτσα Ψαραύτη: “Αλλά πάντα υπάρχει η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, φτάνει να μη λυγίσεις”

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

psarayti

 

Την θυμήθηκα βλέποντας όλες αυτές τις στρατιές των προσφύγων. Θυμήθηκα το πώς έμαθε να γράφει στην άμμο. Στα βιβλία της εξάλλου, παρ’ ότι αναφέρεται σε εφήβους και παιδιά δεν τους χαϊδεύει τ’ αυτιά. Βουτά στα βαθιά και γράφει για δύσκολα. Με έναν στιβαρό τρόπο γραφής και με πάσα ειλικρίνεια. Βραβεύεται κιόλας. Αλλά το σημαντικότερο, ματώνει, νοιάζεται. Την αφορά η Ιστορία και η εποχή, την αφορά η γενέθλια γη και δεν κάνει πίσω στο σύγχρονο πρόβλημα. Η Λίτσα Ψαραύτη, λοιπόν, στο fractal μιλά για την Λογοτεχνία επειδή αποτελεί αντικατοπτρισμό της ζωής. Και για την δική της προσφυγιά παιδιάκι που έμαθε καλά ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο και ότι κινδυνεύουν τα σύνορα.

 

psar

 

-Κυρία Ψαραύτη, αντικρίζοντας αυτές τις απίστευτα θλιβερές εικόνες με τους πρόσφυγες στο δρόμο και στις πλατείες και τα νεκρά παιδιά, θυμήθηκα εκείνο τη συγκλονιστική μαρτυρία σας στο Μύρτιλλο για τη δική σας προσφυγιά. Ξεχνάμε, κυρία Ψαραύτη; Εσείς δεν ξεχάσατε…

Όλους αυτούς τους μήνες που βλέπω τους πρόσφυγες και κυρίως τα παιδάκια στους δρόμους και στις πλατείες, η ψυχή μου έχει αγριέψει. Συμπάσχω και συγχρόνως η μνήμη μου κάνει βουτιά στο παρελθόν γιατί κι εγώ έχω ζήσει ως παιδί την ίδια περιπέτεια που δεν ξεχνιέται όσα χρόνια κι αν περάσουν.

 

-«Μην κλείνετε τα σύνορα! Αυτοί δεν είναι Σύροι πρόσφυγες, αλλά ευρωπαίοι που προσπαθούν να φτάσουν στη Βόρεια Αφρική στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου». Διάβασα λεζάντα σε φωτογραφίες με καραβιές ανθρώπων που ευτυχώς ήρθαν στην επιφάνεια, πώς ήταν τότε κυρία Ψαραύτη, εσείς είσαστε παιδί…

Οι ιστορίες της προσφυγιάς ξεκινούν όταν γίνονται πόλεμοι. Πώς να ξεχάσω ένα σμήνος γερμανικά αεροπλάνα που στις 17 Νοεμβρίου του 1943 βομβάρδισαν το νησί που ζούσα, κι εγώ με την μάνα μου να τρέχουμε να κρυφτούμε έξω από την πόλη. Και τα αεροπλάνα αφού έριξαν όσες βόμβες κουβαλούσαν ξαναγύριζαν και θέριζαν τον κόσμο με τα πολυβόλα. Εκατοντάδες οι νεκροί και οι τραυματίες. Το άλλο βράδυ μ’ ένα μπόγο στον ώμο μπήκαμε μαζί με συγγενική μας οικογένεια σε μια βάρκα με προορισμό το κοντινό Κουσάντασι της Τουρκίας. Στο λιμάνι του ήδη συνωστίζονταν χιλιάδες νησιώτες. Όσοι δεν προλάβαιναν να αποβιβαστούν οι Τούρκοι χωροφύλακες τους έστελναν πίσω. Βρήκαμε αποκούμπι σε μια αυλή ενός Τούρκου, αλλά για να μας αφήσει η μάνα μου του έδωσε μια χρυσή λίρα από το κομπόδεμα με τα κοσμήματά της. Θυμάμαι μαζί με άλλους πρόσφυγες να μπαίνουμε σε ένα τρένο που έβαζαν τα ζώα, γεμάτο βρωμιές. Αφού διασχίσαμε όλη τη Τουρκία, τη Συρία, το Λίβανο, έπειτα από εφτά μέρες φτάσαμε στην Παλαιστίνη που τότε ήταν κράτος ( αμήν και πότε να ξαναγίνει ανεξάρτητο κράτος!) υπό την κατοχή των Εγγλέζων. Από το τρένο μας μετέφεραν με στρατιωτικά αυτοκίνητα σε ένα προσφυγικό στρατόπεδο κοντά στη Γάζα, μέσα στην έρημο. Ζήσαμε δυο χρόνια μέσα σε σκηνές, με 45 βαθμούς τη μέρα και με παγωνιά το βράδυ. Έμαθα να γράφω μέσα σε μια σκηνή που ήταν το «σχολείο» μας, έχοντας μόνο ένα ξυλαράκι για μολύβι και την άμμο για τετράδιο. Παρ’ όλη όμως τη φτώχεια και τη δυστυχία εμείς τα παιδιά ζούσαμε και χαρούμενες στιγμές. Είχαμε τους γονείς μας, ένα πιάτο φαγητό, έστω και άθλιο, τους φίλους, τους συγγενείς μας, και την ελπίδα ότι θα τελείωνε ο πόλεμος και θα γυρίζαμε στην πατρίδα μας. Παίζαμε μέσα στην άμμο μ’ ένα τόπι φτιαγμένο από μια κάλτσα γεμάτη με κουρέλια. Όσα παιχνίδια κι αν μου χάρισαν αργότερα εκείνο το τόπι δεν το ξέχασα ποτέ. Βλέπω σήμερα τα προσφυγάκια στα πάρκα και στις πλατείες να κρατούν ένα παιχνιδάκι που τους πρόσφεραν οι συμπονετικοί έλληνες και τα ματάκια τους λάμπουν από χαρά, έστω και για λίγο.

 

-Ευτυχώς δεν ξεχάσατε! Και συγγραφικά δεν ξεχάσατε, όλα αυτά υπήρξαν, ΕΙΝΑΙ βιβλίο, με ό,τι είμαστε γράφουμε κυρία Ψαραύτη; Με ό,τι έχουμε;

Ξεχνιούνται εκείνα τα χρόνια; Όμως νιώθω ευλογημένη γιατί όσα έζησα είναι ένας θησαυρός για το συγγραφέας. Εκείνες οι περιπέτειες έγιναν ένα βιβλίο, « Το διπλό ταξίδι», πολυδιαβασμένο και πολυβραβευμένο.

 

-Τι μας κρατά όρθιους στα δύσκολα; Θυμάστε τότε;

Όσα έχω ζήσει, και είναι αρκετά, με έκαμαν ανεκτική, υπομονετική, αλλά και δυνατή, με ψυχικές αντοχές που δεν ήξερα και η ίδια ότι είχα, έτοιμη ν’ αγωνιστώ και να καταφέρω να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Επαναστατικό και γενναίο ήταν όταν 18 χρονών, παρά τις αντιρρήσεις και τις απειλές των γονιών μου, ήρθα μόνη μου στην Αθήνα να σπουδάσω.

 

-Τα τιμαλφή μας αλλάζουν με τον καιρό;

Τιμαλφή για μένα είναι οι μεγάλες αξίες της ζωής που μου τις δίδαξαν οι γονείς μου, αλλά και οι Δάσκαλοί μου, δηλ. η τιμιότητα, η δικαιοσύνη, ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια, η φιλία, η αλληλεγγύη, η αγάπη για την πατρίδα μας και προσπαθώ, όσο γίνεται να τις ακολουθώ.

 

-Τι έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί και τι παραμένει αναλλοίωτο κόντρα σ’ αυτό; Παραμένει το ίδιο όσον αφορά εκείνο που αποκαλούμε «επαναστατικό» και «γενναίο»;

Έχουν αλλάξει πολλά. Όλα ξεκινούν από την παιδεία που δεν διδάσκεται πια στα σχολεία. Σε μια εποχή που όλα καταρρέουν, σε μια καθημερινότητα γεμάτη ανασφάλεια, συντριβή ταπείνωση και αγωνία για το αύριο, είναι επόμενο να λησμονούμε τα τιμαλφή μας. Είμαστε χωρίς ρίζες, χωρίς ιστορία, χωρίς ιδανικά. Μερικές φορές αισθάνομαι να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω μου. Όμως αυτή η αγωνία και η ανασφάλεια γίνεται η κινητήρια δύναμη που με κάνει να σηκώνω το κεφάλι, να παλεύω και να ελπίζω.

 

-Στη θεματολογία σας αρέσκεστε στα δύσκολα, τολμήσατε ό,τι δεν τόλμησε κανείς, να το δούμε στην πράξη;

O συγγραφέας που γράφει για εφήβους δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπροστά στα κοινωνικά προβλήματα και στους κινδύνους που τους απειλούν. Στο « Το αυγό της έχιδνας» καταπιάνομαι με το ΑΙDS ( Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών). Τα ναρκωτικά είναι μια σημερινή πληγή για τους εφήβους και τους νέους. «Τα επικίνδυνα παιχνίδια» είναι μια αληθινή ιστορία που με είχε συγκλονίσει. Στα «Όνειρα από μετάξι» περιγράφω τα αδιέξοδα ενός εφήβου όταν ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλία του. Ο έρωτας είναι παρών στο «Μυστικό τετράδιο» και ο ρατσισμός στην «Εξαφάνιση» και στο «Πέταγμα στην ελευθερία». Τα προβλήματα που μπορούν να δημιουργηθούν από την κλωνοποίηση αναφέρονται στη « Γάτα που δε νιαούριζε». Τα θέματα της οικολογίας απασχολούν μικρούς και μεγάλους και οι συγγραφείς προσπαθούμε να ευαισθητοποιήσουμε τα παιδιά και τους νέους. Τα βιβλία μου «Η εκδίκηση των μανιταριών» και « Το κόκκινο σουτζουκάκι» αναφέρονται στα οικολογικά προβλήματα της εποχής μας.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρωτοτυπία, ανθρωπιά, συναίσθημα, ελπίδα.

 

-Κι ένας ήρωας για να γίνει «ήρωάς σας»;

Να με εκπλήξει, να είναι διαφορετικός.

 

-Ο τόπος καταγωγής μας κατά πόσο είναι παρών στις ιστορίες μας; Σε ποιαν ιστορία σας βρίσκουμε σήμερα;

Πολλοί συγγραφείς έγραψαν βιβλία για το γενέθλιο τόπο τους. Έχω μια εμμονή για την πατρίδα μου, τη Σάμο. Εκεί γεννήθηκα, μεγάλωσα, έκανα τα πρώτα μου όνειρα, τους πρώτους φίλους, έζησα τις πρώτες αγωνίες, την ιταλική κατοχή κι ένα πικρό εμφύλιο. Η Σάμος έχει μια μεγάλη ιστορία. Θέλω να κρατήσω ζωντανή την ιστορική μνήμη και να διατηρήσω τις ρίζες μου χλωρές. Γενικά η ιστορία της Ελλάδας με τις καλές και τις κακές στιγμές της μας διδάσκει και πρέπει να τη διασώσουμε και να διδαχτούμε γιατί ότι συμβαίνει σήμερα έχει τις ρίζες του στο παρελθόν. Εκτός από το «Διπλό ταξίδι» έχω γράψει «Το χαμόγελο της Εκάτης» που αναφέρεται σε τέσσερες ιστορικές εποχές της Σάμου, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας (Κρατικό Βραβείο, βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου). Επίσης «Οι δραπέτες του Καστρόπυργου» είναι ιστορικό μυθιστόρημα αλλά αναφέρεται σε άλλο τόπο. « Η σπηλιά της γοργόνας» είναι ο ξεριζωμός μιας οικογένειας που φεύγει το 1922 από τη Σμύρνη και έρχεται στη Σάμο, που θα γίνει η δεύτερη πατρίδα της και όπου θα ζήσουν δύσκολες μέρες αλλά θα ριζώσουν και οι ρίζες τους θα πετάξουν κλαδιά. ( Κρατικό Βραβείο, βραβείο του ΚΕΠΒ). Και το καινούριο βιβλίο μου που ελπίζω να εκδοθεί σύντομα, «Ο γυρισμός της Πηνελόπης» πάλι στη Σάμο αναφέρεται. Είναι η ιστορία δυο εφήβων, του Οδυσσέα και της Πηνελόπης που στα χρόνια της γερμανικής κατοχής λαβαίνουν μέρος στην αντίσταση κι ένα τρυφερό αίσθημα θα γεννηθεί ανάμεσά τους. Μεγάλοι πια θα ξανασυναντηθούν , θα ξεδιαλύνουν τις τύψεις και τις ενοχές για το φόνο ενός προδότη, αλλά θ’ ανακαλύψουν ότι μερικές μνήμες και αισθήματα δεν ξεχνιούνται ποτέ, λες και τα προστατεύει ο χρόνος.

 

-Φεύγεις ποτέ από τον γενέθλιο τόπο σου, κυρία Ψαραύτη; Τι σημαίνει η Σάμος για τα βιβλία σας και για σας;

Δε φεύγεις ποτέ. Σε δύσκολες στιγμές εκεί ξαναγυρίζεις νοερά, είναι σαν να μπαίνεις στη μήτρα που σε γέννησε όπου ένιωθες προστατευμένος και όλα ήταν ήσυχα, ζεστά, και το χέρι της μάνας σε χάιδευε με τρυφερότητα και αγάπη. Είμαι τυχερή που γεννήθηκα σ’ ένα νησί, με συγγενείς να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι μας. Άκουγα παραμύθια και τραγούδια, πήγαινα σε γιορτές και πανηγύρια ζούσα μέσα σε μια υπέροχη, οργιαστική και καταπράσινη φύση και κοντά σε μια θάλασσα με μαγευτικές ακρογιαλιές. Ελπίζω ότι με τα βιβλία μου συνεισφέρω στην ιστορική γνώση των εφήβων που σίγουρα δε την προσφέρουν τα σχολεία, μακριά από γενικεύσεις και εθνικισμούς. Νιώθω ότι είναι μια πρόκληση να γράφει κανείς ιστορικά μυθιστορήματα. Η έρευνα είναι από τις πιο ευφρόσυνες και ευχάριστες ώρες. Όλο το υλικό που θα συλλέξεις πρέπει να το «δαμάσεις» και να το φέρεις στα μέτρα της πλοκής. Επίσης οι γνώσεις που αποκτάς είναι ένας θησαυρός, γενικά ο συγγραφέας πρέπει να επωφελείται από τη γνώση που έχουμε κληρονομήσει.

 

-Και τι σημαίνει η προσφυγιά για την ζωή ενός ανθρώπου;

Πόλεμος, θάνατος, ξεριζωμός, φόβος, ανασφάλεια. Αλλά πάντα υπάρχει η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, φτάνει να μη λυγίσεις, να βρεις μέσα σου δυνάμεις που πάντα υπάρχουν, για να σε στηρίξουν.

 

-Ξανανθίζει ό,τι ξεριζώνεται;

Ναι. Το έχω ζήσει και το έχω δει να συμβαίνει. Ας θυμηθούμε τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής, οι οποίοι έφεραν μαζί τους τις τέχνες τους, τα τραγούδια τους, γενικά τον πολιτισμό τους και μεγαλούργησαν όπου εγκαταστάθηκαν ανεβάζοντας το πολιτιστικό επίπεδο των Ελλήνων. Βέβαια, βίωσαν το ρατσισμό των ντόπιων, αλλά με τις γνώσεις τους, το δυναμισμό και τη θέλησή τους για επιβίωση, ρίζωσαν, έβγαλαν βλαστάρια και λουλούδια. Θυμάμαι και τη δική μας προσφυγιά. Όταν γυρίσαμε βρήκαμε το σπίτι μας λεηλατημένο, χωρίς πόρτες και παράθυρα. Στρώσαμε στο πάτωμα μια κουβέρτα και κοιμηθήκαμε τον ωραιότερο ύπνο της ζωής μας. Την άλλη μέρα όμως οι γονείς μου έπιασαν δουλειά, να φροντίσουν τα’ αμπέλια μας που είχαν μείνει τόσα χρόνια ακαλλιέργητα.

 

-Είναι κατά κάποιον τρόπο ο συγγραφέας ένας εξόριστος;

Έπειτα από τόσα χρόνια στην Αθήνα δεν κατάφερα να τη νιώσω πατρίδα μου και να την αγαπήσω. Ακόμα νιώθω νοσταλγία για τον τόπο που γεννήθηκα. Και όταν σε δύσκολες στιγμές της ζωής μου θέλησα να γυρίσω πίσω και να αναγεννηθώ στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, δε βρήκα την πατρίδα που ήξερα. Θυμάμαι το ποίημα του Σεφέρη από το «Γυρισμό του ξενιτεμένου».
« …Γυρεύω το παλιό μου κήπο, τα δέντρα μού έρχονται ως τη μέση… Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις; Χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που είχες αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς, μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου».

 

-Πότε τελειώνουν οι ιστορίες; Τελειώνουν οι ιστορίες;

Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι σ’ όλη μου τη ζωή ένα βιβλίο γράφω που δεν τελειώνει ποτέ.

 

-Και είναι η ιστορία πατρίδα, στέρεος τόπος, αφετηρία ή προορισμός, για σας;

Η ιστορία όπως λέει και ο Τζέημς Τζόις στον «Οδυσσέα» είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top