Fractal

Λιθοξόος ή εκεί που κατοικούν τα εξόριστα όνειρα

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

lithΜανόλης Πρατικάκης “Λιθοξόος”, σελ. 84, Εκδ. Κέδρος, 2016

(μια αναγνωστική προσέγγιση στην ποιητική του Μ. Πρατικάκη)

 

«Κάθομαι σε βραχάκι κατά Γιαλυράκη μεριά. Δροσίζει τα πόδια μου το κύμα. Ξαφνικά έστρεψα στα νερά. Είπα: «Από δω άρχισαν όλα». (σελ. 11, «Καταπρόσωπο στην Όστρια»).

 

 Α

 

«Η συλλογή Λιθοξόος», σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής Μανόλης Πρατικάκης στην εισαγωγή του, «είναι η συνέχεια μιας τριλογίας που άρχισε με την Κιβωτό (2012) κι είναι εμπνευσμένη από το ακατοίκητο νησί Γαϊδουρονήσι (πρόσφατα Χρυσή), εννιά μίλια μόλις από το Μύρτος Ιεράπετρας» (τόπος καταγωγής του). 36 ποιήματα απαριθμεί η πρόσφατη συλλογή, εκ των οποίων «ένα είναι αφιερωμένο στους ψαράδες που χάθηκαν και δεν βρέθηκαν ποτέ», καθώς, «ψαρεύοντας, άνοιγαν πανάκι κατά Γαϊδουρονήσι μεριά, αγνοώντας τους άγριους ανέμους». «Το ποίημα κατά λάθος μπήκε στην Κιβωτό», μας δηλώνει.

Η Κιβωτός παραπέμπει σε σωτηρία από κατακλυσμό, το ποίημα μνημονεύει  ένα μοιραίο ναυάγιο. Επιπρόσθετα, η πρώτη, όπως ρητά αναφέρει ο ίδιος, αποτελεί προοίμιο του Λιθοξόου. «Έναυσμα για να γραφεί η «Κιβωτός» καταθέτει σε μια εκ βαθέων συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα[i], «αποτέλεσε η κρίση που περνάμε, την οποία θεωρώ πρωτίστως κρίση αξιών. Έτσι γύρισα πολύ πίσω σε ό,τι αυθεντικό και γνήσιο είχα βιώσει στα παιδικά μου χρόνια, στο γενέθλιο τόπο, που δεν είχε ακόμη διαβρώσει η οξείδωση του πολιτισμού, με την ξέφρενη αδράνεια και τα τοξικά του απόβλητα. Θέλησα να φτιάξω μία Κιβωτό για να «περισώσω» ό,τι σε στιγμές συσκότισης έχουμε αποχωριστεί»).

Τόσο ο τίτλος της προγενέστερης συλλογής (Κιβωτός) όσο και η αφιέρωση του «παράταιρου» ποιήματος στους αδικοχαμένους ψαράδες, αντιπαραθετικά συγγενεύουν. Το συγκεκριμένο ποίημα κρίνεται ως παράταιρο από επίμονη συγγραφική τελειομανία; Δημιουργική αυτομαστίγωση; Παιγνιώδες κλείσιμο του ματιού προς εαυτόν και τον αναγνώστη; Πρόκειται, πράγματι, περί λάθους;

Ο Θανάσης Αγάθος σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό Αναγνώστης[ii], υιοθετώντας την σχετική κατηγοριοποίηση που προτείνεται από τον Gérard Genette, (Gérard Genette, Seuils, Éditions du Seuil, Paris 1987, σ. 54-97)[iii], επιχειρεί  μια πρώτη ταξινόμηση των ποιημάτων του Λιθοξόου με βάση «την περιγραφική λειτουργία των τίτλων τους». Διαπιστώνει ότι {«οι περισσότεροι τίτλοι αποδίδουν το θέμα του ποιήματος (για παράδειγμα, «Καταπρόσωπο στην Όστρια», «Σχεδία», «Μικροί τυφώνες», «Ο δημιουργός», «Ερυθρόδερμος άνεμος», «Το κρώξιμο των γλάρων»), και ελάχιστοι είναι ρηματικοί («Με τον τρόπο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε», «Επιτύμβιο»}.

Η Άννα Αφεντουλίδου σε ένα σχετικό με τον Λιθοξόο δοκίμιό της στο Φράκταλ[iv], ανιχνεύοντας «υπόγειες διασυνδέσεις και εγκάρσιες τομές» συγκεντρώνει και ταξινομεί τα ποιήματα «σε τρεις θεματικές υπο-ενότητες: Κοσμογονία του χώρου, (νερό, άνεμος, άμμος) –Α ενότητα, ερωτική συνεισφορά στην γέννηση: μητέρα, ερωμένη, πατρίδα-β ενότητα, εξόδιον τέλος: οδηγός Ποιητικής, ο θάνατος ως συμπαντική αφομοίωση, η ποιητική μνημείωση».

Ο ίδιος ο ποιητής Μανόλης Πρατικάκης προχωρώντας στην εισαγωγή του διευκρινίζει: «Στη συλλογή (Λιθοξόος) υπάρχουν διάσπαρτοι στίχοι ( 20-30 περίπου) από προηγούμενες συλλογές, όπως συνηθίζω, γιατί δένουν με την ύλη του συνθετικού ποιήματος, σε έναν εσωτερικό διάλογο, που θεωρώ ότι υπερασπίζεται μια συνεκτικότητα της όλης ποιητικής μου. Είναι μια συνομιλία (εκτός της διακειμενικότητας με τόσους άλλους ποιητές και στοχαστές) με παλαιότερα στοιχεία του έργου μου, που ανακαλούνται πηγαία, από την οικονομία του καινούριου ποιήματος, σε μια διαλεκτική στιχομυθία. Η κίνηση αυτή γίνεται συνειδητά και αποτελεί στοιχείο της γραφής μου. Συχνά, εκτός από την λειτουργική ανάγκη για ένα ενιαίο Όλον –πράγματι το ίδιο ποίημα γράφουμε αέναα−, για να πάμε μπροστά χρειάζεται να κάνουμε αρκετά βήματα πίσω. Αυτά κυρίως για τους κακοπροαίρετους που μιλάνε για επαναλήψεις κ.λ.π.»

Αναμφίβολα, τα κείμενα του  Λιθοξόου, όπως και κείνα των προγενέστερων έργων του ποιητή, ανεξάρτητα από επιμέρους τίτλους, ύφος, γλώσσες ή θεματικές, αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. Μπορούν, δηλαδή, να διαβαστούν μονομιάς. Αυτό άλλωστε επισημαίνει ο Θανάσης Αγάθος στην αμέσως επόμενη παράγραφο του σχετικού άρθρου του[v]: «Ο Πρατικάκης δημιουργηθεί ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα, ένα επιβλητικό πεζοτράγουδο, που θυμίζει μουσική συμφωνία».  Επιπροσθέτως, ο Ευριπίδης Γαραντούδης σε άρθρο του στο Φράκταλ[vi] σχετικό με την πιο πρόσφατη αυτo-ανθολόγηση του Πρατικάκη υπογραμμίζει: «Ένα διακριτικό γνώρισμα του Πρατικάκη σε σύγκριση με τους άλλους σύγχρονους Έλληνες ποιητές είναι ότι τα 11 από τα 17 ποιητικά βιβλία του είναι συνθετικά έργα μεγάλης πνοής, που δείχνουν το εύρος των συλλήψεων του, τη γερή αρματωσιά και τη συνθετική ικανότητα ενός διαρκώς ανανεούμενου και εμπνευσμένου τεχνίτη». {(Βλ. και Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1970-1984, Aθήνα, Pόπτρον 1991. Επίσης Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1970-1984, Aθήνα, Μεταίχμιο 2004, και Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1984-2000, Αθήνα, Μεταίχμιο 2003- (αναφορές και παραπομπές του  Γαραντούδη)}.

Την ίδια κρίση (με αφορμή την Γενεαλογία, ποιητική συλλογή προγενέστερη του Λιθοξόου) καταθέτει και ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης στη σελίδα 37 του πρόσφατα εκδοθέντα τόμου του: «Ο Μανόλης Πρατικάκης στο φως της διαλεκτικής»[vii].  

 

Μανόλης Πρατικάκης

Μανόλης Πρατικάκης

 

Β

 

Στον Λιθοξόο, πέραν του αδιαίρετου και αδιάσπαστου της γραφής, συναντάμε με την ίδια ένταση και πυκνότητα στοιχεία λυρισμού, συμβολισμού, ρομαντισμού, υπερρεαλισμού, φουτουρισμού, μοντερνισμού και παράδοσης. Τα κείμενα είναι πυκνά, πολυεπίπεδα και πολυπρισματικά, εξαιρετικά ρυθμικά και γλωσσοκεντρικά, με μορφή περισσότερο ή λιγότερο στοχαστική ή ενορατική, παραινετική ή καταγγελτική, προφητική ή υπαρξιακή, ανθρωποκεντρική ή κοσμογονική.

(Καταπρόσωπο στην Όστρια) σελ. 13-19: «Είσαι μια διαρκής αναγγελία και ένας αέναος αποχαιρετισμός. (…) Πάψε να θρυμματίζεις τον καιρό. (…) Χρονόμετρο σημαίνει κρυφή νάρκη». (…) «Μα γίνεται ποτέ να ενορχηστρώσεις το απρόβλεπτο; Να βάλεις χαλινό στον καλπασμό της ακαπίστρωτης φοράδας;» (…) «Νομίζαμε πως χάσαμε τα πάντα,/ ενώ απλώς χάσαμε τις αυταπάτες μας. (…) Μου είπε: Το μίσος είναι η αγάπη των ηττημένων./Η φρικτότερη πείνα είναι η αφθονία./Η κενότητα φωλιάζει στης απληστίας/το κοσμικό χοιροστάσιο». 

Ανατολική φιλοσοφία, Ζεν, βουδισμός, φράσεις που δηλώνουν απελπισία και υπαρξιακό κενό, ταπεινός μαθητής του Θαλή αλλά και ώριμος μύστης, ο ποιητής απευθύνεται σε όσους νεότερους δηλώνουν πρόθυμοι να υπηρετήσουν τη ζωή και την ποίηση, ενώ όλα τα παραπάνω έρχονται να πάρουν σάρκα και οστά, να κουμπώσουν, θα λέγαμε, στο πρόσωπο του συνονόματου παππού τού ποιητή, που, όπως μας εξηγεί ο ίδιος ο εγγονός σε  σχετική του υποσημείωση, «κέρδισε» το επώνυμό του (Πρατικάκης) χάρη στον πράο και φιλοσοφημένο βίο του. (ανάμεσα στ’ άλλα του θαυμαστά, ο οραματικός παππούς δάνειζε αγόγγυστα πρατικά. (πρατικά=μονάδες μετρήσεως σιτηρών).

(στη μνήμη σας χτίζω το μνήμα μου) σελ. 24-25: «Δεν σε φοβούμαι, ξέρε το, κι όποτε θέλεις κόπια,/ μα το ποτήρι της ζωής ξεχειλισμένο το ’πια. Ό,τι ήταν να πάρω το πήρα με παστρικά χέρια/. Ό,τι δόθηκε δόθηκε και μοιράστηκε σωστά.(…)Γι αυτό θαρρώ το φέρετρό μου θα ’ναι γεμάτο χέρια/ που δεν άφησα να ζητιανέψουν. (…)/»Όχι, δεν φεύγω. Στη μνήμη σας χτίζω το μνήμα μου. (…)/Το κιβούρι μου, παλιό μπαούλο, «θα ’ναι γεμάτο κόσμο»,/ που τον πάνε και τον φέρνουν της αποδημίας/ τα πουλιά. Είναι εδώ και παντού στη διαστολή του καιρού∙/

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΡΥΘΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ, επίπονη και πολυσχιδής επεξεργασία της κάθε λέξης, συνέπεια ύφους και περιεχομένου, άλλοτε έμμεσα κι άλλοτε άμεσα, τα κείμενα της συλλογής φανερώνουν (ή υποκρύπτουν) γόνιμες επιρροές από μια εξαιρετικά πλούσια γκάμα δασκάλων. Στα διάσπαρτα στοιχεία αυτοαναφορικότητας, διακειμενικότητας και αυτοδιακειμενικότητας, ανιχνεύουμε ένα ιδιότυπο και γόνιμο χωνευτήρι συγγραφέων και στοχαστών της Δύσης. Σημειώνουμε αναφορές σε έργα ζωγράφων και μουσουργών αγαπημένων του ποιητή, ρήσεις και αποφθέγματα στο πνεύμα των Προσωκρατικών, των Ουπανισάντ  και της φιλοσοφίας της Ανατολής.  

 

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

 

1. ΙΧΝΗ ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΕΝΤΟΝΟ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ

(Καταπρόσωπο στην Όστρια),σελ. 19: ΤΟ ΜΥΡΤΟ ως γενέθλιος τόπος και ΗΝΗΣΟΣ ΧΡΥΣΗ ως παράδεισος και φαντασιακός Ου τόπος, Η νήσος Χρυσή, που…«-δεν ήταν νησί-, έλαμνε μέσα μας/ με δώδεκα σειρές κουπιά./ Κύρβη, Μύρτος, Κάβειρος, Νάξος, η φλογερή Ταγγέρη/ Ως μέσα στα αμνημόνευτα της Ουτοπίας/»

 

2. ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ (ΣΑΝ ΝΑ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ)─ ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΣΜΟΣ, ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΧΙΟΥΜΟΡ,  ΥΠΟΔΟΡΙΑ ΣΑΤΥΡΑ

(Καταπρόσωπο στην Όστρια) σελ. 17: «ο ένας και πανούργος ιητρός…» (αναφορά του ποιητή στον εαυτό του και την ιδιότητά του ως ψυχίατρου) «μα πείτε μου, μα τον θεό σας, θεραπεύονται με φαρμακείες οι ψυχές;» (αυτοσαρκασμός και αυτοαναφορικότητα που (ως τέτοια) παρακινεί τον αναγνώστη να νιώσει συνδημιουργός, ενώ ─ταυτόχρονα− του επιτρέπει να παραμείνει  αποστασιοποιημένος.

 

3. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

1α

Όμηρος, Αισχύλος, Σιμωνίδης, Δάντης, Ρίλκε, Χέλντερλιν, Μπρεχτ, Μπλέικ, Μπόρχες, Κάφκα, Τζόις, Κούντερα, Προσωκρατικοί, Σεφέρης, Σολωμός, Κάλβος, Ελύτης, Εμπειρίκος, Παπαδίτσας, Καρυωτάκης, Λειβαδίτης, Ν. Καρούζος… ο Πρατικάκης έχει εμφανίσει τις πρώτες του λογοτεχνικές επιρροές ήδη από τα ποιήματα του 70-71 (Ποίηση εκδοθείσα το 1974) και τους Παραχαράχτες (Καβάφης, Ρίτσος, Αναγνωστάκης, Γάλλοι ρομαντικοί)[viii], αλλά (κυρίως) μεταγενέστερα με την Λιβιδώ, την Παραλοϊσμένη,  το Σώμα της γραφής, την Γενεαλογία, μέχρι και το πιο πρόσφατο, τον Λιθοξόο του:

(Καταπρόσωπο στην όστρια» σελ. 14-18: «Δεν το ’ξερα η έρμη πως ο θάνατος έχει ξεκάμει ένα πλήθος, τόσους πολλούς, −μνημονεύοντας Ντάντε Αριγκιέρι, (…) και τώρα εν καιρώ ειρήνης να σας ξεκάμουν οι κοριοί; (όπως ευφυώς μνημόνευσε ο Μπέρτολτ), (…) «Και Τζο, σαν να ξυπνάει στην ξεραμένη χλόη η αστρική του Μπλέικ κι η χρυσαφιά αιθέρια της Βεγγάζης τίγρη» (τα ονόματα Τζο και Τζακ, τα συναντάμε και σε άλλες του συλλογές, για μια προσωπικότητα που θυμίζει τις αντίστοιχες στον Όμηρο και τον Οδυσσέα του Τζόις, εκείνες, δηλαδή, που γίνονται έρμαια των παθών τους, (στον Πρατικάκη σε συνδυασμό με την σύγχρονη μάστιγα των ναρκρωτικών), Τζακ και ως ενδεχόμενη αναφορά στον Κέρουακ, αλλά και τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη)[ix]

(Νήσος Χρυσή) σελ. 30: Α, τι μεγάλη μητέρα η βραδύτητα (Φιλόσοφοι της Ανατολής, Κούντερα)

(Ομνύαμε βραδυπορία) σελ. 58: Έτσι, από εκεί που κάποτε μας είχαν διώξει δίκαια λόγω/βιασύνης, όπως είπε μεγαλοφυώς ο Χέρενχοφ ο χωρομέτρης… (Πύργος, Κάφκα)

(Με τον τρόπο του Ράινε Μαρία Ρίλκε) σελ. 52-53: {(«Εκεί που κίνδυνος, εκεί κι η σωτηρία φυτρώνει»─μνημονεύω Σκαρντανέλι./ (…) («(Άστραψε φως και γνώρισε ο νους τον εαυτό του─μνημονεύοντας Διονύσιο Μεγαλομάρτυρα)}, (Δ. Σολωμός).

(Επιτύμβιο) σελ. 81: «Ω, ξένε, που περνάς απ’ αυτό το ερημονήσι. Ν’ αναγγείλεις στους άπιστους αιώνες. Ότι εδώ, στους φλογισμένους άμμους, πολεμώντας τραυματίες τα βάρβαρα στίφη των τυφώνων, εδώ είμαστε μισοθαμμένοι. Στης ζωής τοις ρήμασι πειθόμενοι. Ότι όσο υπάρχουν Εφιάλτες θ’ αντιστεκόμαστε ως την τελευταία μας ρίζα. Ως την ανεξάντλητη δύναμη της ζωής.  (στα χνάρια του Σιμωνίδη  του  επιγραμματοποιού).

 

2α

Αναφορές σε έργα μουσουργών και ζωγράφων :

(Μικροί τυφώνες) σελ. 22: «(Λυπημένες του Ροντέν χαλκογραφίες μοιρολογούν

και στηθοδέρνονται στα κύματα)».

(Τα εξόριστα όνειρα) σελ. 43: «Αλλά τα άλλα μάτια, τα λίγα μάτια συναιρούνται

Με τα  φωσφορικά δοξάρια των οστών, στου Λούντβιχ το χαμένο ρέκβιεμ,

(Εκείνος  ξέρει με  τα μικρά βιολιά του να σφυροκοπά τον θάνατο)»

 

3α

Άμεσες, ή λιγότερο άμεσες, γλωσσικές, αισθητικές και νοηματικές επιρροές από   τον  εκλιπόντα φίλο και ποιητή Ν. Καρούζο:

(Νήσος Χρυσή) σελ. 31: «Κι όμως το ταπεινό αεράκι μες στο φτωχό καλάμι διεκδικεί ευγενές στήθος»

(Η ανείπωτη λέξη πριν και μετά τα βιβλία) σελ. 76-77: «Γιατί ο λόγος έχει εξαντληθεί και τη θέση του πήρε/ η φλυαρία: αυτό το σουλάτσο της γλώσσας./»

«Κανένα φλάουτο στο οικουμενικό βοσκοτόπι, ούτε άλλο/ γάργαρο κελάρισμα/ Μόνο η απληστία  ολούθε ρουθουνίζει, αυτή η μεγάλη/ παγκόσμια γουρούνα/ (…) Γενοκτονία γεννήσεων οι εφευρέσεις μας και εφεξής/(…) Η ιδέα του Άδη είναι καντιανά ωοτόκος./ (…) Φτερά του κόκορα στον άνεμο οι κομπασμοί μας./(…)  Γενοκτονίες γεννήσεων με το κλειδί στο χέρι.//

(Των ανέμων) σελ. 78: «Ξέρει: το βάθος είναι πάντα/η ακόρεστη μάνα της μαυρίλας/»

(Γραμματοσειρές μυρμηγκιών) σελ. 29: «Μεγάλες διμοιρίες μυρμηγκιών εναλλάσσονται με γραμματοσειρές»-

Παραθέτουμε χαρακτηριστικά ένα απόσπασμα από το ΠΑΥΣΙΠΟΝΟΝ   του Νίκου Καρούζου: «(…) μνημονεύουμε μυστήριο/ μνημονεύουμε ηλιθιότητα, μα εμένα/με φρούρει συνεχώς η εναρθροσύνη/». (Δες και αντίστοιχες επισημάνσεις της Κυριακής Λυμπέρη)[x]

 

4α

Τον Α. Παπαδιαμάντη:

(Εγώ ο αλλού τριγόνι) σελ. 49

 

5α

Τον Πυθαγόρα (ιερά τετρακτύς) και τον Α. Εμπειρίκο:

(Πισωκάπουλα)σελ. 60, (Οι άγριες φάσες ή η Οσία τετρακτύς) σελ. 69: «Τι θεϊκή συγχρονικότητα!(…) «Τι οσία τετρακτύς, που τριγύρω λάμπουνε κυκλάμινα!»

 

6α

Τον Οδ. Ελύτη

(Από ανεξικακία σχεδόν άυλη) σελ. 50, (Το κεράκι της αγάπης) σελ. 62, (Λιθοξόος) σελ. 64, (Η γυναίκα των Κέδρων) σελ. 65, (Ο αρχάγγελος της ηδονής) σελ. 66, (Οι σκοτεινοί μαγνήτες του έρωτα)σελ. 67, (Σφηνοειδής γραφή)σελ. 68, (τα περισσότερα αφιερωμένα στη Γιώτα, μούσα και σύντροφό του).

 

7α

Τον Γ. Σεφέρη, τον Ν. Καζαντάκη και τον Φ. Νίτσε:

«Τι με βιάζεστε λέγειν, α ημίν άρειον μη γνώναι;[xi] (…) Αν και στην ειρήνη(…) Και οι ήρωες γίνονται συχνά παιδαριώδεις(…) ή πιασμένοι στα στριφώματα μιας πολυμήχανης γυναίκας, που…» [xii]

 

8α

Τους ρομαντικούς και τους υπαρξιστές:

Καταπρόσωπο στην Όστρια): σελ. 16-17: «το σώμα σου ήταν το φέρετρό μου»(…)«το ανοιχτό μου στήθος: το μνήμα μου»(…)«με όλη μου τη διεφθαρμένη μαστροπεία στο επιπλωμένο μου κενό»(…)«Εκεί στην κόλαση/ είναι το σπίτι μου». 

 

9α

Την Βίβλο, τις Βέδες και τους δάσκαλους του ΤΑΟ:

(Από ανεξικακία σχεδόν άυλη) σελ. 50 (…) Ύστερα Εκείνη με μαλλιά-στάχυα ήρθε: να χρυσίζουνε/ οι εποχές. (…) Σε κάθε της κίνηση φτεροκοπά κι ένα πουλί./(…) Το αποδημητικό της στήθος με τα μεγάλα του φτερά/ανοίγει και κλείνει τον ορίζοντα,/ Σά-μσα, Σά-μσα, Σά-μσα, Σά-μσα. Σά-μσα. Σά-μσα. Σά-μσα.(…) Αβαρής σαν συννεφάκι πλέει πλάι στις μυρτιές.//

(Η ανείπωτη λέξη πριν και μετά τα βιβλία) σελ. 76: «Σκύβοντας ως τα οστά σου πρέπει πρώτα να χαθείς/ στο σκοτεινό δάσος του, να μην είσαι κανείς./»

(Γιατί η λαλιά του ανθρώπου χόρτος χλωρός κι εξηράνθη.

«Όχι θάνατος από πνιγμό, αλλά ο σοφός αποσύρεται» σελ. (σ.80): «Ω, μη θρηνείτε. Ο Φουά Λι Γιογκ, κόβοντας την/κλωστή του Αποδημητικού Πουλιού./ΧΑΜ-ΣΑ, ΧΑΜ-ΣΑ, ΧΑΜ-ΣΑ, κι ανασαίνοντας/το αποφυλακισμένο του πνεύμα, ενώθηκε με τη γη/και τον ουρανό, φτερουγίζοντας/κάτω από τις φυλλωσιές των οριζόντων./Είναι εδώ παντού γύρω, αλλά κανείς δεν τον βλέπει/γιατί δεν έχει Εαυτό./Κανείς δεν τον βλέπει, γιατί έχει γίνει ένα/με τον καθένα και το καθετί./

 

4. ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΑ ΔΙΠΟΛΑ (ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΑ Η ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ)

Άνεμος-φωτιά, έρωτας-θάνατος, απληστία-ταπεινοφοσύνη, ο ανόητος ηδονικός Ελπίνωρ: «μέτρησα τη νιότη και τα κέρατά μου με μυτιές-/κι έγειρα χωρίς θρήνους στου ερέβους τις ιτιές» σε αντίστιξη με τον Μεγάλο Θερμαστή,  τον Μεγάλο Μαέστρο, και την μορφή του παππού Πρατικάκη. [xiii]

 

5. ΣΤΟΙΧΕΙΑ (ΟΙΚΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ)  ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ

 

1α. Το ΝΕΡΟ[xiv]

«Ήν γαρ ύδωρ αρχή τοις όλοις. Από δε του ύδατος ιλύς κατέστη. Εκ δε εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον. (…) «Είπα: «Ακόμη ακούω τα πλακούντια κύματα της μάνας μου. (Μέσα σ’ αυτά κολυμπάμε). Από πριν γεννηθώ μυρίζω αλμύρα στο φύκινο κρεβάτι μου», (Καταπρόσωπο στην όστρια) σελ. 11-20, «κρυστάλλινα νερά»… «τα υδροχαρή»… «άγρια αλογίσια νερά»… «Του Ωκεανού θυγατέρα»… «θρυλικά λουτρά»… «ξέπλυμα»… «παρά νηυσί»… «ίσα βάρκα… ίσα νερά»… «κρασάτο πέλαγο»… «τσαλαβουτάει νύχτα μέρα στα νερά»…  νηοπομπή»… «όρθιο μες στη θάλασσα»… «χρυσή ναυαρχίδα» … «έλαμνε»… «ποντοπόρος πόθος»… «πελαγίσιοι»… « στου γαλάζιου νερού το αρχαιότερο αφήγημα» και ένα πλήθος ακόμα όπως μαρτυρούν και οι τίτλοι των ποιημάτων: (Σχεδία) σελ. 21, (Μικροί τυφώνες) σελ. 22,  (Νήσος Χρυσή) σελ.31, (Ωκεάνιος κώδωνας)σελ. 32, (Όχι θάνατος από πνιγμό, αλλά ο σοφός αποσύρεται)

 

2α Η ΑΜΜΟΣ

(Καταπρόσωπο στην όστρια),σελ. 11- 20: «Από δε του ύδατος ιλύς κατέστη» «ουρλιάζει η άμμος»… «κουβέρτες άμμου»…

(Σχεδία) σελ. 21: «Άμμος πάνω στην ανεξάντλητη άμμο»…

(Νήσος Χρυσή) σελ. 30: Άμμος και πάλι άμμος

(Ατσαλένια γάγγλια) σελ. 34: Με το ένα γόνατο στην άμμο,/ σε μια κύφωση ή αλλόκοτη λόρδωση»…

(Του πελεκάνου καύσωνα)σελ. 37: Έως τη μέση σας η άμμος: το σιωπηλό εκκοκκιστήριο/ του χρόνου./…

(Τα εξόριστα όνειρα)σελ.44:  «Εδώ η ανόθευτη άμμος βασιλεύει»…

(Οβίδιον) σελ. 46: «Και σαν κουρέλια τα σκορπά εδώ και κει στους άμμους»…

(Το κρώξιμο των γλάρων)σελ. 48: «Εδώ αμμώδες αποτύπωμα…»

 

3α Ο ΑΝΕΜΟΣ

(Καταπρόσωπο στην Όστρια) σελ. 12-20: «Με τον δαιμονισμένο αέρα (η άμμος) γίνεται συρματόπλεγμα(…) « Παρακαλώ, πείτε του Λεβάντε να λασκάρει λίγο τα δεσίματα…(…) Με πάντα Μεγάλο Μαΐστρο των ανέμων στο πόντιουμ/ της πλώρης… (…) Ω, άνεμοι, άνεμοι, φυσήξτε ούριοι στο πικρό στέρνο μας/» (Μικροί τυφώνες) σελ. 22:  ξύλινοι ανεμοστρόβιλοι (…) μικροί παμπάλαιοι τυφώνες (…) σαν εικόνα πόθου που γεννά μες στον αέρα/ιερά ρεύματα

(Ερυθρόμορφος άνεμος): σελ. 27: «όπως ανασαίνει τον αέρα απαράμιλλος/με τον αέρα//

(Γραμματοσειρές μυρμηγκιών) σελ. 29:  Όχι κλαδιά, αλλά σελίδες που ξεφυλλίζει ο τυφώνας

(Πισωκάπουλα) σελ. 60: (…) η μικρή μου Ανεμόεσσα Γιώταμα Βαλτάσαρ/στρόβιλος, άνεμος μες στους ανέμους//

(Ομνύαμε βραδυπορία) σελ. 58: ο άνεμος μας φέρνει πίσω χαμένα χορικά,/όπως τα τσοπανόσκυλα τα πλανημένα πρόβατα.

 

4α ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

(Καταπρόσωπο στην όστρια), «μικρά θαλασοπούλια που τσιμπολογούν τον ύπνο» (σελ. 11) Ή όπως το μοναστήρι του Αϊ Νικόλα: «μικρό λευκό πουλί σε διαρκή φανέρωση» (σελ.11), «Κι αίφνης, λες, ανοίγει τα μεγάλα του φτερά ο μέσα μου νεκρός αητός (σελ 18), (στη σελίδα 20, οι ερωδιοί:  «Και ψηλά σαν λευκά συννεφάκια οι ερωδιοί,/όλο αθώες καμπύλες,/σαν υπέροχο κρόυλ του ανείπωτου στη διάφανη πίστα του ουρανού»…

(Σχεδία) σελ. 21: «Κι ο κάθε σκίνος εκμαγείο πανικόβλητης πέρδικας στην κάθε φορά θύμηση των τουφεκιών. Στο κάθε φορά οδοντωτό κακάρισμα του γδυμνολαίμη τρόμου»…

(Κέδρινα αδράχτια) σελ. 36: «Ανάσα την ανάσα σαν πέταγμα αητού»…

(Του πελεκάνου- καύσωνα) σελ. 37:  «Λείες ολοστρόγγυλες πέτρες σαν αυγά τρικυμίας/κάτω απ’ τα κόκκινα φτερά της κλώσσας-ζάστης/του πελεκάνου-καύσωνα/»…

(Το κρώξιμο των γλάρων) σελ. 47-48

(Φτερωτές λυχνίες φωσφόρου) σελίδα 39: «Ερωδιοί, πελαργών συνάξεις και άλλα της αποδημίας έσκυβαν να πιούν. (…) Σαν έπαιρνε να βραδιάζει, άναβαν λίγο λίγο τα λαμπιόνια απ’ τις χθόνιες λυχνίες τους.

(Η άμπελος των άστρων) σελ. 56: «Κι εκείνο το ανεκλάλητο πέταγμα των ερωδιών».

 

5α Η ΦΩΤΙΑ

(Ερυθρόμορφος άνεμος) σελ. 27: Στης φωτιάς το πέτρινο τσουκάλι/γευματίζει με της νύχτας το τσακάλι//

(Γραμματοσειρές μυρμηγκιών) σελ. 29:  (…) με αιθέρια ψιθυρίσματα από τις πλαγιασμένες φλόγες της φωτιάς

(Νήσος Χρυσή) σελ. 30: Βρε, εδώ στα βάθη των δέντρων, πλαγιάζουν φωτιές προσδοκώντας κάποιο μακρινό φεγγοβόλημα.

(Πισωκάπουλα) σελ. 60: Για να τιναχτεί πισωκάπουλα σαν άστρο/−μέσα από του πάθους μας τις φλόγες−/

 

6α Ο ΚΕΔΡΟΣ

(Κέδρινα αδράχτια) σελ. 35: «Των ανέμων κυκλοδίωκτοι κέδροι…»,

 

7α  ΤΟ ΑΛΟΓΟ

(Ερυθρόδερμος άνεμος) σελ. 27-28: «Το άλογό του είναι μια φτερούγα, με καπνούς, σαν γνέμα,(…) «καθαρόαιμα  τον φέρνουν, καθαρόαιμα τον πάνε»…

(Το άλογο) σελ. 41

(Πισωκάπουλα) σελ. 60: «Μέσα στα μάτια σου και τα φιλιά σου/ξυπνούν της νιότης μου τα καθαρόαιμα./Αχαλίνωτα καλπάζοντας χωρίς καπίστρι./Ο αναβολέας κοίλο λειψό φεγγάρι.

 

6. ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Η σύζυγος-πόρνη (περσόνα που θυμίζει το αντεστραμμένο είδωλο ή την αθέατη πλευρά της Πηνελόπης, αλλά και την σύζυγο στον Οδυσσέα του Τζόις).

(Καταπρόσωπο στην όστρια), σελίδα 16, «Λοιπόν με μια νεκρή πλάγιαζες σαράντα χρόνια/καθώς μ’ έσερνες πάνω σου το βράδυ./Το σώμα σου ήταν το φέρετρό μου./Το δικό μου, μυστικά το καθελέτο σου./(…) Εμπρός, Ευμενίδων 12, Τρίτη πάροδος κατεβαίνοντας/τη Συγγρού, γωνία με το κόκκινο/ φως. Εκεί η στην κόλαση/ είναι το σπίτι μου.(…) Έραινες με πέρλες και χρυσάφι/ το ανοιχτό μου στήθος:/το μνήμα μου.// Τα κοσμήματά σου/ είναι τα κτερίσματα/της νεκρής.//

 

Οι θυγατέρες του πόντου

(Νήσος Χρυσή) σελ. 30:

«Θυγατέρες του πόντου μάς μεθούν με τ’ αλατένια μέλη τους. Με την ευλύγιστη περπατησιά τους. Στους ώμους τους φυτρώσαν στάμνες. (Για μια στιγμή στην γαλάζια γαστέρα τους άστραψε μικρό δάσος κοραλίων)

 

Η κυρία Κέδρου

(Το κρώξιμο των γλάρων) σελίδα 47: (ποίημα αφιερωμένο στους ψαράδες που χάθηκαν): «Η κυρία Κέδρου κεραύνια χτυπημένη, εξού ημίπληκτη. Αλλά σε αναπηρικό της αλαλίας καροτσάκι οψέποτε. Η ακατοίκητη όψη της νήσου ως αποκόλληση αμφιβληστροειδούς μάς αδειάζει από όλες τις αυταπάτες μας.(…)

 

Η γυναίκα μάνα

(Με τον τρόπο του Ράινε Μαρία Ρίλκε) σελ. 55: Ω Μάνα, Μάνα, που γύρισες για να μαζέψεις/ τις μικρές φωνούλες των πνιγμένων/Κι αυτά τα σεμνά κρινάκια ν’ αποθέσεις/ σπονδή/ σε τούτο της ανωνυμίας μνημείο/ (Μάρτιος, Ιούλιος 2006).

 

Η γυναίκα κορίτσι

(Το κεράκι της αγάπης) σελ. 62: «Πού πας, κορίτσι ανέγγιχτο, σε πισσωμένο κόσμο./ Πού πας σε γυάλινο καιρό και σπαταλάς το φως σου./(…) Κι έγινε λάμψη η αγάπη μας, εκατέβη στα πηγάδια/κι ανέσυρε από βαθιά πρόσωπα υγρά και άδεια.//

 

Η γυναίκα ερωμένη

(Η άμπελος των άστρων) σελ. 56: «Καθαρό κρυστάλλινο πρόσωπο. Των μαλλιών ο ποταμός βαθυχαιτήεις. Καστανά δεμάτια στους λοφίσκους των ώμων κυματίζουν, τρέχοντας προς το κόκκινο στάρι τα πουλιά.(…)

(Ομνύαμε βραδυπορία)σελ. 59: Κοίταξα τα σεμνά σμαράγδια των ματιών σου. Κράτησα στις παλάμες μου αυτά τα ανήσυχα πουλιά: τα χέρια σου. Σ’ άγγιξα στο οπωροφόρο στήθος κι ένιωσα το χτυποκάρδι των ουρανών. (…) Γλυκιά μου, αφού το ξέρεις. Η αγάπη έχει τις ρίζες της βαθιά στη γη./ μα οι κλώνοι της καρπίζουνε στον ουρανό.//

(Πισωκάπουλα) σελ. 60: «Μέσα στα μάτια σου και στα φιλιά σου/ ξυπνούν της νιότης μου τα καθαρόαιμα./Αχαλίνωτα καλπάζοντας χωρίς καπίστρι. /(…)

(Μαζί σου, και με ενάντιους ανέμους ουριοδρομώ) σελ. 61:«Οδυσσεύω στις πελαγίσιες σου σπηλιές. Μαζί σου το πνευστό σκαρί μου ακόμη και με ενάντιους ανέμους ουριοδρομεί. Γιατί το πολυμήχανο χέρι μου ξέρει να μεταφράζει την πανουργία των ανέμων. (…)

(Η γυναίκα των Κέδρων) σελ. 65: Κέρινη γυναίκα του ανέμου με τα σπασμένα χέρια σου./(…)Οι άνεμοι πέφτουν πάνω σου με ανοιχτά στόματα//

(Λιθοξόος)σελ.66:

«Άμορφη. Καθώς σε πελεκώ, με το κλειστό κορμί σου,/με τ’ ασχημάτιστα χέρια σου, με ορίζεις./(…) Κι απ’ το στόμα σου η πρώτη πρώτη λέξη μου/θα φτερουγίσει.//

(Ο αρχάγγελος της ηδονής) σελ. 66: «Ανεμοστρόβιλοι ήταν το στρώμα μας./

Ανεμοστρόβιλοι μας έσερναν στον ουρανό.// Στην υφάλμυρη κουβέρτα, όταν όρθιος σ’ έπαιρνα./Στην κουπαστή, πρωτάκουσα τις κόκκινες κραυγές σου./(…)

(Οι σκοτεινοί μαγνήτες του έρωτα) σελ. 67: «Στις παρθένες τούτες αμμουδιές σε κοιμήθηκα πρώτη φορά./Ο ένας ήταν του άλλου της αστροφεγγιάς το μαγκάλι./(…)

(Σφηνοειδής γραφή) σελ. 68: «Όταν μπήκα μέσα σου, σε επτάζυμη συνεύρεση,/φούσκωσαν όλοι μαζί οι σπόροι κι έγιναν άρτοι/Που λίγο πριν ήταν ύμνοι./(…)

(Οι άγριες φάσεις ή Η οσία τετρακτύς) σελ. 69: «Σούρουπο. Γονατιστή η θελκτική γυναίκα στις παρυφές/του δάσους ήσυχα αρμέγει τη γελάδα της./(…)Και όρθιος πίσω απ’ την γονατιστή γυναίκα σκύβει∙(…)

(Ο Καλέ Γιωργάκης) σελ. 73: «Σείσου, Καλλιώ, προς τα μένά, προς τα σένά, καλούμια Καλλιώ, τα πότνιαν σού.(…)Καλούμα, κόρην μου, τα πότνιαν σου να μπει ο οκτάπους όλος στο θαλάμιν του.(…)

 

7. ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ, ΕΥΦΑΝΑΤΑΣΤΗ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ

 

«Καταπρόσωπο στην Όστρια» σελ. 20: «Τα τόσα ξάρτια του στόλου ανάγκαζαν σχεδόν όλο το δάσος να μεταφυτευτεί όρθιο στη θάλασσα»

«Γραμματοσειρές μυρμηγκιών» σελ. 29: «Όχι κλαδιά αλλά σελίδες που ξεφυλλίζει ο τυφώνας (…) Αστεροειδείς λυχνίες μάς φέγγουν στα αναλόγια. (…) Γονατιστός στην πλώρη δέομαι και δέομαι στου γαλάζιου νερού το αρχαιότερο αφήγημα.»

(Των ανέμων) σελ. 78: «Ρωγμή από τσεκουριές τυφώνα η κεφαλή-φλασκί, ανοιγμένο χάχανο χαράδρας, παιανίζει τ’ αλλεπάλληλα ρέκβιεμ της όστριας»

 

8. ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΝΤΟΠΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΛΙΘΟΞΟΟ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 

Πικρή ειρωνεία και εδώ για τους σύγχρονους μεταλλαγμένους ήρωες της Γραικολάνδης,  πρεσβύτες στα σκυλάδικα Ορχομενού και Ελευσίνας, −ω, οι αιώνια ανόητοι  σύντροφοι! (Σελ. 15-16), ο ανόητος ηδονικός Ελπήνωρ (σελ. 16) [xv]«θαμπωμένο αγρίμι στα κλαδάκια», σε αντιδιαστολή με τα προαιώνια σύμβολα και τον άχρονο Τόπο της φύσης, τον άνεμο, την άμμο, τη φωτιά, το άλογο, τον κέδρο, τη γυναίκα. [xvi] , (Νήσος Χρυσή) σελ. 30: Α, τι μεγάλη μητέρα η βραδύτητα (Φιλόσοφοι της Ανατολής, Κούντερα) [xvii]

 

1α. Ποιητική πρόζα:

(Νήσος Χρυσή) σελ. 30:

«Θυγατέρες του πόντου μας μεθούν με τ’ αλατένια μέλη τους. Με την  ευλύγιστη περπατησιά τους. Στους ώμους τους φυτρώσαν στάμνες. (Για μια στιγμή στην γαλάζια γαστέρα τους άστραψε μικρό δάσος κοραλίων)/(…)

 

2α. Διήγηση:

(Οι άγριες φάσεις ή Η οσία τετρακτύς) σελ. 69:

«Σούρουπο. Γονατιστή η θελκτική γυναίκα στις παρυφές/του δάσους ήσυχα

αρμέγει τη γελάδα της./(…)

 

3α. Έμμετρα ποιήματα: 

(ο δημιουργός) σελ. 23:

«Όλο οργώνει, η γη είναι ζύμη, να φουσκώνει το προζύμι /Κι είναι η γλώσσα     ορυχείο με παμπάλαιο φορτίο /(…)Κι είναι κρύο κι είναι χιόνια, μ’ ένα σμπάρο δυο τριγόνια, /των χρωμάτων ο πιστός, των ονείρων σιτευτός. /Και του λόγου ο ποιμένας, μες στο πλήθος ο Κανένας.

(Οβίδιον), σε τυπικό δεκαπεντασύλλαβο.

«Ο καλέ Γιωργάκης», σε τοπικό  ιδιόλεκτο.[xviii]

 

9. ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ

 

1α

Ποικίλα δάνεια από την λόγια, την αρχαία ελληνική και την κρητική ντοπιολαλιά

(Καταπρόσωπο στην Όστρια): σελ. 15-17:  «οξέι χαλκό, οις ενοσφίσθοις(…) κατράμι και ασήμι συμμιγήτω» (…) παρά νηυσίν ταμίας, σίτοιο δοτήρ, (…) ολεσθείς τηλόθεν , «ιητρός»

(Μικροί τυφώνες, σελ. 22: « Το θρυμματισμένο παρελθόν «εσώτατη κλίμακα στριφτή, σαν προπέλα πλοίου κοχλιούται στ’ αλμυρό σκοτάδι»

(Φτερωτές λυχνίες φωσφόρου) σελ. 39: «χθόνιες λυχνίες», «αγαλματώδεις στάσεις», «σκότος της νυχτός»

(Τα εξόριστα όνειρα) σελ. 43: «Θαλαμηγών ελλιμενισμοί», «απέριττο γεγυμνωμένο κάλλος», «ωκύποδη πάχνη»,  «παρ’ Αθην’ αλώς»…

(Από ανεξιθρησκία σχεδόν άυλη) σελ. 51: «Πάρεξ στήτω τα όντα… και στήτω ο καιρός…»

(Η άμπελος των άστρων) σελ. 56: «βαθυχαιτήεις»

«Καταπρόσωπο στην Όστρια» σελ. 15-16: πλεμάτια, καθελέτο

«Οβίδιον» σελ. 45: «λινάρι», «πόκους», «σαϊτοχελιδόνα», «χιράμι», τσ’ ανυφαντούς»…

2α

Λέξεις λόγιες σε συνδυασμούς με φράσεις από το καθημερινό λεξιλόγιο

(Των ανέμων) σελ. 78: «με υποχθόνια άπεκαρτ μωλωπίζουν οφθαλμούς» [xix]

 

10. Ιδιότυπα συντακτικά σχήματα

(Τα εξόριστα όνειρα) σελ. 43: «Σακίδια-καμπούρες με όψη τουριστών αποβιβάζονται στίφη βαρβάρων»

 

 

11. Έκκεντρους (ως προς τη σύλληψη), και ομόκεντρους (σε επίμονη και εμβληματική επανάληψη) συνδυασμούς ρημάτων, επιθέτων και ουσιαστικών.

(Τα εξόριστα όνειρα) σελ. 43: «φωσφορικά δοξάρια των οστών», «γλίστρα λίφτινγκ»

(Νήσος Χρυσή) σελ.30: «αποταυρίζονται στο θείο χασομέρι», «αστρική σάουνα», «νυχτοήμερη σιέστα»,  «φωσφορικά λυχναράκια»,

(Μαζί σου, και με ενάντιους ανέμους ουριοδρομώ» σελ. 61: «Οδυσσεύω στις πελαγίσιες σου σπηλιές», «με ενάντιους ανέμους ουριοδρομώ», «έναρθρη φωτοσύνθεση»,

(Φτερωτές λυχνίες φωσφόρου) σελ. 39: ««πολύωρες αγαλματώδεις στάσεις», «ακάθιστο πάλλευκο ύπνο», «χθόνιες λυχνίες»

 

12. Παιχνίδια με λέξεις, ήχους, και συνδυασμούς από φωνήεντα και σύμφωνα

(Καταπρόσωπο στην Όστρια): σελ. 16-18: «κατεβαίνοντας κλοκ κλοκ τη σάπια σκάλα, από τη Σκύλλα στη σκυλού ως τη Σκυλούντα, με κάτι γοερά σκυλοτράγουδα (κλοκ κλοκ…) (…) Με τα θεϊκά της θέλγητρα η Μαίριλιν… αίριλιν… ιλιν…λιν…ιν… «Μέτρησα την νιότη και τα κέρατά μου με μυτιές./Κι έγειρα χωρίς θρήνους στου ερέβους τις ιτιές.//» «Και τυλιγάδια κέρατα τύλιγαν και ξετύλιγαν» …

(Νήσος Χρυσή) σελ.30 : «Και αναλφάβητο το τυλιγάδι τυλίγει τους ορίζοντες»

(Νήσος Χρυσή) σελ 30: «Κάαααθονται…»

(Από ανεξικακία σχεδόν άυλη) σελ. 50: «Μέσα στο φέγγος του θέρους, με τη θεία Θεανή

(Ερυθρόδερμος άνεμος) σελ. 27: «Στης φωτιάς το πέτρινο τσουκάλι/γευματίζει με της νύχτας το τσακάλι»

«Καταπρόσωπο στην Όστρια» σελ. 15-16: καθελέτο (που παίζει παρηχητικά  με τις λέξεις καβαλέτο αλλά και καθίκι)

(Ωκεάνιος κώδωνας) σελ. 33: «Να ανοιχτούν σε μπάρκα από και προς/την ανοιχτή Μπαρκ-ελώνη.

 

13. Νεολογισμούς και λέξεις νεόπλαστες

«Αλάτινα μέλη» (σελ. 30), «εναρθροσύνη» (σελ. 61), «ξενοδόχηση» (σελ. 39) «γδυμνολαίμη τρόμου» (σελ. 20)

 

14. Φράσεις που θυμίζουν επιγράμματα ή γνωμικά

(Καταπρόσωπο στην Όστρια) σελ 18-19: «Μόνο μ’ εκείνα που δωρίζεις μπορείς να γίνεις κροίσος./ Είμαστε πένητες γιατί θυμόμαστε μονάχα αυτά που δώσαμε./(…) Νομίζαμε πως χάσαμε τα πάντα, ενώ απλώς/ χάσαμε τις αυταπάτες μας./(…) «Το μίσος είναι η αγάπη των ηττημένων. Η φρικτότερη πείνα είναι η αφθονία. Η κενότητα φωλιάζει στης απληστίας το κοσμικό χοιροστάσιο»// «Η αγριόχηνα είναι στεγνή κι ας τσαλαβουτάει κάθε μέρα στα νερά.»

(Ερυθρόδερμος άνεμος) σελ. 27: «Ο φόβος είναι φίλος και βλασταίνει»

(Νήσος Χρυσή) σελ. 30: «Ο βαθύς λόγος −θυμηθείτε─ έρχεται από τα ναυάγια»

 

Pratikakis

 

Γ

 

Το 2013, ο Πρατικάκης, σε μια εκτενή συνέντευξή του αναφορικά με τους στόχους της ποίησής του στην εφημερίδα ελευθεροτυπία, κατέθετε: «Ενατένιση μιας αναγεννησιακής προοπτικής, εκχέρσωση της έρημης χώρας, ένωση των πολιτισμών, διασταυρώσεις δέντρων και ιδεών. Ένωση Ανατολής-Δύσης. Τέλος του δυϊσμού. Προσπάθεια πνευματικής παγκοσμιοποίησης».[xx] Και στη συνέντευξή του στη Ελένη Γκίκα, συνέντευξη ποταμό και κατάθεση ζωής, αναφερόμενος στην ποίησή του με αφορμή την συλλογή Κιβωτός, ομολογούσε: «΄Ο,τι σημαντικό με ύφος και πρόσωπο προσπαθεί να εξοβελίσει ο πολιτισμός της Αγοράς, που έχει κυρίαρχο στόχο την Υλοφροσύνη, το κέρδος και τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Μια αντίσταση σε αυτό το ρεύμα αποπροσωποποίησης και ομοιομορφίας που είναι εννοιολογικά ο λαβύρινθος. Ως την πλήρη έκλειψη των αντικειμένων και κάθε πραγματικού μέσα στην εικονική πραγματικότητα που συντελείται. Γιατί πιστεύω πως στην ανυπαρξία ενός αυθεντικού αξιακού συστήματος βρίσκονται οι ρίζες της κακοδαιμονίας μας». Την ίδια εποχή, σε ένα του άρθρο στον Αναγνώστη, ο Ευριπίδης Γαραντούδης έγραφε για τον ποιητή: «Ο Πρατικάκης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «οντολογικός, ανθρωπολογικός και κοσμολογικός ή πρωτίστως ανθρωποκεντρικός, με έντονο πάντα το στοιχείο του λυρισμού και τη ροπή προς μια μεγαλειώδη και ουτοπική θεώρηση του κόσμου(…).[xxi]»

Στον Λιθοξόο, ο ποιητής άλλοτε ΚΑΤΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ:

(Η ανείπωτη λέξη πριν και μετά τα βιβλία), σελ. 76: «Λοιπόν, όχι στην κίβδηλη,/ την τιποτένια εικόνα που μισούμε/ Που όπως όλοι οι άθλιοι απόλυτα υιοθετήσαμε κι εμείς/Γιατί η εύνοια μας έραινε με τα φλουριά της/ Όχι στο νόθο πια μωρό μου. Καθώς πίσω απ’ τη μάσκα/τρέφουμε χίλιες μαϊμούδες/ Όχι στην πλαστογράφα εικόνα του θεάτρου. Που με αθώα/ τάχα έπαρση υψώνουμε, σαν άσκηση της αρετής.//»

… κι άλλοτε ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ  ΄Η ΟΡΑΜΑΤΙΚΟΣ:

(Η ανείπωτη λέξη πριν και μετά τα βιβλία), σελ. 75: «Να είσαι φορέας αθωότητας όπως ο άνεμος, η μέλισσα, η πεταλούδα./ (…) Αλλά, πριν, πρέπει να παραδοθείς και να παραδώσεις την πανοπλία(…)/»

(Επιτύμβιο), σελ 81: Στης ζωής τοις ρήμασι πειθόμενοι. (…) Πείτε στους νέους: ταξιδέψτε σε τούτο το μικρό σημείο της ανωνυμίας. Και για σπονδές αποθέστε λίγα κρινάκια της θάλασσας.

(Ομνύαμε βραδυπορία), σελ. 59: «Γλυκιά μου, αφού το ξέρεις. Η αγάπη έχει τις ρίζες της βαθιά στη γη./Μα οι κλώνοι της καρπίζουνε στον ουρανό./»

… μετά τον ομολογία του για «την αδυναμία ενορχήστρωσης του απρόβλεπτου» και «τον καλπασμό της αχαλίνωτης φοράδας- Ουτοπίας», εκβάλλει αναγεννώμενος σε μια κατάδική του παραμυθία.  Η Ευρυνόμη, Ωκεανού θυγατέρα, σε θέση Δάντη Αλιγκέρι αλλά και αρχαίου Σειληνού που απευθύνεται σε έναν ανόητο Μίδα, βλέποντας «την σιωπηλή αγέλη να βαδίζει σκυφτή στις αποβάθρες» ψιθυρίζει για τρίτη φορά: «Δεν το ’ξερα η έρμη πως ο θάνατος έχει ξεκάμει ένα πλήθος, τόσους πολλούς,−μνημονεύοντας Ντάντε Αριγκιέρι». Μόνη διέξοδος η αγάπη, η αθωότητα, η ταπείνωση, η φύση, η ζωή, το όραμα μιας «Νήσου Χρυσής».

«Ήν γαρ ύδωρ αρχή τοις όλοις. Από δε του ύδατος ιλύς κατέστη. Εκ δε εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον. (…) «Είπα: «Ακόμη ακούω τα πλακούντια κύματα της μάνας μου. (Μέσα σ’ αυτά κολυμπάμε). Από πριν γεννηθώ μυρίζω αλμύρα στο φύκινο κρεβάτι μου».

Γλωσσικό ιερουργό και μετανεωτερικά οντολογικό χαρακτηρίζει τον ποιητή ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης στον τόμο του. Και ο Μπάμπης Δερμιτζάκης αναφερόμενος στην ποίησή του γράφει στο περ. Λέξημα[xxii] : «Οι προσωκρατικοί και κυρίως ο Ηράκλειτος μαζί με τη σοφία της Ανατολής δίνουν για άλλη μια φορά το ιδεολογικό στίγμα του ποιητή, ενώ η σύζευξη του υψηλού ύφους της ποίησης με φράσεις και λέξεις μιας λαϊκής γλώσσας δίνουν ένα μεταμοντέρνο χαρακτηριστικό στην ποίησή του (…) Και στο ενδιάμεσο λέξεις της νιότης μας, λέξεις ξεχασμένες, που ο Πρατικάκης αποσπά από τη μουσειακή τους χρήση στα λεξικά για να τους δώσει μια νέα ποιητική διάσταση».

Ο ίδιος ο ποιητής καταθέτει[xxiii]: «Γράφω κείμενα-μικρούς ποταμούς με ροή ονειρική, κάποτε παραληρηματική(…) ανακαλύπτω τη μαγεία των φυσικών όντων. Προσπαθώ να τα προσεγγίσω οντολογικά, να τα κάνω να μιλήσουν τα ίδια για να μας αποκαλύψουν το μυστήριο του ερχομού τους. Προσπαθώ να ανιχνεύσω την πρώτη πατημασιά».

Με στίχους έμμετρους ή αφηγηματικές τεχνικές που υπηρετούν την ποιητική πρόζα, «η γλώσσα ως οικοσύστημα και όχι ως απλό όχημα νοημάτων»[xxiv], στον Λιθοξόο, όπως και σ’ ολόκληρο το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Μανόλη Πρατικάκη, σώμα της γλώσσας είναι η μνήμη του σώματος. Τα χέρια, τα γόνατα, τα μάτια, το στήθος, το στόμα, τα νύχια, το υπογάστριο, τα σφυρά, οι ωμοπλάτες, οι τράχηλοι, οι ραχιαίοι σπόνδυλοι, τα εφηβαία, η σάρκα. Αναφορικά με το ρόλο και τη σημασία τους και σε συνάρτηση με την μετάπλασή τους σε φαντασιακό-μεταφυσικό βίωμα, ενδεικτικά καταγράφουμε:

(Καταπρόσωπο στην Όστρια)Σελ. 12:  Τα κοφτερά του νύχια (του ανέμου) κουρέλιαζαν τα’ αντίσκηνα του ύπνου μας (…) Ως της σαπφείρινης Βεγγάζης το φλογερό υπογάστριο. (…)Κι η μεγάλη Άρκτος να γλύφει τις πατούσες μας και τα σφυρά. Σελ. 20: (…) τα χέρια τους γίναν κιόλας σκαρμοί και κουπιά. Τα μάτια τους μικρά γαλάζια φινιστρίνια.

(Μικροί τυφώνες)Σελ. 22: Κατάγματα παντού. Έκφρενες ωμοπλάτες σε βουερή εξάρθρωση. (…) Τράχηλοι ελικοειδείς (…) Ραχιαίοι σπόνδυλοι σε αέναη σκολίωση. Εφηβαία από καμένη χλόη, τώρα χόβολη.

(Ερυθρόμορφος άνεμος) σελ. 27: Καθισμένος οκλαδόν πάνω στο χορτάρι συνεχίζει να πλέκει καλάθια τα μαλλιά του. (…) η πλάτη του λόφος, η μασχάλη χαράδρα/ με χλιμίντρισμα καθαρόαιμο./

(Στη μνήμη σας κτίζω το μνήμα σας) (Στη μνήμη σας κτίζω το μνήμα μου) σελ. 24: Μια χούφτα σιτάρι και, δέστε, κυματίζει του κορμιού μου ο απέραντος σιτοβολώνας.(…) (σελ. 25): «Ότι ήταν να πάρω το πήρα με παστρικά χέρια (…)Γι αυτό θαρρώ το φέρετρό μου θα ναι γεμάτο χέρια/ που δεν άφησα να ζητιανεύσουν. Καθώς σε πελεκώ, με το κλειστό κορμί σου/με τα ασχημάτιστα χέρια σου με ορίζεις/(…) Κέδρινη γυναίκα του ανέμου με τα σπασμένα χέρια σου(…)Μου δώρισες δυο λυγερά κουπιά: τα χέρια σου[…] Στο στήθος μου φύτρωσαν στάχυα. Θα ‘ρθουνε χέρια κοριτσιών να τα θερίσουν(…)(σελ. 25) Θα ρθουνε μπράτσα αντρίκεια να τ’ αλέσουν στου γυμνού μου στέρνου τις μυλόπετρες (σελ. 25). //

(Κέδρινα αδράχτια), σελ. 36: «Γονατισμένα δέντρα σε ελεητική γονυκλισία. (…) Μονάχα πάλη σώμα με σώμα. Μηροί, βραχίονες, νύχια με νύχια».

(Η άμπελος των άστρων) σελ. 56: «Των μαλλιών ο ποταμός βαθυχαιτήεις», «καστανά δεμάτια στους λόφους των ώμων κυματίζουν» , «η γραμμή των χειλιών ίσαλος που ενώνει θάλασσα και ουρανό».

(Ομνύαμε βραδυπορία) σελ. 58:«Κοίταξα τα σεμνά σμαράγδια των ματιών σου. Κράτησα/στις παλάμες μου αυτά τα ανήσυχα πουλιά: τα χέρια σου./Σ’ άγγιξα στο οπωροφόρο στήθος κι ένιωσα το χτυποκάρδι των ουρανών.//» (Μαζί σου, και με ενάντιους ανέμους ουριοδρομώ) σελ. 61:«Γιατί το πολυμήχανο χέρι μου ξέρει να μεταφράζει την πανουργία των ανέμων»

(Λιθοξόος) σελ.64 :Κι απ’ το στόμα σου η πρώτη πρώτη λέξη μου/θα φτερουγίσει./

(Η γυναίκα των Κέδρων) σελ. 65: «με τα κλειστά/φτερά σου από φλόγες να κάνουν εύφλεκτα τα σωθικά»

(Ο αρχάγγελος της ηδονής) σελ. 66: «Συ που ξυπνάς στην κολασμένη σάρκα/τον αρχάγγελο της ηδονής»

 

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα σε πρόσφατο άρθρο της στην Αυγή[xxv], αναφερόμενη στο σύνολο της ποιητικής του Πρατικάκη, και επιλέγοντας ένα χαρακτηριστικό, κατ’ εξοχήν «σωματικό», δείγμα από το έργο του: {«Να μιλάω αλλιώς, με ανήκουστη χορδή/σ’ ένα παρθένο σημείο /της ακοής σας. Αυτός είναι ο παράδεισός μου» (Από τη συλλογή Το σώμα της γραφής)}, καταλήγει: «Είναι εμφανές ότι τα πράγματα συν/κλονίζονται και μετα/τίθενται σε ένα Άλλο χωροχρονικό πλαίσιο, τόπο της ποιητικής γραφής και χρόνο συνάμα του ποιητικού υποκειμένου».

Πολυγραφότατος, πολυβραβευμένος, ποιητής και πεζογράφος που εξ αρχής ξεχώρισε, τόσο για την αγάπη του στη γλώσσα όσο και για την αρτιότητα του έργου του σε θέματα ύφους και δομής, με την Κιβωτό και τον Λιθοξόο, όπως και με το σύνολο του έργου του, ο Μ. Πρατικάκης δικαίως κατατάσσεται και θα συνεχίζει να κατατάσσεται στους πλέον χαρισματικούς δημιουργούς της γενιάς του 70.

 

Μανόλης Πρατικάκης

Μανόλης Πρατικάκης

 

Ο Μανόλης Πρατικάκης γεννήθηκε στο Μύρτος Ιεράπετρας τον Σεπτέμβριο του 1943. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι ψυχίατρος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα γύρω στα 1970 με δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Έχει γράψει 16 ποιητικές συλλογές, κριτικά κείμενα και άρθρα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει συνεργαστεί σε ανθολογίες και περιοδικά, ελληνικά και ξένα, και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια. Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του 70, ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας το 1999 (για το βιβλίο «Η Κοίμηση και η Ανάσταση των Σωμάτων του Δομήνικου») και το έργο του έχει διδαχθεί σε τρία ελληνικά πανεπιστήμια. Ποιήματα από τη συλλογή του «Λιβιδώ» έχουν μελοποιηθεί από τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο ενώ ο ίδιος ο συνθέτης έγραψε συμφωνικό έργο βασισμένο στις ποιητικές συλλογές «Γενεαλογία», «Η Λήκυθος» και «Αφημένα ήσυχα στη χλόη», η παγκόσμια πρώτη του οποίου ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής με τίτλο «Η Συμφωνία της Ίασης». Το 2003 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Το νερό» και το 2012 για το σύνολο του έργου του από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη.

Έργα του: «Ποίηση 1971-74», «Οι Παραχαράκτες», «ΛΙΒΙΔΩ», «Η Παραλοϊσμένη», «Νύχτα Εφημερίας», «Το Σώμα της Γραφής», «ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ», «Οντοφάνεια», «Η Μαγεία της μη διεκδίκησης», «Τα Δυσεύρετα Χρώματα του Τέλους», «Η Λήκυθος», «Η Κοίμηση και η Ανάσταση των Σωμάτων του Δομήνικου», «Αφημένα ήσυχα στη χλόη», «Το νερό», «Ποιήματα 1984-2000», «Ποιήματα 1970-1984», «Ο Μεγάλος Ξενώνας», «Το αόρατο πλήθος», «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου», «η Κιβωτός», «Σύνδρομο fregoli-(διηγήματα)», «Εκλογή, Μια αυτοανθολόγηση, αναδημιουργία», «Ο Λιθοξόος».


______________________________________________ 

[i] Ελένη Γκίκα, Μανόλης Πρατικάκης, περ. diavasame.gr., 2012 (δες και: Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, «Ο Μανόλης Πρατικάκης στο φως της διαλεκτικής», Συνεντεύξεις Μανόλη Πρατικάκη, «Είμαι αυτό που δεν μπόρεσα να γίνω», (στην Ελένη Γκίκα, 2012), εκδ. Κέδρος, 2016.

[ii] Θανάσης Αγάθος, «Ταξίδι στο νησί της ποίησης του Μανόλη Πρατικάκη» περ. oanagnostis.gr, 21-5-2016, και

[iii] Θανάσης Αγάθος, «Ταξίδι στο νησί της ποίησης του Μανόλη Πρατικάκη» οπ. πρ., υποσημείωση τέλους: Τζιόβας, 1987: 137-141, στο: Ζήκου, Καψάλης, Για την εννοιοδότηση της αυτοαναφορικότητας βλ.: Alter, R. (1978). Partial Magic. The novel as a self-conscious genre. Los Angeles and London: University of California Press Berkeley; Hutcheon, L. (1984). Narcissistic Narrative. The Metafictional Paradox, New York and London, Methuen, σ. 2 και σ. 19; Waugh, P. (1984). Metafiction. the Theory and Practice of Self-conscious Fiction. London: Methuen· Τζιόβας, Δ. (1987), Μετά την Αισθητική: Θεωρητικές Δοκιμές και Ερμηνευτικές Αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα, σ. 291-293

[iv] Άννα Αφεντουλίδου, «Για την κοσμολογική διάσταση του έρωτα, στον Λιθοξόο του»     Μανόλης Πρατικάκης, Φράκταλ, Μάρτιος 2016

[v] Θανάσης Αγάθος, «Ταξίδι στο νησί της ποίησης του Μανόλη Πρατικάκη», οπ. πρ.

[vi] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Μανόλης Πρατικάκης, μια αυτοανθολόγηση, αναδημιουργία»

Φράκταλ, Δεκέμβρης 2014,

[vii] Γιώργος Πολ Παπαδάκης, «Ο Μανόλης Πρατικάκης στο φως της διαλεκτικής», οπ. πρ.  2016

[viii] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη», Μανόλης Πρατικάκης, Μελετήματα, Βιβλιοθήκη Τράπεζας Αττικής, Αθήνα 2004, σελ. 35-36

[ix] Δες και Ο μεγάλος Ξενώνας, σελ. 13: «Αλλά Τζο Τζακ αιχμάλωτες φωνές αρρωστημένης σάρκας μυρίζουν έναν έρωτα σαν μακελειό».

[x] Κυριακή Λυμπέρη, «Τα όνειρα έχουν πατρίδα», εφ. «Η Αυγή», 5.6.16, : για επιρροές από Ν. Καρούζο: “πασχίζοντας να βάλουν τα βουβά δάκρυα και τους λυγμούς της λάβας στάλα στάλα στην εναρθροσύνη”, “σαν ιερά μυρμήγκια που τραβούν τις γραμματοσύνες προς τα αστρικά τυπογραφεία τους” με την “Άμπελο των άστρων” αντί της “Ελάφου των άστρων” αλλά και: Σεφέρη:  “ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά”, όταν ο Πρατικάκης λέει “ό,τι δόθηκε, δόθηκε και μοιράστηκε σωστά”, (…) Κάλβο: “των ανέμων κυκλοδίωκτοι κέδροι”, “και με φως και με θάνατο  ακαταπαύστως”. (…) Σολωμό με το στίχο “άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του” (…) Αισχύλο με το επίθετο “βαθυχαιτείης”.

[xi] O Βασιλιάς Μίδας και ο Σειληνός, Αντικλείδι, 30/08/2011, Διδακτικές ιστορίες και μύθοι,    φιλοσοφία.

[xii]«φυλή άθλια κι εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψω πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; ΄Ο,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ό,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο» (Friedrich Nietzsche H Γέννηση της Τραγωδίας , μτφ Νίκου Καζαντζάκη)

Δες και:  Ὁ Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη (Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ & ΚΙΧΛΗ).

[xiii] Δες και αναφορά στην «αρχή του διδύμου», η οποία «με την ποικίλη λειτουργία της διασφαλίζει την αντιθετική ισορροπία κατά περίπτωση, αφού τα κατά παράδοση αντίθετα συμπληρώνουν το ένα το άλλο και συγκροτούνται σε ένα νεωτερικό ποιητικό όλο» (Μαρωνίτης, 2011: 404)

[xiv]  Δες και Α. Κατσιγιάννη, «Υδάτινη μήτρα. Το νερό: Η τελευταία ποιητική συλλογή του  Μανόλη Πρατικάκη», Μανόλης Πρατικάκης. Μελετήματα, Αθήνα, Βιβλιοθήκη Τράπεζας Αττικής 2004, σ. 9-19: 10.

[xv] Δες για τον Ελπήνορα και στον Μεγάλο ξενώνα, σελ. 13: «Χλωμοί κι αδύναμοι σαν τον     Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει/ να τσακιστεί μέσα στο σπίτι, ήτοι από αγιάτρευτον/ ασκίτη∙ψυχή δε αυτού ερεβόσδε βεβήκει.»

[xvi] Δες και στην «Κιβωτό», σελ. 57-58: «η Γραικολάνδη, το Ελλαδιστάν, ορχούμενο μες στα σκυλάδικα, με/πρόστυχα σεκλέτια της ανατολής/με λαλιές βαρβαρικές/ως μέσα στη Βακτριανή, ως τους Ινδούς, ξεϋφαίνοντας/όλη τη Λάμψη.//Και κάτω απ’ το τραπέζι/τα άγια των αγίων τοις κυσίν».)

[xvii] Δες και αντίστοιχα κείμενα για την βραδύτητα στον Μεγάλο ξενώνα (Προς την έκλειψη των αντικειμένων) σελ. 62-64: «Περπάτα αργά. Κάνε έρωτα. Στοχάσου πιο αργά. (…) Μες στη βραδύτητα. Είναι ένα ξέφωτο. Ένας καρπός.(…) Η βιασύνη πάντοτε νηστεύει την απόλαυση(…) Απόλαυσε το χρόνο που κοιμάται ξαπλωτός σα αμέριμνα βαμβάκια του.(…) Κι ακόμα θυμήσου: εξαιτίας εκείνης της βιασύνης μάς διώξανε από τον παράδεισο.(…) Η ταχύτητα κάνει το χάδι πλήγμα. Τον έρωτα κρεοπωλείο.»

[xviii] Δες και Κυριακή Λυμπέρη, «Τα όνειρα έχουν πατρίδα», εφ. «Η Αυγή» οπ.πρ.

[xix] Δες και Γιώργος Πολ. Παπαδάκης: «ταυτόχρονη χρήση του λυρικού με το μοντέρνο στοιχείο, με την έννοια της πρωτοποριακής συνταύτισης εκφράσεων του συρμού με λόγια στοιχεία», «Ο μεγάλος ξενώνας», Νέα Ευθύνη, τ. 27, Ιανουάριος Φεβρουάριος 2015, σελ. 111-112 και «Ο μεγάλος ξενώνας»: «Ο Μανόλης Πρατικάκης στο φως της διαλεκτικής, οπ. πρ., σελ. 73.

[xx] Μανόλης Πρατικάκης: Μύρτος: ο νωχελικός, αισθησιακός Τόπος του Νότου, εφ. Ελευθεροτυπία/βιβλιοθήκη, 22.3.2013

[xxi]Ε. Γαραντούδης , «Πιστός του οράματος μιας αναγεννητικής νέκυιας», Μανόλης Πρατικάκης,    Κιβωτός, Εκδόσεις: Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ 2012, περ. o anagnostis.gr,  δες και Η αντοχή του λυρισμού. Αναφορά στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη (Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg 2011).

[xxii]Μπάμπης Δερμιτζάκης, Μ. Πρατικάκης, «Κιβωτός», περ. Λέξημα, 15-9-12

[xxiii]  Ελένη Γκίκα, Μανόλης Πρατικάκης, περιοδικό Διάστιχο, 2012

[xxiv] Ελένη Γκίκα, Μανόλης Πρατικάκης, «Το ποίημα είναι κατά βάθος, το δραστικότερο, το  αυθεντικότερο πρόσωπό μας», περ. Φράκταλ, 8-4-2015

[xxv]Ιφιγένεια Σιαφάκα, «Ένα σχόλιο στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη, εφ. «Η Αυγή», 14-2-2016

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top