Fractal

Για την κοσμολογική διάσταση του έρωτα, στον “Λιθοξόο” του Μανόλη Πρατικάκη

Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου //

 

pratikakis_lithoxoos

 

Αντί Προοιμίου

Στο καινούργιο βιβλίο του Μανόλη Πρατικάκη Λιθοξόος[1] ανα-γνωρίζουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της ιδιολέκτου του αλλά και του ποιητικού του θεωρήματος. Έντονος λυρισμός, ρομαντικές καταβολές, διακειμενική διαλλακτικότητα, συχνές συμφύσεις με το παλαιότερο έργο του, η γλώσσα φορέας και άξονας μιας κοσμογονικής θεωρίας, ο συνθετικός χαρακτήρας ενός σχεδόν συμπαντικού ολοκληρώματος, όπου ο χρόνος ως φυσικό μέγεθος τείνει να καταργηθεί. Ο κοσμολογικός χαρακτήρας του νερού ως πηγής ζωής και τροφοδότησης της ύλης, ως έκδοχο συναίρεσης της αρχής και του τέλους. Οι αρχαιοελληνικοί τρόποι του λυρισμού αλλά και των μυθολογικών αξόνων του έπους, η φυσική φιλοσοφία, αλλά και ο ανατολικός μυστικισμός δίνουν τις δικές τους ανάσες σε ένα έργο που υπερασπίζεται τον κυριαρχικό και ζωοποιό χαρακτήρα της ποίησης ως την μεγίστη των τεχνών, την μόνη ίσως ελπιδοφόρα κοσμογονική δύναμη σήμερα.

 

p_1

 

Ταξίδι του νόστου σε ένα παρελθόν αθωότητας και ομορφιάς, που παρόλη την σαρκαστική περιφρόνηση για το εκχυδαϊσμένο παρόν, ποτέ δεν σκοτεινιάζει την μήτρα μιας πυρηνικής αισιοδοξίας. Ακόμη κι εκεί όπου ο θάνατος προεξέχει ως άφευκτη μοίρα. Ωστόσο. Στον Λιθοξόο πλάι στο νερό διεκδικούν το χώρο τους ως κοσμολογικοί μοχλοί ο άνεμος, η άμμος, η φωτιά. Ακόμη. Ως κοσμογονικά στοιχεία ανα-γέννησης, ως σύμβολα σχεδόν φυσιοκεντρικά, που σηκώνουν το βάρος του πλανητικού παρελθόντος: ο κέδρος από την πατρίδα των φυτών και το άλογο από τον ζωικό κόσμο. Αλλά. Αξίζει να προσέξουμε ότι από όλα τα προηγούμενα πυρηνικά στοιχεία, η φωτιά είναι εκείνη που εμφανίζεται, αποκλειστικά, δίπλα και διαμέσου του Έρωτα, με φορέα τη μορφή της Γυναίκας, ένα πρόσωπο που εμβολιάζεται διαρκώς από τον σαρκικό πόθο αλλά και τη μητρική ανάγκη, από την ποιητική προσδοκία και την νοσταλγία της πατρίδας. Μια μορφή οραματική που, ενώ παραπέμπει στη φεγγαροντυμένη του Σολωμού, δεν παραιτείται από τη σαρκική διεκδίκηση του εναγκαλισμού της αγαπημένης, στο ταξίδι του Κρητικού. Αναλυτικότερα.

 

Η δομή του Λιθοξόου

Τα 36 ποιήματα του βιβλίου θα μπορούσαμε να τα ενοποιήσουμε σε 3 μέρη-παρόλο που ο ποιητής τα παρατάσσει εξακολουθητικά χωρίς εξωτερικά σημεία ομαδοποιήσεων.

 

p_2

 

Η συλλογή λοιπόν, αποτελείται από 36 ποιήματα, ένα εκ των οποίων ανήκει στο προηγούμενο ποιητικό βιβλίο Κιβωτός-που ο ίδιος ο ποιητής, στη σύντομη εισαγωγή (σ.9), ονομάζει το πρώτο μιας τριλογίας που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Επομένως ο Λιθοξόος αποτελεί το δεύτερο τμήμα της. Παραβιάζοντας την επιθυμία του ποιητή, που έχει την τελειοθηρική τάση να διορθώνει, να ανακατατάσσει και να επανέρχεται, κρίνοντας και τροποποιώντας τις συντεταγμένες των ποιητικών του τομών, μετρούμε ως «νέα» ποιήματα, επομένως, τα 35. Και διαπιστώνοντας τις υπόγειες διασυνδέσεις όσο και τις εγκάρσιες τομές των ποιητικών τους πυρήνων, τα ομαδοποιούμε σε τρεις υπο-ενότητες, ελπίζοντας πως η προτεινόμενη διάκριση ενισχύεται από τη γραφιστική απ-εικόνιση τους:

 

p_3

 

Πρώτη ενότητα: πρόταξη του κοσμολογικού παρελθόντος

(17-1=) 16 ποιήματα (εκτός από το Κρώξιμο των Γλάρων)

 

p_4

 

Στο «Καταπρόσωπο στην Όστρια» που χωρίζεται σε 8 υποενότητες ο Πρατικάκης ξεκινά με μια κοσμογονική τοιχογραφία, της οποίας η καταγωγική σφραγίδα δηλώνεται υπαρχής, καθώς αντιστοιχίζεται με τους προσωκρατικούς: το νερό εμφανίζεται ως πρωταρχική πηγή της ζωής και του κόσμου με πρόδηλη την αναγωγή στον Θαλή. Ο ποιητής προχωρά στην οριοθέτηση της γης, μέσω της αναφοράς στην άμμο ως πρώτην ύλη εύπλαστη και ευμετάβλητη, η οποία με τις μεταμορφώσεις της δίνει την ποικιλία των όντων. Δεν είναι τυχαίο ποιητικό εύρημα η επέκταση από τη γη στον ουρανό μέσω της Μεγάλης Άρκτου ως μιας αναβαθμίδας που μας οδηγεί στην έννοια του απείρου: καθαρή ουσία του γίγνεσθαι (σ.12) Ο χώρος έχει τεθεί.  Και ως αρχέγονο ένστικτο αναζήτησης της ένωσης του Ενός με το  Όλον, του ατόμου με τη συμπαντική ύλη, την αστρική μετα-φυσική Ουσία θα οδηγηθούμε στον έρωτα και στη γένεση(αλλά αυτό θα συντελεσθεί με βραδύ ρυθμό: αρχικά με τον τελετουργικό βηματισμό των 16 κειμένων της Α’ ενότητας και αμέσως μετά με τη δραματουργική πορεία των 15 ποιημάτων της Β’ ενότητας). Η έμμεση αναφορά στον Εφέσιο Ηράκλειτο και στον ποταμό του, μας διαπορθμεύει στο δεύτερο τμήμα του ποιήματος, όπου γίνεται προσπάθεια να οριστεί η αν-υπαρξία του χρόνου: είσαι μια διαρκής αναγγελία και ένας αδιάκοπος αποχαιρετισμός. Εδώ δεν έχει εκκοκκιστήρια ο χρόνος. Χρονόμετρο σημαίνει κρυφή νάρκη.(σ.13) Η Μνήμη γίνεται το μόνο κριτήριο του χρόνου, ενώ τη συναίρεση του παρελθόντος και του μέλλοντος τη σηματοδοτεί ένα αρχετυπικό για την ποίηση του Πρατικάκη σύμβολο, το άλογο: Άγρια αλογίσια νερά. Εμφανίζεται επίσης ο άνεμος ως βασικό κοσμολογικό στοιχείο. Αργότερα θα αναπτυχθούν τα δύο αυτά μοτίβα πολλαπλασιαστικά, όπως και θα ξεκαθαρίσει περισσότερο η ιδιόμορφη θέση που επιφυλάσσει το ποιητικό σύμπαν του Π. στον χρόνο. Στο τρίτο απόσπασμα έχουμε μια ξεκάθαρη αναγωγή στην οδυσσειακή περιπέτεια, σε έναν νόστο που αναπόφευκτα περιλαμβάνει τη νέκυια του. Με μια ειρωνική ανθρωπογεωγραφία να προσγειώνεται σχεδόν σαρκαστικά στο παρόν: Γραικολάνδη, σκυλάδικα Ορχομενού και Ελευσίνας (σ.15) Αντιβάλλεται ένα ακόμη σημαντικό σχήμα: πολλοί και Ένας, οι Σύντροφοι και ο Κανένας. Στο 4ο προεξέχει η σύντροφος στην κλίνη τη συζυγική ως σύντροφος μιας συνουσίας θανάτου. Για να μετα-μορφωθεί στο επόμενο στην Ποίηση που συντροφεύει 40 χρόνια τον ποιητή που με γενναιότητα, όντας ο ίδιος ψυχίατρος, ανα-γνωρίζει ότι η ψυχή δεν έχει φαρμακείες. Η Ποίηση εμφανίζεται ως η αρχή του παντός, ως η πεμπτουσία της Δημιουργίας. Από εκεί, μετά από μια καταβύθιση στη συγχρονία, με τις παροντικές στρεβλώσεις να προβάλλουν ως διαχρονικός κίνδυνος, εμφανίζεται το πλωτό νησί, το νησί-Ουτοπία, που είναι η νήσος Χρυσή (ένα ακατοίκητο νησάκι απέναντι από τον καταγωγικό τόπο του ποιητή Μύρτος Ιεράπετρας). Προβάλλεται ως μια χαμένη Ατλαντίδα αλλά εκ του αντιθέτου: «απόντιστη» να υπερίπταται, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική διάσταση της αποθέωσης ενός αστερισμού, που του επέπρωτο η αθανασία, ως μια χώρα των εξόριστων ονείρων. Θα διαπιστώσουμε ακολούθως, καθώς η ποιητική σύνθεση προοδεύει, ότι το προκείμενο δυστοπικό παρόν αντιστρέφεται σε φωτεινή προβολή του μέλλοντος, μέσω ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος.

 

Μανόλης Πρατικάκης

Μανόλης Πρατικάκης

 

Στη «Σχεδία» το νησί μετατρέπεται σε όαση-όχημα του ταξιδιού, σε ένα μικρό παράδεισο: μια διαστολή του όλου (σ.21). Στους «Μικρούς τυφώνες»(σ.22) ο άνεμος αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς γίνεται ο φορέας σύνδεσης με το παρελθόν, όμως ένα παρελθόν, που ορίζεται με γνώμονα όχι μόνο πλέον τη μνήμη, αλλά τη γλώσσα, όπως αποκαλύπτεται στο «Ο δημιουργός» (σ.23)κώδικας δισυπόστατος, του οποίου η κυριότητα ανήκει στον συγκεκριμένο πολιτισμό, η επικαρπία της ωστόσο κληροδοτείται πανανθρώπινη. Με στίχους ρυθμικούς, ιαμβικούς που σπάζουν στη μέση με ομοιοτέλευτη τομή, στίχοι σαν αρχαία γνωμικά ή λαϊκές ρήσεις. «Στη μνήμη σας χτίζω το μνήμα μου» (σ.24) οι προγονικές ρίζες μετατίθενται στον λοξό άξονα του προσωπικού γενεαλογικού δέντρου, μια που, όπως αναφέρεται και στο μότο του ποιήματος, αφιερώνεται στον παππού του ποιητή. Στον «Ερυθρόδερμο άνεμο» (σ.27) προεξέχει η πανανθρώπινη και διαπολιτισμική διάσταση με φίλτρο τη σύνδεση με αρχέγονους πολιτισμούς που οδηγούν στο Όλον της Ύπαρξης. Οι «Γραμματοσειρές μυρμηγκιών» (σ.29) γεφυρώνουν το πυρηνικό θέμα της γλώσσας με τον «Δημιουργό», ενώ η «νήσος Χρυσή» (σ.30) με το «Σχεδία» προηγουμένως. Καθώς προστίθεται πέρα από την ουτοπική διάσταση και τον ρόλο του οχήματος στο ονειρικό ταξίδι, και η διάσταση του χρονικού ρυθμού. Εδώ όλα υπακούουν σε έναν άλλο ρυθμό ζωής, θυμίζοντας τις αργόσυρτες σκηνές στις ταινίες του Τζιμ Τζάρμους από την Ταγγέρη και την ενδοχώρα της. Σε πλήρη αντίθεση με τον ρεαλιστικό παροντικό ρυθμό ενός αλλοτριωτικού χρόνου. Στον «Ωκεάνιο Κώδωνα» (σ.32) συνεχίζεται το αίτημα του ταξιδιού αναβαπτισμένο όμως στις προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας (ο τίτλος μάς ταξιδεύει στη Σύλβια Πλαθ και στον δικό της Γυάλινο Κώδωνα),όπου η διαθεματική συνάφεια είναι αναπόφευκτη μοίρα. Στα «Ατσαλένια Γάγγλια» (σ.34) το κέντρο βάρους μετατίθεται στους ανθρώπους φορείς αυτής της εν-αγώνιας πομπής, στους αγωνιστές, τους συντρόφους στην ιστορία. Τα «Κέδρινα Αδράχτια» (σ.35) είναι ένα κείμενο απόλογος Ποιητικής και ταυτοχρόνως κοσμοθεώρησης της φωτεινής πλευράς της ζωής και της δημιουργίας, που δεν χάνει τα φωτεινά της σήματα ακόμη και εμπρός στον τρόμο του θανάτου.

Ενώ έχει τεθεί το πλέγμα: θάλασσα, άνεμος, γη(άμμος), έμβια φυσικά όντα (σε πρωταγωνιστικό ρόλο ο κέδρος και το άλογο), στο αμέσως επόμενο ποίημα «Του πελεκάνου-καύσωνα» (σ.37) μετωνυμικά χρησιμοποιείται η θερινή ζέστη (καμίνι) στη θέση της φωτιάς, που ο ποιητής θα χρησιμοποιήσει μόνο στην επόμενη ενότητα∙ εκεί που θα μιλήσει για τον έρωτα. Μέσα από το θερινό καμίνι ανα-γεννώνται τα καθαρόαιμα όντα που φέρουν τα στοιχεία του αλόγου. Θα τολμούσαμε μια συνδηλωτική προέκταση όπου το α-λογον είναι το ον το απελευθερωμένο από τις δεσμεύσεις του νου, τη μαστροπεία της κοινής λογικής, αυτού που μας καθηλώνει στην κοινωνική σύμβαση και δεν αφήνει την ψυχή ελεύθερη να ταξιδεύει αναζητώντας τον άλλον. Στις «Φτερωτές λυχνίες φωσφόρου» (σ.39) αυτοί που αποδημούν ταξιδεύοντας για άλλους τόπους, αναλόγως με τις επιταγές των καιρών, είναι όσοι ενώνουν τα επι-μέρους τοπία, δημιουργώντας τον Τόπο ή τον Ου-τόπο, όπου αναζητείται ή ανασυγκροτείται η αθωότητα της παιδικής μνημοσύνης. Το επόμενο κείμενο τιτλοφορείται «Το άλογο» (σ.41) αυτό το περήφανο, όπως χαρακτηρίζεται παρακάτω, σύμβολο που, αφού γεννήθηκε από το καμίνι του καλοκαιριού, εδώ έρχεται να ενώσει τη γη με τον ουρανό. «Τα εξόριστα όνειρα» (σ.43) συγκεφαλαιώνουν τα ουτοπικά οραματικά χαρακτηριστικά, που θα οδηγήσουν στην αποθέωση του έρωτα στην παρακάτω ενότητα. Το «Οβίδιον» (σ. 45) λειτουργεί ως Επίμετρο για τον τόπο του νησιού, αυτού του πλωτού και απόντιστου, του χρυσού και ράθυμου και διαχρονικού Παραδείσου. Ενώ «Το κρώξιμο των γλάρων» (σ.47) λειτουργεί ως κείμενο κρίκος με την Κιβωτό, το πρώτο μέρος της προαναγγελθείσης τριλογίας του ποιητή.

 

Δεύτερη ενότητα: η συνθήκη της φωτιάς ως κοσμολογική ιδιότητα του έρωτα

Η φωτιά απαντάται για πρώτη φορά στο πρώτο κείμενο της ενότητας και συνεχίζει με επίμονες αναφορές πλαισιώνοντας τον έρωτα, ιδίως στη σαρκική του διάσταση. Και μάλιστα όσο πιο σαρκικός προεξέχει, τόσο ο κοσμολογικός του χαρακτήρας εντείνεται και τόσο περισσότερο η φωτιά σηματοδοτεί το περιβάλλον και την μουσική του εικονοποιία. Αλλά ας μην προτρέχω. Εξηγούμαι.

 

p_5

 

Από την ενότητα των 15 κειμένων, στα 7 αναφέρεται ως μότο ένα γυναικείο όνομα/πρόσωπο: Γιώτα, στο οποίο και αφιερώνεται ολόκληρο το βιβλίο, καθώς και το ομότιτλο ποίημα «Λιθοξόος». Επομένως. Είναι σημαίνουσας βαρύτητας η αφιέρωση και αξίζει να συνεξεταστούν τα εν λόγω κείμενα. Πρώτ’ απ’ όλα είναι μια ενότητα φορτισμένη ερωτικά, με τον Έρωτα να τονίζεται στην κοσμολογική του διάσταση, ικανή να μετα-μορφώνει και να μετουσιώνει ενίοτε το Ανέκφραστο. Η Γυναίκα, πρωταγωνιστικό πρόσωπο στα ποιήματα αυτά, αποκτά οραματικά χαρακτηριστικά, γίνεται μια μορφή που συναιρεί τη φεγγαροντυμένη και την αγαπημένη μαζί στον Κρητικό, γήινη και ουράνια, η ίδια η φύση και η ποίηση, ο καταλύτης ο οποίος μέσα από την ανα-μορφωτική επίδραση της ερωτικής φλόγας, γίνεται η μήτρα της αναγέννησης, το κοσμολογικό στοιχείο που λείπει, για να ολοκληρωθεί η οργανογένεση του συμπαντικού χώρου, μια νέα πατρίδα της γλώσσας, της αθωότητας,  της μνήμης και της ελπίδας.

Εκκινεί με το εισαγωγικό «Εγώ ο Αλλού τρυγόνι» (σ.49) ένα τετράστιχο, το πιο σύντομο του βιβλίου, το οποίο λειτουργεί ως προεξαγγελτική παράθεση: η φωτιά απανθρακώνει αλλά και συνεχίζει ολοζώντανη να καίει. Το τρυγόνι πενθεί αιώνια το ταίρι του. Η αναζήτηση του άλλου και ο νόστος. Το τρυγόνι με το πένθος του ανακαλεί το σκοτεινό του Παπαδιαμάντη, αλλά παρολαυτά η συνεχιζόμενη παρουσία της φωτιάς δεν αφήνει το σκοτάδι να κυριαρχήσει. Το τρυγόνι πενθεί, αλλά ο τόπος παραμένει φωτεινός.

«Από ανεξικακία σχεδόν άυλη»:  Εκείνη, θεία Θεανή Μητέρα: γυναικείες μορφές σε ολόγλυφες εικόνες που κινητοποιούν όλες τις αισθήσεις, ενώ η ρυθμική φράση Σάμ-σα, μας παραπέμπει στο αντίστοιχο ΧΑΜ-ΣΑ του σοφού Κινέζου στο προτελευταίο κείμενο: η μεταμορφωτική δύναμη του ιερού, η μεταφυσική πίστη σε αυτό που μπορεί να υπερβεί τα δεσμευτικά όρια του λογοκρατούμενου ασφυκτικού μας κόσμου, η φράση-φυλακτό που θα μας προφυλάξει, που θα διασώσει το πολύτιμο της ζωής, τα δωρήματα της αγάπης. Μακρόσυρτη αλογίσια χαίτη: και πάλι η εμφάνιση του αλόγου, περήφανο, όμορφο, με ζωική δύναμη, ανυπότακτο μαζί και τρυφερό. Γυναίκα σαν την πλωριά-γοργόνα στην άκρη άκρη του κόσμου, στην αρχή του έρωτα, σπόρος της άρθρωσης του άρρητου:  Αμέριμνη πάνω σ’ εκείνη την προεξοχή-προβλήτα/(σαν αντίστροφη διώρυγα) που προεκτείνει τον σταματημένο χρόνο ως το άρρητο εκείνο ξέφωτο, ως την ασχημάτιστη ζώνη, να την κάμει, πρώτη φορά, δικό του ενδιαίτημα ο έρωτας. Χτίζοντας με τη λάβα του-αυτός ο κλέφτης της φωτιάς-με τα φτερά του αποσπώντας μια τόση δα καμαρούλα/από το Ανέκφραστο (σ.50-51)

«Με τον τρόπο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε»: Πεζόμορφη αφήγηση μιας περιπέτειας περιπλάνησης όπου ο πολεμιστής αφ-οπλίζεται από το αφοπλιστικό κάλλος της γυναίκας. Η συνάντηση του γιν και γιαν, σε μια δυτικόμορφη, σχεδόν νοβελιστικού τύπου διήγηση. Διαβάζεται εκ παραλλήλου με τις Άγριες φάσες, λίγο πριν το τέλος των «ερωτικών», η οποία κινείται στην κειμενική οδό της νεότερης λαϊκής μυθολογικής παράδοσης: η συνάντηση της γυναίκας στο δάσος με τον κυνηγό. Η φωτιά και πάλι κυρίαρχη:  φλογισμένους διαδρόμους, φλεγόμενο σχήμα, κι η σημαία να καίγεται, η χαίτη του αλόγου του καίγεται, […]να τώρα βλέπω το ορυκτό σου λυχνάρι που μ’ εκείνο τα αλμυρά μου βάθη σ’ αναγνωρίζουν (σ.σ.52-55)

«Η άμπελος των άστρων»: Η γυναίκα προβολή των αρχέγονων φυσικών στοιχείων : πελάγη, γκρεμοί, βουνά, ποταμοί, όλα μαζί συνθέτουν τις πρώτες ύλες της αλλά και τους καταγωγικούς της τόπους, εκεί απ’ όπου προέρχεται, εκεί που σε οδηγεί το γέλιο της∙ γέφυρα που ενώνει τον μικρόκοσμο και τον μεγάκοσμο: να ενωθείς υπαρχής και πάλι για να γίνει ο έρωτας η έμμονη ιδέα των ουρανών, (…) Θα πει το ρήγμα από ένα τέτοιο ξίφος είναι ο Έρωτας. Είναι ο Ήλιος(σ.56)

«Ομνύαμε βραδυπορία»: Η γυναίκα γίνεται η οδός του λόγου, της αρμονίας, της επιστροφής στην εποχή της αθωότητας, αλλά και της άρσης του χρόνου ως φυσικού μεγέθους: Ο άνεμος μας φέρνει πίσω χαμένα χορικά/(…)στου ερωδιού το στρώμα πλαγιάσαμε πρωτόπλαστοι//[…]// η μικρούλα μηχανή που μηδενίζει σε όλα τα κοντέρ της ύπαρξης τον τοκογλύφο χρόνο/ η αγάπη έχει τις ρίζες της βαθιά στη γη./μα οι κλώνοι της καρπίζουνε στον ουρανό.(σ.58)

«Πισωκάπουλα»: Υποβλητικές εικόνες που συνδέουν και πάλι την απελευθέρωση της ψυχής με τον έρωτα, και την ομορφιά του αλόγου με την ερωτική ένωση και το γυναικείο κάλλος: Μέσα στα μάτια σου και στα φιλιά σου/ξυπνούν της νιότης μου τα καθαρόαιμα/Αχαλίνωτα καλπάζοντας χωρίς καπίστρι//[…]Χαρίζοντάς μου πάλι/στη μικρή αυτή βροχερή νύχτα/στης αρπαγής την τρεμάμενη στιγμούλα/μιαν ολόκληρη αιωνιότητα(σ.60)

«Μαζί σου και με ενάντιους ανέμους ουριοδρομώ»: Εδώ η αγάπη γίνεται η δύναμη της άρθρωσης του άρρητου, η γενεσιουργός ικανότητα, το στημόνι που μπορεί τα σκόρπια νήματα να τα κάνει υφάδι. Η σάρκα φερέφωνο του λόγου και ο λόγος ενσάρκωση του αρχέγονου ενστίκτου. Αγάπη, αγάπη είσαι όλες μαζί οι λιακάδες∙ όλες οι αμμουδιές της πατρίδας. Είσαι η επιστροφή κι εν ταυτώ ο αιώνιος απόπλους-πώς να πλήξω; Κωπηλατώ, ελλιμενίζομαι στις προβλήτες των λαγόνων σου//Οδυσσεύω στις πελαγίσιες σου σπηλιές. Μαζί σου το πνευστό σκαρί μου ακόμα και με ενάντιους ανέμους ουριοδρομεί. (σ.61)

«Το κεράκι της αγάπης»: ένα κείμενο περισσότερο γειωμένο στη λαϊκή παράδοση με τον ιαμβικό 15σύλλαβο στίχο να ανακινεί μνήμες συλλογικές, μνήμες από τα παιδικά χρόνια του κοινοτικού ή και ατομικού παρελθόντος. Η φωτιά γίνεται κεράκι και το σωματικό στοιχείο υποχωρεί. Πού πας κορίτσι ανέγγιχτο, σε πισσωμένο κόσμο/Πού πας σε γυάλινο καιρό και σπαταλάς το φως σου; (σ.62)

Στα τρία επόμενα κείμενα αξιοπρόσεκτο είναι το σωματικό στοιχείο των χεριών και των προσδιορισμών που επι-θέτονται δίπλα τους: η γυναίκα αν και έχει ασχημάτιστα χέρια, ορίζει τον Λιθοξόο της.  Η Κέδρινη γυναίκα του ανέμου έχει σπασμένα χέρια,  ενώ στον Αρχάγγελο της ηδονής γίνονται δώρα: δυο λυγερά κουπιά. Ο έρωτας αφέντης και δούλος, δημιουργός εν ταυτώ και δημιούργημα, δώρο και δωρητής.

«Λιθοξόος»: Άμορφη. Καθώς σε πελεκώ, με το κλειστό κορμί σου/με τα ασχημάτιστα χέρια σου με ορίζεις//[…]//Κι απ’ το στόμα σου η πρώτη πρώτη λέξη μου/θα φτερουγίσει. (σ.64) «Η γυναίκα των Κέδρων»: Κέδρινη γυναίκα του ανέμου με τα σπασμένα χέρια σου[…]/Με το ένα σου γόνατο στην άμμο που είναι το μαγκάλι/της αστροφεγγιάς[…]με τα κλειστά/φτερά σου από φλόγες να κάνουν εύφλεκτα τα σωθικά(σ.65) «Ο αρχάγγελος της ηδονής»: Μου δώρισες δυο λυγερά κουπιά: τα χέρια σου[…]Συ που ξυπνάς στην κολασμένη σάρκα/τον αρχάγγελο της ηδονής(σ.66)

«Οι σκοτεινοί μαγνήτες του έρωτα»: Το τοπίο της άμμου, ο γήινος χώρος εγκοσμιώνεται την μαγεία της μουσικής, το σώμα,, όργανο του λόγου συγ-κινημένο οδηγείται στην ένωση, που γεννά εκτός από την αρμονία της ενάρθρωσης, την ίδια την αρμονία των ήχων: Τα δάχτυλά μου βρήκαν της σάρκας σου τα πλήκτρα./(Από εκεί μπήκε στον κόσμο η μουσική)[…] λαμπερές τροχαλίες γύριζαν στους φλογισμένους ώμους μου[…]άγρια αλογίσια νερά[…]καίγονταν στους ατμούς τα πυρωμένα της πιστόνια[…]Σαν αϊτοί με ανοιγμένα φτερά πέρα δώθε/πέταγαν οι αμμόλοφοι (σ.67)

«Σφηνοειδής γραφή»: Η ερωτική ένωση γεννά ξανά τον ποιητικό λόγο ενσαρκωμένο και ηδονικό, ικανό να χωρέσει το νερό και τον άνεμο, τη φωτιά και την θάλασσα, την μουσική και τον θάνατο. Ο έρωτας, η σκοτεινή δύναμη που μάς γυρίζει στο αρχέγονο, γίνεται νίκη επί του θανάτου, γίνεται η μόνη δύναμη ανα-γέννησης του ανθρώπου και του πολιτισμού του: Άλλη λαλιά κι άλλη γραφή σφηνοειδή δε γνώριζα./Άλλη φυλή κι άλλη πατρίδα απ’ τη φλεγόμενη σπηλιά σου//Ένα καυτό κύμα λάβας με είχε γυρίσει στην αγέλη (σ.68)

«Οι άγριες φάσες ή Η οσία τετρακτύς»: Μια ονειρώδης, σχεδόν αλληγορική, αφήγηση, με στοιχεία παραμυθικά αλλά και εικόνες που μας οδηγούν στις ψυχαναλυτικές εικόνες των υπερρεαλιστών, στις υψηλές στιγμές της απ-εικόνισης του ερωτικού ενστίκτου: το ζώο και ο άνθρωπος, το ερωτικό σύμπλεγμα της ειρήνης και του πολέμου, της διασταύρωσης του σκοτεινού δάσους με την πολιτισμική εξ-οικείωση. Η γυναίκα εξ-ημερώνει την αγελάδα που της προσφέρει το γάλα της αλλά και τον κυνηγό που της προσφέρει το σπέρμα του. Ο κυνηγός δεν σκοτώνει αλλά γονιμοποιεί. Φεύγει, αλλά παραμένει ωσεί παρών μέσα από τα σπλάχνα της γυναίκας. Μια ερωτική πράξη που οδηγεί στην ένωση του ουρανού και της γης, που καρποφορεί τον Άγγελο του νέου κόσμου. Αισιόδοξη κι ελπιδοφόρα, κλείνει τον ερωτικό κύκλο με την προσδοκία του καινούργιου. Προσημαίνοντας το τελευταίο εξόδιο μέρος με τον πιο θετικό τρόπο. Η εμπειρία του «σκοτεινού δάσους», στο οποίο αναφέρεται και ο Σεφέρης και που απαντάται και σε άλλους σύγχρονους ποιητές, αποκτά εδώ την πιο ευφρόσυνη και θετική της διάσταση. Ο κυνηγός κρεμάει το τουφέκι του στον ώμο και ήσυχα χάνεται στο δάσος. Υπνωτισμένη Αυτή παίρνει τον κάδο με το γάλα κι επιστρέφει. Στα παιδιά που τη κοιτούν βαλαντωμένη ψιθυρίζει: Σήμερα η γελάδα μας βόσκησε τ’ ουρανού βοσκοτόπι. Κι εγώ μέσα στην πάχνη πήρα λάθος μονοπάτι και ξάφνου βγήκα στον παράδεισο. Πρώτη φορά γεύτηκα τους αθάνατους χυμούς του. Και σαν λουλούδι ανοίχτηκα στο φως πρωτόπλαστη.(…)Το δάσος μού είπε ακόμη πως αν άλλο παιδί φέρω στον κόσμο, μπορεί να είναι και άγγελος. (σ.σ.70,71)

«Ο Καλέ Γιωργάκης»: Το τελευταίο της «ερωτικής ενότητας» κείμενο αποτελεί παραλλαγή της ερωτικής συνεύρεσης της προηγούμενης διήγησης, μεταφέροντάς την από το δάσος στη θάλασσα, λίγο πριν την ενότητα που θα οδηγήσει στο εξόδιον τέλος. Σε κρητικό ιδίωμα ένας μονόλογος γεμάτος ερωτικές εικόνες ευφρόσυνες, ζωικές, με πλούσιες μεταφορές και φυσιοκεντρικές συνεκδοχές που μετατρέπουν σε ένα ολοζώντανο βουερό παραμύθι κάτι απλό και ταπεινό. Ο ψαράς και η θάλασσα. Το μυστικό της ζωής και η απαντοχή της αναγέννησης. Σείσου, Καλλιώ, προς τα μένα, προς τα σένά, καλούμα. Καλλιώ, τά πότιαν σού. Σείσου ζερβά, να βρει το χέλι μου το θαλασσόχορτο, να μπει στη δροσερή σπηλιά του να γεννήσει. Σείσου, Καλλιώ, για μια καλή ψαριά, να ξεχειλίσει ο κάλαθός! (σ.73)

 

Τρίτη ενότητα: τα εξόδια άσματα

 

p_6

 

Το πρώτο κείμενο της εξόδιας ενότητας «Η ανείπωτη λέξη πριν και μετά τα βιβλία» μπορεί να εκληφθεί ως Διδαχή μιας νέας Ποιητικής, μιας δημιουργικής Κοσμογονίας, ή/και πιο απλά ως «συμβουλή»-οδηγός πλοήγησης προς νέους ποιητές. Να είσαι φορέας αθωότητας όπως ο άνεμος, η μέλισσα, η πεταλούδα//[…]//Να παραδώσεις όλα τα κάλπικα υπάρχοντα, για να τραβήξουν/οι μαγνήτες τη σκορπισμένη στους ανέμους/μυστική σου περιουσία//[…]σκύβοντας ως τα οστά σου πρέπει πρώτα να χαθείς/στο σκοτεινό δάσος του, να μην είσια κανείς/Να χαθείς και να χάσεις τους γιους και τις θυγατέρες/της πλάνης/Γιατί ο λόγος έχει εξαντληθεί και τη θέση του πήρε η φλυαρία: αυτό το σουλάτσο της γλώσσας//Γιατί η λαλιά του ανθρώπου χόρτος χλωρός κι εξηράνθη. (σ.76)

«Των ανέμων»: εδώ η δημιουργική Όστρια του πρώτου ποιήματος της συλλογής μετατρέπεται σε προάγγελο του τέλους, ο άνεμος οδηγεί κυκλοτερά την πορεία του όντος προς το τέλος της εγκόσμιάς του ύπαρξης, της αναπόφευκτης φθοράς που σπερματικά περικλείει τη συνέχιση σε μια άλλη διάσταση ή σε έναν άλλο χωροχρόνο. Ρωγμή από τσεκουριές τυφώνα η κεφαλή-φλασκί, ανοιγμένο χάχανο χαράδρας, παιανίζει τ’ αλλεπάλληλα ρέκβιεμ της όστριας.//(Ξέρει: το βάθος είναι πάντα/η ακόρεστη μάνα της μαυρίλας) (σ.78)

«Όχι ο θάνατος από πνιγμό, αλλά ο σοφός αποσύρεται»: Ο θάνατος κατονομάζεται πλέον, αποδεχόμενος την θέση του στο κοσμοθεώρημα του ποιητή, για να αρθεί ταυτοχρόνως ο σκοτεινός, αναπόφευκτα χθόνιος χαρακτήρας του. Με το μυστικιστικό βίωμα της Ανατολής να συνεισφέρει το θετικό του μερίδιο, αυτό της γαλήνιας αισιοδοξίας, της αφθαρσίας του Όντος, της αιώνιας Ένωσης, της συμπαντικής αρμονίας. Ω, μη θρηνείτε. Ο Φουά Λι Γιογκ, κόβοντας την/κλωστή του Αποδημητικού Πουλιού./ΧΑΜ-ΣΑ, ΧΑΜ-ΣΑ, ΧΑΜ-ΣΑ, κι ανασαίνοντας/το αποφυλακισμένο του πνεύμα, ενώθηκε με τη γη/και τον ουρανό, φτερουγίζοντας/κάτω από τις φυλλωσιές των οριζόντων./Είναι εδώ παντού γύρω, αλλά κανείς δεν τον βλέπει/γιατί δεν έχει Εαυτό./Κανείς δεν τον βλέπει, γιατί έχει γίνει ένα/με τον καθένα και το καθετί. (σ.80)

Και το «Επιτύμβιο» σφραγίζει με το συμβολικό του υπόστρωμα και τις πρόδηλες αναγωγές του στον επιγραμματοποιό Σιμωνίδη (που συντρόφευσε τους Έλληνες σε μεγάλες ιστορικές στιγμές, μνημειώνοντας τον υπαρξιακό σοφό τους βηματισμό) το βιβλίο με τη δύναμη της ενσυναίσθησης, με την γοητεία της ενόρασης, με την βεβαιότητα της αέναης συνέχισης, με την αυτεπίγνωση του ρόλου των αφανών όσο και εκλεκτών ηρώων.

Ω, ξένε, που περνάς απ’ αυτό το ερημονήσι. Ν’ αναγγείλεις στους άπιστους αιώνες. Ότι εδώ, στους φλογισμένους άμμους, πολεμώντας τραυματίες τα βάρβαρα στίφη των τυφώνων, εδώ είμαστε μισοθαμμένοι. Στης ζωής τοις ρήμασι πειθόμενοι. Ότι όσο υπάρχουν Εφιάλτες θ’ αντιστεκόμαστε ως την τελευταία μας ρίζα. Ως την ανεξάντλητη δύναμη της ζωής. (σ.81)

 

Αντί επιλογικού σημειώματος

Ο Μανόλης Πρατικάκης τελειώνει με τον Λιθοξόο του το δεύτερο μέρος μιας πορείας, την αρχή της οποίας χάραξε με την Κιβωτό. Μετά την διάσωση των στοιχειακών και στοιχειωδών της ύπαρξης μέσω της Κιβωτού, μετά την οριοθέτηση της νέας κοσμογονικής διαδρομής της τέχνης και της ζωής μέσω του Λιθοξόου, τι μας επιφυλάσσει ο ποιητής ως τρίτο μέρος της πορείας που μάς προσήμανε τον προορισμό της με το «Επιτύμβιο»;

Συμ-βαδίζοντας μαζί με τον ποιητή προς την Έξοδον της λυρικής αυτής πομπής, προ-αισθανόμαστε πλούσια τα μουσικά της σήματα∙ περιμένοντας το επόμενο μυστ-ικό ταξίδι μας στις κοσμικές εικόνες του σαγηνευτικού ποιητικού του σύμπαντος.

 


[1] Μανόλη Πρατικάκη, Λιθοξόος, Κέδρος, 2015. Όπου αναφέρονται σελ. παραπέμπουν στην έκδοση αυτή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top