Fractal

Ο ανεξάντλητος πυρήνας του στοχαστικού λυρισμού

Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης // *

 

lithΜανόλης Πρατικάκης, “Λιθοξόος. Εκεί που κατοικούν τα εξόριστα όνειρα”, Αθήνα, Κέδρος 2015

 

Πριν από τρισήμισυ περίπου χρόνια, στη βιβλιοκρισία μου για το προηγούμενο ποιητικό βιβλίο του Μανόλη Πρατικάκη, την Κιβωτό (2012), έκρινα σκόπιμο να κάνω μια αναδρομή στη σχέση μου με την ερμηνεία και την κριτική αποτίμηση του ποιητικού έργου του. Παραθέτω λοιπόν εδώ, επιλεκτικά, από την αρχή εκείνης της βιβλιοκρισίας: «Στο βιβλίο μου Η αντοχή του λυρισμού. Αναφορά στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη (Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg 2011) προσπάθησα να περιγράψω, να σχολιάσω και να κρίνω την πορεία του έργου του Πρατικάκη μέσα στον χρόνο ως μια πλούσια, σε ποσότητα και ποιότητα, ποιητική κατάθεση που, παρά τις επιφανειακές αλλαγές της στα θέματα, τις μορφές και τους εκφραστικούς τρόπους, κατά βάθος συνέχεται από τον ενοποιητικό άξονα του λυρισμού. Διαπίστωσα, επίσης, ότι στην πορεία του χρόνου ως στοιχείο συνοχής του έργου λειτούργησε το φιλοσοφικοποιητικό του σύστημα που σηματοδοτεί τη ροπή προς μια μεγαλειώδη και ουτοπική θεώρηση του κόσμου, ανάλογη της λειτουργίας του Πρατικάκη ως ποιητή-οδηγού. Κρινόμενη με τα μέτρα της σύγχρονης σκέψης, η κοσμοθεωρία αυτή, που προφανώς αντιστοιχεί στην ψυχοδιανοητική εξέλιξη του ίδιου του ποιητή, θα μπορούσε να θεωρηθεί αφελής, στην ουσία της, όμως, υλοποιημένη μέσα από την ποίηση, διεκδικεί το δικαίωμα να υπάρχει και να γράφεται σε μια γλώσσα αποκαλυπτική της μυστηριακής σχέσης του ανθρώπου με τον έρωτα, τον θάνατο, τη βαθύτερη, πρωταρχική του φύση. Η σχεδόν ιδεαλιστική πίστη του Πρατικάκη στην ποίηση, πολλαπλά εκφρασμένη στα ποιήματά του, αλλά και σε δοκιμιακά κείμενά του, επουλώνει την πληγή της απουσίας οποιασδήποτε μεταφυσικής λύσης στο ανθρώπινο οντολογικό πρόβλημα. Ο Πρατικάκης, πιστός στη γλώσσα, λυρικός κατά βάση ποιητής, έφτιαξε και φτιάχνει με την ποιητική γλώσσα έναν ύμνο στην αέναη παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο, στη γήινη αίγλη του, στην αμετάθετη λειτουργία του ως στοιχείου της φύσης στις κορυφαίες στιγμές της ζωής του, όταν αναμετριέται με τον έρωτα, τον θάνατο, την αρρώστια, την τρέλα. Το έργο του χαρακτηρίστηκε οντολογικό, ανθρωπολογικό και κοσμολογικό. Πιστεύω ότι είναι πρωτίστως ανθρωποκεντρικό».[1]

Ο Λιθοξόος, το δέκατο όγδοο κατά σειρά ποιητικό βιβλίο του Πρατικάκη, ακολουθώντας τα χνάρια της σταθερής πορείας που διένυσε μέσα στον χρόνο το ποιητικό έργο του, συνεχίζει αυτή την πορεία διαλεγόμενο πολλαπλά με ό,τι προηγήθηκε, αλλά και σημειώνοντας ένα καινούργιο σταθμό ή και ένα σημείο εκκίνησης. Γι’ αυτό έχει νόημα, στο σημείο αυτό, να παρατεθούν οι βασικές θέσεις του σύντομου εισαγωγικού «Σημειώματος του συγγραφέα» στο βιβλίο: «Η συλλογή Λιθοξόος είναι η δεύτερη μιας τριλογίας που άρχισε με την Κιβωτό (2012). Είναι εμπνευσμένη από το ακατοίκητο νησί Γαϊδουρονήσι (πρόσφατα Χρυσή), εννιά μίλια μόλις από το Μύρτος Ιεράπετρας, απ’ όπου κατάγομαι. […] Στη συλλογή υπάρχουν διάσπαρτοι στίχοι (20-30 περίπου) από προηγούμενες συλλογές, όπως συνηθίζω, γιατί δένουν με την ύλη του συνθετικού ποιήματος, σε έναν εσωτερικό διάλογο, που θεωρώ ότι υπερασπίζεται μια συνεκτικότητα της όλης ποιητικής μου. Είναι μια συνομιλία (εκτός της διακειμενικότητας με τόσους άλλους ποιητές και στοχαστές) με παλαιότερα στοιχεία του έργου μου, που ανακαλούνται πηγαία, από την οικονομία του καινούργιου ποιήματος, σε μια διαλεκτική στιχομυθία. Η κίνηση αυτή γίνεται συνειδητά και αποτελεί στοιχείο της γραφής μου» (σ. 9). Σκόπιμο είναι να σχολιαστούν, στη συνέχεια, ορισμένα σημεία αυτού του σημειώματος. Αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι στο σημείωμα ο Λιθοξόος χαρακτηρίζεται αφενός «συλλογή» και αφετέρου «συνθετικό ποίημα» και «ποίημα». Δεν πρόκειται ακριβώς για αντίφαση, αλλά για απροσδιοριστία ενδεικτική του διφυούς χαρακτήρα της ποιητικής ύλης και της άρθρωσης του βιβλίου.

Θα περιγράψω αυτή την απροσδιοριστία. Ούτως ή άλλως, από ένα σημείο και πέρα η ποίηση του Πρατικάκη έχει συνθετικό χαρακτήρα – με τα δικά του λόγια, την «συνεκτικότητα της όλης ποιητικής μου», ανεξάρτητα από τις μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται στα διάφορα βιβλία του. Σε ό,τι αφορά ειδικά τον Λιθοξόο, στην έκταση των 81 σελίδων του περιλαμβάνει 36 αυτοτελή και τιτλοφορημένα ποιήματα (αν και το πρώτο, το «Καταπρόσωπο στην Όστρια» [σ. 11-20], είναι ένα σύντομο σύνθεμα, αποτελούμενο από οκτώ αριθμημένα μέρη, με ευδιάκριτη εσωτερική νοηματική ανάπτυξη και εκφραστική συνοχή). Έτσι λοιπόν, εκ πρώτης όψεως ο Λιθοξόος είναι συλλογή. Μια συλλογή, όμως, όπου το βασικό σημείο βιωματικής και ποιητολογικής εκκίνησης (και κατάληξης, προσθέτω) των ποιημάτων είναι το νησί Γαϊδουρονήσι – εξάλλου ως προς αυτόν τον θεματικό άξονα προκαταβάλλει τον αναγνώστη το εισαγωγικό «σημείωμα» του ποιητή. Με άλλα λόγια, όλα τα ποιήματα υφαίνονται γύρω από το κουκούλι του γενέθλιου τόπου, που στην κλίμακα της ανθρώπινης ζωής σημαίνει κυρίως τον χρόνο της παιδικής και της νεανικής ηλικίας. Αλλά, πέρα από αυτόν τον ρητά δηλωμένο από τον ίδιο τον ποιητή και ευδιάκριτο και από τον αναγνώστη θεματικό άξονα, ό,τι συνέχει στέρεα τα 36 κείμενα είναι το γεγονός ότι θεμελιώνονται επάνω στα βασικά στοιχεία που στηρίζουν την ώριμη ποίηση του Πρατικάκη. Γι’ αυτό ο Λιθοξόος, που εκ πρώτης όψεως είναι ποιητική συλλογή, κατά βάθος λειτουργεί ως ποιητικό σύνθεμα.

Ανάμεσα στα βασικά στοιχεία που στηρίζουν την ώριμη ποίηση του Πρατικάκη το κυριότερο είναι, πιστεύω, ό,τι ονόμασα βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας, καθώς αυτό διαχέεται πολλαπλά σ’ ολόκληρη την ποίησή του. Και στον Λιθοξόο, λοιπόν, το βίωμα της ιθαγένειας συνέχει θεματικά το βιβλίο, με την έννοια ότι σε όλα σχεδόν τα ποιήματα σημείο προσανατολισμού είναι το νησί Γαϊδουρονήσι, στο πέλαγος, απέναντι από το γενέθλιο Μύρτος. Αλλά το βίωμα της ιθαγένειας δεν συνδέεται απλώς με τη βιωματική νοσταλγία αφενός για τη γενέτειρα γη και θάλασσα, αφετέρου για την παιδική και νεανική ηλικία. Προκειμένου να εξηγήσω πώς λειτουργεί το βίωμα της ιθαγένειας ως βάση και καταλύτης του φιλοσοφικοποιητικού συστήματος του Πρατικάκη, παραθέτω ξανά ένα απόσπασμα από τη βιβλιοκρισία μου για την Κιβωτό: «Η δυσαρμονική σχέση με το παρόν, εκφρασμένη ήδη από τα πρώτα βιβλία του, ώθησε τον Πρατικάκη προοδευτικά να καταφύγει στη μνήμη. Η μνήμη αυτή καταστάλαξε και αγκιστρώθηκε στον παραδείσιο χωροχρόνο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στην Κρήτη, γεωγράφησε τα μήκη και τα πλάτη του βιώματος της ιθαγένειας, ανέσκαψε το υπέδαφος του τόπου και της φυλής, με σταθερό γνώμονα να εντοπιστεί το αρχέγονο κοίτασμα της αυθεντικότητας και της αγνότητας. Έτσι εδραιώθηκε μια μόνιμη πηγή τροφοδοσίας της ποίησης και της βιοθεωρίας της, ένα αντίμετρο στη θλίψη του παρόντος, ένα αντίδοτο στη συνειδητοποίηση του χαμένου παραδείσου, ένα παρηγορητικό ανάχωμα σε όσα σωρεύει ο χρόνος, δείχνουν τη φθορά και βεβαιώνουν τον θάνατο. Η ενοραματική φανέρωση ενός αρμονικού, καλύτερου κόσμου, όπου ο άνθρωπος ενωμένος με τη φύση καταργεί τη δυναστική ατομικότητά του και βιώνει την αίσθηση του αδιαίρετου χρόνου, είναι η άλλη όψη της ασυμβίβαστης μα και αναπόδραστης σχέσης με τη σκληρή πραγματικότητα του υλικού, του ιστορικού και του σύγχρονου κόσμου».

Με άλλα λόγια, το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας λειτούργησε βασισμένο σε μία διελκυστίνδα: από τη μια τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλεί ο σύγχρονος δυτικός τρόπος ζωής στο αστικό περιβάλλον, στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο, όπου κυριαρχούν το κυνήγι του υλικού κέρδους, οι πλαστές σχέσεις,  και τα ψευδεπίγραφα προσωπεία της ιστορίας, από την άλλη η λυτρωτική, μεγαλειώδης και ουτοπική θεώρηση του κόσμου, μέσω του σταθερού άξονα της φύσης της γενέτειρας. Αρχής γενομένης από το τρίτο βιβλίο του, το σύνθεμα Λιβιδώ, μέχρι –προσθέτω– και τον Λιθοξόο, η ποίηση του Πρατικάκη κατακλύζεται από την παρουσία και τη λειτουργία της φύσης, στις άπειρες μεταμορφώσεις της. Οι πλήθος φυσικές εικόνες και τα πάμπολλα φυσικά στοιχεία ανακαλούν πρόδηλα τη γενέτειρά του Κρήτη και ιδίως τον γενέθλιο τόπο του, και βεβαίως συνδέονται με τη μνημονική ανάκληση αυτού του τόπου, από τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια, ως ενός χαμένου στην πραγματικότητα και επανακατακτημένου μέσω της ποίησης παράδεισου.

Βαθύτερα, όμως, η σχέση του Πρατικάκη με τη φύση, βασισμένη στο βίωμα της ιθαγένειας,  αποτελεί έκφραση της φιλοσοφικής σκευής της ποίησής του, σκευής που θα χαρακτήριζα αντιδυτική, καθώς βασίζεται στην ανατολική φιλοσοφία σε συνδυασμό με εκείνη των Ελλήνων προσωκρατικών φιλοσόφων. Χάρη σε αυτή τη φιλοσοφική σκευή, η μετάβαση από τον άξονα της ιστορίας, τη σύγχρονη φυλακή μας, στον άξονα της φύσης, στο όραμα της βαθύτερης ελευθερίας μας, επιφέρει, στην ποίηση του Πρατικάκη, την απόδραση από τη φυλακή του οχυρωμένου εγώ σε έναν ποιητικό χώρο όπου το απελευθερωμένο εγώ τείνει να απαλειφθεί πλήρως, μέχρι να φτάσει στην ένωσή του με τον φυσικό κόσμο και στη λυτρωτική συνειδητοποίηση της αφθαρσίας της βαθύτερης φύσης των όντων.

Μέσω του άξονα της ιστορίας, λοιπόν, ο Πρατικάκης εστιάζει στην κακοδαιμονία του δυτικού πολιτισμού, στην υπερτροφία του ανθρώπινου Εγώ, καταδεικνύοντας την εγωπάθεια και τον συνακόλουθο αθέμιτο ανταγωνισμό ως την κύρια διανοητική ασθένεια του σύγχρονου κόσμου. Μέσω του άξονα της φύσης, από την άλλη μεριά, καταφεύγει κυρίως στην ανατολική σκέψη (τον βουδισμό, τον βραχμανισμό, το ΤΑΟ, το ΖΕΝ, τις Ουπανισάδες, τις Βέδες κλπ) όπου οι μαθητευόμενοι Γιόγκι, σαν να μετέχουν σε μια άλλη, βαθύτερη ψυχανάλυση, αναζητούν την οντολογική αυτογνωσία, καθώς πορεύονται από το Εγώ στο Εμείς, από το Εμείς στο Ταυτό του Γιουνγκ, και από εκεί στην πλήρη χαλιναγώγηση του Εγώ, ώς την εξάλειψή του, δηλαδή την άρνηση του δυϊσμού και την απάλειψη του Εαυτού, εκεί που το ατομικό ενώνεται με το κοσμικό Είναι, ενώνεται με το Βράχμαν (την παγκόσμια ψυχή). Έτσι, εντέλει, αλλότριο και οικείο γίνονται ένα, ο εχθρός και ο φίλος ενώνονται μέσα στην ανθρώπινη συνθήκη. Αυτή η κοσμοαντίληψη είναι η κύρια μέριμνα, το κύριο διακύβευμα και ο οραματικός στόχος στη στοχαστική ποίηση του Πρατικάκη. Παρά τη μακρά πορεία που διανύθηκε και τα διάφορα στάδια εξέλιξης που σημειώθηκαν σε αυτήν, παρέμεινε σταθερή κι εντέλει λειτουργούσε εξισορροπητικά η ταλάντωση του Πρατικάκη ανάμεσα στους δύο πολυώνυμους πόλους της ποίησής του: Φύση-ιστορία (δυτικός πολιτισμός), παιδική ηλικία-ενήλικη ζωή, ευφορία-θλίψη, ανάταση-(έκ)πτωση, ακεραιότητα-κατακερματισμός κ.ά.

 

Μανόλης Πρατικάκης

Μανόλης Πρατικάκης

 

Όπως είδαμε, στο «σημείωμα του συγγραφέα» ο Λιθοξόος αναφέρεται ρητά ως «η δεύτερη [συλλογή] μιας τριλογίας που άρχισε με την Κιβωτό». Πράγματι, τα δύο βιβλία συνδέονται μεταξύ τους με πολλά στοιχεία, με κυριότερό τους τη λειτουργία του βιώματος της ιθαγένειας. Αν, όμως, στον Λιθοξόο σημειώνεται ένα κρίσιμο εξελικτικό βήμα, σε σχέση με την Κιβωτό, είναι ότι η μία πλευρά της διελκυστίνδας, εκείνη του συνδέεται με τον άξονα της ιστορίας (και όσα αυτός επιφέρει: ο πολιτισμός της ενήλικης ζωής, της θλίψης, της έκπτωσης και του κατακερματισμού) υποχωρεί, ενώ ενισχύεται αισθητά ο άξονας της φύσης· με άλλα λόγια, η ευδαιμονική σχέση με τον κόσμο (αναβίωση της παιδικής ηλικίας, ευφορία, ανάταση, ακεραιότητα).

Ύστερα από την παραπάνω πλαισίωση της ερμηνείας του Λιθοξόου με την αναδρομή σε κεντρικά σημεία του φιλοσοφικοποιητικού συστήματος του Πρατικάκη, θα επανέλθω σε ό,τι εξαρχής παρατήρησα, στον διφυή χαρακτήρα της ποιητικής ύλης και της άρθρωσης του βιβλίου αφενός ως συλλογής και αφετέρου ως ποιητικού συνθέματος. Τα ποιήματα του Λιθοξόου τα χαρακτηρίζει η μορφική και η γλωσσική πολυμορφία, καθώς και η αφηγηματική πολυτροπία τους, αλλά τα γνωρίσματα αυτά αλληλοδιαπλέκονται χάρη σ’ ένα ποιητικό ύφος που λειτουργεί ως στοιχείο συνοχής τους. Θα περιγράψω παρακάτω, αρκετά σχηματικά, μερικές παραδειγματικές όψεις αυτού του συνεκτικού ύφους. Εννέα ποιήματα του Λιθοξόου είναι πεζόμορφα, είτε ενιαία κείμενα είτε χωρισμένα σε παραγράφους (τα «Σχεδία» [σ. 21], «Νήσος Χρυσή» [σ. 30-31], «Φτερωτές λυχνίες φωσφόρου» [σ. 39-40], «Οβίδιον» [σ. 45-46], «Το κρώξιμο των γλάρων» [σ. 47-48], «Η άμπελος των άστρων» [σ. 56-57], «Μαζί σου, και με ενάντιους ανέμους ουριοδρομώ» [σ. 61], «Των ανέμων» [78-79] και «Επιτύμβιο» [σ. 81]). Έξι ποιήματα είναι κατά βάση πεζόμορφα, έχοντας μικρότερους ή μεγαλύτερους θύλακες ή μέρη στιχουργημένου λόγου (τα «Γραμματοσειρές μυρμηγκιών» [σ. 29], «Τα εξόριστα όνειρα» [σ. 43-44], «Με τον τρόπο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε» [σ. 52-55], «Ομνύαμε βραδυπορία» [σ. 58-59], «Οι άγριες φάσες ή Η οσία τετρακτύς» [σ. 69-72] και «Ο Καλέ Γιωργάκης» [σ. 73-74]). Τα περισσότερα ποιήματα, τα 18, είναι γραμμένα σ’ έναν αρκετά χαλαρό στη ρυθμική εκφορά του και συνάμα χειμαρρώδη στην διαδοχή και συμπλοκή των εικόνων του ελεύθερο στίχο, ενίοτε με θύλακες πεζόμορφου λόγου (τα «Μικροί  τυφώνες» [σ. 22], «Στη μνήμη σας χτίζω το μνήμα μου» [σ. 24-26], «Ερυθρόδερμος άνεμος» [σ. 27-28], «Ωκεάνιος κώδωνας» [σ. 32-33], «Ατσαλένια γάγγλια» [σ. 34], «Κέδρινα αδράχτια» [σ. 35-36], «Του πελεκάνου-καύσωνα» [σ. 37-38], «Το άλογο» [σ. 41-42], «Εγώ ο Αλλού τρυγόνι» [σ. 49], «Από ανεξικακία σχεδόν άυλη» [σ. 50-51], «Πισωκάπουλα» [σ. 60], «Λιθοξόος» [σ. 64], «Η γυναίκα των Κέδρων» [σ. 65], «Ο αρχάγγελος της ηδονής» [σ. 66], «Οι σκοτεινοί μαγνήτες του έρωτα» [σ. 67], «Σφηνοειδής γραφή» [σ. 68], «Η ανείπωτη λέξη πριν και μετά τα βιβλία» [τρίπτυχο ποίημα, σ. 75-77] και «Όχι θάνατος από πνιγμό, αλλά ο σοφός αποσύρεται» [σ. 80]). Το σπονδυλωτό εισαγωγικό ποίημα «Καταπρόσωπο στην Όστρια», λόγω της έκτασής του, εμφανίζει όλες τις παραπάνω μορφές. Η έκταση των ποιημάτων κυμαίνεται από το πολύ μικρό, τετράστιχο «Εγώ ο Αλλού τρυγόνι», μέχρι το «Καταπρόσωπο στην Όστρια», που εκτείνεται σε δέκα σελίδες. Υπάρχουν, επίσης, δύο ποιήματα που είναι γραμμένα σε αυστηρά έμμετρο στίχο και αμβλύνουν κάπως την κυρίαρχη αίσθηση της χειμαρρώδους γραφής σε ελεύθερο στίχο και σε πεζό λόγο. Συγκεκριμένα, το «Ο δημιουργός» (σ. 23) είναι γραμμένο σε διπλούς ομοιοκατάληκτους τροχαϊκούς οκτασύλλαβους ή επτασύλλαβους, με ελάχιστες παραβάσεις αυτού του σχήματος, καθώς τρεις από τους τελευταίους στίχους έχουν μικρότερη συλλαβική έκταση. Το δεύτερο, «Το κεράκι της αγάπης» (σ. 62-63), είναι συνταγμένο σε δεκαπεντασύλλαβους με τους περισσότερους στίχους του να ομοιοκαταληκτούν σε ζεύγη. Η διάκριση των ποιημάτων με κριτήριο τη μορφή τους στην περίπτωση του «Οβίδιον» (σ. 45-46) είναι παραπλανητική. Γιατί αυτό το ποίημα είναι μεν συνταγμένο σε πεζό λόγο, αλλά, με εξαίρεση τις δύο πρώτες φράσεις του, όλο το υπόλοιπο κειμενικό σώμα αρθρώνεται σε κανονικούς διαδοχικούς δεκαπεντασύλλαβους. Συνεπώς, τα ποιήματα σε (σχεδόν) αυστηρά έμμετρο στίχο είναι τρία. Αν και διασπαρμένα στο σώμα του υπόλοιπου βιβλίου, αυτά τα τρία έμμετρα ποιήματα συγγενεύουν αρκετά, επειδή διαλέγονται πρόδηλα αφενός με τη σολωμική ποίηση και αφετέρου με την κρητική γενικότερα πολιτισμική και ειδικότερα γλωσσική παράδοση, υποδεικνύοντας έτσι τα σημεία της απώτερης και συνάμα της στενότερης ποιητικής και ταυτόχρονα βιωματικής καταγωγής του Πρατικάκη.

Σε ό,τι αφορά τη δεσπόζουσα γλωσσική επιλογή, στη μεγάλη πλειονότητά τους τα ποιήματα είναι γραμμένα στη λυρική γλώσσα, που είναι κατάφορτη από τους καρπούς της ψυχοσυναισθηματικής ευφορίας, όπως την γνωρίζουμε από την παλαιότερη ποίηση του Πρατικάκη και μεγάλο μέρος από το προηγούμενο, πρώτο μέρος της τριλογίας, την Κιβωτό. Τα ψήγματα της κρητικής γλώσσας και της κρητικής πολιτισμικής παράδοσης, που συναντώνται συχνά στα ποιήματα του Λιθοξόου, συνδέονται με την ανάκληση του χωροχρόνου της γενέτειρας-παιδικής ηλικίας. Με αυτή τη βασική γλωσσική κι εκφραστική τάση συνδυάζεται ο κύριος αφηγηματικός τρόπος του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, που εύλογα, με βάση τον οραματικό χαρακτήρα του Λιθοξόου, μπορεί να ταυτιστεί με τον ποιητή Πρατικάκη. Αλλά η εμφατική γλωσσική ροπή λιγοστών ποιημάτων προς το κρητικό ιδίωμα (βλ. ιδίως το «Οι άγριες φάσες ή Η οσία τετρακτύς» [σ. 69-72]) και, εμφατικότερα ακόμα, προς το καρπαθιακό ιδίωμα (βλ. το «Ο Καλέ Γιωργάκης» [σ. 73-74]) συντονίζεται με την αφηγηματική επιλογή να ανατεθεί ο λόγος σε διακριτούς, από τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή-ποιητή, χαρακτήρες. Έτσι, στο ποίημα «Οι άγριες φάσες ή Η οσία Τετρακτύς» η πρωταγωνίστρια και εν μέρει αφηγήτρια Εκείνη είναι μια κρητική αγρότισσα που, ενώ αρμέγει την αγελάδα της, ενώνεται ερωτικά με έναν περαστικό κυνηγό κι απολαμβάνει αυτή την αναπάντεχη συνουσία. Στο ποίημα πάλι «Ο Καλέ Γιωργάκης», που η εισαγωγική τοποχρονική οδηγία το τοποθετεί στο Μύρτος στη δεκαετία του 1950, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και ήρωας είναι ένας καρπάθιος ψαράς που παρακινεί με μεγάλη ζέση τη σύντροφό του Καλλιώ να κάνουν έρωτα, αλλά το εναγώνιο ερωτικό κάλεσμά του έχει δραματική κατάληξη, καθώς η ερωτική ανδρεία του έχει υποχωρήσει λόγω της περασμένης ηλικίας του: «Να ιδούμε πότε το μαραμένον φύκι θα τραγουδήσει πάλε στο γύρισμα της παλίρροιας»∙ έτσι καταλήγει το ποίημα. Τα δύο αυτά ποιήματα, που κορυφώνουν την ερωτική θεματογραφία προηγούμενων ποιημάτων του βιβλίου, μπορούν να χαρακτηριστούν ερωτογραφήματα-ύμνοι του σαρκικού έρωτα. Επίσης, σε μεγάλο μέρος του ποιήματος «Στη μνήμη σας χτίζω το μνήμα μου» αφηγητής είναι ο συνονόματος του ποιητή παππούς του, ο Μανόλης Πρατικάκης.

Παρά την αυτοτέλεια των ποιημάτων του Λιθοξόου, αυτά αρθρώνονται φανερά σε ενότητες ομοιόθεμων ποιημάτων, ενώ επίσης τα ομοιόθεμα ποιήματα τοποθετήθηκαν στο βιβλίο σχεδόν σε διαδοχική σειρά. Αυτές οι ενότητες και η διάταξή τους σε σειρά ενισχύει και επαληθεύει τον συνθετικό χαρακτήρα του Λιθοξόου. Ακολουθεί η σχετική περιγραφή. Το πρώτο, συνθετικό ποίημα, το «Καταπρόσωπο στην Όστρια», λειτουργεί ως σύνδεσμος με ολόκληρη την προηγούμενη ποίηση του Πρατικάκη και συνάμα ως σημείο επανεκκίνησής της, καθώς θεμελιώνεται επάνω στο αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον άξονα της ιστορίας και τον άξονα της φύσης. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια ενότητα ποιημάτων που περιστρέφονται γύρω από τον άξονα της φύσης: αναφέρονται και εξυμνούν τα στοιχεία της (κρητικής) πανίδας και χλωρίδας, και κυρίως το θαλασσινό περιβάλλον του Γαϊδουρονησιού. Μέσα στην ενότητα αυτών των ποιημάτων παρεμβάλλονται συγγενικά τους ποιήματα, όπου ανακαλούνται τα πρόσωπα της οικογενειακής μνήμης, όπως ο παππούς Μανόλης. Πριν κλείσει ο κύκλος των «φυσικών»-οικογενειακών ποιημάτων ανοίγει και τέμνεται μαζί του ο κύκλος των ερωτικών ποιημάτων. Ο έρωτας για τον (αναβιωμένο μέσα από τη μνήμη) χωροχρόνο και ο έρωτας για τη γυναίκα είναι οργανικά δεμένοι μεταξύ τους. Σε σημείο συνοχής των ερωτικών ποιημάτων αναδεικνύεται η αφιέρωση των περισσότερων από αυτά, των επτά, στο ίδιο γυναικείο πρόσωπο, τη Γιώτα (σ. 50, 56, 58, 64, 65, 66, 67)· εξάλλου στο ίδιο πρόσωπο αφιερώνεται και ολόκληρο το βιβλίο. Επίσης, ένας βασικός θεματικός τόπος και μια ποιητική σταθερά του Λιθοξόου είναι ό,τι στο εισαγωγικό «Σημείωμα του συγγραφέα» προσδιορίζεται ως «διακειμενικότητα με τόσους άλλους ποιητές και στοχαστές». Το γνώρισμα αυτό μας είναι βεβαίως γνωστό από την παλαιότερη ποίηση του Πρατικάκη. Αλλά και στον Λιθοξόο υποστηρίζεται σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο βάθος, ώστε όλα σχεδόν τα ποιήματα του βιβλίου μπορούν να χαρακτηριστούν ποιήματα ποιητικής, με γνώμονα τη φανερή ή υπογειωμένη σχέση τους με άλλους ποιητές και άλλα ποιητικά κείμενα. Στο πέλαγο, με άλλα λόγια, του θαλασσινού Λιθοξόου η πυξίδα του, παρά τις αλλαγές του προσανατολισμού της, δείχνει σταθερά την ποίηση σαν μια «παγκόσμια αλληλεγγύη» (φράση του Σεφέρη), μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα διαβρωμένου λόγου. Αυτή η αλληλέγγυα σχέση με το ποιητικό παρελθόν και τα πολλά αγαπημένα του ορόσημα διασπείρεται, όπως η άμμος απ’ τον άνεμο ή ο σπόρος κάποιων φυτών, σ’ όλα τα ποιήματα. Γι’ αυτό τα ποιήματα του Λιθοξόου όπου ο διάλογος με άλλα ποιητικά έργα βρίσκεται στη βάση θεμελίωσης ολόκληρου του ποιήματος ή και ορίζει το αφηγηματικό πλαίσιό του είναι λίγα, όπως το ποίημα «Με τον τρόπο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε» (σ. 52-55), βασισμένο στο Die Weise von Liebe und Tot des Cornets Christoph Rilke (Η αγάπη και ο θάνατος του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε, 1906). Στο ποίημα αυτό η τοποχρονική ένδειξη στο τέλος του, «Μύρτος, Ιούλιος 2006», προφανώς ορίζει το απώτερο χρονικό σημείο γέννησης του Λιθοξόου. Ύστερα από την ενότητα των ερωτικών ποιημάτων, κι αφού έκλεισαν οι κύκλοι του αναβιωμένου χωροχρόνου της γενέτειρας-οικογενειακής μνήμης και της ερωτικής κορύφωσης και πλήρωσης, το ποίημα «Η ανείπωτη λέξη πριν και μετά τα βιβλία» λειτουργεί ως ένα χαμηλότονο credo ή μανιφέστο της ποίησης του Πρατικάκη. Αφού διανύθηκε όλη η διαδρομή, ήρθε η στιγμή να επανατεθεί η σύγκρουση ανάμεσα στον άξονα της ιστορίας και τον άξονα της φύσης, με ένα εμφατικά διδακτικό και απευθυνόμενο στον αναγνώστη ποίημα: «Να είσαι φορέας αθωότητας όπως ο άνεμος, η μέλισσα, η πεταλούδα», ο πρώτος στίχος του. Έτσι φτάνει ομαλά η στιγμή του τέλους για τον Λιθοξόο. Το τρίπτυχο των τριών τελευταίων ποιημάτων, «Των ανέμων», «Όχι θάνατος από πνιγμό, αλλά ο σοφός αποσύρεται» και «Επιτύμβιο», λειτουργεί ως η έξοδος του βιβλίου. Ο Πρατικάκης εδώ ξαναπιάνει το νήμα της συνομιλίας αφενός με την Έρημη χώρα του Eliot, το αφετηριακό και καταστατικό έργο του δυτικού μοντερνισμού, και αφετέρου με τον Φουά Λι Γιονγκ, έναν από τους σοφούς του απωανατολικού στη βάση του φιλοσοφικοποιητικού συστήματός του: το τέλος δεν είναι η διάλυση και ο θάνατος (από πνιγμό), αλλά το αποφυλακισμένο πνεύμα του σοφού, ενωμένο με τη γη και τον ουρανό, ενώ το επιτύμβιο επίγραμμα, με το οποίο κλείνει το βιβλίο, επαγγέλλεται ότι η δύναμη της ζωής μένει ανεξάντλητη μετά τον θάνατο όλων μας: «Εδώ, στους φλογισμένους άμμους, πολεμώντας τραυματίες τα βάρβαρα στίφη των τυφώνων, εδώ είμαστε μισοθαμμένοι. Στης ζωής τοις ρήμασι πειθόμενοι. Ότι όσο υπάρχουν Εφιάλτες θ’ αντιστεκόμαστε ως την τελευταία μας ρίζα. Ώς την ανεξάντλητη δύναμη της ζωής» (σ. 81).

Θα παραθέσω και θα σχολιάσω ακροθιγώς, στη συνέχεια, δύο ποιήματα ως ενδεικτικά παραδείγματα όσων αναφέρθηκαν παραπάνω. Το ποίημα  «Γραμματοσειρές μυρμηγκιών» είναι γραμμένο στη μεικτή μορφή ενός πεζόμορφου ποιήματος που έχει και ελευθερόστιχα μέρη (ή αντιστρόφως):

 

Κήποι των κέδρων, κίονες ναών, αετώματα με ομηρικά

χωρία πολύ πριν και πολύ μετά τη θρυλική Οδύσσεια.

 

Ξάρτια σε διαρκή στιχομυθία με τα κύματα και τα πουλιά.

Όχι δάσος, αλλά αυτή η απέραντη βιβλιοθήκη της εσώτατης

γνώσης, με τυφλό βιβλιοδέτη, με τρελό αρχειοφύλακα

τον άνεμο. Μεγάλες διμοιρίες μυρμηγκιών εναλλάσσονται

με γραμματοσειρές, για να είναι νωπά τα νοήματα

και ακόρεστης πείνας λαμπεροί καρποί.

Όχι κλαδιά, αλλά σελίδες που ξεφυλλίζει ο τυφώνας

μπρος τα μάτια μας, σε χρόνο πάντα ενεστώτα, που ενώνει παρελθόν και μέλλον∙ και σμίγει όλος μαζί ο χρόνος στην κάθε μας στιγμή. Εδώ στο φωτεινό τυπογραφείο για των εννοιών τη φωτοσύνθεση. Αστεροειδείς λυχνίες μας φέγγουν στ’ αναλόγια.

Γονατιστός στην πλώρη δέομαι και δέομαι στου γαλάζιου νερού το αρχαιότερο αφήγημα, που σπερματικά γλιστρά – αρχή τοις όλοις –, εκ δε εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον.

 

Ακούς κραυγές της πέτρας, οιμωγές και ρήματα του ξύλου με αιθέρια ψιθυρίσματα από τις πλαγιασμένες γλώσσες της φωτιάς∙ εκεί στο σιωπηλό αρχείο του χρόνου που βυθισμένο ανυψώνεται στο απέραντο μνημείο της φυλής. (σ. 29)

 

Στις «Γραμματοσειρές μυρμηγκιών» οι σειρές των μυρμηγκιών, ως εμβληματικό στοιχείο της προαιώνιας και ακατάλυτης στη μεγάλη διάρκεια του χρόνου φύσης, και οι σειρές των γραμμάτων, που συναρθρώνουν στην επιφάνεια της τυπωμένης σελίδας την ποιητική δημιουργία των ανθρώπων, ενώνονται μέσα στο φυσικό τοπίο. Σειρές μυρμηγκιών και γραμματοσειρές ποιημάτων, φύση και ποίηση, φύση και άνθρωπος εντέλει, αλληλενεργούν εξυμνώντας, από την εποχή της ομηρικής Οδύσσειας μέχρι σήμερα, την ακατάλυτη παρουσία της ζωής, όπως και ολόκληρος ο Λιθοξόος.

Το δεύτερο ποίημα είναι το «Οβίδιον» που ήδη αναφέρθηκε για την ιδιοτυπία της μορφής του (δεκαπεντασύλλαβοι εγγεγραμμένοι στο πλαίσιο του πεζού λόγου) και τη διακειμενική στόχευσή του (τη σολωμική ποίηση):

 

Της Χρυσής νήσου δέντρα καστανά. Γνέθοντας του καιρού τις μαύρες αστραπές… Και το ακατέργαστο μαλλί, το καστανό λινάρι. Σα μάτσους το συνάζουνε, σε πόκους το τυλίγουν. Το σφίγγουν με τα δάχτυλα και σέρνοντας το ξαίνουν. Στοιβάζουνε στην αμμουδιά απανωτά δεμάτια. Τεντώνουνε στους αργαλειούς λεπτό ψιλό στημόνι. Και με σαΐτες γλιστερές το σμίγουν με το υφάδι. Πάνω και κάτω κυκλικά η σαϊτοχελιδόνα.

Περνά και δένει τα λυτά, σμίγει τα χωρισμένα. Ξαναπερνά κι είναι μαζί τα πριν μοναξιασμένα. Λες κι έχει τη φωλίτσα της σε χνουδωτή βελέντζα. Και κελαηδεί μελωδικά στις φυλλωσιές που υφαίνει. Νήμα το νήμα ως πλέκεται του ονείρου το κοστούμι. Σαν λέξεις μες στο σούρουπο· σαν φράσεις την αυγούλα. Που πλέκονται κι ενώνονται στης γλώσσας το χιράμι. Που το τραβούν τα δάχτυλα και το πατεί το χτένι. Για ένα τραγούδι εργόχειρο με φθόγγους ασημένιους. Για το πώς γνέθει η σαϊτιά του έρωτα την πίκρα. Για το πώς φαίνει η άμοιρη το διάβα του καλού της.

Σε κάθε κύκλο αντιχτυπούν τσ’ ανυφαντούς τα πόδια. Κι ο άνεμος μες στα κλαδιά μ’ εκείνη παραβγαίνει. Μες στην πορφύρα τα περνούν από το Κουφονήσι. Και μ’ αποχρώσεις αλαφριές που μόλις ξεχωρίζουν. Λαμποκοπούν τα χρώματα λογιώ λογιώ σαν άστρα. Σ’ αυτά τα μέρη φαίνονται· στα μέσα αντιφεγγίζουν. Με σύνορα που ξεγελούν ως τα κοιτά το μάτι. Είν’ όμοια όπου αγγίζονται· στις άκρες ξεχωρίζουν. Πλέκουν μαζί γαλαζωπές τετράφυλλες κουρτίνες. Πλέκουνε τα ωραιόπλουμα του Λιβυκού σεντόνια.

Μα ένας άγριος άνεμος λυσσομανά οργισμένος. Και κουρελιάζει τα κλαδιά, τα υφάσματα σε ξέφτια. Και σαν κουρέλια τα σκορπά εδώ κι εκεί στους άμμους. (σ. 45-46)

 

Στο «Οβίδιον» μία από τις κατεξοχήν εργασίες των παραδοσιακών κοινωνιών, όπως κι αυτής της παλαιάς Κρήτης, μεταφέρεται στο φυσικό πλαίσιο της ζωής στη νήσο Χρυσή (όπου οι υφάντρες είναι τα δέντρα) και, από εκείνο το σημείο εκκίνησης, φτάνει μέχρι το καθολικό όραμα της ποίησης του Πρατικάκη, την ένωση των φαινομενικά αντιθέτων (άνθρωπος – κόσμος) και την υπέρβαση των αντιφάσεων του ορατού και του αόρατου κόσμου. Η ένωση και η υπέρβαση προσδιορίζουν και το βαθύτερο πλαίσιο διαλόγου με την ώριμη σολωμική ποίηση.

Μέσα, λοιπόν, στη μορφική, γλωσσική και αφηγηματική πολυτροπία του Λιθοξόου υπάρχει ο συνεκτικός άξονας του φιλοσοφικοποιητικού συστήματος του Πρατικάκη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός. Βασικό στοιχείο συνοχής, επίσης, είναι η λυρική ευφορία και η ασυγκράτητη γλωσσική φαντασία, άρρητα συνυφασμένες, βέβαια, με τον στοχασμό, θεμελιωμένο στους προσωκρατικούς φιλοσόφους και στην απωανατολική φιλοσοφία. Είναι σκόπιμο ένα σύντομο σχόλιο σε σχέση με ότι στο «Σημείωμα του συγγραφέα» κατατίθεται ως μια «συνομιλία (εκτός της διακειμενικότητας με τόσους άλλους ποιητές και στοχαστές) με παλαιότερα στοιχεία του έργου μου, που ανακαλούνται πηγαία, από την οικονομία του καινούργιου ποιήματος, σε μια διαλεκτική στιχομυθία». Για την ακρίβεια, αυτή η «διαλεκτική στιχομυθία»  έγκειται σε μια τεχνική διαρκούς επεξεργασίας, αναζωογόνησης θα έλεγα, μιας ευρείας γκάμας πυρήνων γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποιητική έκφραση του Πρατικάκη από την Λιβιδώ και εξής. Καλό θα ήταν κάποτε να γίνει μια διεξοδική έρευνα αυτών των πυρήνων και της επεξεργασίας τους. Έτσι, πιστεύω, ότι θα αναδεικνυόταν η βαθύτερη σχέση της ποίησης του Πρατικάκη με την ώριμη ποίηση του Σολωμού, του γενάρχη του νεοελληνικού λυρισμού. Οι εκφραστικοί πυρήνες της ποίησης του Πρατικάκη λειτουργούν αντίστοιχα με τα μετακινούμενα μοτίβα της σολωμικής ποίησης. Αλλά στον Πρατικάκη δεν πρόκειται μόνο για μετακίνηση, αλλά για διαρκή μετασχηματισμό, αναζωογόνηση και ανασημασιοδότηση, βασισμένα όλα αυτά μαζί στην ασυγκράτητη λυρική ευφορία και γλωσσική φαντασία του. Στο βάθος, βέβαια, της ευφορίας και της φαντασίας βρίσκεται η αστείρευτη πίστη του ποιητή στην ιδέα ότι μπορεί να φτιάξει τον κόσμο με τη γλώσσα και το μέτρο της ποίησης. Έτσι, όσο κι αν με το πέρασμα του χρόνου και την πορεία του έργου ο στοχαστικός λυρισμός του Πρατικάκη συμπυκνώνεται γύρω από το φιλοσοφικοποιητικό κέντρο του, η λυρική ευφορία και η γλωσσική φαντασία δεν ανακόπτουν τη ζωική –θα έλεγα– ορμή τους, αντιθέτως την ενισχύουν, σαν να επιδιώκουν να φτάσουν σε εκείνο το ξόρκι που θα κάνει ξανά μαγικό τον κόσμο.

Άφησα για το τέλος αυτής της βιβλιοκρισίας το ερώτημα ποια είναι η σχέση ανάμεσα στον Λιθοξόο και τη λεγόμενη κρίση, νοούμενη ως το σύνολο των διάφορων και αλληλοεξαρτώμενων όψεών της (οικονομική στενότητα ή και εξαθλίωση στρωμάτων του πληθυσμού, ριζική αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, κοινωνική αναταραχή και ανασφάλεια, αλλαγή ή ανατροπή αξιών, θεσμική κατάρρευση κ.α.); Η γνώμη μου είναι ότι αυτή η σχέση σαφώς υπάρχει και δείχνει τόσο την ποιητική ευαισθησία όσο και τη διανοητική εγρήγορση του Μανόλη Πρατικάκη. Εκ πρώτης όψεως ο αφηγητής και οι άλλοι χαρακτήρες του Λιθοξόου, (ανα)βιώνοντας τη ζωή τους στον χωροχρόνο της γενέτειρας και ζώντας στην ιδιωτική σφαίρα του έρωτα, φαίνεται να κρατούν μεγάλη απόσταση ή και να δραπετεύουν αμέριμνα από τη σύγχρονη, δεινή (για πολλούς) κοινωνική πραγματικότητα. Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι η σχέση με την κρίση λανθάνει μέσω των υποδηλωμένων ή και κρυπτικών αντιδράσεων σε αυτήν σε ποιητικά έργα. Ως τέτοιες αυτές οι εκδοχές ποιητικής αντίδρασης στην κρίση μπορούν να εκτιμηθούν ως σοβαρές και πολύ αξιόλογες προσπάθειες ώστε το κοινωνικό κλίμα των ημερών της κρίσης και τα βαθιά σημάδια που αφήνει στο σώμα και στην ψυχή των ανθρώπων να μετουσιωθούν σε πυκνή και αφαιρετική ποιητική γραφή. Αν αυτές οι εκδοχές ποιητικής αντίδρασης στην κρίση δεν γίνονται αντιληπτές από πολλούς ανθρώπους και δεν ενεργοποιούν τη συνείδησή τους, η γνώμη μου είναι ότι γι’ αυτό δεν ευθύνονται οι ποιητές και ο ποιητικός λόγος. Στην περίπτωση του Λιθοξόου η βαθιά ιδεαλιστική πίστη στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου, χάρη στην ένωση με τη φύση του απολυτρωμένου από το εγώ του ανθρώπου, λειτουργεί ως μια απάντηση στα βαθύτερα, τα υλιστικά αίτια που προκάλεσαν την κρίση.

 

 

http://news.in.gr/science-technology/article/?aid=1500096052

Το Άλφα του Κενταύρου, μια ομάδα τριών άστρων, απέχει από τη Γη περίπου 4,4 έτη φωτός ή 40 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα. Με τις σημερινές τεχνολογίες, το ταξίδι θα διαρκούσε γύρω στα 30.000 χρόνια.

 

* Ο Ευριπίδης Γαραντούδης είναι Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

__________________________________

[1] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Πιστός του οράματος μιας αναγεννητικής νέκυιας. Μανόλης Πρατικάκης, Κιβωτός, Αθήνα, Τυπωθήτω-Λάλον ύδωρ 2012», Ο αναγνώστης [ηλεκτρονικό περιοδικό], 19 Μαρτίου 2013, ηλεκτρονική δημοσίευση: http://www.oanagnostis.gr.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top