Fractal

Διήγημα: “Λήθη”

Του Γιώργου Κοντόπουλου // *

 

f3

 

Στο όνειρό του βρισκόταν στο μπάνιο, μπροστά στον νιπτήρα, και κοίταζε το είδωλο του σε έναν καθρέφτη διάστικτο από μαύρους λεκέδες υγρασίας. Με τρόμο είχε διαπιστώσει ότι δεν είχε δέρμα στο κεφάλι του• τα μαλλιά είχαν τις ρίζες τους στην τρυφερή, ροδαλή ουσία του εγκεφάλου. Με τρεμάμενα χέρια, τα παραμέριζε και αποκάλυπτε τις γυαλιστερές πτυχώσεις. Η καρδιά του χτυπούσε σαν ξέφρενος μετρονόμος. Πρόσεξε ότι και ο εγκέφαλος του παλλόταν ελαφρά στον ρυθμό των χτύπων της.

Μετά το σοκ των πρώτων δευτερολέπτων όμως, η αηδία και η αποστροφή έδωσε τη θέση της στην νοσηρή περιέργεια. Καθώς παρατηρούσε τον γυμνό του εγκέφαλο, τράβηξε μία τρίχα και αυτή αποκολλήθηκε απαλά, ενεργοποιώντας μία ανάμνηση. Η ανάμνηση εξερράγη, λαμπύρισε απελευθερώνοντας το περιεχόμενό της και ύστερα ξεθώριασε και εξαφανίστηκε στην ανυπαρξία, σαν ένα πυροτέχνημα στον νυχτερινό ουρανό.

Άρχισε να τραβά όλες τις τρίχες, μία προς μία. Πότε-πότε γελούσε, γιατί η τρίχα ενεργοποιούσε μια καλή ανάμνηση• ένα βράδυ με καλή παρέα και πολλά ποτά, μια βόλτα σε ηλιόλουστα σοκάκια ενός νησιού, μια γιορτή στη βεράντα του πατρικού του, η μέρα της αποφοίτησής του, το πρώτο του φιλί.

Υπήρχαν βέβαια και κακές αναμνήσεις: Η πρώτη ερωτική απογοήτευση. Το διαζύγιο των γονιών του. Η αποτυχία του να σταδιοδρομήσει σαν δικηγόρος. Η αρρώστια και ο θάνατος της μητέρας του. Χαμένες ευκαιρίες και λανθασμένες επιλογές.

Όταν έφτασε στα μαλλιά που βρίσκονταν στη κορυφή του κεφαλιού, άρχισε να δακρύζει και ύστερα ξέσπασε σε κλάματα. Οι αναμνήσεις, παραδόξως, ήταν και εδώ ευχάριστες: Αυτός και η γυναίκα του αγκαλιά στην παραλία. Η στιγμή που γεννιόταν ο γιός του. Ο γιός του, μεγαλύτερος, να του λέει πως είναι ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου, οι τρεις τους ένα κουβάρι να γαργαλιούνται και να έχουν πεθάνει στα χαχανητά.

Συνέχισε να τραβά τις τρίχες τώρα πιο γρήγορα, έψαχνε να βρει μια συγκεκριμένη ανάμνηση, να την ξεφορτωθεί δια παντός. Την βρήκε στον αριστερό κρόταφο. Ήταν η στιγμή που του ανακοίνωναν ότι ανέσυραν από το σμπαραλιασμένο αμάξι τα άψυχα σώματα της γυναίκας του και του παιδιού του.

Ξερίζωνε τώρα όλα του τα μαλλιά με γρήγορες και βίαιες κινήσεις, ώσπου ο εγκέφαλος του έμεινε σχεδόν ολότελα εκτεθειμένος. Έχοντας απαλλαγεί από τις αναμνήσεις που τον τυραννούσαν, σταμάτησε να κλαίει. Είχε μια μάλλον ευχάριστη αίσθηση δροσιάς εκεί πάνω, τώρα που τα περισσότερα μαλλιά του βρίσκονταν στον πάτο του νιπτήρα.

Ξύπνησε σε ένα μέρος που δεν αναγνώριζε, έχοντας ξεχάσει τα πάντα, εκτός από το όνομα του και κάποια Σαββατοκύριακα της παιδικής του ηλικίας.

Ανάλαφρος. Ευτυχισμένος.

 

 

 

* Ο Γιώργος Κοντόπουλος γεννήθηκε το 1978 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γραφικές τέχνες κι έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top