Fractal

Φωνές από το επέκεινα

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Λήθη και Λίνκολν» του Τζορτζ Σόντερς, μτφ: Γ.Ι. Μπαμπασάκης, σελ. 472, Εκδ. Ικαρος

 

Ξέρουμε λίγα για τους ζώντες· τα περισσότερα τα επινοούμε, τους προσδίδουμε διαστάσεις αλλόκοτες, εξωφρενικές, ορισμένες φορές μυστηριώδεις και ανεπίγνωστες. Ζώντες κι εμείς, χρειαζόμαστε ωστόσο πάντα μια διαμεσολάβηση για να περπατήσουμε την αχανή τούνδρα της ζωής.

Δεν ξέρουμε τίποτα για τους τεθνεώτες. Πέραν της άφατης θλίψης που αισθανόμαστε για τους χαμένους οικείους και μιαν αδιόρατη ελπίδα συναπαντήματος σε κάποιαν άλλη ζωή, ουδεμία πληροφορία διαθέτουμε για το τι ακριβώς συμβαίνει όταν μεταβαίνουν (αν μεταβαίνουν) στο επέκεινα. Συνεχίζουν να ζουν, να μας βλέπουν, να συνομιλούν με κάποιο τρόπο μαζί μας ή μεταξύ τους; Έχουν την ανάγκη της τροφής, του νερού, του έρωτα; Η πληθωρικότητα της φαντασίας και κάποιες εικοτολογίες ευφάνταστων που, ωστόσο, στερούνται επιστημονικής επιβεβαίωσης, δεν μπορούν να κατασιγάσουν με τίποτα το οντολογικό κενό που δονεί τον άνθρωπο από την ημέρα που θα γεννηθεί. Ξέρει τα πάντα για την αρχή του, αγνοεί τα πάντα για το τέλος του.

Κι αν «ξυπνήσουν οι νεκροί» όπως έλεγε σε ένα θεατρικό του έργο ο Ιψεν; Κι αν η περιβόητη Έναστρη του Σαχτούρη ενωθεί με τον ποιητή στην ίδια άκρη της αφιλόξενης γης;

Ο Τζορτζ Σόντερς πήρε το φετινό βραβείο Man Booker με το μυθιστόρημα «Λήθη και Λίνκολν», στο οποίο πρωταγωνιστές είναι οι νεκροί. Μόνο που δεν τους… διαβάζουμε μέσα από τα μάτια και τη θύμηση των ζωντανών, αλλά αναλαμβάνουν οι ίδιοι να εκστομίσουν τα λόγια και τις σκέψεις τους. Τα νέα από το πουθενά (σε αντίθεση με τον Νικ Κέιβ που τραγουδούσε «No news from nowhere») μάς έρχονται κατά κύματα και έχουν μια δύναμη υποβλητική. Όπως συμβαίνει πάντα με τις ιστορίες των πνευμάτων που δεν φέρουν μια γκόθικ χροιά, αλλά μιαν ολότελα ανθρώπινη. Ακόμη κι αν στερούνται την ανθρωπινότητά τους.

Ο Σόντερς παίρνει ως αφορμή τον αδόκητο θάνατο του γιου του προέδρου των ΗΠΑ, Αβραάμ Λίνκολν, Γουίλι, ώστε να μιλήσει για το αδιόρατο όριο που χωρίζει τους ευρισκόμενους πάνω και κάτω από τη γη. Τους διαφοροποιεί, άραγε, από ποια πλευρά βλέπουν το χώμα; Ή, μήπως, υπάρχει κάτι άλλο που τους μετατρέπει σε κοινωνούς του ίδιου δράματος;

Όλα ξεκινούν με την επίσκεψη του προέδρου στο μνήμα του γιου του, στις 22 Φεβρουαρίου 1862. Έχουν περάσει μόλις δύο ημέρες από τον θάνατο του Γουίλι, και ο πατέρας του, αν και βρίσκεται σε ψυχικό και πολιτικό αναβρασμό (μαίνεται ο Αμερικανικός Εμφύλιος), αποφασίζει να πάει μόνος στο μνήμα του παιδιού του για να του αποδώσει το ύστατο χαίρε.

Δεν γνωρίζει, όμως, ότι ο Γουίλι δεν έχει μετοικήσει στα ενδότερα του άλλου κόσμου, αλλά βρίσκεται σε κατάσταση «bardo». Να, κάτι που χάνεται στη μετάφραση του τίτλου (σ.σ.: ο αγγλικός τίτλος είναι «Lincoln in the Bardo» και ίσως εξηγεί κάπως την πρόθεση του Σόντερς). Για τους Θιβετιανούς Βουδιστές η κατάσταση bardo  δηλώνει ένα μεταίχμιο μεταξύ θανάτου και επανόδου σε μιαν άλλη ζωή. Ο 11χρονος Γουίλι βρίσκεται σε αυτή ακριβώς την κατάσταση και η παρουσία του πατέρα του στο κοιμητήριο πυροδοτεί και αφυπνίζει τους άλλους νεκρούς (ολότελα νεκρούς) που προσπαθούν να «σώσουν» τον μικρό από το πλήρη αφανισμό δίχως επιστροφή.

Μιλούν οι νεκροί, λοιπόν, λένε τις ιστορίες τους, αφηγούνται τα πάθη της ζωής και του θανάτου. Αλήθεια, αν μιλούν οι νεκροί, έτσι όπως τους φαντάζεσαι ο Σόντερς θα ακούγονται οι λέξεις από τα στόματά τους; Ο αμερικανός συγγραφέας δεν κάνει υποθέσεις, δεν παίζει με τα ενδεχόμενα. Χρησιμοποιώντας πολλά διαλογικά μέρη κι άλλοτε μακροπερίοδους μονολόγους – τουτέστιν μια γλώσσα δωρική και πυκνή ταυτόχρονα, παράγει αντηχήσεις που φέρουν ένα βάρος οντολογικό και σημασιολογικό.

 

George Saunders

 

Και τούτο διότι η συγγραφική παρουσία είναι εμφανής όπου χρειάζεται να τονωθεί η ενσυναίσθηση και η συμπόνια που δείχνει προς αυτούς τους χαμένους από τον πυρήνα της ζωής. Όσο μερίδιο πόνου έχουν κρατήσει οι δικοί τους με τον χαμό τους, άλλο τόσο κρατούν και οι ίδιοι που άφησαν εκκρεμείς υποθέσεις, που δεν θα ξαναδούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, δεν θα καψαλίσουν τα μάτια τους από το φως του ήλιου και δεν θα αισθανθούν την υγρασία του πρωινού ανέμου.  Η αγάπη, η οικειότητα, το θάμπος της συνάφειας, το θάλπος της ζωής, αλλά και η αίσθηση της αμετάβλητης απώλειας, δηλώνονται από τον Σόντερς με απόλυτη λεπτότητα.

Είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, αλλά, ήδη, από τα διηγήματά του μάς είχε προϊδεάσει για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία, αλλά και τη δύναμη των λέξεων. Οι ιστορίες του Σόντερς ποτέ δεν ήταν ευθύγραμμες, ούτε και μονοσήμαντες. Δεν είναι η πλοκή που τις κάνει ξεχωριστές, αλλά ο τροπισμός της γλώσσας και οι δονήσεις του ύφους του. Εδώ, όλα τούτα εμφανίζονται εν εκτάσει μετατρέποντας ένα αληθινό γεγονός (το θάνατο του Γουίλι Λίνκολν) σε ελεγεία για τη ζωή, το θάνατο και το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ τους.

Η μετάφραση ενός τόσο πυκνού, ενεργητικού και πολυφωνικού βιβλίου εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να είναι εύκολη. Έχουμε να κάνουμε με λόγια που εκφέρονται από διαφορετικές «πηγές». Κάτι που σημαίνει άλλος επιτονισμός, άλλο ηχόχρωμα, άλλη επίγευση. Κι όμως, ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, λες και έχει υποδυθεί πρώτα μέσα του αυτές τις φωνές, τις μεταφέρει σε ελληνικά που διαβάζονται και κατανοούνται. Μα, αυτό ακριβώς έκανε και ο Σόντερς όταν έγραφε το συγκεκριμένο βιβλίο. Μίλησε για τους νεκρούς, μίλησε με τους νεκρούς, αλλά απευθυνόμενους στους ζωντανούς θέλησε να τους κατανοήσει. Αυτό κάνει η μεγάλη τέχνη, η ακριβή λογοτεχνία.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top