Fractal

Λήθαργος Κόσμος

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Ηλίας Γκρης: Λήθαργος κόσμος , Ποίηση. Επίμετρο: Αλέξης Ζήρας., Ποιητικά, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2014.

 

lithargos_kosmos_bZ

 

Αυτό το κλάμα που ακούτε είναι δικό μου
κρυμμένο συρτά σε αχόρταγες λέξεις.
Μην ψάξεις

εδώ δεν θα ΄βρεις ρίγη μοναξιάς,
Έν’ άσπρο χαρτί είναι πεδίο ατέλειωτης μάχης•
από μέσα του βγαίνει σχεδόν πάντα
ζωντανό ένα ποίημα.
(Ηλίας Γκρης, Λήθαργος κόσμος).

 

lithargos_kosmos_b«Έν’ άσπρο χαρτί είναι πεδίο ατέλειωτης μάχης», οι «αχόρταγες λέξεις» τα όπλα του ποιητή, με αυτά πολεμάει το σκοτάδι. Με αυτά μάχεται το κακό που μας δέρνει. Με το ποίημα, με τον αήττητο λόγο αγωνίζεται να ξυπνήσει τον «Λήθαργο κόσμο».

Ο «Λήθαργος κόσμος» περιλαμβάνει έναν σύντομο πρόλογο του ποιητή και ποιήματα που γράφτηκαν από το 1977 έως και το 1983 και ταξινομούνται σε πέντε ενότητες: α). «Ρημαγμένη πολιτεία», 1980, περιέχει τρεις επί μέρους ενότητες, δεκαεφτά άτιτλα ποιήματα: Λόγος πρώτος(8), Λόγος δεύτερος(4), Λόγος τρίτος(5), β). Στα γεφύρια του κόσμου, 1982, οκτώ ποιήματα, γ). Εχθρικό τοπίο, 1983, εννέα ποιήματα, δ). Λήθαργος κόσμος, 1987, 21 ποιήματα, που έδωσε και τον γενικό τίτλο της συλλογής και ε).Δεκατρείς φωνές στην Κύπρο με 13 ποιήματα. Επίσης ακολουθεί το Επίμετρο, μια εμπεριστατωμένη, αξιόλογη μελέτη του Αλέξη Ζήρα και επεξηγηματικές σημειώσεις του ποιητή. Η χαρακτηριστική μακέτα που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής είναι έργο του Πέτρου Τσαλπατούρου. Με αδρές πινελιές σε τοπίο ζόφου, μαζί με την προσωπική του περιπέτεια, δίνει πρισματικά την εικόνα του πολιτικοκοινωνικού και ιδεολογικού τοπίου της περιόδου αυτής.

Ο Ηλίας Γκρης, από τους λίγους συνειδητοποιημένους σύγχρονους ποιητές, ως εκπρόσωπος της γενιάς του, καταθέτει από περιωπής με τον δικό του συνεκτικό, περιεκτικό και αυθεντικό λόγο εμπειρίες που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση,.

Θεωρεί τον ίδιο τον κόσμο «λήθαργο», όπως αντιλαμβάνομαι ότι χρησιμοποιεί τα δύο ουσιαστικά που το ένα προσδιορίζει το άλλο. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το σχήμα, δεν είναι σχήμα λόγου, είναι διαπίστωσή του. Όσα έχει βιώσει η γενιά που βγήκε στους δρόμους του κόσμου ζωσμένη σημαίες, συνθήματα, για να καλύψει τη γύμνια του μυαλού και της ψυχής την ερήμωση, να διαμαρτυρηθεί, να παλέψει με θεριά ανήμερα πιστεύοντας πως θα βρει το δίκιο της, «δια πυρός και σιδήρου διήλθε», κι ολόγυρά της σεργιανούσε πάντα μια θλίψη, για να καταλήξει αδικαίωτη, ρημαγμένη, προδομένη στο οδυνηρό συμπέρασμα:

«Τα ωραία τραγούδια μας τα πήραν οι βοριάδες
Που ζήσαμε χωρίς τίποτα
Κάτω απ’ τα μπαλκόνια μεγάλων εμπαιγμών
Ενώ τριγύρω σφυρίζει σαν ηττημένη
Μια επωδός της εξέγερσης κάποιου Νοέμβρη»

Ό, τι απόμεινε από τις φωνές, από τους αγώνες εκείνων που θυσιάστηκαν για μια «πορφυρή πολιτεία που ονειρεύτηκαν» κι ανταμείφθηκαν με «το φάσγανο του μίσους σε ωραία νησιά», αφήνοντας πίσω ζόφο, όμοιες με ασέληνες, άφωτες νύχτες τις «αναιμικές μορφές των μανάδων», ακίνητες βαστάζοντας στην ποδιά τους κουβαριασμένη την πίκρα, χωρίς τη δυνατότητα να χωνέψουν τα πένθη. Σπρώχνουν τον καιρό τινάζοντας από πάνω τους τις αβάσταχτες ώρες του πόνου, όπως τα γέρικα δέντρα τη βροχή, δίχως, ωστόσο, να σταματήσουν να «γνέθουν το αχ των αθώων», χωρίς να παύουν να προσβλέπουν σ’ έναν άλλο καιρό, σ’ ένα μέλλον, σε μια συνέχεια της ζωής. Με τα μέσα που έχουν, με ό, τι απέμεινε, έστω και μέσα από χαλάσματα, η ζωή θα βγει ξανά νικηφόρα, θα προχωρήσει, έχει συνέχεια, όσα οράματα κι αν χάθηκαν.

Μπορεί ο ποιητής να θρηνεί για τα χαμένα οράματα, για τη διάψευση, να μιλάει «με λόγια δρεπάνια», με αυτά που τον όπλισε η ζωή για να βγει από τα χαλάσματα, οι μανάδες όμως δεν το βάζουν κάτω: γνέθουν! Η ζωή προχωράει. Οι εικόνες προβάλλουν η μια πιο σκοτεινή από την άλλη, κάποιες, ωστόσο, χαρακιές φωτός διασχίζουν το έρεβος των χαμένων οραμάτων και σηματοδοτούν το πέρασμα σε μια άλλη κατάσταση, έστω με ροζιασμένα, διάτρητα χέρια, «έξω από τείχη γκρεμισμένα/ μιας πορφυρής πολιτείας που ονειρεύτηκαν».

Είναι τόση η βιασύνη των «τεχνουργών», όσων βγήκαν σακατεμένοι από τα χαλάσματα να ξαναχτίσουν γέφυρες, να ενώσουν τον κόσμο από την αρχή που, κοντολογίς, ξεπεράσανε το μέλλον «τρέχοντας έξω απ’ το βαγόνι του μέλλοντος» πεινώντες και διψώντες για δικαιοσύνη, κλαίγοντας, βλαστημώντας, κουβαλώντας τα ράκη τους, «φτύνοντας στα μούτρα τον εσμό των αιτίων» ωσότου καταφέρει «η φυλή να νίψει την ψυχή της/ με το γλυκό φως των ψευδαισθήσεων», έστω, και να θεμελιώσει μια νέα κατάσταση, «στο αίμα του αναμάρτητου».

Μέσα από την αποδόμηση της πολιτικής, της κοινωνία και της προσωπικότητας του ατόμου, μέσα από αλλεπάλληλες ιδεολογικές συγκρούσεις, προσκολλήσεις σε ιδεολογήματα και φαντασιώσεις, ο ποιητής, μέρος κι ο ίδιος του προβλήματος και ενίοτε θύμα, βιώνει αυτή την αλλοπρόσαλλη, την απάνθρωπη πραγματικότητα σε όλο της το μεγαλείο, ίσαμε που κάποια στιγμή θα βρεθεί και θα σταθεί απέναντι και θα την αντιμετωπίσει σθεναρά με τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, με τροχισμένα μαχαίρια, κοφτερά δρεπάνια τα λόγια του, θα παλέψει για να σπείρει μια καινούρια γενιά «στον κύκλο της σιωπής/…χτίζοντας κάστρα στων γυναικών τη μήτρα» για να βλαστήσει μια δυνατή γενιά, ικανή για «πορείες τροπαιοφόρων καιρών/ σε πορείες ειρήνης και εξέγερσης».

Είναι αλήθεια, πως δεν μπορείς να το αποποιηθείς, το παρελθόν αποτελεί κλήρο που δεν υπάρχει εύκολος τρόπος απαλλαγής από αυτό. Πολύ περισσότερο, το ζοφερό παρελθόν, τα δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, για έναν ποιητή είναι βάρος δυσβάστακτο αλλά και μια οιονεί προσφιλής αέναη ενασχόληση με αυτό, «φορτίον ευάγκαλον», η σταθερή, ο αρχιμήδειος τόπος του. Και όσο κι αν απομακρύνεται από αυτό, το παρελθόν τον ακολουθεί ανακυκλώνοντας τα γεγονότα, προφανώς, μην μπορώντας να αιτιολογήσει τους λόγους που τα δημιούργησαν.

Εξάλλου το χάσμα των γενεών, η απόσταση που χωρίζει το χτες από το σήμερα είναι τρομακτικά μεγάλη ώστε το παρόν να μην μπορεί να χρησιμεύσει ως γέφυρα προς το άδηλο μέλλον. Και είναι τόσο ταχύρυθμη η εναλλαγή και η διαδοχή των γεγονότων, άπιαστα πουλιά, «πρόσωπα ήρθαν και φύγαν γαλάζια πουλιά/ στα ράμφη τους φέτες φεγγάρια». Η παρήχηση του «φ» εδώ κάνει πιο έντονη την εικόνα που αφήνει στα μάτια του ποιητή η απώλεια με όποια μορφή και αν βιώνει την ασταμάτητη αναχώρηση. Πώς να εξωραΐσει κανείς την πραγματικότητα με λέξεις βόλια ή γαλάζια πουλιά, που προορίζονται να θρηνήσουν αδικοχαμένους νεκρούς; Αλήθεια «πού πήγε τόσο αίμα κι ο πόνος απ’ τη στερνή μαχαιριά»;

Οι πολλές και συνεχιζόμενες αντιθέσεις, όπως πουλί-αγρίμι, βόλια-γαλάζια πουλιά, αναιμικές μανάδες-μήτρες γυναικών /κάστρα, οι πολλαπλές αναδιπλώσεις, η συναίρεση τόπου και χρόνου, συνθέτουν ένα ερημωμένο και ερειπωμένο ψυχικό τοπίο, κάποτε και διανοητικό, που επιμένει να συνεχίζεται λειτουργώντας με σκηνές Αποκάλυψης. Η επαναφορά στο προσκήνιο της πικρής αλήθειας που δεν φαίνεται να είναι ομολογία ήττας, αλλά σκληρού αγώνα για επιβίωση όχι ενός ατόμου, αλλά ενός ολόκληρου λαού να βγει αν όχι νικητής, τουλάχιστον ζωντανός από τον σωρό των χαμένων οραμάτων που ακολουθούν την εξελικτική πορεία του δράματος ίσαμε την κάθαρση, συνοδεύει ένα εκτεταμένο πεδίο «δράσης» του ποιητή για να βρουν τα όνειρα δικαίωση, αφού δεν γίνεται διαφορετικά παραμένοντας σ’ έναν «ολάκερο κόσμο απέραντης ερημιάς».

Στην πραγματικότητα, μολονότι ο ποιητής τα χωρίζει σε ενότητες, τα ποιήματα της συλλογής «Λήθαργος κόσμος» είναι μέρη μιας και μόνης ενότητας, ενός ενιαίου συνόλου, εκτός από τις Δεκατρείς φωνές στην Κύπρο, με εμβόλιμες ανάσες κατά διαστήματα στον ασθματικό ρυθμό της εξέλιξης της προσωπικής και παράλληλα της πανανθρώπινης τραγωδίας που συνοψίζεται στο ποίημα Μονογραφία:

Από μικρός περπατούσα γύρω μου θάνατος
μερόνυχτα τρόμος
σε ακατοίκητα σπίτια κάργες, αράχνες
και άστρα μαχαίρια

ζωή βουρκωμένη, που να ‘βρεις
τα χέρια να χτίσεις

τ’ άφησες στ’ αναχώματα νεκρούς ευλογώντας

Μόνο ψωμί κι αρμύρα να θρέψεις στρατιές
ονείρων ορδές πεινασμένες
τις παγωμένες νύχτες που νύχτες εφώναζα,
περιστρεφόμουν σε δίνη
ποτέ μου δε χόρτασα.

Ήταν το σπίτι μια γκρίζα ρωγμή
στην άκρη της κόλασης.

Και δίνει σύνολο το δράμα που βίωσε και κουβαλάει εσαεί ο ίδιος ο ποιητής και η γενιά του. Εκτός από τη συγκλονιστική, την αφοπλιστική δωρικότητα του λόγου, και η διάταξη των στίχων στο σώμα του ποιήματος είναι στοιχεία κραυγαλέα και αποδεικτικά της βιωμένης πραγματικότητας που αποτελεί οδυνηρή, αλλά και ευλογημένη, καθαγιασμένη πείρα, πηγή έμπνευσης ακόμα κι εκεί που πάει ν’ αλλάξει ένα ρυθμό, η διάθεση να κλάψει «γι’ αυτούς / που θλιμμένοι αφήσαν τα’ όνειρο ακατοίκητο», δεν αλλάζει. Γιατί: Αυτό το κλάμα που ακούτε είναι δικό μου κρυμμένο συρτά σε αχόρταγες λέξεις. Μην ψάξεις / εδώ δε θα βρεις ρίγη μοναξιάς. Έν’ άσπρο χαρτί είναι πεδίο ατέλειωτης μάχης• / Από μέσα του βγαίνει σχεδόν πάντα ζωντανό ένα ποίημα».

Ο ποιητής έχει βγει από την κόλαση, άλλωστε ήταν ήδη στην άκρη. Εδώ το κλάμα του δεν είναι αιχμηρό, ο αγώνας έχει ολοκληρωτικά μεταφερθεί στο «άσπρο χαρτί», το έργο της αποκατάστασης της αλήθειας και της δικαίωσης έχει αναλάβει η Τέχνη, η Ποίηση.

 

lithargos_kosmos_bΑ

 

Οι «Δεκατρείς φωνές στην Κύπρο», δεκατρία σύντομα ποιήματα όπου οι ζωντανές φωνές των νεκρών με τα πουλιά που «σε ξεκουφαίνουν/ με τη σιωπή τους», όπου «οι πέτρες είναι κορμιά/ περιστεριών/ που πέθαναν πολεμώντας» και «γέρος τυφλός και πρόσφυγας / κομποδένει τους φόνους με δάκρυα», ακόμα κι όταν: Οχτώ μέρες / σε χάιδευα καθώς εραστής/ ώσπου /είδα στα χέρια μου αίμα», είναι ένα ελεγείο, μια ποιητική ενότητα υψηλών προδιαγραφών, σύνθεση άρτια, από τις καλύτερες στιγμές του Ηλία Γκρη και, κατ’ επέκταση, της σύγχρονης ποίησης στην ελληνική πραγματικότητα.

Ο ποιητής, προσκυνητής, «δακρυσμένο πουλί στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη» αποτίει φόρο τιμής στους νεκρούς κι ο λόγος είναι λιτός, ήπιος, κατασταλαγμένος, χωρίς οργή, εξαγνιστικά πονεμένος, αφού όλα ανταμείβονται με αίμα και είναι αναγκαία η «τίσις» με την αρχέγονη σημασία του όρου, η τιμωρία της ύβρης, δηλαδή, που είναι έργο της θείας Δίκης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top