Fractal

Μήνυμα με απόκρυψη

Της Λίνας Σόρογκα – Αλικάκου //

 

fractal_Δεν έβγαλα λέξη. Όταν ο κύριος Δημητρίου με σήκωσε στον πίνακα, οι σελίδες με τις λυμένες εξισώσεις που είχα προετοιμάσει από το σπίτι είχαν κάνει φτερά. Τον κοίταζα αμήχανη και απαθής. Μέσα μου έτρεμα. Κάποιος τις είχε σκίσει, και το τετράδιο έδειχνε ταλαιπωρημένο. Με μάλωσε. Τα παιδιά από κάτω βάλανε τα γέλια. Ήμουν μια ξένη. Στο μάθημα των Τεχνικών. Την προηγούμενη βδομάδα. Το μπλοκ ζωγραφικής, μαζί με τα υπόλοιπα σύνεργα, μπαλάκι είχαν γίνει στα χέρια των συμμαθητών μου στα πίσω θρανία. Σκισμένες οι σελίδες, για να σκουπίσουν τα χέρια τους απ’ τις μπογιές. Και τα χρώματα χυμένα στο πάτωμα. – Κυρία, κυρία! της φώναζα τρομαγμένη. Η τεχνικού, η κυρία Βιολέτα, έκανε ότι δεν κατάλαβε και συνέχισε το μάθημα ανενόχλητη. Να τους επιβληθεί, αδύνατον! Δύσκολη η Γ3. Να γίνει κι αυτή θύμα; Ήταν νέα, μόλις διορισμένη. Να μπλέξει με τη διοίκηση και τους γονείς των ισχυρών; Προς τι; …… Η Ειρήνη, στα δεκαπέντε. Αφράτη και καλοσυνάτη. Ευαίσθητη και αγχώδης. Μια δυο φίλες το πολύ. Από τις άλλες τάξεις. Λίγες κουβέντες, μαζεμένες. Ήρθαν στη συμπρωτεύουσα από μια κωμόπολη στα σύνορα της Αλβανίας με τη Βόρεια Ήπειρο. Εδώ και δύο χρόνια. Ήθελαν να τη βάλουν σε καλό σχολείο. Ο πατέρας γιατρός. Η μητέρα οικιακά, φρόντιζε το σπίτι και το κορίτσι τους. Να τη σπουδάσουν, να μεγαλώσει όπως πρέπει, να βρει μια καλή δουλίτσα, να καλοπαντρευτεί. Η Ρηνιώ, το μοναχοπαίδι τους. Τους ήταν ευγνώμων. Στο σπίτι πέρναγε καλά. …… Την επόμενη εβδομάδα στα αποδυτήρια. Μετά την προπόνηση για το αγώνα βόλεϊ της Κυριακής. Η Έβελυν, η αρχηγός, στην ομάδα και στη ζωή μου, με πλησίασε. – Πουφ! Εσύ βρωμάς! Δεν πλενόσουν στο χωριό σου; Αρπάζει κοροϊδευτικά το σνίκερ μου από το δάπεδο. Αφού το μυρίζει, κάνει μια γκριμάτσα αποστροφής και το πετάει σφεντόνα στον κάδο απορριμμάτων, στην άλλη άκρη της αίθουσας, έξι μέτρα πιο κάτω. Η παρέα γέλαγε. Γέλαγαν και οι άλλοι στην αίθουσα του γυμναστηρίου, χωρίς να καταλαβαίνουν το λόγο. Η σημασία τού να ανήκεις στην ομάδα των ισχυρών. Έπειτα από λίγο η παρέα σκορπίστηκε για διάλειμμα. Χαμογέλασα αμήχανα και προχώρησα κουτσό προς το σκουπιδοτενεκέ. Ψάρεψα το παπούτσι μέσα από τα σκουπίδια, λερωμένο με παγωτό σοκολάτας, και πήγα στις τουαλέτες να το πλύνω. Περπατούσα σκυφτά, για να αποφύγω τα βλέμματα των συμμαθητών μου. Ο θυμός θλίψη είχε γίνει. Το μεσημέρι. Όταν γύρισα σπίτι. Δεν είπα λέξη σε κανέναν. Ούτε στη μάνα μου. Θα τους στεναχωρούσα. Ήμουν περήφανη και εγωίστρια. Δεν ήθελα να ξέρουν ότι κορόιδευαν την κόρη τους κι ότι την είχαν βάλει στο μάτι και τη «δούλευαν». Θα έβρισκα εγώ τη λύση. Δικό μου το πρόβλημα. Άξιζα αυτή τη μεταχείριση, γιατί ήμουν κότα και δεχόμουν αδιαμαρτύρητα το χλευασμό και την ταπείνωση. Έπρεπε να αγοράσω καινούργια αθλητικά παπούτσια. Το Σάββατο θα πήγαινα μόνη μου στα μαγαζιά, με την ησυχία μου να διαλέξω αυτά που ήθελα. Είχα δει τα αθλητικά παπούτσια της Έβελυν… Πρόσεξα στη βιτρίνα ένα ζευγάρι που έμοιαζαν με τα δικά της∙ ήθελα να τα αγοράσω, παρότι ήταν ακριβά και δεν μου έφταναν τα χρήματα. Θα γύριζα πίσω στο σπίτι να πάρω κι άλλα. Τώρα κοιταζόμουν αυτάρεσκα στον μεγάλο καθρέφτη του πολυκαταστήματος. Να διώξω τις σκέψεις που με βασάνιζαν. Τα μάτια μου όμως με πρόδιδαν. Άκουγα τα περιστέρια να κουκουρίζουν κάθε νύχτα. Περπατάγανε γύρω γύρω στο πρεβάζι. Το ένα πίσω από τ’ άλλο. Σε κύκλους. Ακατάπαυστα. Μέχρι που ξημέρωσε. Ήταν χωρίς κεφάλια. …… Τον άλλο μήνα. Μια Παρασκευή. Προτελευταία ώρα πριν το σχόλασμα. Όταν ο κύριος Σταματίου τούς ζήτησε να διαβάσουν τις εκθέσεις, το τετράδιό της έλειπε από το σάκο. Κάποιος το είχε πάρει όταν η Ρηνιώ, την ώρα του μαθήματος, είχε ζητήσει άδεια να πάει στο ιατρείο, παραπονούμενη για έντονους πόνους στην κοιλιά. – Ψήνεσαι να σπάσουμε πλάκα; Τι θα μας κάνει; Έτσι κι αλλιώς, βαρεμένη είναι. Τα ζητάει ο κώλος της. Θα μας πάρει ο ύπνος με τον Σταματίου, είπε ο Φώτης. Ήταν αδύναμος χαρακτήρας. Τα παιδιά τον αντιμετώπιζαν με αμφιθυμία. Τον κορόιδευαν, γιατί ήταν αυτιστικός. Με το να κλέψει το τετράδιο Ιδεών της Ρηνιώς από τη σάκα, θα «ανέβαινε στα μάτια τους», θα γινόταν ένας από αυτούς. Ένας από την ομάδα των ισχυρών. Στην τάξη χαλασμός. Ο δάσκαλος χαμπάρι. Η Ρηνιώ, όταν γύρισε από το ιατρείο, δεν βρήκε το τετράδιο. Ήταν βέβαιη ότι το είχε αφήσει πάνω στο θρανίο της, για να το πάρει ο κύριος Σταματίου. Έψαξε παντού, στην τσάντα, κάτω από το κάθισμά της, στα γύρω θρανία, δεν το βρήκε. Τη μηδένισε για το τρίμηνο. Η τρίτη φορά που δεν είχε παραδώσει εργασία. Ήταν άδικο. Έτοιμη να εκραγεί. Δεν είπε τίποτα και πάλι. Το σώμα της έτρεμε σαν κομπρεσέρ. …… Κάθισα στο θρανίο και δέχτηκα την ποινή μου αδιαμαρτύρητα. Κατουριόμουνα, αλλά δεν πρόλαβα να πάω. Τα τσίσα έτρεχαν ζεστά από τα μπούτια μου. Ευτυχώς, κανείς δεν με πήρε είδηση. Καθόμουν και στο πίσω θρανίο, μόνη μου. Όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα, έσκυψα ανήσυχη στα γρήγορα να τα σκουπίσω από το μωσαϊκό, με ό,τι πρόχειρο βρήκα, τη ζακέτα μου. Σπουργίτια που πετάτε στην αυλή. Που, για παιχνίδι, ρουφάτε το αίμα των άλλων σπουργιτιών. Η Έβελυν, θεά. Τη φοβόμουν και τη θαύμαζα. Τη χαιρετούσα δειλά στους διαδρόμους. Γύριζε το κεφάλι αλλού. Ήθελα να γίνω σαν κι αυτή. Στα αποδυτήρια, μια φορά, κρύφτηκα πίσω απ’ το παράθυρο και την πήρα φωτογραφία. Πληγωμένο πουλί, όλο και βυθίζεσαι στο απύθμενο πηγάδι του φόβου. Αλίμονο. Από το χέρι, το χέρι που τράβηξε τη σκανδάλη, πιάνεσαι να σωθείς. Την άλλη εβδομάδα. Σάββατο. Με τη φωτογραφία στην κομμώτρια. Από μελαχρινή ξανθιά. Αν μάκραιναν κιόλας… Αν έχανα και λίγα κιλά… Ύστερα στα μαγαζιά. Ένα ένα. Πλατεία Αριστοτέλους, οδός Τσιμισκή. Να αγοράσω καινούργια ρούχα, να γίνω σαν και αυτή. Μήπως και ξορκίσω το κακό. Μια μέρα, στα κρυφά, πήγα στις κρεμάστρες με τα παλτά, έξω από την τάξη, έψαξα το παλτό της Έβελυν και έχωσα το χέρι στην τσέπη για να βρω τον κόκκινο σκούφο της. Τον έκρυψα γρήγορα γρήγορα κάτω από την μπλούζα μου και το ’σκασα για το σπίτι. Τον φόρεσα και καμάρωνα στον καθρέφτη. Έγινα ξαφνικά δυνατή. Έπειτα τον δίπλωσα καλά καλά και τον φύλαξα σαν κάτι πολύτιμο. Μαζί με τα κοσμήματα και τα φυλαχτά. Στο συρτάρι του κομοδίνου. Κάθε βράδυ. Κοιμόμουν με αυτόν. Να βλέπουμε τα ίδια όνειρα. Ανεμώνες κρυμμένες στο χιόνι, που μυρίζετε θάνατο. Ένας κόκκινος λεκές στο άσπρο τοπίο. …… Είχα κλειστεί στον εαυτό μου. Από τότε που ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Στα μέρη μας ένιωθα αλλιώτικα. Ήμουν ξέγνοιαστη και άνετη με τις φίλες μου. Εδώ ήμουν μια ξένη. Όταν μου ζήτησε ο Μιχάλης, από τις μεγαλύτερες τάξεις, να πάμε σινεμά, δέχτηκα. Ήταν ευγενικός και καλόκαρδος, δεν έμοιαζε με τους άλλους. Κολακεύτηκα. Γνώριζα και την αδελφή του από τη γειτονιά. Το είπα στους γονείς μου και χαρήκανε. Ήρθε και με πήρε από το σπίτι. Έβαλα τα δυνατά μου να του αρέσω. Όλα πηγαίνανε καλά. Για ένα μήνα. Μια μέρα το πρωί. Πριν φύγω για το σχολείο. «Είσαι πουτάνα». Γραμμένο φαρδιά πλατιά με κόκκινα γράμματα στον τοίχο της εισόδου στην πολυκατοικία. Τρόμαξα. Πήγα αμέσως στην αποθήκη, έψαξα για ασβέστη, να σβήσω όσα έγραψαν. Ο πατέρας να μην το δει. Και οι γείτονες. Ένιωθα ένοχα. Το άλλο πρωί στο σχολείο. Τα ίδια. Με κόκκινο μαρκαδόρο, στο ντουλαπάκι μου ετούτη τη φορά. Το πρόβλημα έπαιρνε διαστάσεις. Κρυβόμουνα. Έμενα μέσα. Άλλαζα στενά, να αποφύγω τις παρέες στο δρόμο. Δεν πήγαινα πουθενά. Σπίτι σχολείο, σχολείο σπίτι. Έγινα παράξενη. Φοβική. Οι γονείς μου κάτι είχαν υποψιαστεί. Η εφηβεία. Ένα Σάββατο βράδυ, που ήμουν με τον Μιχάλη σε μια απόμερη πλατεία, στην καφετέρια του Τόττη, και πίναμε χυμούς, να σου η γνωστή συμμορία πάνω απ’ τα κεφάλια μας, με την Έβελυν αρχηγό. – Τσούλα, γύρνα πίσω στην πατρίδα σου! Να φύγεις από δω! Δεν σε θέλουμε στο σχολείο μας! Ο Μιχάλης τα ’χασε. Δεν ήξερε. Δεν είπε τίποτα. Με κοίταξε. Δεν είπα τίποτα. Κοίταζα αμήχανα, χαμηλά, το πάτωμα. Ζήτησα συγγνώμη και έφυγα τρέχοντας. Το γέλιο τους ηχούσε από μακριά. Στη μαύρη αγκαλιά της νύχτας να χαθεί μια ξένη στον τόπο της. Την άλλη μέρα. Δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ. Σηκώθηκα. Τα βήματά μου από σίδερο. Κρύος ιδρώτας και ταχυπαλμία. Ντύθηκα βαρύθυμα. Είχα χάσει την πρώτη ώρα. Και τη δεύτερη. Σερνόμουν. Με τα γόνατα κομμένα έφτασα στη στάση. Έξι στενά από την κεντρική λεωφόρο. Το λεωφορείο των δέκα και τέταρτο. Οι επιβάτες με κοίταζαν επίμονα, θα ήξεραν. Ψιθύριζαν. Μίλαγαν. Φώναζαν εκκωφαντικά. Σε μισούμε όλοι. Η ίδια φράση. Ένα μήνυμα από χτες το βράδυ στο κινητό μου με αναστάτωσε. «Σε μισούμε όλοι». Ένα μήνυμα με απόκρυψη.
…… Σήμερα. Μετά το σχολείο. Έφυγα νωρίτερα. Οι γονείς μου σε δουλειές. Στο μπάνιο πήγα κατευθείαν. Πέταξε το σάκο στο μωσαϊκό. Γδύθηκα. Άφησα τα ρούχα να πέσουν στο πάτωμα. Άνοιξα τη βρύση τέρμα. Έτσι γυμνή πήγα στο δωμάτιο. Τράβηξα με δύναμη το συρτάρι του κομοδίνου. Πήρα την κόκκινη σκούφια και τη φόρεσα. Γύρισα πίσω στο μπάνιο. Έβγαλα το κοπίδι των Τεχνικών από το σάκο και μπήκα στη μισογεμάτη μπανιέρα. Άρχισα να χαράζω το όνομά της στον καρπό του χεριού μου. Ε-Β-Ε-Λ-Υ-Ν. Το αίμα έβαφε σιγά σιγά το νερό. Σαν υπνωτισμένη. Σηκώθηκα. Άνοιξα την εξώπορτα και έτρεξα, έτσι γυμνή όπως ήμουν, προς τη λεωφόρο, φορώντας μόνο τον κόκκινο σκούφο.

 

Διήγημα από το βιβλίο «Μαυσωλείο Παιχνιδιών», Λίνα Αλικάκου Σόρογκα, εκδόσεις Πλέθρον

 

lina_soroga* Η Λίνα Σόρογκα -Αλικάκου είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας, γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Επικοινωνία και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Εργάστηκε στο Μανχάταν ως βοηθός εκδότη σε τεχνικά και εμπορικά περιοδικά (Middle East Business, Prestige κλπ) και στην ΕΡΤ ως υποδιευθύντρια Μάρκετινγκ και Έρευνας Αγοράς για την Τηλεόραση και το Ραδιόφωνο, ενώ ειδικεύθηκε στον τομέα μελετών και ανάλυσης τηλεοπτικής συμπεριφοράς του κοινού. Είναι μέλος της Επιτροπής Ερευνητών των Δημόσιων Ραδιοτηλεοπτικών σταθμών στην Ευρώπη. GEAR (GROUP OF EUROPEAN AUDIENCE RESEARCHERS). Συμμετείχε σε διεθνή συνέδρια επικοινωνίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ως ομιλήτρια με θέματα κοινωνικού προβληματισμού σχετικά με την επιρροή των ΜΜΕ.Από το 2008 μέχρι σήμερα εργάζεται εθελοντικά στο Δήμο Κηφισιάς για πολιτιστικές εκδηλώσεις, είναι εκλεγμένο μέλος του Δ.Σ. ΚΕΜΜΕ, (ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ), υπεύθυνη για την οργάνωση και παρουσίαση βιβλίων λογοτεχνίας .Έχει γράψει τα διηγήματα «Μαυσωλείο Παιχνιδιών», σειρά Μεσόγειος, εκδόσεις Πλέθρον, 2012, «το Αφουγκράσου το κοινό, η τέχνη μιας ουσιαστικής επικοινωνίας, Οδηγός στρατηγικής για την Δημόσια Τηλεόραση», εκδόσεις Παπαζήση 2010, που διδάχθηκε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τμήμα ΕΜΜΕ. Έχει μεταφράσει βιβλία και δημοσιεύσει πολλά άρθρα για τα ΜΜΕ. Άρθρα και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top