Fractal

Ποίηση της Λίλας Παπαπάσχου

 

 

Ίδιο αίμα…

 

Άλλες φλέβες.

Στις δικές σου τρέχει γρήγορο το αίμα

αντανακλώντας γαλάζιο, σε χρωματίζει πρίγκηπα.

Οι δικές μου αργές, μ’ έχουν βάψει μπορντό

πιο βαθύ κι από αυλαία θεάτρου.

Δεν ακούς ποτέ όταν μιλά γι’ αγάπη.

Κάτι άλλο πάντα σ’ απασχολεί.

Κάπου αλλού πάντα βρίσκεσαι.

Συνομιλώντας με τους τοίχους

να διασφαλίσεις προσπαθείς

την απουσία του οικείου.

 

 

Οι δυο σου ανάσες

 

Έχεις μια που φυλάς κρατημένη στα υπόγεια

κι άλλη μία αφημένη στα ξέφωτα.

Η πρώτη σαν λεπίδα με κόβει

φωνάζει απ’ το μαγεμένο λιβάδι

“πάψε να μου λερώνεις τα εξώφυλλα”.

Η δεύτερη έχει φτερά, δεν μπορώ να την πιάσω

κρυφοκοιτάζω που χάνεται πίσω απ’ αλλοπρόσαλλα σύννεφα

και φοβάμαι πίσω να της πω, να γυρίσει.

Αν μια μέρα σταματήσουν οι δυο σου ανάσες

τότε θα πάψω κι εγώ να γερνάω κι ότι είναι γραμμένοστο άστρο μου

θα μπορέσω δίχως τις δικές σου φθορές, να διαψεύσω.

 

 

Φλαμίνγκο

 

Λίμνη που πάγωσε

πριν προλάβει να φιλήσει τα σύννεφα

κι ούτε ένα νούφαρο δεν επέζησε

για να διηγηθεί την θλιβερή ιστορία

του φλαμίνγκο που χήρεψε.

Μόνο ένας περιπλανώμενος θίασος το είδε

να χτυπάει με το ράμφος του την σκληρή επιφάνεια του πάγου

Με την λατρεία ερωτευμένου, του απελπισμένου το πείσμα

κι ενός τρελού την μανία.

Ήταν όμως ήδη αργά.

Το νεκρό του ταίρι κείτονταν στην άλλη πλευρά

σαν πορσελάνινο ομοίωμα.

Ένα τραγικό της φύσης στολίδι.

Στα καμαρίνια, όλοι ρωτούσαν για το πένθος του

μα οι θεατρίνοι δεν λύγισαν

και το μυστικό του φλαμίνγκο που χήρεψε

μεταμορφώθηκε, στον πιο απρόσιτο μύθο.

 

 

Πλειστηριασμοί

 

Έβγαλα το κορμί μου στο σφυρί.

Στείρα η καρδιά που δε  ράγισε

περιγελάει τον ίλιγγο της ευαισθησίας.

 _ _ _    _ _ _    _ _ _

Στη σχολή των κυνικών

ήσουν πάντα το άριστα.

Εσύ και οι φίλοι σου γεννηθήκατε κυρίαρχοι.

 _ _ _   _ _ _    _ _ _

Έρχεσαι πάντα την ώρα που ραγίζω

σαν τα σκυλιά, μυρίζεις το φόβο.

Όσο κι αν δαγκώνομαι,  σ’ αγκαλιάζω.

 _ _ _   _ _ _    _ _ _

Η Άνοιξη  μου πάει.

Μυρίζουν τα μέλη μου, σαν τα άνθη της νεραντζιάς.

Ανάμεσα στα δέντρα αφήσε με, να κείτομαι.

 _ _ _    _ _ _    _ _ _

Όπως η βροχή, πέφτω πάνω σου διάφανη.

Διατρέχω τα μαλλιά, το στήθος, την εμμονή σου.

Όπως η βροχή, γρήγορα από πάνω σου, θα στεγνώσω.

 _ _ _   _ _ _   _ _ _

Φοβάμαι τις νύχτες, τίποτα δεν κρύβει το σκοτάδι.

Η πίκρα φεγγοβολά, συναγωνίζεται το φεγγάρι.

Εσύ πάντα εδώ.  Εσύ πάντα αλλού.

 _ _ _   _ _ _    _ _ _

Δεν θα πω για τα πρωινά.

Ο καφές μαύρος & πικρός.

Ένα σπουργίτι τιτιβίζει το παλιό μας σινιάλο.

_ _ _   _ _ _    _ _ _

Ξέρω πολλές προσευχές

να επικαλούμαι στα δύσκολα.

Μα την πίστη μου, όλες τις έχω ξεχάσει!

 

 

Συνομωσία της άρνησης

 

Όταν πληγωθείς

να εμμένεις.

Τότε κερδίζεις λίγο φως.

Εκεί, στο απόλυτο σκοτάδι.

Δεν έχουν οι ανθρώπινες ψυχές

ασφαλιστικές δικλείδες.

Μια λάθος στροφή αρκεί.

Γίνεται θρύψαλα το τζάμι της λογικής.

Πρόσεχε! Θα κοπείς…

Μην βλέπεις που δεν μιλώ.

Ξέρω κι εγώ

να σφάζω με το βαμβάκι.

_ _ _      _ _ _    _ _ _

Πώς να πω για των άλλων τις λύπες;

Ποια λέξη ταιριάζει

στης απόγνωσης τον προσηλυτισμό;

Είμαι μικρή,

για τη συνωμοσία  της άρνησης

μη υπολογίσιμη.

_ _ _    _ _ _    _ _ _

Που να ψάξω τ’ αντίδοτο στο φαρμάκι

που κυοφορούν οι λαγόνες σου;

Τα χέρια λειψά.

Μια αποτυχημένη άμβλωση το κακό.

Ένα ψυχρό καλοκαίρι

η υποχθόνια θεότητα της εμμονής

το κάρφωσε στο κεφάλι σου.

_ _ _     _ _ _     _ _ _

Για ποια ιδεολογία να κλάψω;

Γι’ αυτήν που στο τέλος οι φίλοι

πουλάνε τους φίλους;

Ή για την άλλη;

Την επωδό της κατανάλωσης.

_ _ _    _ _ _     _ _ _

Είμαι φαιδρή, το γνωρίζω.

Είμαι και ματαιόδοξη.

Πες με αν θες κι αφελή.

Ίσως κάπου-κάπου να φορώ

τη στολή της σπουδαίας.

Είμαι πολλά, μην χάνεις το χρόνο σου.

Όλα τα λάθη μου

δεν φτάνουν χίλιες ζωές

για ν’ απαριθμήσεις.

Μόνο ένα μην πεις.

Πως σε πρόδωσα.

_ _ _      _ _ _     _ _ _

Λουόμενοι είμαστε

στο απόγειο της ανασφάλειας.

Κρύα νερά

παγωμένα κορμιά

κατεψυγμένα ειδύλλια.

Τίποτα δεν γλιτώνει

από  τη διάβρωση της αρμύρας.

_ _ _    _ _ _    _ _ _

Η αίσθηση του επιπλέειν

δεν διαρκεί πολύ.

Μόλις βγούμε στην ακτή

έρχονται καταπάνω μας

οι νόμοι της βαρύτητας.

Πιο δυνατοί

από κάθε υδάτινο όρκο.

Πιο σκοτεινοί κι απ’ το θάνατο.

_ _ _    _ _ _     _ _ _

Είμαι πεπεισμένη.

Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν

διαθέτω ένα ευτυχισμένο εγώ.

Κουράστηκα με τις παρηγοριές.

Συγκαταβατικά χτυπήματα

στην πλάτη

ακριβώς από πάνω

πισώπλατες μαχαιριές

_ _ _     _ _ _     _ _ _

Θέλω να μάθω

απ’ την αρχή

να ζω

σαν να μη τρυπήθηκα ποτέ

απ’ τ’ αγκάθι

της ενηλικίωσης.

_ _ _      _ _ _     _ _ _

Γεμάτοι οι δρόμοι

με σήματα απαγόρευσης.

Γεμάτοι  οι ουρανοί

με κόκκινα φανάρια.

_ _ _    _ _ _    _ _ _

Στην επικίνδυνη διασταύρωση

των αφορισμών

την ευαισθησία μου

δεν  τραυμάτισες θανάσιμα.

 

 

Παραλλαγές χρώματος κυανού

 

Ι.

Παιδικά χαμόγελα ερμητικά κλειστά.

Οι πολύτιμες αταξίες, δεν περνούν τα σύνορα της αποδοχής.

Τα συρματοπλέγματα του savoir vivre

περιπλέκονται γύρω από μικροσκοπικά κορμιά.

Με τα “μη” και τα “πρόσεχε”  δεν ευδοκιμούν τα άνθη της ξεγνοιασιάς.

Ανησυχούν της άρχουσας τάξεως οι ηθικοφύλακες, για τη νέα γενιά.

Μη τυχόν και ξεφύγει κανείς

απ’ το δίπτυχο πετυχημένος και στυγνός επαγγελματίας.

ΙΙ.

Πάλι μόνος. Στου πουθενά τα πελάγη.

Μοιάζει η ζωή με κιθάρα.

Ποτέ δεν θα μάθεις, να κουρδίζεις σωστά, τις χορδές.

Των πιο δικών σου ονείρων, πάλι φονιάς.

ΙΙΙ.

Τέλος εποχής.

Φόρεσες στο σκοτεινό σου σώμα

ένα λευκό, δαντελένιο φουστάνι.

Περιμένεις εκείνον, σαν εσένα τον έχεις πλασμένο

από τότε, που ήσουν ακόμα παιδί.

Φτιαγμένος απ’ άμμο.

Εύθραυστος στην αφή, στο νερό και τη διάρκεια.

ΙV.

Μια τυχαία απόδραση.

Στο πλοίο της γραμμής

φορτώνω φοβίες. Τα μοναδικά μου υπάρχοντα.

Όπου με πάει η θάλασσα. Εκεί θα σωθώ.

Απ’ του εαυτού μου τα πρόσημα.

Έλα – αν θέλεις – μαζί.

Όση κι αν είναι η μέσα μου φρίκη

για σένα νομίζω, μπορώ

να ρισκάρω μια νίκη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top