Fractal

Ωδή «στον Πόνο που γίνεται Δημιουργία»

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Τριαντάφυλλος Σιδερίδης: “Λίκνο” Εκδόσεις Ιωλκός, Β’ έκδοση Αθήνα 2018

 

Όταν ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να εξωτερικεύσει τον αποθησαυρισμένο μέσα του κόσμο, να εκφράσει τα συναισθήματά του, για οποιονδήποτε λόγο κι αν το κάνει  και με οποιονδήποτε τρόπο έκφρασης, με όποια μορφή τέχνης, εξομολογείται

Είτε θέλει να βγάλει από μέσα του και να απαλλαγεί από κάτι πού τον απασχολεί και τον βασανίζει για να λυτρωθεί από ένα βάρος, ίσως, περιττό ή πιεστικό είτε θέλει να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους, να  μοιραστεί μαζί τους άλλοτε τη χαρά, συχνά τον πόνο, αποσκοπώντας, κυρίως, να βρουν αποδέκτες οι προβληματισμοί του.

Οπωσδήποτε, η έκφραση των συναισθημάτων μας με οποιονδήποτε τρόπο και μορφή τέχνης: ποίηση, πεζογραφία, ζωγραφική, γλυπτική, και για οποιονδήποτε λόγο, είναι  εξωτερίκευση του εσωτερικού μας κόσμου και απευθύνεται σε κοινό.  Κάθε έργο τέχνης  είναι φορέας του ενός ολόκληρου εξατομικευμένου κόσμου, του εσωτερικού κόσμου κάθε δημιουργού.

Με το «Λίκνο», όπως αποκαλεί ευφυώς, την πρώτη ποιητική του συλλογή ο Τριαντάφυλλος Σιδερίδης, κάνει τα πρώτα εντυπωσιακά βήματα στον απαιτητικό χώρο της ποιήσεως. Αφιερώνοντάς την «Στον Πόνο που γίνεται Δημιουργία», δηλώνει ευθύς εξαρχής την αφετηρία της έμπνευσής του. Η αφιέρωση σε συνδυασμό εξάλλου, με το απλό εκ πρώτης όψεως σχέδιο του εξωφύλλου, που σχηματίζεται από 16 τεθλασμένες γραμμές, διαταγμένες σε 4 σειρές έτσι που να δίνουν το σχήμα του κύκλου με διακεκομμένη περιφέρεια, και 30 ορθές γωνίες, ενός γεωμετρικά  κατακερματισμένου κύκλου που ζυγιάζεται πάνω από τον τίτλο «Λίκνο», κυριαρχεί στην «απέραντη» επιφάνεια του φαιού, προοιωνίζοντας τον κάθετο και οριζόντιο κατακερματισμό του ανθρώπινου και του φυσικού τοπίου, του ατόμου και, κατ’ επέκταση, του ποιητικού σώματος μιας κοινωνίας που συντηρεί τη διαμελισμένη της υπόσταση.

Ο ποιητής εκφράζει τον ενδόμυχο πόνο και εκείνον που του προκαλεί η συνάφεια με τον περιβάλλοντα κόσμο χρησιμοποιώντας δικούς του κωδικούς, απευθυνόμενος συχνά σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, μιλώντας του με σύμβολα, υπαινικτικά και με θεατρικό, συνθηματικό λόγο, με επιλεγμένες λέξεις / κλειδιά, αφηρημένα  ουσιαστικά με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, ενώ δεν πρόκειται για κύρια ονόματα, αλλά αφορά αφηρημένα ουσιαστικά, όπως στο ποίημα:

 

«Η Στιγμή που έχρισε.

Ξερνώντας λέξεις

πάνω στις πληγές μου

φόρεσα το δαχτυλίδι της Νύχτας

για να αντέξω

στην ασυγκράτητη πτώση.

 

Λευκές σφαίρες

ξέσκισαν βουβά

το εφηβικό όνειρο.

Ρημαγμένο ψοφίμι

στ’ αποκαΐδια της Σκέψης

η Ελπίδα.

 

Στο κρεβάτι του Προκρούστη

Σκελετωμένο το Φως

-μια το ξεχειλώνει το μέλλον

μια το πετσοκόβει το παρελθόν.

Πλάι ο Φθόνος

βιάζει το κουφάρι

της κάποτε γλυκιάς Προσμονής.

 

Κάπου στο βάθος

της έβδομης ψυχής.

Αλλαγή στα ράμματα.

Ημέρα δεύτερη.

Αργά μου έπιασες το χέρι.

Είναι κομμένο».

(Στην υπερβολή, σ.11)

 

Τριαντάφυλλος Σιδερίδης

 

Σε άλλα ποιήματα διακρίνονται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα οι λέξεις: Θλίψη, Βλασφημία, ένα και μοναδικό χρονικό επίρρημα Ποτέ, Διαφέρον (σ. 12), Ανάγκη, Γη, Έμπνευση, Γέννηση (σ. 13), Παλάμη, Μέτωπο, Ανέχεια, Όραση, Φόβος, Ρήξη,  Αισθήσεις, Φαιδρότητα, Ανάρτηση, Φυγή (σ. σ. 16, 17). Αλλού άλλες λέξεις: Ασέλγεια, Χτύπος, Πυρετός, Μνήμη, Μανία, Ορθογραφία (σ. σ. 20, 21), τρόπον τινά λέξεις σεσημασμένες για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, αντίπαλες λέξεις, πίσω από τις οποίες υπάρχει σίγουρα κυρίαρχος πόνος που προκάλεσε μια μεγάλη απώλεια. Κρύβεται Πόνος μυστικός που ο ποιητής κρατάει για τον εαυτό του, εκφράζοντας μόνο με σύμβολα  την κραυγή του Πόνου και της Θλίψης, λέξεις που φανερώνουν ψυχολογικές, κυρίως κατά στάσεις που κεφαλαιοποιούνται  αργά, μα σταθερά για να αποδώσουν τόκο, και να αυξήσουν το αρχικό κεφάλαιο, όπως συμβαίνει με την οικονομία.

Παραθέτω στίχους που δείχνουν μεν κάπως ακατέργαστοι, αλλά είναι σημαντικοί όσον αφορά τα σημαινόμενα:

 

«Δεν κράτησα το λόγο μου.

Όταν έφυγες

επέστρεψα στον τάφο μου

Δεν μπήκα μέσα.

Κάθισα από ψηλά

κι αγνάντευα την Ασέλγεια.

…………..

Μη με ρωτάς πώς βλέπω.

Έκλεψα τα μάτια

της μακρόχρονης Μνήμης

την ώρα που επισκεπτόταν

άλλο δολοφόνο».

(Κατ’ επίφαση, σ. σ. 20, 21)

Σε άλλο σημείο, απευθυνόμενος σε απόντα, προφανώς συνομιλητή του, εκφράζει με αντιφάσεις(ξερή σταγόνα – άρρωστος γέρος σεργιανούσα) το παράπονό του, γιατί περιμένοντάς τον γέρασε:

 

«Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια;

Σε σκοτεινό πηγάδι

σαν ξερή σταγόνα σε περίμενα.

Τις νύχτες

άρρωστος γέρος

σεργιανούσα στη λήθη

μέχρι το ξημέρωμα.

……… 

Κι εγώ- γυμνός ανάδοχος

σε βάφτισα μες στο δέρμα μου

κι ας μη συμπαθούσες τις γέφυρες.

 

Μαχαίρι δεν σου ζήτησα

μόνο φορές νοστάλγησα το αίμα.

Κι εσύ – ανήμπορο έμβρυο –

με στρίμωξες

στην κοιλιά της Αφωνίας»

(σ. σ. 24, 25)

 

 

Εδώ μόνο μία λέξη γράφεται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, το ουσιαστικό Αφωνία. Περιπλανώμενος, ωστόσο, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, φωτός και σκότους για να βρει τη σωτηρία στην Απελπισία και θα καταλήξει  στο απόλυτο κενό όπου:

 

«…..Καμιά είδηση

δεν θα σκιάσει την πορεία εφεξής.

Θα ζήσουμε νεκροί

-να κάτι καινούριο!»

( Ωδή στη φθορά, σ. 33)

Η μοναξιά, ο τάφος, το πηγάδι, τα όνειρα που δεν τολμούσε να πλησιάσει «τη μεθυστική μυρωδιά τους». Ο αγώνας με τις λέξεις ατελείωτος, όπως κι εκείνος με:

«……τα γράμματα

που αρνήθηκαν να γίνουν λέξεις….»

(Καταφυγή, σ. 45)

Αν και ίσαμε το τελευταίο ποίημα της τελευταίας σελίδας αναδιπλώνεται το ίδιο σκηνικό: με «καμένο σύννεφο» την επικοινωνία, μέσα από τούτη τη σκοτεινιά  των περιπλεγμένων αντιθέσεων ξεμυτίζουν δειλά, υπαινικτικά, κάποιες δυσεύρετες νότες απροσδόκητης αισιοδοξίες:

«Για μουσική

διάλεξα το τριανταφυλλένιο δέρμα του κάθε νέου,

 

Στο δείπνο που ετοίμασα

κάλεσα μόνο κάθε ηχούσα εκπνοή.

Να δεις που θα μου παραπονεθούν τα δάκρυα.

Αλλά κουράστηκα να ζω στο χειμώνα  της μέθης τους.

 

Τα χέρια πάντα θα έρχονται»

Ευτυχώς που υπάρχει  ελπίδα λύτρωσης, σωτηρία. Τα απλωμένα χέρια του άλλου.

Είναι κάτι σημαντικό. Σημείο ανατρεπτικό, φερέλπιδο. Παρηγορητικό.

 

 

Π. Φάληρο, 22 Ιανουαρίου 2019

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top