Fractal

Η τελευταία σταγόνα της κλεψύδρας

Γράφει η Λίλια Τσούβα // *

 

Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη «Λιγοστεύουν οι λέξεις», εκδ. Μελάνι

 

Ένα ποδήλατο στη Gamla Stan, ένα ρεστοράν στην Ουψάλα. Τσουρεκάκια κανέλας και κεφτεδάκια λαχανικών. Ένα όμορφο ζευγάρι μεταναστών κι ένα Σεβιλλιάνικο νανούρισμα. Ελλάδα, Πόντος, Ιδωμένη. Ένα κονιάκ αποχαιρετισμού. Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα. Και στη θάλασσα να κολυμπούν φάλαινες πληγωμένες. Να τις ξεβράζουν βίαια κύματα. Σε έρημες ακτές.

Τι κι αν οι αιώνες περνούν; Τι κι αν μπήκαμε στην εποχή του internet of thinks; Ο ακορντεονίστας του δρόμου είναι πάντα εκεί, στην άκρη της γέφυρας. Παίζει την «Καλίνκα», ένα τραγούδι του βορρά. Είναι πλάνης, ανέστιος. Το πρόσωπό του μελαψό. Είναι Σύριος. Είναι Έλληνας. Ο δικαστικός κλητήρας κρατά την απόφαση έξωσης. Το φορτηγό του δήμου περιμένει.

Πόλεμος, προσφυγιά, εξαθλίωση. Το ίδιο αιωνόβιο δέντρο. Ατέρμονες κύκλοι. Κι ο κόσμος ένα θέατρο, με σκηνικά άψογα και υπέροχη ακουστική.

«Λιγοστεύουν οι λέξεις» για τη Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη. Και πλάθει το δικό της μελωδικό τραγούδι για την ξενιτιά με ποιήματα στη μνήμη του πατέρα, πρόσφυγα από τον Πόντο.

Η μοίρα του έθνους, η οικογενειακή περιπέτεια, το προσωπικό βίωμα δένονται αρμονικά, σε μια συλλογή γεμάτη αρώματα από τον κήπο του πατρικού σπιτιού. Μια διαδρομή τετράγωνη, ένα πάτσγουορκ, με συρραφές που ξεπερνούν το επίπεδο της αυτοβιογραφίας, αποδίδοντας το καίριο και διαχρονικό.

Δύο μέρη: «Λιγοστεύουν οι λέξεις» και «Γίνομαι γιαλός».

Νόστος στο πρώτο μέρος. Θροΐσματα, θρυμματισμοί, εωθινές κραυγές και ψίθυροι απαλοί κατά το σούρουπο.


Κατά το σούρουπο απ’ το βορρά
 
έρχονται ψίθυροι απαλοί
 
και με βυθίζουν σε γλυκιά μελαγχολία
Τότε στα μάτια μεταξωτές κλωστές
 
λικνίζονται
 Αλσηίδες νύμφες
Λουσμένες στο βόρειο σέλας
λαμπυρίζουν
και με ζεστά αγγίγματα σε δάση

δύσβατα  με παρασέρνουν

 

Βραδιάζει πάλι μέσα μου
σκοτάδι η απουσία με τυλίγει
Θέλω να κλάψω να βυθιστώ
σε κολυμβήθρας δάκρυα
Βρέφος που του προσδίδουν όνομα
πρόσωπο ν’ αντικρύσει τη μέρα

Βραδιάζει πάλι μέσα μου
απόψε δεν θα κοιμηθώ

 

Σπασμένα ακροκέραμα, ξέφτια, ρέλια, θηλιές. Ένας λυγμός εσπερινός κι ένα «μη με λησμόνει» φέρνει το άρωμά του στο μακρινό βορρά από τον κήπο του πατρικού σπιτιού.

 

Ό, τι μας σφράγισε ξεριζωμός

Ό, τι πίσω αφήσαμε μαχαίρι

Ό, τι βαθιά κοιτάξαμε ελπίδα

Ό, τι ονειρευτήκαμε επιστροφή

 

Εσωτερικότητα και αδιάλειπτος μετεωρισμός. Χαραγματιές, κι ένα παιδί σκαρφαλωμένο στο άγαλμα του Δον Κιχώτη, στη St. Johannesgaten, 34 C., που μεγαλώνει και αποφασίζει να μείνει στην Ουψάλα. Το βίωμα περνά στην τρίτη γενιά.

 

Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας

Πρόσφυγες οι γονείς

μετανάστες εσωτερικοί μετά

άπλωσαν μέσα τους ρίζες κομμένες

Ξεριζωμένα δέντρα δυο φορές κι εμείς

ας ριζώθηκαν στο έρμα μας  πατρίδες

Και τώρα των παιδιών μας η σειρά

ξεριζωμένα δέντρα να πορεύεται

Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας

 

Ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στη λαχτάρα της επιστροφής και στον πόνο του νέου ξεριζωμού.

 

Dilemma

Ποδήλατο για τη δουλειά δίπλα απ’ το  Fyrisån*

Kristallen den fina* σιγοτραγουδώ ευδιάθετη

Η προϊσταμένη μου με προσπερνά

Ευφρόσυνη μετά στον  πρωινό καφέ  μου λέει

Αγαπητή μου νομίζω έχεις γίνει σουηδή

τη μέρα αρχίζεις  με δικό μας λαϊκό τραγούδι

Άγρυπνη ακούω συχνά αρχαίες φωνές να με καλούν

Σαν μου περνούν ιδέες να ρίζωνα εδώ

κύμα παλιρροιακό φουσκώνει στην  κοιλιά

Μυρμηγκιάζει στο ύψος του διαφράγματος

σερνάμενο ανεβαίνει πλακώνει το στήθος

κάθεται κόμπος στο λαιμό με πνίγει

Έτσι κι αλλιώς περαστικοί όλοι της γης μέτοικοι

αναλογίζομαι τον Χοσέ Χιλιανό φυγά

περίλυπο να μουρμουρίζει

Κάθιδρη ανασηκώνομαι

φωνή ακούω ψιθυριστά να μου κραυγάζει

Καλή μου σε φαντάζομαι σε κάμπο Μακεδονικό

λευκές νιφάδες  βαμβάκι να μαζεύεις

Στου κρεβατιού την άκρη κάθομαι ως το χάραμα

κι ο κόμπος στο λαιμό αλλόκοτα χοροπηδά

μια απ’ τη μια και μια απ’ την άλλη

εξαντλημένη γέρνω σε μαχαίρι δίκοπο

 

(Fyrisån*= το ποτάμι που διασχίζει την Uppsala)

(Kristallen den fina*= Κρύσταλλο καθαρό, παραδοσιακό σουηδικό τραγούδι)

 

Διακειμενικότητα με την ποίηση του Καβάφη, του Ελύτη, του Ρίτσου, τις ξένες κουλτούρες. Ο ακορντεονίστας του δρόμου και το ρωσικό τραγούδι «Καλίνκα» που μετέφρασε στα ελληνικά ο Γιάννης Ρίτσος.

 

Στο δρόμο κάθομαι μονάχος

με την Καλίνκα στ΄ ακορντεόν

κόσμος με προσπερνά

γάτος αδέσποτος στο φράχτη

Κρεμασμένος

Ποιος άνεμος μ΄ έριξε εδώ

-άι, ξαπλώστε με μες στο πευκοδάσο

Ύπνο σμαραγδένιο να κοιμηθώ-

Δελφίνια αγέλη κυνηγημένα στοίβα

στεγνά φιλιά απορημένα

σ΄ ακτή του πουθενά

Αναριγώ

Ρείκι σε πεζοδρόμιο ριγμένο

δελφίνια πεθαμένα στ΄ ακρογιάλι

-Καλίνκα, ζωή μου ζωή ξένη

έι, βατόμουρο και ρόιδο ζωή μου τρελή-

 

Ποίηση αφηγηματική, με θεατρικότητα.

 

Πώς διεγείρουν έτσι οι οικείες λέξεις

Περιδιαβαίνοντας τη Gamla stan*

κάθισε σε ρεστοράν κάτι να πάρει

grönsaks bullar* επέλεξε aπ’ το μενού

Επιλεκτικά  που λειτουργεί η μνήμη

Εύγεστα τα περίμενε η αφελής

Εμποτισμένα σε άρωμα  δυόσμου

Τρώγοντας άνοστα αναλογίστηκε

Άνοστες στ΄ αυτιά ανοίκειες λέξεις

πόσο πολύ την είχαν κουράσει

 

Της μνήμης συνειρμοί αλλού την πήγαν

Ρίγησε την κυρίεψε ευφορία

ίδια διέγερση ίδια ηδονή όπως τότε

Σα να τον άκουγε να την αποκαλεί

μ’ εκείνη τη λέξη την υποκοριστική

στην οικεία τη μητρική της γλώσσα

φιλήδονα να την αγγίζει τ΄ άκουσμά της

εκείνης της υποκοριστικής λεξούλας

Πώς διεγείρουν οι οικείες λέξεις

Εκεί στη Gamla stan* στο ρεστοράν

μπροστά στα άνοστα grönsaks bullar*

λες κι  αφέθηκε στη βραχνή φωνή του

να την αναστατώνει μ΄ εκείνη τη λέξη

 

(Gamla stan*=Παλιά πόλη

grönsaks bullar*= κεφτεδάκια  λαχανικών)

 

Ποίηση με συλλογισμούς, υποθέσεις και συμπεράσματα.

 

Αν ερωτεύτηκες σε ρέμα

χείμαρρος

Αν έθαλλες σ΄ αγκάθια

θηλιά

Στης λίμνης τη γαλήνη αν βυθίστηκες

θλίψη

Αν σ΄ αναχώματα περπάτησες

προσφυγιά

Αν χύθηκες σε θάλασσα

αναχώρηση

 

Κοχύλια εξορύσσουν

κοιτάσματα φωτός

σ΄ υποθαλάσσια ρεύματα

 

Άλγος και νόστος. Ένα προσκλητήριο από την πατρίδα κι ένας Έλληνας της διασποράς, ο Καβάφης, που της γράφει: «Επέστρεφε».

 

Εξέρχεσαι

από το αεροδρόμιο

Έκπληξη

ψάχνεις της γραμμής λεωφορείο

Παρατηρείς αντίδραση καμία σαν να μην έφυγες ποτέ

Μούδιασμα

έδαφος στέρεα πατάς οικείο

Σιωπή

εκκωφαντική γνώριμο ερημικό τοπίο

Αφουγκράζεσαι

απέραντη ησυχία υφέρπουσα ανησυχία

το πλακόστρωτο εμποτίζει

Απουσία

Στο σούπερ μάρκετ σύμφυρμα οσμών σε κατακλύζουν

Εφορμούν

άρωμα lakrits* kanelbullar*

kardemomma*

Εισβάλουν

ανελέητα λιώνουν τη χειμερία νάρκη

πληγή υποδόρια νοτίζουν

Χείμαρροι χύνονται κρουνοί

άηχοι γόοι

ξεπλένουν εικόνες

ξεθωριασμένες

σπαν  μπουκαπόρτες

κύματα πικραμένα αναβλύζουν

Επέστρεφε

 

(lakrits*              = γλυκόρριζα   (καραμέλα από γλυκόρριζα)

kanelbullar*     =τσουρεκάκια κανέλας

                                       kardemomma*=καρδάμωμο ή κακουλές)

 

Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη

 

Στην ενότητα «Γίνομαι γιαλός» ζητήματα εθνικά και παγκόσμια. Η νέα φτώχεια, η ξενοφοβία. Η φυγή των νέων στο εξωτερικό. Η τρομοκρατία. Αλλά και υπαρξιακοί προβληματισμοί.

 

Συγνώμη να περάσω

Απόγευμα στο αστικό τίγκα

σκέτο κονσερβοκούτι

Ο ένας παν’ στον άλλον κολλημένοι οι όρθιοι

λεκάνη με εντόσθια ψαριών

λίγο πριν πεταχτούν  σ’ άστεγους  γάτους

Στο βάθος δυο θέσεις κενές

Χρήστης κοιμόταν στη μια

δίπλα η πλαστική πραμάτεια του

Απέναντι ατημέλητος άνδρας μελαμψός

Πλάι του απ΄ ανάγκη κάθισα

το ρούχο του μ’ ακούμπησε

τραβήχτηκα επιδεικτικά ενοχλημένη

Διστακτικά προς τη μεριά του κοίταξα

στο κινητό σκυμμένος σέρφαρε στο ίντερνετ

Μπορεί και να ήταν τρομοκράτης επικίνδυνος

τζιχαντιστής αλίμονο και ποιος μας σώνει

Ταράχτηκα όταν σηκώθηκε άξαφνα

Και πριν προλάβω να φωνάξω βοήθεια

συγνώμη να περάσω άκουσα να μου λέει

ευγενικά σχεδόν σε άπταιστα ελληνικά

 

Θλίψη για την κυριαρχία του κακού. Φόβος για την απώλεια του λόγου και των συναισθημάτων. Του πολιτισμού.

Ο άνθρωπος ανέπτυξε λόγο μέσα από τη δημιουργική αλληλεπίδραση με το συνάνθρωπο. Ευρήματα δομημένου λόγου και στο πουλί Parus major. Επί χρόνια αυτό επαναλαμβάνει δυο λέξεις «Έρωτας», «Αγάπη». Όμως στις μέρες μας δεν έχει φωνή. Δεν έχει πλέον τι να πει.

 

Τώρα το άλαλο πουλί απέραντη ερημιά

Αααα γαααα πηηηη Αααα γαααα πηηηηηη

Αααααα γαααααα πηηηηηη συντετριμμένο

λάλησε τ΄ άλαλο  πουλί σβηστά

πριν ξαναβυθιστεί σε σιωπή αιώνων.

 

Μόνη μας λύση να επιστρέψουμε στις ραψωδίες του παππού. Να ονειρευτούμε. Να προσδώσουμε στις λέξεις το αρχαίο τους νόημα. Να ορθώσουμε το ανάστημα. Να τραγουδήσουμε μαζί την αγάπη. Να αναζητήσουμε Ιθάκες. Να τις επινοήσουμε, αν χρειαστεί.

Οι στίχοι καθημερινά στιγμιότυπα. Σκηνές από το αστικό, το ΚΤΕΛ, το δρόμο. Σαν πίνακες του Γιώργου Παραλή. Όλα με μια μηχανή υψηλής ευκρίνειας.  Με σκόρπιους ίαμβους και ανάπαιστους. Με παρηχήσεις και ισομορφίες. Με δεξιοτεχνικούς πειραματισμούς και στίχο ελεύθερο που αλλάζει στο σημείο της πιο δραματικής έντασης.

 

πατρίδα μου ο κόσμος

πατρίδα μου η αγάπη

 

Μια κοσμοπολίτισσα. Η ποιήτρια Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη. Σε μια διεισδυτική συλλογή: «Λιγοστεύουν οι λέξεις».

Δεξιοτεχνία και σπαραγμός.

Μια επίκαιρη ποιητική ομολογία με άρωμα ανθρωπιάς, αυτό που σκορπίζουν τα λόγια του Μπόρχες που προτάσσονται στην εισαγωγή:

«Δε θα ΄ναι νερό, θα είναι μέλι, η τελευταία σταγόνα της κλεψύδρας. Θα τη δούμε καθώς θα στάζει λάμποντας μες στο σκοτάδι, μα μέσα της θα περικλείονται όλες εκείνες οι έξοχες δωρεές που Κάτι ή Κάποιος χάρισε στον πρωτόπλαστο Αδάμ: η αγάπη του ενός για τον άλλον, το άρωμά σου, ο μηχανισμός της κατανόησης του σύμπαντος».

 

 

* Η Λίλια Τσούβα γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, από όπου και αποφοίτησε (τμήμα Μέσων και Νεότερων Ελληνικών Σπουδών). Εργάστηκε επί χρόνια ως καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Ασχολείται με το δοκίμιο και την κριτική. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top