Fractal

“Πατρίδα μου η αγάπη”

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Λιγοστεύουν οι λέξεις» της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, εκδόσεις Μελάνι, 2017

 

Είναι μια ποιητική συλλογή που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αυτοβιογραφική. Εύχομαι να είναι καλοτάξιδη και καλοδιαβασμένη. Αναφέρεται σε σημαντικά περιστατικά της ζωής της ποιήτριας, σε σταθμούς, σε γεγονότα που την άγγιξαν και στίχο τον στίχο εκφράζει τους προβληματισμούς της και το πώς ένιωσε και νιώθει.

Όλα τούτα με ένα λόγο ολοφάνερα επηρεασμένο από την ειδικότητα της κλινικής ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας που έχει αλλά και από την στυγνή έως ωμή ακρίβεια δύο παραμέτρων ασύνδετων γενικά μεταξύ τους: της ιατρικής αλλά και της ψυχοσύνθεσης της Σουηδίας, όπου έχει εργαστεί για χρόνια. Οι επιρροές από την περίεργη έως μονότονη ηχητική της σουηδικής γλώσσας (δεν υπάρχει καν μουσικότητα στη γλώσσα αυτή) οδηγούν σε έναν ιδιαίτερο εκφραστικό τρόπο και τα ποιήματα έχουν ένα ύφος ξέχωρο, προσωπικό και αναγνωρίσιμο. Όπως με την πρώτη ματιά μπορείς να πεις αν ένα παράθυρο είναι βορινό.

Κινείται κυρίως σε τοπία ρεαλισμού έχοντας στην τσέπη μια ελληνική φλογέρα για να μπορέσει να αντέξει τα δύσκολα. Μα και ο ρεαλισμός της ο ίδιος δεν είναι στατικός· πάλλεται από την κλίμακα του φαινομενικού και φτάνει ως την κλίμακα του ψυχικού. Το εξασκημένο μάτι της συλλαμβάνει κάθε είδους παθογένεια, κάθε παραμόρφωση, κάθε τι άρρωστο. Στο επάγγελμά της είναι υποχρεωμένη και εκπαιδευμένη να σταθεί ως παρατηρητής, σε απόσταση ασφαλείας και να δώσει ανεπηρέαστη λύσεις.  Ως ποιήτρια όμως; Βουτάει στα βαθιά, μπαίνει στην ουσία και αναδύεται με έναν αστερία ή ένα κοχύλι ελπίδας στο χέρι, που γίνεται λύρα, ύμνος βακχικός:

 

Κοχύλια εξορίσουν

κοιτάσματα φωτός

σ’ υποθαλάσσια ρεύματα.

 

Εδώ, καλό θα ήταν να διορθωθεί το «εξορίσουν» είτε σε «εξορύσσουν» χωρίς άλλη διευκρίνιση είτε σε «εξορίζουν» στην περίπτωση που η πρόθεση του ποιήματος ήταν ότι «εξορίζουν» γράφοντας πάνω σε όστρακο το όνομα του προς εξοστρακισμό ατόμου, των κοιτασμάτων φωτός στην προκείμενη περίπτωση. Διαβάζεται και με τους δύο τρόπους. Μπορεί ακόμη κάποιος να το θεωρήσει σωστό και έτσι όπως είναι , υπονοώντας ποιητική αδεία την νοερή πρόταξη του συνδέσμου «να», φτιάχνοντας έτσι μια υποτακτική αορίστου. Ένα γράμμα ή δύο, και το νόημα αλλάζει εντελώς. Αυτό είναι το μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας, αυτή είναι η τεράστια δύναμή της, αυτή είναι η Ομορφιά της!)

 

Ο λόγος της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι γενικά μεστός, κοφτός, χωρίς δαντέλες και πλεονάζοντα χρώματα. Κάποιες φορές αγγίζει τα όρια του πεζού. Το μέτρο κυριαρχεί εδώ, όπως υποθέτω και στη ζωή της.

 

Οι δεξιότητες στον χειρισμό της ελληνικής είναι ορατές σε ένα έμπειρο μάτι αλλά στο τελευταίο ποίημα «ΓΙΝΟΜΑΙ ΓΙΑΛΟΣ» στο οποίο όλες οι λέξεις του αρχίζουν από “γ”, γίνονται εύκολα αντιληπτές σε κάθε αναγνώστη.

Το ελληνικό φως την ακολουθεί όπου και να πάει, η ψυχή της κολυμπάει μέσα σε αυτό ακόμα και κάτω από οιαδήποτε βορειο-ευρωπαϊκή συννεφιά και οι στίχοι της εκπέμπουν κάποτε έναν λεπτό λυρισμό (βλ. Σολωμό):

 

Τριφύλλι χρυσοπράσινο

στο φως τ’ Απρίλη. 

 

Τι σημασία έχει αν λιγοστεύουν οι λέξεις, όταν η ποίηση αυτές που απομένουν τις χρησιμοποιεί έτσι για να πλάσει ουσία και ομορφιά από το τίποτα;

 

Η δυναμική των λέξεων πολλαπλασιάζεται στην ξενιτειά. Όσο κομματιάζεται η ζωή, τόσο δυναμώνει η γλώσσα:

 

Πολίτης του κόσμου πλέον στη Στοκχόλμη

Ζωή εφτά φορές κομματιασμένη

πού φως κουράγιο πού

να δέσεις την κοτσίδα μ’ ηλιαχτίδες.

 

Συγκρατώ εδώ το «πολίτης του κόσμου».

Η ξενιτιά την πονάει. Δεν είπα κάτι πρωτότυπο, όλοι το ξέρουν. Ναι. Πρωτότυπος είναι ο τρόπος που το εκφράζει όμως:

 

μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ

 

και ο τρόπος που το βιώνει:

 

ότι μας σφράγισε ξεριζωμός

ότι πίσω αφήσαμε μαχαίρι

ότι βαθιά κοιτάξαμε ελπίδα

ότι ονειρευτήκαμε επιστροφή

 

όπου ξενιτιά μπορεί να είναι επί πλέον και το να είσαι φευγάτος, το να είσαι ξένος στον ίδιο σου τον τόπο. Όταν γυρίσεις, αν καταφέρεις να γυρίσεις, πληγώνεσαι  βαθύτατα αφού

 

Παρατηρείς αντίδραση καμία σαν να μην έφυγες ποτέ.

 

Οι πληγές μόνιμα ανεπούλωτες:

 

Ό,τι πολύ αγαπήσαμε πατρίδα

Ό,τι μας λάβωσε ξεριζωμός

Ό,τι πολύ αγαπήσαμε και απωλέσαμε

Ζωή και Θάνατος.

 

Πριν λίγο είπε «ότι μας σφράγισε ξεριζωμός», τώρα «ό,τι μας λάβωσε ξεριζωμός». Φαίνεται  ξεκάθαρα η καταλυτική επίδραση του ξεριζωμού, της βίαιης αλλαγής πατρίδας (με πολλές έννοιες η λέξη πατρίδα) στον ψυχισμό του ανθρώπου.

 

Κάτι όμως τον ξενιτεμένο τον τραβάει πίσω, κάτι μέσα του δεν ησυχάζει αν δεν γυρίσει. Το κατάλαβε και το λέει:

 

Κάποτε σαν άσωτος επέστρεψε

στύλωσε σπίτι όχι για να ζήσει

για να πεθάνει είπε.

 

Τόσα χρόνια εδώ στράφι. Τόσα χρόνια έξω πάλι στράφι. Ναι, και εδώ και εκεί, ματαιότητα, απογοήτευση:

 

με άδεια απόχη στεκόταν στην όχθη

λίμνης αποστραγγισμένης.

 

Ισορροπία όταν φύγεις δεν υπάρχει. Ακόμα και αν επιστρέψεις, δεν γαληνεύει η ψυχή. Διχασμένος μια ζωή θα είσαι. Το γυαλί σου ή το πήλινό σου αγγείο αν είσαι από πηλό φτιαγμένος, ραγισματιά θα το σημαδεύει για πάντα, ορατή ή κρυμμένη:

 

Φυγή κι επιστροφή πάντα στον ίδιο τόπο

ραγισματιά ίσως στο χείλος χθόνιου ρείθρου.

 

Έχεις συνείδηση του “εφήμερου” πια. Την κατάχτησες θυσιάζοντας μια ζωή. Τη ζωή σου.

 

Έτσι κι αλλιώς περαστικοί όλοι της γης μέτοικοι.

 

Η ξενιτειά, είναι πιθανότατα καμουφλαρισμένη προσφυγιά. Για χι λόγους, για ψι αιτίες, για μι κίνητρα, για νι σκοπιμότητες. Ο ξενιτεμένος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα των προσφύγων, έχει πολλά κοινά, συμπάσχει με όλο του το είναι:

 

Και με κομμένες τις ρίζες

θα σταθούμε όρθιοι

και με σπασμένα κλαδιά

θ’ ανθίσουμε

Γιατί ότι έχουμε το κουβαλάμε μέσα μας

Ο σπόρος μας θα κατακλύσει το σύμπαν

και θα γεννήσει χιλιάδες ουράνια σώματα.

 

Ξενιτεμένος μιλάει, πρόσφυγας μιλάει, ο αναγνώστης μιλάει, ο ποιητής; Δύσκολο να πεις.

Το αποκορύφωμα της τραγικότητας δίνεται από το χέρι ενός μικρού μαθητή που έγραψε ένα σημείωμα για τις ανάγκες του ποιήματος:

 

πατέρας

νεκρός

έμφραγμα

μαθηματικός

μητέρα

μουσικός

τώρα

μακριά

εργασία

εσωτερική

μεγαλοδικηγόρος

εγώ

μένω

έξω

από

πόλη

με

θείος

σε

ορνιθοτροφείο.

 

Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη

 

Λιγοστές οι λέξεις εδώ. Συγκλονιστικές όμως. Αυτή είναι η δύναμη της Ποίησης. Παίρνει μια σταγόνα λέξεις συνηθισμένες και τις κάνει ποτάμι. Παίρνει ένα ψίχουλο και το κάνει άρτο ευλογημένο. Έτσι. Από το τίποτα. Με το ταλέντο, το πάθος και την επιμονή του ποιητή.

 

Η κατάθλιψη, ο φόβος, η βία, η ανασφάλεια, ο χειρισμός, συστατικά του παρόντος:

 

Σήμερα στωικά, μου μίλησε για φονικές μάσκες

πληθαίνουν ψιθύρισε κοίτα πώς έρχονται

κι έδειξε κατά πέρα.

 

Περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής μας; Η παραίτηση:

 

Υπάρχουν σπίτια που πριν ακόμα γεννηθούν ολόκληρα

σμπαραλιασμένα και γυμνά οδεύουν προς τον θάνατο.

 

Πρωτύτερα ήταν καλύτερα τα πράγματα; Μα ναι:

 

κάποτε στα ρυάκια κυλούσε καθαρό νερό

σκύβαμε κοιταζόμασταν πίναμε με τη χούφτα.

 

Πότε; Τότε που ήμασταν παιδιά.

Παιδιά; Πού είναι τα παιδιά στις λέξεις που λιγοστεύουν; Υπάρχουν; Φυσικά. Βιώνουν την σκληρή πραγματικότητα:

 

και τώρα των παιδιών μας η σειρά

ξεριζωμένα δέντρα να πορεύεται

 

με έντονη την αγωνία των γονιών και των λεπτών ανθρώπων που ανησυχούν:

 

Πού πήγαν τα παιδιά

Ξεραΐλα

 

γιατί έχουν πικρή πείρα από τον εαυτό τους:

 

τον άφηναν μονάχο παιδάκι στα επτά να περιμένει,

 

πληροφορίες από πάρα πολλά περιστατικά

 

για παιδιά που ’χασαν τον ύπνο τους

για παιδιά που κείτονται στου βυθού την αταραξία

 

και ιδίως την επίγνωση πως

 

αύριο μια άλλη μέρα … / θα θερίσει ανέμους ελπίδας / … / Θα φέρει νέους εγκάθετους αγκιτάτορες / Και τα παιδιά μας φευγάτα από καιρό.

 

Υπάρχει ελπίδα; Άμυνα; Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη δεν το λέει ευθέως, αφήνει να το πουν ποιήματά της:

 

λες κι αφέθηκε στη βραχνή φωνή του

να την αναστατώνει μ’ εκείνη τη λέξη.

 

Έρως. Φωτεινός ακόμα και όταν πονάει:

 

Αυτή κλειδί και κλειδωνιά μαζί

και τ’ άλλο χέρι πάλι αυτή

Αυτή να ριχνόταν στα σκοτεινά νερά

Έρωτα ανεπίδοτο

αγάπη Πρώτη βρεφική

βίαιο ξεριζωμό

να κλείδωνε.

 

Ναι, Έρως = Ελπίς = Ζωή = Προσμονή = Σύμπαν:

 

Εκεί στης Ιδωμένης τη γραμμή τους είδα

γλυπτό ιερό σ’ εναγκαλισμένο ενύπνιο

Γυναίκα όμορφη στον ώμο νέου άνδρα

έγερνε το κεφάλι στην κόχη του λαιμού του.

 

Τι άλλο να προσμένει κανείς;

 

Καιρός όμως είναι να πάμε στα δύσκολα. Πώς γίνεται να λιγοστεύουν οι λέξεις; Αφού προστίθενται και άλλες, ξενόφερτες, «απαραίτητες» για τη συνεννόηση σε τούτη την ψηφιακή εποχή. Ψυχαναγκαστικές, επιβεβλημένες. Όπως και οι μάρκες στα αθλητικά παπούτσια. Θέλει κότσια να αντισταθείς.

Οι λέξεις όμως, αυξάνουν, έτσι δεν είναι; Αφού γράφονται κάθε μέρα όλο και περισσότερα κείμενα, όλο και περισσότερες αναρτήσεις. Ο κάθε ένας ελεύθερα εκφράζεται γράφοντας μηνύματα, απόψεις, σχόλια. Όλοι είναι διαδικτυωμένοι σήμερα (πολλοί μπορεί να είναι και δικτυωμένοι, άλλο θέμα για άλλη προσέγγιση). Πώς γίνεται λοιπόν να λιγοστεύουν οι λέξεις;

 

Σοβαρά τώρα. Ας δούμε ποιες λέξεις μπορεί να λιγοστεύουν. Ίσως οι λέξεις πέραν της καθημερινής χρήσης. Οι λέξεις που απαιτούν ευρύτερη παιδεία για να χρησιμοποιηθούν ή αυτές που παραιτείσαι από τη χρήση τους αφού είτε δεν θα καταλάβει ο άλλος είτε θα το εκλάβει ότι του «κάνεις τον έξυπνο» και τον «ψαγμένο».

Ναι, λιγοστεύουν αυτές οι λέξεις. Αυξάνει η χρήση των λέξεων, των κοινών, των συνηθισμένων λέξεων, αυτών για τις ανάγκες της τρέχουσας επικοινωνίας, αλλά αν φανταστούμε τις λέξεις ως ψάρια που κολυμπούν όπου θάλασσα επί γης, επιλέγονται σήμερα μόνο μέσα από έναν κόλπο ρηχό, τη στιγμή που υπάρχουν πελάγη και ωκεανοί. Άρα στην πραγματικότητα λιγοστεύουν οι λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά κανόνα από τον σύγχρονο άνθρωπο, όχι οι ίδιες οι λέξεις. Εμείς; Τι κάνουμε εν τω μεταξύ κατά την υπόψη ποιητική;

 

Ιχνηλατούμε επίγειοι τυφλοπόντικες

και τα γεράκια παραμονεύουν

Σε δαιδαλώδεις δρόμους οδεύουμε.

 

Αυτό ήταν; Όχι.

Ας σημάνουμε πρώτα τον εκφυλισμό των λέξεων στη σύγχρονη πραγματικότητα και τη στρεβλή σύνδεσή τους με κάτι διαφορετικό από εκείνο το οποίο η αλήθειά τους φέρει. Αυτό γίνεται κάτω από την καταστρεπτική επενέργεια της ημιμάθειας, της αδιαφορίας, της «γρήγορης» έκφρασης και των κάθε είδους σκοπιμοτήτων, με πρώτες τις πολιτικές. Πολλαπλασιάζεται από τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού άνθρωποι χρησιμοποιούν τη γλώσσα και το κάνουν χωρίς συναίσθηση ούτε της σημασίας που έχει η δημόσια εκφορά του Λόγου ούτε της ευθύνης που φέρουν κάνοντάς το. Ατυχώς το “fast food” τείνει να γίνει -αν δεν έχει γίνει κιόλας- “fast talk”.

 

H ποιήτρια  το έχει υπόψη της, αλλά  δεν εστιάζει  εδώ. Βλέπει το φαινόμενο σε σχέση με τα όσα θλιβερά συμβαίνουν, τα οποία είναι τόσο επώδυνα που δυσκολεύεσαι να βρεις λέξεις να τα εκφράσεις. Οπότε «λιγοστεύουν».

Είναι τέτοια η κατάσταση τα τελευταία χρόνια, τέτοιος ο ζόφος, τέτοια η κατάντια του «πολιτισμού» μας που ο θρήνος, η φρίκη, η πίκρα, το κλάμα, ο αποτροπιασμός, δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις. Δεν υπάρχουν λέξεις που να μιλήσουν για όλα τούτα με τόση ένταση όση τα ίδια τα γεγονότα ή τα συναισθήματα έχουν. Το λέει στο ποίημα με τίτλο αυτόν που έχει και η ποιητική της συλλογή:

 

Τελειωμένα λόγια οι λέξεις

Ακατάληπτα

Θρηνούν

Θρήνος που λέξεις δεν γίνεται

Φρίκη που δεν την φτάνουν λέξεις.

 

Φρίκη η οποία κυριαρχεί πλέον πάνω σε μια

 

Γη βιασμένη εκπορθημένη και απόρθητη

στον κόρφο της φυλάει κρυμμένες πυρκαγιές

αδημονεί κρατώντας στις παλάμες της κεράκια

αναμμένα.

 

Ίσως επειδή αδυνατούν οι λέξεις να εκφράσουν το μέγεθος και το βάρος της οδύνης, γι’ αυτό τα μοιρολόια ενισχύουν την τραγικότητα με θρηνητικά παρατεταμένα φωνήεντα, που από μόνα τους, χωρίς απαραίτητα να συνοδεύονται από  λέξεις, αρθρώνουν λόγο. Συντονίζουν την ψυχή στην Αλήθεια της Απώλειας, στην ενδυνάμωση της μνήμης με αυτού του είδους την ενισχυτική καταγραφή, στην συμπόνια εν τέλει της Περσεφόνης, εκείνης αλλά και της δικής μας -κι ας έχει άλλο όνομα- όπως έξοχα δίνεται στο πεζόμορφο ποίημα με τίτλο το όνομά της.

 

Αν με ρωτούσε κάποιος να του πω με «λιγοστές» λέξεις τους βασικούς άξονες του βιβλίου, θα τολμούσα λέγοντας:

«λέξη, ξεραΐλα, ξεριζωμός, ξενιτειά, αγωνία, πόνος, φρίκη, ευαισθησία, προσδοκία, φύση, αγάπη».  Αν με ρωτούσε ένας ψυχίατρος ποιο γράμμα της συλλογής έμεινε μέσα μου χαραγμένο ως αντιπροσωπευτικότερο όλων, θα διακινδύνευα να ομολογήσω: το «ξι».

 

Οι λέξεις μπορεί να λιγοστεύουν, η καλοσύνη, η ανθρωπιά, η συνεννόηση, η αγάπη μπορεί να λιγοστεύουν, αυτό όμως δεν εμποδίζει καθόλου την  Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη να αποκαλύψει στο προτελευταίο ποίημα της συλλογής το συμπύκνωμα της κοσμοθεωρίας της (επαναφέρω εδώ τη φράση που συγκράτησα πριν, δηλ. «πολίτης του κόσμου»):

 

πατρίδα μου ο ήλιος

η βροχή τα δέντρα τα βουνά

ρίζες βαθιές αρχέγονες

το χώμα που πατάω στέρεα

το χώμα που θα με χωνέψει

πατρίδα μου ο κόσμος.

 

Με τέτοιους ποιητές υπάρχει ελπίδα;

Τι λέτε;

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top