Fractal

Διήγημα: “Λίγο πριν από τον Επιτάφιο”

Του Δημήτρη Λαδικού // *

 

 

 

 

Καθισμένη σε μια γωνιά του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου προσπαθούσε να ξαποστάσει από την πολύωρη ορθοστασία και το βασανιστικά αργό περπάτημα στα καταστήματα για αγορές της τελευταίας στιγμής. Γι’ αυτό άλλωστε, σκεφτόταν, υπάρχει και το εορταστικό ωράριο. Ταυτόχρονα κοιτούσε το ρολόι της για να δει αν θα προλάβαινε να ετοιμαστεί για τον Επιτάφιο. Απέναντί της περίμεναν για τον σταθμό που θα κατέβαιναν ένα ηλικιωμένο ανδρόγυνο, αμίλητο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της διαδρομής. Τα τελευταία λεπτά παρατηρούσαν και οι δύο τη λαχανιασμένη κοπέλα απέναντί τους με τις τσάντες γεμάτες ρούχα και παπούτσια˙ σκέφτονταν, πού τριγυρνούν οι νέοι σήμερα τέτοιες άγιες ημέρες…

Ο άντρας συνέχιζε να παρατηρεί αμίλητος μια την κοπέλα μια έξω από το παράθυρο, ενώ κρατούσε το μπαστούνι του όρθιο μπροστά στα πόδια του σαν να ξαπόσταινε κι αυτός παρ’ όλο που ήταν καθισμένος, την ώρα που η γυναίκα του, με περίσσιο θάρρος, κοίταξε την κοπέλα σαν να καταλάβαινε το δράμα της βιασύνης της και ρώτησε, τι ώρα κλείνουν τα μαγαζιά, κι εκείνη της απάντησε στις εφτά, ενώ ταυτόχρονα προβληματιζόταν για το μυστήριο ύφος της, σαν να τη ρωτούσε, ακόμη ανοιχτά είναι τα μαγαζιά; Τώρα είναι εφτά, συνέχισε η κοπέλα δικαιολογώντας κάπως την παρουσία της με τόσες τσάντες στα χέρια, την ώρα που η ηλικιωμένη γυναίκα πέταξε ένα χαμόγελο, κάτι τέτοιο μεταξύ αμηχανίας και κατανόησης. Τα μάτια της μέσα από τα μεγάλα γυαλιά μυωπίας και πρεσβυωπίας έμοιαζαν ανήμπορα ν’ ακολουθήσουν τον ρυθμό όσων εκτυλίσσονταν γύρω της: ποιος ανεβαίνει σ’ αυτήν τη στάση, ποιος κατεβαίνει, ποιος άλλος ήρθε και κάθησε δίπλα της, ποια στάση είναι η επόμενη… Μονάχα ο άντρας της μ’ ένα ήρεμο, ταυτόχρονα κάπως αδιάφορο ύφος, παρακολουθούσε την ακολουθία των σταθμών του τρένου, δείχνοντας ότι δεν ενδιαφέρεται για γυναικείες συζητήσεις παρά μόνο για πρακτικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το πότε θα έφθαναν στον προορισμό τους.

Η γυναίκα κοιτούσε κάθε τόσο την κοπέλα προσπαθώντας να πιάσει συζήτηση και το κατάφερε ξεκινώντας με την ερώτηση σε ποιον σταθμό κατεβαίνει, όταν εκείνη κάνοντας αέρα στο πρόσωπό της λόγω ζέστης απάντησε, Μαρούσι, και κούνησε το κεφάλι γνωρίζοντας ότι ακόμη είχε δρόμο μέχρι τότε, την ώρα που αυτήν τη δυσαρέσκεια τη φούντωσε το πλήθος κόσμου, σαν σαρδέλες, που μπήκαν στο βαγόνι μόλις πριν από λίγο. Ο άντρας μουρμούρισε προς τη γυναίκα του, εδώ είναι ο Άγιος Ελευθέριος, περίμενε μερικά δευτερόλεπτα να τη δει να κάνει τρεις φορές τον σταυρό της και στη συνέχεια τον έκανε κι εκείνος μία. Η κοπέλα δεν πίστευε τη ζέστη που επικρατούσε μέσα στο βαγόνι, γι’ αυτό έβγαλε τη ζακέτα της και στερέωσε τα γυαλιά ηλίου στο κεφάλι ώστε να κρατούν τα μαλλιά της μακριά από το πρόσωπο. Η ηλικιωμένη συνέχισε λέγοντας ότι κι εκείνοι στο Μαρούσι κατεβαίνουν, στη γειτονιά τους ο Επιτάφιος θα έκανε την περιφορά του κατά τις οχτώ, κι έπειτα ρώτησε την κοπέλα ποια ενορία είχε κοντά της, εκείνη την κοίταξε με αμφιβολία και είπε ότι δεν είναι από την περιοχή απλώς είχε ταξιδέψει στην Αθήνα για μερικές μέρες, και παρακολουθούσε την ηλικιωμένη να κουνάει το κεφάλι καταφατικά, πιστεύοντας όμως ότι η απάντηση δεν της άρεσε καθόλου. Με μισό μάτι παρατήρησε και τον άντρα της να την κοιτά, σαν να της έλεγε πού ταξιδεύεις Πασχαλιάτικα και γύρισε το βλέμμα του γρήγορα προς το παράθυρο για να συνεχίσει την περιήγηση στους σταθμούς.

Όταν ακούστηκαν ξανά τα φρένα του τρένου ο ηλικιωμένος στράφηκε προς τη γυναίκα του και μουρμούρισε, εδώ είναι η Αγία Βαρβάρα, περιμένοντας να κάνει εκείνη τον σταυρό της. Δεν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και τον έκανε τρεις φορές, ενώ στη συνέχεια εκείνος μία. Η κοπέλα απέναντι το έπαιζε αδιάφορη, δίχως να δίνει σημασία στις έμμεσες προτροπές του ηλικιωμένου, άλλωστε σκεφτόταν περίμενε πώς και πώς να κατέβει ώστε να τελειώσει αυτό το μαρτύριο, καθώς οι τσάντες άρχιζαν να κόβουν τα δάχτυλά της από το βάρος. Η προηγούμενη απάντησή της όμως προς τη γυναίκα είχε εξάψει την περιέργειά της και έτσι η υποψία της ότι θα συνέχιζε επιβεβαιώθηκε λίγα λεπτά έπειτα, όταν τα βλέμματά τους συνέπεσαν, για δουλειές ήρθες ή διακοπές, κι εκείνη απάντησε για διακοπές κυρίως, μιας και λόγω δουλειάς έχουμε ρεπό, και η γυναίκα συνέχισε, ωραία, χαμογέλασε, πού δουλεύεις, και η κοπέλα, είμαι δασκάλα, την ώρα που το χαμόγελο της γυναίκας έγινε τόσο πλατύ, πραγματικό αυτή τη φορά, λέγοντας, μπράβο σου, φαίνεται από το παρουσιαστικό σου!… Τότε, ήταν και η στιγμή του άντρα να περάσει στο επόμενο επίπεδο, αφού την κοίταξε και κούνησε ως αναγνώριση το κεφάλι του παρά την αμετακίνητη έκφραση αυτού του ήρεμου, απαθούς ύφους.

Το τρένο φάνηκε να μειώνει ταχύτητα και οι τρεις τους έστρεψαν το βλέμμα προς το παράθυρο. Είχαν ακόμη μερικές στάσεις, σκεφτόταν η κοπέλα, καθώς όσο περνούσε η ώρα το τρένο άδειαζε σιγά σιγά. Ο άντρας ακούστηκε να μουρμουράει προς τη γυναίκα του, εδώ είναι το νεκροταφείο, κι εκείνη κούνησε το κεφάλι πιστεύοντάς τον, κάνοντας και πάλι τον σταυρό της τρεις φορές. Εκείνος την ακολούθησε κάνοντάς τον μία. Η κοπέλα σκεφτόταν πλέον ποιες στάσεις είχαν ακόμη εμπρός τους, σε ποιες βρίσκονταν κοντά εκκλησίες, την ώρα που η ηλικιωμένη τη διέκοψε λέγοντας, μακάρι να είχα πόδια γερά να μπορώ να πάω κι εγώ για κανένα ψώνιο, αλλά τώρα, και με αυτήν την κατάσταση, τι περιμένεις, και η κοπέλα απάντησε ευγενικά, ναι, ναι, ενώ η ηλικιωμένη συνέχισε, πώς μας τα έχουν κάνει έτσι, ακόμη κι εσείς περνάτε δύσκολα, σκέψου εμείς με μία σύνταξη, κουτσοφαγωμένη… Ναι, ναι, συνέχισε να λέει η κοπέλα κουνώντας το κεφάλι της, πώς μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό, παρά μόνο έβλεπε συχνά πυκνά το ρολόι, είχε περάσει μισή ώρα.

Τότε βρήκα την ευκαιρία να προσθέσω ένα σχόλιο στην όλη αυτήν κατάσταση, μιας και καθόμουν μερικές θέσεις παραπέρα, τι φταίνε κι αυτοί τη δουλειά τους κάνουν, όταν γύρισαν και οι τρεις τους και με κοίταξαν, ακόμη και ο ηλικιωμένος που ήταν κολλημένος στο παράθυρο, σκεπτόμενοι τι θέλει τώρα αυτός και μπλέκεται. Ωστόσο, συνέχισα, αφού εμείς, τα πρόβατα, τους ψηφίσαμε καλά να πάθουμε, και καθώς ανέβασα τον τόνο της φωνής, συμφώνησαν σχεδόν ταυτόχρονα, ναι, ναι, δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς, όταν μερικά δευτερόλεπτα μετά η ηλικιωμένη διέκοψε απότομα την κουβέντα φοβούμενη ίσως τον υψηλό τόνο της φωνής μου, ή την άγνωστη περίεργη παρουσία μου.

Στις τελευταίες στάσεις η ηλικιωμένη παραμέρισε και την κοπέλα από τη συζήτηση, καθώς ο άντρας της επέμενε, τώρα είναι το Ολυμπιακό Στάδιο, ενώ εκείνη υποστήριζε ότι τώρα φθάνουμε Νερατζιώτισσα, κι εκείνος συνέχιζε, είναι το Ολυμπιακό Στάδιο, θα δεις, του απαντούσε, δεν είναι, το περάσαμε, αν είναι Νερατζιώτισσα, θα πρέπει να σηκωθείς, και καθώς προχωρούσε το τρένο η κοπέλα γνώριζε την απάντηση, αλλά δεν ήθελε να βρει τον μπελά της, γι’ αυτό έμενε αμέτοχη. Είδες; Νερατζιώτισσα φθάσαμε, του είπε μόλις εμφανίστηκε το εμπορικό κέντρο, και ο άντρας δεν απάντησε, καθώς κατάλαβε ότι είχε χάσει τον υπολογισμό. Η κοπέλα σκεφτόταν ότι αυτή ήταν μια μικρή δικαίωση, αφού για μια φορά σε όλη τη διαδρομή η ηλικιωμένη ύψωσε ανάστημα. Ο άντρας καθόταν τώρα πιο μουτρωμένος από πριν, δίχως καν να μουρμουράει. Έτσι είναι, σκεφτόταν η κοπέλα, όταν έχουν άδικο μονάχα σταματούν. Μακάρι να σταματούσε όμως κάθε φορά που είχε άδικο και ο δικός μου… Αλλά εκείνος το τραβάει, θέλει να βγει και από πάνω!…, και συνέχιζε να κοιτάει τον ηλικιωμένο με μία δόση ευχαρίστησης. Τώρα, σειρά είχε η γυναίκα του, η οποία άρχισε να τον προειδοποιεί, σήκω γιατί δεν θα μπορείς μετά, μέχρι να πάρεις τα πόδια σου θα κλείσουν οι πόρτες, και έπειτα με τα πολλά λόγια εκείνος το πήρε απόφαση και σηκώθηκε όρθιος αιωρούμενος μεταξύ του μπαστουνιού και του χεριού της γυναίκας του. Η κοπέλα παρά την αρνητική διάθεση του ηλικιωμένου, άφησε τις τσάντες από το ένα χέρι και του έδωσε μια πρόσθετη βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς, κι εκείνη θα κατέβαινε μαζί τους. Συλλογιζόταν πως ούτε μία φορά δεν ρώτησε σε ποια ενορία θα πήγαιναν εκείνοι, την ώρα που η ηλικιωμένη έβγαινε από το βαγόνι με το κεφάλι ψηλά και τον άντρα της να συνειδητοποιεί πόσο εξαρτημένος πλέον ήταν από εκείνη και παράλληλα λυπόταν που το αντίθετο δεν ίσχυε καθόλου.

 

 

 

* O Δημήτρης Λαδικός  γεννήθηκε στη Ρόδο τον Αύγουστο του ’86. Εκτός από ένα διάλειμμα σπουδών στην Αθήνα, μεγάλωσε και εργάζεται τα τελευταία χρόνια μόνιμα στο νησί. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση. Ασχολείται με τη λογοτεχνία, και ιδιαίτερα τη συγγραφή διηγημάτων. Ταυτόχρονα διατηρεί προσωπικό blog, αναρτώντας άρθρα τόσο εκεί όσο και σε άλλα site του εξωτερικού. Η μουσική παιδεία τον ακολουθεί παρέα με τις λογοτεχνικές ανησυχίες.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top