Fractal

Το αφόρητο βάρος της ευτυχίας

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Λίγη ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα, μτφ: Μαρία Ξυλούρη, σελ. 890, Εκδ. Μεταίχμιο

 

Κόντρα σε κάθε άδικο, με την μετρημένη έκφραση του οσιομάρτυρα που αγόγγυστα δέχεται τους οικτιρμούς και τα κύματα της μοίρας, οι ήρωες που περισσότερο προσελκύουν και μένουν στη μνήμη, είναι οι «χτυπημένοι» από την ειμαρμένη. Αυτοί για τους οποίους, όπως έλεγε και ο Γκαίτε: «Κάθε παρηγοριά είναι χυδαία και μοναδικό καθήκον τους είναι η απελπισία».

Οι ηρωισμοί στην περίπτωσή τους απέχουν, καθώς υπερέχει αισθητά η αίσθηση της αμετάβλητης απώλειας – μιας ατυχία εκθετικής, βάναυσης, ατιμωτικής. Ακόμη και αν ο σκοπός τους είναι υψηλόφρων, ακόμη και αν τα κίνητρά τους είναι βαθύτατα ανθρώπινα. Ο Προμηθέας, ο Οιδίποδας, ο Γιάννης Αγιάννης: όλοι φέρουν μια αρετή που δεν μπορεί να προσελκύσει την επιείκεια. Ό,τι είναι καθορισμένο να τους συμβεί, με όση φρόνηση κι αν σταθούν μπροστά στην τραγωδία τους, είναι καταδικασμένοι να υπομείνουν (στωικά ή με οξύ πόνο) τα επίχειρα της μοίρας.

Αν η Χάνια Γιαναγκιχάρα επιδίωκε να μεταφέρει στο σήμερα έναν τέτοιο «χτυπημένο» ήρωα στο πρόσωπο του κεντρικού της πρωταγωνιστή, του Τζουντ, τότε το κατάφερε, όμως δεν είναι τόσο σίγουρο πως το κίνητρό της ήταν ακριβώς αυτό.

Υπάρχει, εξαρχής, ένα οξύμωρο στο δεύτερο μυθιστόρημά της: αναφέρεται στη «Λίγη ζωή» και την ντύνει με 890 σελίδες (!) – τουλάχιστον στην ελληνική εκδοχή (αν δεν απατώμαι η αμερικανική εκδοχή αγγίζει τις 720 σελίδες).

Όμως ούτε κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολεί: το γαργαντουικό περίβλημα του βιβλίου δεν είναι δηλωτικό της αξίας του. Κανένα βιβλίο δεν είναι αυτόχρημα καλό επειδή είναι πολυσέλιδο (τουναντίον).

Εδώ έχουμε μια παρέα τεσσάρων παιδιών με διαφορετικό παρελθόν το καθένα που γνωρίζονται στο campus του πανεπιστημίου στο οποίο φοιτούν και έκτοτε δένονται τόσο γερά μεταξύ τους που δημιουργούν μια μικρή κοινωνία ξεχωριστή από όλες τις υπόλοιπες. Αυτά τα τέσσερα παιδιά είναι ένας κόσμος αυθύπαρκτος, αλλά όχι εντελής. Για όλους υπάρχει μια μικρή ή μεγάλη αμυχή που προέρχεται από τον ευρύτερο κόσμο που στανικά και επιθετικά εισβάλλει στην «οικογένειά τους».

Είναι ο Γουίλεμ που ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός και τελικά καταφέρνει να γίνει σταρ του Χόλιγουντ. Είναι ο Μπι Τζέι που φιλοδοξεί να γίνει σημείο αναφοράς στην εικαστική σκηνή της Νέας Υόρκης και, ναι, γίνεται ένας σημαίνων καλλιτέχνης. Είναι ο Μάλκομ που του αρέσει να καταγίνεται με κατασκευές και τελικά εργάζεται ως αρχιτέκτονας σε μια άκρως δυναμική εταιρεία. Και είναι ο Τζουντ, ο κλειστός και ανέγγιχτος Τζουν, ο καχεκτικός Τζουν, που δεν έχει καμία δηλωμένη προσδοκία, πέραν της αγάπης του για τα μαθηματικά, που γίνεται, τελικά, μεγαλοδικηγόρος. Θα μπορούσε να είναι μια promenade στα δάση της ενηλικίωσης με μια δόση από διάσπαρτα στόρι επιτυχημένης οικονομικής και κοινωνικής ανόδου τούτο το μυθιστόρημα. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στα χρόνια που τα «χρυσά» αγόρια έβριθαν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Αυτό που αλλάζει τις σταθερές του μυθιστορήματος προσδίδοντάς του επικές, γκόθικ, αλλά και θρίλερ εκφάνσεις είναι η σταδιακή καταβύθιση στο κρυμμένο -από τον ίδιο- παρελθόν του Τζουντ. Ποιος είναι; Από πού προέρχεται; Γιατί είναι φιλάσθενος και στο τέλος σακάτης; Ο ίδιος επιμελώς κρύβει την ταυτότητά του και το μόνο που λέει είναι ότι ορφάνεψε μικρός.

Η Γιαναγκιχάρα ανοίγει τα πέταλα της ιστορίας αργά, υποβλητικά, βασανιστικά: με συνεχόμενα χρονικά και τοπικά μπρος πίσω μάς μεταφέρει στα σημεία του δράματος όπου ο Τζουντ ήταν μονίμως το θύμα. Βρέθηκε βρέφος σε ένα κάδο, τον περιμάζεψαν κάτι μοναχοί, τον πήραν στην μονή τους, τον κακομεταχειρίστηκαν, εκείνος το έσκασε με έναν μοναχό που αποδείχθηκε παιδόφιλος και προαγωγός του, καταλήγει εν συνεχεία σε ίδρυμα όπου εκεί υφίσταται νέες ταπεινώσεις, το σκάει ξανά για να καταλήξει στα χέρια ενός παράφρονα ψυχίατρου ο οποίος σαδιστικά του δίνει το ύστατο χτύπημα. Του τσακίζει ολότελα το σώμα. Έκτοτε, ακόμη και αν τα πράγματα πήραν το δρόμο τους, ο Τζουντ ήταν ένας άλλος άνθρωπος: γεμάτος αυταπάχθεια, αναγάπητος, έμφοβος, μαραμένος, παραδομένος στον αυτοοικτιρμό του.  Φτάνει στο σημείο να προκαλεί συνεχόμενους τραυματισμούς στον εαυτό του (κόβεται με ξυράφια) για να ξορκίσει το κακό που θάλλει μέσα του.

Εστω κι έτσι υπάρχουν άνθρωποι που του στάθηκαν: ο μέντορας της δικηγορίας, ο Χάρολντ που τον υιοθετεί επισήμως. Ο γιατρός του που ακόμη και γνωρίζει τους αυτοτραυματισμούς του (και την απόπειρα αυτοκτονίας του) τον αποδέχεται όπως είναι. Ο Γουίλεμ που τον αγαπάει πραγματικά, που θυσιάζει την καριέρα του γι’ αυτόν και ουσιαστικά τον παντρεύεται πηγαίνοντας κόντρα στην ετεροφυλοφιλική φύση του. Κι όμως, ελπίδα σωτηρίας δεν έχει ο Τζουντ. Η Γιαναγκιχάρα δεν του δίνει καμία τέτοια λαβή. Αντιθέτως, τον αφήνει έκθετο στα χτυπήματα της μοίρας, τα οποία έρχονται κατά πάνω του (κατ’ επέκταση πάνω σε όλους τους ήρωες) με ηχηρό τρόπο. Κανείς δεν σώζεται στην πραγματικότητα στη «Λίγη ζωή». Ακόμη κι αυτοί που θα συνεχίζουν να ζουν, η βιωτή τους θα είναι ολίγιστη και συναισθηματικά χθαμαλή.

 

Hanya Yanagihara

 

Ξέρω, το μυθιστόρημα έχει σηκώσει έναν αμφίρροπο αγώνα μεταξύ των αρνητών και των θιασωτών του. Λογικό, καθώς πρόκειται για βιβλίο που είναι «καταδικασμένο» (όπως και οι ήρωες) να προκαλεί αμφίθυμα συναισθήματα. Σε ταράζει, αλλά και σε ξεκουνάει από τη θέση σου. Είναι ικανό να προκαλέσει οργή, πόνο, ταύτιση, απορία, δυσθυμία, οίκτο και κάμποσες άλλες ακραίες αντιδράσεις, τις οποίες η Γιαναγκιχάρα φαίνεται πως δεν θέλησε ποτέ να μετριάσει ή να τους κατεβάσει τη θερμοκρασία όσο έγραφε. Αντιθέτως, γράφει με αυτό ακριβώς τον σκοπό: να προκαλέσει όλα τούτα τα αντικρουόμενα συναισθήματα. Είναι χειριστικός ο τρόπος της; Ναι, μπορείς να το πεις. Αν και σε αρκετά σημεία είναι επιδέξιος και μαγικός.

Το μυθιστόρημα στις ΗΠΑ έγινε δεκτό από τις LGBT κοινότητα με ενθουσιασμό: έγινε η βίβλος των queer και το αποκούμπι κάθε απόξενου ομοφυλόφιλου (και δεν είναι λίγοι στη χώρα του Τραμπ). Κι όμως, αυτό δεν φτάνει για να κάνει ένα βιβλίο εμβληματικό.

Και εκεί ακριβώς είναι το ζήτημα: η «Λίγη ζωή» είναι σαν πολύκλαδος κλώνος. Υπάρχουν σημεία του που δεν μπορείς παρά να σταθείς ενεός μπρος στη δύναμη των λέξεων και την μαγγανεία της λογοτεχνίας και σε άλλα, αν είσαι λίγο υποψιασμένος, να μην σκεφτείς ότι γράφτηκαν επί σκοπώ. Και πάλι: το ζήτημα δεν είναι αν θα έπρεπε να κόψει 100 ή 200 σελίδες, δεν είναι μετρήσιμο είδος ο όγκος σε ένα βιβλίο, αλλά η αίσθηση ότι γράφτηκε με την πρόθεση να γίνει περιλάλητο για τα πάντα ενώ δεν μιλάει για τα πάντα. Ακόμη και ο Τζουντ, που είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, υπάρχουν στιγμές που δείχνει υποφωτισμένος, σε αντίθεση με τον Γουίλεμ τον οποίο φαίνεται η συγγραφέας να συμπάθησε περισσότερο.

Αν πρέπει να διαβαστεί το βιβλίο; Ναι, δίχως δεύτερη σκέψη. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα που μπορείς να προσπεράσεις αβρόχοις ποσίν. Φέρει ένα δυναμικό στοιχείο που το κάνει ολότελα γοητευτικό και μια άλλη αντίρροπη που το μετατρέπει σε όργανο πεισματάρικης και προγραμματισμένης εκ των προτέρων τελικότητας. Δεν είναι τυχαίο πως σε ολόκληρο το βιβλίο δεν υπάρχει κάθαρση ή σωτηρία.

Η μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη δεν πρέπει απλώς να επαινεθεί, αλλά της αξίζουν όλα τα μπράβο για την άξια δουλειά που έφερε εις πέρας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top