Fractal

Στο καμίνι της Ιστορίας

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Ισίδωρος Ζουργός «Λίγες και μία νύχτες», Εκδόσεις Πατάκη

 

Ο Λευτέρης Ζεύγος ή Ευγένιος Ζιρντό ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένας γέρος τυφλός, που πέρασε πάρα πολλά στη ζωή του, όπως οι ήρωες των παραμυθιών και θέλοντας να τα καταγράψει, γιατί δεν μπορεί να το κάνει μόνος του λόγω τυφλότητας, έβαλε μία αγγελία στις εφημερίδες και ζητούσε ένα νέο πτυχιούχο φιλολογίας, για απογευματινή απασχόληση. Ο νέος που προσελήφθη ονομαζόταν Ορέστης. Από τις αφηγήσεις γρήγορα ο Ορέστης κατάλαβε ότι θα έβγαινε ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο, οπότε ανέλαβε το ρόλο του συγγραφέα.

Μέσα από αυτό το μυθιστόρημα που έγραψε ο Ορέστης δεν μαθαίνουμε μόνο για τη ζωή και τις ταλαιπωρίες που πέρασε ο Λευτέρης, αλλά και σαν κινηματογραφική ταινία, περνά όλη η Ιστορία της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης στις περιόδους αυτές.

Ο Λευτέρης γεννήθηκε το 1898 από Έλληνα πατέρα τον Γιάννη και Γαλλίδα μητέρα τη Ζιζέλ. Η μητέρα του έπαψε να εργάζεται για να τον μεγαλώσει σωστά. Του διάβαζε παραμύθια, όπως του έμαθε και τη γαλλική γλώσσα. Ο Λευτέρης από μικρό παιδάκι βγήκε στη βιοπάλη πουλώντας εφημερίδες και βοηθώντας τον πατέρα του στους κήπους, που ανελάμβανε για να βγάζει το μεροκάματο. Ο Γιάννης Ζεύγος δούλευε στην έπαυλη Αλλατίνι, όταν μια νύχτα με πλήρη μυστικότητα, στέγασαν εκεί τον έκπτωτο Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ. Τον Σουλτάνο τον επισκεπτόταν ένας Τραπεζίτης ο Αλπερέν μπέης για να διαχειρίζεται την περιουσία του. Έφερνε μαζί του και την κόρη του, τη Μίρζα, για να διασκεδάζει τον πασά με το χορό της. Εκεί την είδε για πρώτη φορά ο Λευτέρης και την ερωτεύτηκε.

Τον Αύγουστο του 1917 όταν ξέσπασε μια μεγάλη αναπάντεχη φωτιά και κάηκαν πολλά σπίτια και καταστήματα σε πολλές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης όλα τα υπάρχοντα του Λευτέρη, ήταν ο Αλπερέν που του έδωσε στέγη και χρήματα και θέλησε επίσης να τον βοηθήσει να μάθει το εμπόριο και να μπορέσει να βγάζει χρήματα. Όσο έμενε στο σπίτι αυτό έβλεπε πιο συχνά τη Μίρζα, που την αγαπούσε και προσπάθησε να διατηρήσει μαζί της μία σταθερή αλληλογραφία. Όταν πληροφορήθηκε ο Αλπερέν ότι η κόρη του ήταν ερωτευμένη μ’ αυτό το φτωχόπαιδο προσπάθησε να τους χωρίσει. Ήδη ο Λευτέρης ήταν σε ηλικία που θα μπορούσε να καταταγεί στο στρατό μια και είχε ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και η πατρίδα είχε ανάγκη από στρατιώτες. Όμως είχαν καεί όλα τα έγγραφα με την πυρκαγιά και δεν υπήρχαν στοιχεία για να τον καλέσουν. Σ’ αυτό βοήθησε και ο Αλπερέν, που τον κατέδωσε, για να γλιτώσει την κόρη του απ’ αυτόν. Έτσι στις 19 Μαΐου του 1918 κατετάγη στον στρατό. Το Νοέμβριο του 1918 τελείωσε κι επίσημα ο πόλεμος, γιατί η Γερμανία παραδόθηκε, όμως ο Λευτέρης δεν ήταν τυχερός να πάει σπίτι του, γιατί ο Βενιζέλος έστειλε το Α’ Σώμα που υπηρετούσε ο Λευτέρης στην Ουκρανία να πολεμήσουν στον εμφύλιο μιας άλλης χώρας εναντίον των μπολσεβίκων για χατίρι των Αγγλογάλλων, που είχαν συμφέροντα εκεί.

Στην Οδυσσό συνάντησαν πολλούς πλούσιους Έλληνες που τους  καλοδέχτηκαν, όμως το βορειοδυτικό μέτωπο δεν παλευόταν. Το μαστίγωναν χιονοθύελλες με θερμοκρασίες ανάμεσα στους μείον 20 με μείον 30 βαθμούς. Οι στρατιώτες δεν ήθελαν να πολεμούν. Υπήρχαν επίσης πολλοί απείθαρχοι και λιποτάκτες. Ο Μιχάλης Τριανταφύλλου συναγωνιστής του Λευτέρη ήθελε να προσχωρήσει στους Κόκκινους, γιατί είχε διαβάσει το βιβλίο «το σιδερένιο τακούνι» και είχε επηρεαστεί, γιατί μίλαγε για ισότητα όλων των ανθρώπων σε όλους τους τομείς. Έτσι κάποια μέρα εξαφανίστηκε. Τον βρήκε όμως ο Λευτέρης  σκοτωμένο και να τον τρώνε τα πουλιά, όταν χάθηκε κι αυτός μέσα στη χιονοθύελλα πηγαίνοντας να βρει μια ομάδα Γάλλων. Μέσα στη χιονοθύελλα καθώς προχωρούσε συνάντησε κι έναν Γάλλο τον Νατόν που είχε λιποτακτήσει και μαζί βρήκαν στέγη στο σπίτι της  γριάς Γιορντάνκα. Υπολόγιζαν να φύγουν την άνοιξη που θα καλυτέρευε ο καιρός, γιατί θα πέθαιναν από την πείνα. Εν τω μεταξύ οι ξένες δυνάμεις όπως και ο ελληνικός στρατός εγκατέλειψαν τη χώρα, αλλά και οι Έλληνες που κατοικούσαν εκεί άρχισαν να φεύγουν. Έτσι την άνοιξη ο γιος της Γιορντάνκα τους βοήθησε να φτάσουν στο λιμάνι της Σεβαστουπόλεως και από εκεί αφού άλλαξαν τα ονόματά τους, για να μη συλληφθούν σαν λιποτάκτες, το Δεκέμβριο του 1919 βρέθηκαν στο Παρίσι. Ο Λευτέρης έγινε Ευγένιος Ζιρντό και ο Νατόν, Σεμπαστιάν Μπυβέ.

Στη Γαλλία κατάφερε να συνεργαστεί στην αρχή με τον πιο ισχυρό άντρα της Γαλλίας τον Βασίλειο Ζαχάρωφ, ελληνικής καταγωγής, έμπορο όπλων, πλοίων, υποβρυχίων, πετρελαίων και ακινήτων. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως δεν ήταν καλός ούτε για να είναι μπράβος του Ζαχάρωφ, αλλά ούτε για οικονομικός σύμβουλος κι αποφάσισε να κάνει δική του δουλειά να μεταφέρει λάδι από Ελλάδα και Αφρική, όμως όχι νόμιμα, αλλά αδήλωτα με καράβια ανασφάλιστα μια και είχε μπλέξει με ανθρώπους του υποκόσμου, που ήταν ανακατωμένοι με λαθρεμπόρια και οργανωμένο έγκλημα. Στις μεταφορές που έκανε μαζί με τα λαθραία λάδια  συνυπήρχαν όπλα και διάφορες σκόνες. Όταν οι έμποροι αυτοί σταμάτησαν να συνεργάζονται μαζί του έστρεψε το ενδιαφέρον του στα διαμάντια της Αμβέρσας, αλλά γρήγορα διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου βρισκόταν σε Εβραϊκά χέρια και ότι ήταν αδύνατον να εισχωρήσει, αφού η αγορά ήταν ήδη κορεσμένη, κλειστή και περιφρουρούμενη. Πριν φύγει από την Αμβέρσα συνάντησε ένα γνώριμο από τα παλιά τον Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, που ήταν διευθυντής στην Κλωστοϋφαντουργία «Γόρτυς Α.Ε.», στην Αθήνα και του πρότεινε να γίνει Διευθυντής στην ίδια εταιρεία, αλλά στη Θεσσαλονίκη. Τη στιγμή που επαγγελματικά ήταν στον αέρα, δέχτηκε με ευχαρίστηση. Έτσι το 1933 επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.

 

Ισίδωρος Ζουργός

 

Από τις διηγήσεις του Ζιρντό στον Ορέστη, μαθαίνουμε και για τις γυναικείες κατακτήσεις του. Στο πλοίο που τους μετέφερε από το λιμάνι της Σεβαστουπόλεως στο Παρίσι συνάντησε την Καλίνα Αλεξέγιεβνα, Ρωσίδα, χήρα συνταγματάρχη, και σύναψαν σχέση, που όταν με τη βοήθειά της ουσιαστικά, βρήκε δουλειά στον Ζαχάρωφ, μέσω του θείου της, γρήγορα την παράτησε. Μία άλλη γυναίκα που την ερωτεύτηκε επειδή είχε μελιά μάτια σαν της μητέρας του, ήταν η Χρυσάννα, γυναίκα του συμπολεμιστή του στην Ουκρανία, Μιχάλη, που έφυγε για να βρει τους Κόκκινους και πριν φύγει του έδωσε το σταυρό του και τον παρακάλεσε να πάει στο ορεινό χωριό που έμενε και να το δώσει στο γιό του, πράγμα που έκανε, όταν βρέθηκε στην Ελλάδα  σε αποστολή του Ζαχάρωφ. Όταν έμαθε ότι ο γιος του Μιχάλη είχε πεθάνει κι αφού και ο Μιχάλης είχε πεθάνει, πήρε την Χρυσάννα στην Αθήνα, αλλά όταν χρειάστηκε να φύγει για τη Μασσαλία την παράτησε χωρίς να της πει κουβέντα. Στη Μασσαλία γνώρισε την κόρη του πιο πλούσιου δικηγόρου, που ήταν και δικηγόρος του, την Κατρίν, που την παράτησε λίγο πριν φύγει για την Αμβέρσα, όταν έμαθε πως ήταν έγκυος. Η τελευταία γυναίκα που γνώρισε ήταν στην Αμβέρσα. Ήταν η Σάνε γυναίκα ελευθερίων ηθών, αλλά την συμπόνεσε και μάλιστα την πήρε μαζί του στη Θεσσαλονίκη, η οποία δυστυχώς αρρώστησε και πέθανε τριάντα ενός  ετών.

Στην Ευρώπη, αλλά και στη Θεσσαλονίκη βέβαια επικρατούσε φτώχεια, δυστυχία, πείνα εφ’ όσον οι Γερμανοί είχαν κηρύξει το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Από τους βομβαρδισμούς το μισό και παραπάνω εργοστάσιο  καταστράφηκε κι άρχισε να υπολειτουργεί. Οι Γερμανοί μαζεύανε τους Εβραίους τους χλευάζανε και τους φόρτωναν στα τρένα για την Πολωνία. Οι Γερμανοί επίσης επίταξαν το σπίτι της Μίρζα, η οποία ωστόσο είχε παντρευτεί έναν Έλληνα Χριστιανό κι έγινε και αυτή Χριστιανή. Πήρε το Χριστιανικό όνομα Ευγενία με χαϊδευτικό Τζένη. Όταν ήρθε η ίδια να ζητήσει το σπίτι της, από τους Γερμανούς, που το επίταξαν παράνομα, της θύμισαν την Εβραϊκή της καταγωγή και την απείλησαν να της δώσουν το κίτρινο αστέρι και να την στείλουν στην Πολωνία. Έτσι αναγκάστηκε ο Λευτέρης να την κρύψει στην αρχή στο εργοστάσιο, γιατί ένα δωμάτιο του σπιτιού του το είχε επιτάξει ο Γερμανός υπολοχαγός Κράουζε και όταν έφυγε για το Ανατολικό μέτωπο την έκρυβε στο υπόγειο του σπιτιού του. Εκεί έκρυβε κι ένα κοριτσάκι, μια Εβραιοπούλα τη Ρίβκα, κόρη ενός συνεργάτη του από τα παλιά, που ήταν Εβραίος και θα τον έστελναν στην Πολωνία. Τον παρακάλεσε να την κρύψει, γιατί ήταν άρρωστη και φοβόταν μη πεθάνει στο δρόμο.

Το 1945 η Γερμανία συνθηκολόγησε και ο πόλεμος τελείωσε. Έτσι η Μίρζα έφυγε για να πάει στον άντρα της και στο γιο της. Όμως συνέβη και κάτι άλλο, που δεν το περίμενε. Εμφανίστηκαν στο σπίτι του κάποιοι αντιπρόσωποι του Ιδρύματος Μετανάστευσης παιδιών και νέων, που έχει την έδρα του στην Παλαιστίνη και κρατώντας στα χέρια τους επίσημα έγγραφα υπογεγραμμένα, του ζήτησαν να πάρουν τη Ρίβκα και να τη στείλουν στην Παλαιστίνη, για μια νέα αρχή. Ο Λευτέρης στεναχωρήθηκε πολύ, γιατί την αγάπησε σαν παιδί του, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η Ρίβκα δεν τον ξέχασε ποτέ, του έγραφε πάντα και όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε του έστειλε φωτογραφίες του άντρα της και των παιδιών της.

Βρισκόμαστε στο 1960. Το εργοστάσιο «Γόρτυς Α.Ε.» πουλήθηκε και ο Λευτέρης πήρε μια μεγάλη αποζημίωση. Μ’ αυτά τα χρήματα άλλαξε επάγγελμα. Συνεταιρίστηκε με τον Άλκη που ήταν αρχιτέκτονας και ξεκίνησαν να χτίζουν πολυκατοικίες παίρνοντας αντιπαροχή τα οικόπεδα. Εντωμεταξύ οι εφημερίδες οργίαζαν ότι στην Πόλη οι Τούρκοι κατέστρεφαν μαγαζιά Ελλήνων. Οι εκεί Έλληνες άρχισαν να περνούν δύσκολα. Πρόσφυγες έρχονταν σωρηδόν. Στις 14 Σεπτεμβρίου κατέφθασε και η Μίρζα με την οικογένειά της στο σπίτι της. Ο Λευτέρης απ’ όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη είχε νοικιάσει ένα σπίτι απέναντι από το σπίτι της Μίρζα, που τώρα το έχει αγοράσει και είναι δικό του. Όμως αυτός αρχίζει να χάνει το φως του. Διαπιστώθηκε ότι πάσχει από ωχροπάθεια, δηλαδή αλλοίωση της ωχράς κηλίδας και οδηγείται σε τύφλωση. Εξαιτίας αυτής της ασθένειας γκρεμοτσακίστηκε από μία σκαλωσιά κι έσπασε δυο πλευρά. Όσο ήταν άρρωστος στο κρεβάτι πέθανε και ο άντρας της Μίρζα. Της άφησε χρέη και είναι απένταρη. Ο Λευτέρης για να την εξασφαλίσει γκρέμισε την έπαυλη, πήρε το οικόπεδο αντιπαροχή κι έκτισε μία πολυκατοικία, όπου της παραχώρησε τα μαγαζιά, για να έχει ένα έσοδο και της έδωσε ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο να μένει με το γιο της κι εκείνος κράτησε το ρετιρέ. Όταν μετακόμισε στο ρετιρέ γκρέμισε και το σπίτι που έμενε κι έγινε και αυτό πολυκατοικία. Η συνοικία των Εξοχών είναι τώρα πια μία ανάμνηση. Η οδός έξω από το σπίτι, δρόμος πλέον ταχείας κυκλοφορίας μετονομάστηκε σε Βασιλίσσης Όλγας.

Ο Λευτέρης τυφλός πλέον μένει τώρα στο ρετιρέ της πολυκατοικίας με την οικιακή βοηθό την Κορίννα και την οικονόμο του τη Τζένη, πρώην Μίρζα, η οποία έχει παντρέψει το γιο της και είναι και γιαγιά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top