Fractal

Η περίληψη του κόσμου

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Ισίδωρος Ζουργός «Λίγες και μία νύχτες», εκδόσεις Πατάκη

 

Ο Λευτέρης Ζεύγος ή Ευγένιος Ζιρντό ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένας γέρος τυφλός, που πέρασε πάρα πολλά στη ζωή του, όπως οι ήρωες των παραμυθιών και θέλοντας να τα καταγράψει, γιατί δεν μπορεί να το κάνει μόνος του λόγω τυφλότητας,  έβαλε μία αγγελία στις εφημερίδες και ζητούσε ένα νέο πτυχιούχο φιλολογίας, για απογευματινή απασχόληση. Ο νέος που προσελήφθη ονομαζόταν Ορέστης. Από τις αφηγήσεις γρήγορα ο Ορέστης κατάλαβε ότι θα έβγαινε ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο, οπότε ανέλαβε το ρόλο του συγγραφέα.

Πάνε χρόνια που ο  Γιάννης  Ζεύγος  είχε μπαρκάρει ναύτης. Η θάλασσα όμως δεν τον σήκωνε και στη Μασσαλία όπου στάθμευσε το πλοίο για λίγες εβδομάδες, γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του τη Ζιζέλ. Την πήρε μαζί του και όταν ξεμπάρκαρε, την παντρεύτηκε κι έπιασαν ένα μικρό σπιτάκι, στη Θεσσαλονίκη, κοντά στη θάλασσα. Το 1898 γεννήθηκε ο Λευτέρης ο γιος τους. Τα γράμματα δεν τα πολυήθελε, κι όλο το’ σκαγε από το σχολείο. Η μητέρα του όμως του διάβαζε πάντα ιστορίες και του μίλαγε γαλλικά κι έτσι έμαθε κι αυτήν την γλώσσα. Ο πατέρας για να βγάζει τα προς το ζην ασχολείτο με την κηπουρική. Ο Λευτέρης πούλαγε το πρωί εφημερίδες και μετά πήγαινε και  βοήθαγε  τον πατέρα του, μαθαίνοντας την τέχνη του κηπουρού.

Βρισκόμαστε στα 1909, ο Λευτέρης είναι πια έντεκα ετών και συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό στη Θεσσαλονίκη. Μες την νύχτα καταφθάνει ο έκπτωτος Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ με την οικογένειά του και τους ακολούθους του. Με πλήρη μυστικότητα τον μεταφέρουν στην έπαυλη Αλλατίνι. Σ’ αυτήν την έπαυλη δούλευε και ο πατέρας του Λευτέρη. Τώρα όμως για να μπαίνει και να βγαίνει αυτός και ο γιος του χρειάζονταν ειδική υπογεγραμμένη άδεια για να μπορούν να συνεχίζουν να περιποιούνται τον κήπο. Πολλές φορές ο Λευτέρης έμενε και τα βράδια στην έπαυλη για να αποτελειώνει τις δουλειές του κήπου και σ’ ένα από αυτά τα βράδια είδε να έρχεται στην έπαυλη ο Αλπερέν μπέης με την κόρη του, την όμορφη Μίρζα. Από εκείνη τη στιγμή ερωτεύτηκε τη Μίρζα, που ήταν κι αυτή περίπου στην ηλικία του και για να τη βλέπει τρύπωνε στην έπαυλη και την κρυφοκοίταζε από το άνοιγμα της πόρτας, αλλά και χωρίς να το θέλει κρυφάκουγε κι αυτά που έλεγε ο πασάς.

Ο Αλπερέν είναι τραπεζίτης και τον  χρειάζεται ο πασάς, γιατί η περιουσία του  πασά στην Ευρώπη είναι αμύθητη και η καινούρια κυβέρνηση θέλει να την κατάσχει. Ωστόσο ορέγεται και την κόρη του και θέλει περισσότερο την παρέα της, γιατί έχει υπομονή και ακούει τις ιστορίες του, που θέλει κάπου να τις πει για να ηρεμεί, αλλά ευχαριστιέται και τον χορό της, που χορεύει μόνο γι’ αυτόν μετά τις αφηγήσεις. Μεταξύ άλλων της εκμυστηρεύτηκε ότι είχε φτιάξει πολλά καλά για τους ανθρώπους της αυτοκρατορίας του, όπως το ότι είχε μεταφέρει σεισμογράφους στην πρωτεύουσα, τηλέφωνα, τρένα, είχε φτιάξει τη μεταλλική γέφυρα του Γαλατά, το νοσοκομείο του Χαμιδιέ, το καινούριο λιμάνι κι ένα σωρό άλλα έργα, που κανείς δεν είπε τίποτα γι’ αυτά και όλοι μιλούσαν μόνο για τα φονικά, που είχε κάνει. Όσο για τους Εβραίους της είπε πως του ήταν αδιάφοροι, οι Αρμένιοι τον προκαλούσαν και δεν τους χώνευε, τους Έλληνες όμως τους εμπιστευόταν. Ο Αλπερέν και η Μίρζα ήταν από τους Εβραίους που στην πορεία έγιναν μωαμεθανοί, οι λεγόμενοι ντονμέδες ή μαμίν.

Ο πασάς έμεινε τρία χρόνια στην έπαυλη και μετά τον φυγάδευσαν γιατί μετά από λίγο μπήκε στη Θεσσαλονίκη ο ελληνικός στρατός και τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά γι’ αυτόν και βέβαια είχε ξεκινήσει και ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος που ταλάνιζε την Ευρώπη.

Τραγικό γεγονός για το Λευτέρη ήταν ο θάνατος της μητέρας του από φυματίωση και μετά από λίγο και ο θάνατος του πατέρα του. Έτσι αποφασίζει να αφήσει το σπίτι κοντά στη θάλασσα και νοίκιασε μια κάμαρη πιο κεντρικά στην πόλη.

Τον Αύγουστο του 1917, ξέσπασε μια αναπάντεχη πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη, που κατάπιε τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα που βρίσκονταν στο Κονάκι, στη Βενιζέλου, στην πλατεία Ελευθερίας, στο φραγκομαχαλά και στις Εβραϊκές γειτονιές. Μεταξύ άλλων κάηκε και η κάμαρη που νοίκιαζε ο Λουκάς μαζί με όλα του τα υπάρχοντα ρούχα και χρήματα. Έχοντας καλή σχέση με τον Αλπερέν μπέη μια και του περιποιόταν τον κήπο του, δέχτηκε να τον φιλοξενήσει σ’ ένα καμαράκι που κοιμόταν και ο οδηγός της άμαξάς του ο Θόδωρος και να του δώσει ρούχα και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Επειδή τον έβλεπε πολύ ξύπνιο και διαφορετικό από τους άλλους προσπάθησε να τον μυήσει στο εμπόριο. Βέβαια από την πυρκαγιά δεν έχασε και λίγα ο Αλπερέν. Χάθηκαν τρία καταστήματά του, οι αποθήκες του που ήταν πίσω από την Οθωμανική Τράπεζα και ένας ολόκληρος όροφος με  γραφεία. Ο Αλπερέν μπέης ήταν από πλούσια οικογένεια, μορφωμένος, πιο πολύ Γάλλος παρά Οθωμανός ντονμές. Ήταν επιχειρηματίας ανθρώπινος συγχρόνως όμως απόμακρος, κυνικός και φιλάνθρωπος. Την εποχή που ξέσπασε η φωτιά ήταν που μόλις είχε ορκιστεί η κυβέρνηση των φιλελευθέρων με αρχηγό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι σύμμαχοι που βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη βρήκαν ευκαιρία και συμπεριφέρονταν σαν να ήταν η Θεσσαλονίκη αποικία της Αντάντ. Μάλιστα οι κάτοικοι έλεγαν πως ο Σαράιγ ο Γάλλος στρατηγός νομίζει πως διαφεντεύει Κούληδες της Ινδοκίνας ή χαμάληδες του Μαρόκου. Έμεινε πολύς κόσμος άστεγος και οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στα πρόχειρα στρατόπεδα που είχαν στήσει οι στρατιώτες της Αντάντ. Όσοι δεν χώρεσαν εκεί κοιμόντουσαν στα πεζοδρόμια, στην αυλή της Αγίας Σοφίας και της Μητρόπολης ή κάτω από την σκιά του μεσαιωνικού τείχους  στην Άνω Πόλη. Τα τρένα γέμιζαν από άστεγους που κατέφευγαν στη Θεσσαλία ή την Αθήνα. Βέβαια υπήρχαν άτομα που είχαν ασφαλιστεί σε ασφαλιστικές εταιρείες και αυτές έπρεπε να τους αποζημιώσουν βάσει συμβολαίων και ήταν πάνω από τρεις χιλιάδες συμβόλαια και προκειμένου οι ασφαλιστικές να γλιτώσουν τις αποζημιώσεις, που ανέρχονταν περίπου σε τρία εκατομμύρια λίρες, προσπαθούσαν να αποδώσουν την πυρκαγιά σε εχθρική ενέργεια.

Πολλοί μουσουλμάνοι και ντονμέδες που πίστευαν ότι θα νικήσει η Αντάντ και δε θα τους χωρούσε πια ο τόπος, ρευστοποιούσαν τα πάντα και έφευγαν προς την Τουρκία. Οι Αθηναίοι πάλι που άκουγαν για την καινούρια ανοικοδόμηση που άρχιζε στην Θεσσαλονίκη ήθελαν να επενδύσουν κι έτσι ο Αλπερέν και ο Λευτέρης αποφάσισαν να κάνουν τους μεσάζοντες, για να έχουν πρόσβαση στο εύκολο κέρδος.

Ο Λευτέρης δεν έπαψε να είναι ερωτευμένος με την Μίρζα. Είχαν μια κρυφή, αλλά σταθερή αλληλογραφία και όταν τους δινόταν η ευκαιρία συναντιόντουσαν στα κρυφά.  Δεν ήθελε όμως να φανερώσει τα αισθήματά του στον πατέρα της, γιατί πίστευε ότι δε θα του την έδινε τώρα ακόμα, που ήταν φτωχός. Ήθελε να ανέλθει λίγο και τότε να τη ζητήσει επίσημα. Όμως ο πατέρας της πληροφορήθηκε από τον αμαξά τον Θόδωρο τη σχέση τους. Ο Λευτέρης μέχρι στιγμής είχε γλιτώσει το στρατό κι έτσι δεν βρέθηκε στο μέτωπο, επειδή τα δημοτολόγια είχαν καεί και κανείς από τις υπηρεσίες δεν ήξερε την ηλικία του Λευτέρη, ώστε να τον καλέσουν για φαντάρο. Έτσι ο Αλπερέν προκειμένου να τον χωρίσει από την κόρη του, τον κατέδωσε. Το Σάββατο στις 19 Μαΐου του 1918 κατετάγη στο στρατό. Τον Νοέμβριο του 1918 τελείωσε κι επίσημα ο πόλεμος, γιατί η Γερμανία παραδόθηκε, όμως ο Λευτέρης δεν ήταν τυχερός να γυρίσει σπίτι του. Ο Βενιζέλος έστειλε το Α΄ Σώμα που υπηρετούσε και ο Λευτέρης στην Ουκρανία να πολεμήσουν στον εμφύλιο μιας άλλης χώρας για χατίρι των Αγγλογάλλων, όπου Γάλλοι κεφαλαιούχοι είχαν συμφέρον να προστατεύσουν τα κεφάλαιά τους. Έκαναν εισαγωγή σε χαβιάρι και γούνες.

Στην Οδυσσό συνάντησαν πολλούς πλούσιους Έλληνες που τους  καλοδέχτηκαν, όμως το βορειοδυτικό μέτωπο δεν παλευόταν. Το μαστίγωναν χιονοθύελλες με θερμοκρασίες ανάμεσα στους μείον 20 με μείον 30 βαθμούς. Οι στρατιώτες δεν ήθελαν να πολεμούν. Υπήρχαν επίσης πολλοί απείθαρχοι και λιποτάκτες. Ο Μιχάλης Τριανταφύλλου συναγωνιστής του Λευτέρη ήθελε να προσχωρήσει στους Κόκκινους, γιατί είχε διαβάσει το βιβλίο «το σιδερένιο τακούνι» και είχε επηρεαστεί, γιατί μίλαγε για ισότητα όλων των ανθρώπων σε όλους τους τομείς. Έτσι κάποια μέρα εξαφανίστηκε. Τον βρήκε όμως  ο Λευτέρης σκοτωμένο και να τον τρώνε τα πουλιά, όταν χάθηκε κι αυτός μέσα στη χιονοθύελλα πηγαίνοντας να βρει μια ομάδα Γάλλων. Μέσα στη χιονοθύελλα καθώς προχωρούσε συνάντησε κι έναν Γάλλο τον Νατόν που είχε λιποτακτήσει και μαζί βρήκαν στέγη στο σπίτι της γριάς Γιορντάνκα. Υπολόγιζαν να φύγουν την άνοιξη που θα καλυτέρευε ο καιρός, γιατί θα πέθαιναν από την πείνα. Εν τω μεταξύ οι ξένες δυνάμεις όπως και ο ελληνικός στρατός εγκατέλειψαν τη χώρα, αλλά και οι Έλληνες που κατοικούσαν εκεί άρχισαν να φεύγουν. Έτσι την άνοιξη ο γιος της Γιορντάνκα τους βοήθησε να φτάσουν στο λιμάνι της Σεβαστουπόλεως και από εκεί αφού άλλαξαν τα ονόματά τους, για να μη συλληφθούν σαν λιποτάκτες, το Δεκέμβριο του 1919 βρέθηκαν στο Παρίσι. Ο Λευτέρης έγινε Ευγένιος Ζιρντό και ο Νατόν, Σεμπαστιάν Μπυβέ.

Στο πλοίο που τους μετέφερε στη Γαλλία ο Λευτέρης έπιασε φιλίες με μια Ρωσίδα χήρα συνταγματάρχη την Καλίνα Αλεξέγιεβνα, που πήγαινε κι αυτή στο Παρίσι. Τους είπε να πάνε να βρουν το θείο της που ήταν γιατρός εκεί ονόματι Κουζνέτσοφ. Πράγματι τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να τους βοηθήσει. Αυτός τους έστειλε να περιποιηθούν τους κήπους του πιο ισχυρού άντρα της Γαλλίας ελληνικής καταγωγής, που ήταν ο Βασίλειος Ζαχάρωφ.

 

Ισίδωρος Ζουργός

 

Ο Ζαχάρωφ ήταν ένας μεγαλέμπορος όπλων, καραβιών, υποβρυχίων, πετρελαίων και ακινήτων. Ο Ζαχάρωφ είχε στην υπηρεσία του έναν Σκωτσέζο αρχιθαλαμηπόλο, που σε αυτόν απευθύνθηκε ο γιατρός προκειμένου να προσληφθούν ως κηπουροί. Αυτός τους προσέλαβε προσωρινά και τους έστειλε πρώτα στους κήπους του Μπαλανκούρ 50 χλμ. μακριά από το Παρίσι. Γρήγορα όμως και οι δύο έγιναν αγαπητοί και με το υπόλοιπο προσωπικό. Κάποια στιγμή ο ίδιος ο Ζαχάρωφ κάλεσε τον Λευτέρη που άκουσε πως είναι Έλληνας για να τον γνωρίσει καλύτερα. Ο Λευτέρης ξεδίπλωσε στο Ζαχάρωφ όλη την ιστορία της ζωής του με ειλικρίνεια και του είπε ότι του άρεσε η πλούσια ζωή και ήθελε να την αποκτήσει, κι επειδή και ο ίδιος ο Ζαχάρωφ κάπως έτσι ένιωθε όταν ήταν νέος, αποφάσισε να τον εμπιστευθεί και του ανέθεσε μία σοβαρή υπόθεση. Θα έπρεπε να είναι τα μάτια και τα αυτιά του στην Αθήνα, στη Σμύρνη, στο χρηματιστήριο, στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και στα Υπουργεία χωρίς να τον καταλάβει κανείς. Θα είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και ό,τι ακούει και βλέπει, θα ενημερώνει τον Ζαχάρωφ.

Ο Λευτέρης τώρα είναι 23 ετών. Έχει έρθει με γαλλικό διαβατήριο, με παχύ μουστάκι και με καταθέσεις στην Τράπεζα. Μια και βρέθηκε στην Ελλάδα θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στο φίλο του τον Μιχάλη Τριανταφύλλου. Αυτός  πριν το σκάσει για να πάει με τους Κόκκινους, έβγαλε το σταυρό του από το λαιμό του και τον έδωσε στο Λευτέρη για να τον πάει στο γιο του μετά τον πόλεμο. Έτσι όταν έφτασε στο ορεινό χωριό του Μιχάλη έμαθε πως ο γιος του και η μητέρα του Μιχάλη είχαν πεθάνει και έμεινε μόνη της η γυναίκα του η Χρυσάννα. Επειδή είχε τα μελιά μάτια της μάνας του την ερωτεύτηκε και την πήρε μαζί του στην Αθήνα. Ενώ περίμενε νέα από τον Ζαχάρωφ για να πάει στη Σμύρνη, ο Ζαχάρωφ τον ειδοποίησε να γυρίσει πίσω γιατί τον είχε ανάγκη στη Μασσαλία. Το ενδιαφέρον του τώρα ήταν στραμμένο στα πλοία. Έτσι ο Λευτέρης έφυγε χωρίς να πει τίποτα στη Χρυσάννα. Στη Μασσαλία που πήγε γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν καλός ούτε για να είναι μπράβος του Ζαχάρωφ, αλλά ούτε για οικονομικός σύμβουλος κι έτσι αποφάσισε να κάνει μόνος του δική του δουλειά και ασχολήθηκε με την εισαγωγή λαδιού. Τα έφερνε από ελληνικά νησιά και τα διοχέτευε σε τοπικές σαπουνοποιίες. Οι επιχειρήσεις του πήγαιναν καλά κι έτσι έκτισε μια μικρή έπαυλη πάνω σ’ ένα γκρεμό στη Μασσαλία για να αγναντεύει τη θάλασσα. Τα πλούτη του προήλθαν από τα ανασφάλιστα σαπιοκάραβα, που έκαναν τη μεταφορά του λαδιού και από τις συμφωνίες που έκανε με ανθρώπους του υποκόσμου, όπως ο Καρμπόν, που ήταν ανακατωμένοι με λαθρεμπόρια και οργανωμένο έγκλημα. Στις μεταφορές που έκανε συνυπήρχαν όπλα, διάφορες «σκόνες», αλλά και λαθραίο λάδι. Αλίμονο αν τα κύματα βούλιαζαν ένα τέτοιο καράβι, θα βούλιαζε κι αυτός στα χρέη. Όμως μια δυσάρεστη είδηση έφτασε στο Ζιρντό ότι ο Καρμπόν αποσύρεται από τη συνεργασία τους και βέβαια η νόμιμη οδός δεν τον συμφέρει. Αυτός που του έφερε αυτήν την πληροφορία, τον συμβούλευσε  να πάει στην Αμβέρσα και ν’ ασχοληθεί με διαμάντια που εκεί κυκλοφορούν  εύκολα και χωρίς κανένας τελωνειακός να το παίρνει χαμπάρι μιας και είναι τόσο μικρά που κρύβονται παντού. Αυτό το ταξίδι του ήρθε κουτί γιατί έτσι μπορεί να το σκάσει από τη φιλενάδα του την Κατρίν, που του φορτώνεται μ’ ένα επερχόμενο παιδί. Αφού πήρε τις δέουσες πληροφορίες για τα διαμάντια από έναν κοσμηματοπώλη στη Μασσαλία τον κύριο Λερού φεύγει για την Αμβέρσα.

Έφτασε στην Αμβέρσα με πλοίο που είχε πάρει από την Πορτογαλία. Χωρίς να το ξέρει συνταξίδευε με την Μίρζα η οποία τον αναγνώρισε και αφού του έγραψε ένα γράμμα, πλήρωσε το θαλαμηπόλο να του το δώσει όταν θα κατέβαινε από το πλοίο. Αφού επισκέφτηκε την αγορά των διαμαντιών διαπίστωσε ότι το περισσότερο εμπόριο βρισκόταν σε χέρια Εβραίων και ότι ήταν αδύνατον να εισχωρήσει. Η αγορά ήταν ήδη κορεσμένη, κλειστή και  περιφρουρούμενη. Παρόλο που δεν έκανε τίποτα με τα διαμάντια δεν έφυγε αμέσως από την Αμβέρσα. Βρήκε τη Σάνε μια γυναίκα ελευθερίων ηθών και διασκέδαζε μαζί της πηγαίνοντας σε ακριβά εστιατόρια. Σ’ ένα από αυτά τα εστιατόρια συνάντησε έναν γνώριμο από την Τράπεζα του Πειραιά που δούλευε σαν μεταφραστής, όταν τον είχε στείλει στην Ελλάδα ο Ζαχάρωφ, τον Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν. Αυτός ήταν τώρα διευθύνων σύμβουλος της κλωστοϋφαντουργίας «Γόρτυς Α.Ε.» και ήταν στην Αμβέρσα για να παρακολουθήσει ένα συνέδριο του κλάδου. Όταν άκουσε από τον Λευτέρη ότι επαγγελματικά ήταν στον αέρα του πρότεινε να γίνει διευθυντής στο εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης γιατί ήθελε ένα δικό του άνθρωπο έμπιστο και έμπειρο στο εμπόριο. Το 1933 ο Λευτέρης επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη παίρνοντας μαζί του τη Σάνε. Νοίκιασε  ένα σπίτι στη Λεωφόρο των Εξοχών απέναντι από το σπίτι της Μίρζα, που ήταν τώρα θεόκλειστο για χρόνια. Η Σάνε αρρώστησε και σε ηλικία 31 ετών πέθανε. Έμεινε μόνος. Κήπος και σπίτι θρηνούσαν τη Σάνε. Ευτυχώς που ταξίδευε πολύ και ξεχνιόταν. Καθώς έτρεχε το εμπόριο, έπρεπε κι αυτός να ταξιδεύει συχνά να μαθαίνει και να ανανεώνει το οργανόγραμμά του συνεχώς. Εντωμεταξύ πήγε στο εργοστάσιό του, ο Θόδωρος ο αμαξάς του Αλπερέν να ζητήσει δουλειά. Τον αναγνώρισε και όταν του έκλεισε ραντεβού για να πάνε να τον κεράσει, τον οδήγησε στο σπίτι του Αλπερέν και τον σκότωσε εκεί επειδή ήταν αυτός η αιτία που χώρισε από την Μίρζα και τον πήραν φαντάρο, μαρτυρώντας στον Αλπερέν τη σχέση του με την κόρη του.

Το 1942 ο Λευτέρης έμαθε για το θάνατο του Γιούγκερμαν στην Φινλανδία. Στην Ευρώπη και στη Θεσσαλονίκη βέβαια ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ακόμα κρατούσε. Επικρατούσε παντού φτώχεια, πείνα και δυστυχία από τους βομβαρδισμούς και τις καταστροφές. Από τους βομβαρδισμούς είχε καταστραφεί το μισό εργοστάσιο κι άρχισε να υπολειτουργεί. Οι περισσότεροι   άντρες ήταν στον πόλεμο και όσοι δούλευαν, δούλευαν μόνο για μια οκά ψωμί. Ωστόσο οι Γερμανοί συγκέντρωναν άνδρες Εβραίους ως πενήντα ετών, τους έβαζαν στη σειρά να περιμένουν ώρες ατελείωτες μες τον ήλιο χωρίς καπέλο και νερό και όσοι κατέρρεαν τους έδερναν. Σκοπός τους ήταν να τους εξευτελίσουν.

Ο πόλεμος, αλλά και ο θάνατος της Σάνε του είχε αλλάξει την καθημερινότητα, γι’ αυτό βρήκε διέξοδο στο διάβασμα. Τυχαία σ’ ένα βιβλιοπωλείο βρήκε το βιβλίο, που του είχε μιλήσει ο Μιχάλης «Το σιδερένιο τακούνι» του Τζακ Λόντον σε γαλλική μετάφραση. Αυτό που σκέφτηκε τελειώνοντάς το ήταν ότι ήταν πια μεγάλος για να λατρέψει το σοσιαλισμό.

Μέσα στην αντάρα του πολέμου ένα Κυριακάτικο πρωινό εμφανίστηκαν μπουλντόζες στο σπίτι του Αλπερέν για να καθαρίσουν τον αύλειο χώρο. Επίταξαν την έπαυλη οι Γερμανοί και εκεί θα  ήταν το Διοικητήριο Μεταφορών με διοικητή τον συνταγματάρχη Μάινσερ. Την επίβλεψη των εργασιών την είχε αναλάβει ο υπολοχαγός Ράινερ Κράουζε που ήταν και αρχιτέκτονας. Συγχρόνως επίταξαν κι  ένα δωμάτιο από το σπίτι του Λευτέρη για να μείνει ο υπολοχαγός, αφού θα εργαζόταν στο διοικητήριο.

Οι δουλειές περιορίστηκαν πολύ και οι άνεργοι εργάτες ζούσαν από τα συσσίτια, τα σκουπίδια και τη μαύρη αγορά. Οι εφημερίδες μιλούσαν για μια νέα εποχή και για τον διακαή πόθο να συντριβεί ο μπολσεβικισμός και ο παγκόσμιος σιωνισμός.

Το Δεκέμβριο του 1942 εμφανίστηκε η Μίρζα και ζητούσε πίσω το σπίτι της λέγοντας στους Γερμανούς ότι το επίταξαν παράνομα. Ο συνταγματάρχης όμως ανακάλυψε πως ήταν από καταγωγή Εβραία και της έδειξε το κίτρινο αστέρι, λέγοντάς της ότι καλό θα ήταν να το ξεχάσει αν δεν ήθελε να υποστεί χειρότερα. Όταν έφυγε από το διοικητήριο συναντήθηκε με το Λευτέρη, ο οποίος της είπε πως οι Γερμανοί την ψάχνουν για να τη στείλουν στην Πολωνία και καλό θα ήταν να την κρύψει εκείνος στο εργοστάσιό του. Από τον Κράουζε έμαθε ο Λευτέρης πως οι Γερμανοί δεν πάνε καλά στο Ανατολικό μέτωπο και γρήγορα θα έφευγε κι αυτός για το Ανατολικό μέτωπο. Πράγματι όταν έφυγε την οδήγησε στο υπόγειο του σπιτιού του. Κάποια στιγμή στο σπίτι του εμφανίστηκε ένας Εβραίος παλιός του γνώριμος που πούλαγε εφημερίδες από το πρακτορείο του και τον παρακάλεσε να προστατέψει την κόρη του, τη Ρίβκα, να την κρύψει  για να μην την στείλουν μαζί  του στην Πολωνία γιατί είναι άρρωστη και δεν θα άντεχε το ταξίδι. Πράγματι την πήρε, την έκρυψε και την αγάπησε σα παιδί του.

Το 1945, η Γερμανία συνθηκολόγησε και ο πόλεμος τελείωσε. Στη Θεσσαλονίκη ο πόλεμος τελείωσε οκτώ μήνες νωρίτερα στις 30 Οκτωβρίου του ’44. Αμέσως μετά την απελευθέρωση η Μίρζα έφυγε για να πάει στον άντρα της και στο παιδί της. Ο άντρας της ήταν ο Πρόδρομος Μυσίρογλου φαρμακοποιός στο Πέραν. Μετά από λίγες μέρες έστειλε ένα χρηματικό έμβασμα, για να σπουδάσει η Ρίβκα.

 

 

Ο Λευτέρης προσπάθησε να ξαναστήσει στα πόδια της τη «Γόρτυς», αλλά οι ιδιοκτήτες τον ενημέρωσαν ότι πούλησαν το εργοστάσιο σ’ έναν Έλληνα από την Αλεξάνδρεια και δε θα τον χρειάζονταν πλέον. Ήταν ένα χτύπημα γι’ αυτόν. Ένα άλλο χτύπημα που δέχτηκε κι αυτό ήταν μεγαλύτερο ήταν όταν εμφανίστηκαν στο σπίτι του ένας άντρας και μια γυναίκα που ήταν αντιπρόσωποι του Ιδρύματος Μετανάστευσης παιδιών και νέων,  που έχει την έδρα του στην Παλαιστίνη, κρατώντας επίσημα χαρτιά υπογεγραμμένα του ζήτησαν να πάρουν τη Ρίβκα για μια νέα αρχή εκεί. Δεν ξέρει και ο ίδιος γιατί δεν αντέδρασε παρόλο που δεν ήθελε να χάσει αυτό το παιδί που το είχε αγαπήσει σα δικό του, ίσως γιατί είχε κουραστεί απ’ όλα αυτά που είχε περάσει στη ζωή του.

Με τα χρήματα που πήρε από τους προηγούμενους εργοδότες του σαν αποζημίωση, άλλαξε επάγγελμα κι έγινε εργολάβος οικοδομών. Συνεταιρίστηκε μ’ έναν αρχιτέκτονα τον Άλκη και σήκωναν πολυκατοικίες. Σαν άνθρωπος όμως είχε αλλάξει. Ήταν λιγομίλητος, δεν χαιρετούσε κανέναν. Η γειτονιά, αλλά και άνθρωποι του καφενείου τον θεωρούσαν απότομο, δύστροπο και ακοινώνητο. Ακόμα και οι χτίστες και οι εργοδηγοί τον έτρεμαν γιατί οι εντολές που μοίραζε έμοιαζαν με διαταγές στρατηγείου.

Την εποχή του 1960 οι Τούρκοι της Κων/πολης κατέστρεφαν εκατοντάδες ελληνικά καταστήματα στην Πόλη. Οι εκεί ευρισκόμενοι Έλληνες περνούσαν πολύ δύσκολα. Άρχισε ο Λευτέρης να ανησυχεί για την Μίρζα. Ήδη και τα τρένα είχαν μεγάλη κινητικότητα. Πρόσφυγες έρχονταν σωρηδόν. Έστειλε και τηλεγράφημα για να μάθει τα νέα της Μίρζα. Στις 14 Σεπτεμβρίου όμως μαθαίνει από την οικιακή βοηθό του ότι η οικογένεια της Μίρζα έφτασε στο σπίτι απέναντί τους.

Είναι και η περίοδος που ο Λευτέρης αρχίζει να χάνει το φως του. Επισκέπτεται έναν οφθαλμίατρο όπου μαθαίνει ότι πάσχει από ωχροπάθεια δηλαδή αλλοίωση της ωχράς κηλίδας. Αυτή ήταν και η αιτία που γκρεμοτσακίστηκε από ένα κλιμακοστάσιο κι έσπασε δυο πλευρά. Όσο βρισκόταν στο κρεβάτι πέθανε και ο άντρας της Μίρζα. Τώρα η Μίρζα είναι απένταρη και χρεωμένη, οπότε για να την εξασφαλίσει γκρέμισε την έπαυλη και στη θέση της έκτισε μαζί με τον Άλκη τον συνέταιρό του μια πολυκατοικία, που την πήρε αντιπαροχή. Κράτησε ό ίδιος το ρετιρέ και τις παραχώρησε τα μαγαζιά για να έχει εισοδήματα και της έδωσε ένα διαμέρισμα στον 3ο όροφο για να μένει με το γιο της. Μετά από δυο χρόνια γκρέμισε και το σπίτι που έμενε, γιατί ωστόσο το είχε αγοράσει και το έκανε και αυτό πολυκατοικία.

Η συνοικία των εξοχών είναι τώρα πια μία  ανάμνηση. Η οδός έξω από το σπίτι, δρόμος ταχείας κυκλοφορίας μετονομάστηκε σε Βασιλίσσης Όλγας. Ο Λευτέρης τυφλός πλέον μένει τώρα πια στο ρετιρέ της πολυκατοικίας κι έχει μία οικιακή βοηθό την Κορίνα και την οικονόμο του τη Τζένη. Όσο για την Τζένη δεν είναι άλλη από τη Μίρζα, η οποία όταν παντρεύτηκε τον Έλληνα Πρόδρομο έγινε Χριστιανή και ονομάστηκε Ευγενία με υποκοριστικό το Τζένη.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top