Fractal

Διήγημα: “Λευκοθέα”

Της Κατερίνας Λιβιτσάνου // *

 

 

 

Επιτέλους στο σπίτι μου, μετά από μια πολύ κουραστική μέρα. Δουλειά πολλή, στο γραφείο και στο κέντρο της πόλης. Ποιο κέντρο δηλαδή, που γινόταν χαμός σήμερα. Απεργία των μέσων μεταφοράς, πορείες διαμαρτυρίας, κόσμος ταλαιπωρημένος και πληγωμένος, υπηρεσίες… άσε μην πω καλύτερα. Μπήκε λέει η Άνοιξη, ναι εγώ πού να τη δω! Κανένα δε θέλω να δω απόψε, παράτησα τις δουλειές του σπιτιού, γύρισα σούρουπο, τι άλλο να κάνω. Πλήρωσα τον ντελιβερά, που μου έφερε φαγητό και διπλοκλείδωσα την πόρτα. Μόνη με το βιβλίο μου. Δε θα σηκώσω τηλέφωνο κι ούτε θα ανοίξω υπολογιστή. Πολλές φορές ένα καλό βιβλίο με ξεκουράζει. Ξεφεύγω, χάνομαι στον κόσμο του, ταξιδεύω, ειδικά όταν μου βγάζει συναίσθημα. Η Αλκυόνη Παπαδάκη απόψε με συντροφεύει με το «Στον ίσκιο των πουλιών». Την αγαπώ χρόνια τώρα, έχω διαβάσει όλα της τα βιβλία, τη θαυμάζω για τον τρόπο που γράφει και γιατί έχει ωραίο όνομα και φυσικά γιατί είναι γυναίκα και με καταλαβαίνει… Με συναρπάζουν ακόμα και τα ονόματα των ηρώων της και να σου η Λευκοθέα. Μια ηρωίδα, που όμως με γυρνά στα παιδικά μου χρόνια και χάνομαι στο παρελθόν μου.

Κάθε Καλοκαίρι, με τη λήξη του σχολικού έτους, αφήναμε τη μεγαλούπολη και πηγαίναμε στο βουνό, στο μικρό και φιλόξενο χωριό του πατέρα. Άγρια ομορφιά, παράδοση, συγγενείς και φίλοι, παιχνίδια, βόλτες στην πλατεία και κεράσματα στα καφενεδάκια του, κυρίως όμως ξενοιασιά κι αγάπη και καλοσύνη. Ούτε που καταλαβαίναμε πως περνούσαν οι μέρες, ο θείος μάς έπαιρνε μαζί του στο κοπάδι με τα γιδοπρόβατα, απορούσαμε πώς γνώριζε τα ζώα, τα ονόματά τους, μιλούσε μαζί τους, τα αγαπούσε, προσπαθούσε να μας μάθει να τα ταΐζουμε και να τα αρμέγουμε. Να τους δίνουμε τροφή και να τα πλησιάζουμε τα καταφέρναμε, αλλά το άρμεγμα το έκανε μόνο η μητέρα μου, εμείς θέλαμε να παίζουμε ώρες ατέλειωτες με τον Ιβάν, ένα λυκόσκυλο φύλακα του κοπαδιού, με λευκά και καφέ μπαλώματα. Και σαν ερχόταν η ώρα να πάμε στο χωριό της μητέρας για τα καλοκαιρινά μας μπάνια στις όμορφες παραλίες, μας έπιανε μια θλίψη, που αφήναμε το ορεινό χωριό και τους αγαπημένους μας και μια χαρά που θα πλατσουρίζαμε στη θάλασσα που μας περίμενε.

Το Καλοκαίρι που θα πήγαινα στη Δευτέρα Γυμνασίου απέκτησα μια ιδιαίτερη εμπειρία. Είχα αγαπήσει ένα κατάλευκο κατσικάκι, με παράξενα γαλάζια μάτια, που ο θείος είχε κρατήσει, για να γεννήσει την επόμενη χρονιά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ερχόταν κοντά μου και χοροπηδούσε, έκανε νάζια και παιχνιδάκια κι εγώ του έδινα φαγητό. «Θα το ψοφήσεις Αγάπη το ζωντανό, δε θέλει συνέχεια τροφή», μου είπε ο θείος μου με τρόπο, γιατί δεν ήθελε να με δυσαρεστήσει. «Θείε, πώς το λες αυτό το μικρό;», ρώτησα αυθόρμητα, σταματώντας το τάισμα. «Η αλήθεια είναι πως δεν πρόλαβα να την ονομάσω ή περίμενα εσένα που ξέρεις πολλά, να δώσεις και σ’ αυτήν ένα όνομα». Χωρίς να χρονοτριβώ «Λευκοθέα», είπα, κοιτάζοντάς την πόσο όμορφη φάνταζε στα μάτια μου. «Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα, πού το είδες;» « Στην Οδύσσεια του Ομήρου η Λευκοθέα ή Ινώ ήταν μια Νηρηίδα, μια θαλάσσια θεότητα δηλαδή, που πέταξε ένα μαντίλι στο θαλασσοδαρμένο Οδυσσέα και εκείνος κρατώντας το σώθηκε από την οργή του Ποσειδώνα και βγήκε στη στεριά, στο νησί των Φαιάκων». «Καλά είπα εγώ πως είσαι σοφή και πως μια μέρα θα γίνεις σπουδαία». «Θείε μου, φέτος τα διδαχτήκαμε αυτά, δεν είναι κάτι πρωτότυπο, συμφωνείς λοιπόν με το Λευκοθέα;» «Φυσικά και συμφωνώ, έγινε το βάφτισμα: Λευκοθέα». Βέβαια τα άλλα παιδιά της παρέας έδιναν τα δικά τους ονόματα, αλλά ο θείος είχε αποφασίσει. Κι όσο οι μέρες περνούσαν, τόσο δενόμουν με τη Λευκοθέα και τα καμώματά της.

Τη μέρα που φεύγαμε από το χωριό του πατέρα μου ήμουν πολύ αναστατωμένη. Μας έδωσαν καλούδια και όπως πάντα ο θείος πήγε να βγάλει το πορτοφόλι του για το χαρτζιλίκι. «Για ελάτε εδώ να ενισχύσω, έχει έξοδα η θάλασσα». Ο αδερφός μου έτρεξε, εγώ όμως άρχισα τα κλάματα «θείε, δε θέλω χρήματα, θα μου κάνεις μια χάρη;». Άρχισαν όλοι να κοιτάζονται μεταξύ τους, μη γνωρίζοντας την επιθυμία μου. «Αγάπησα πολύ τη Λευκοθέα, δε θέλω να την αποχωριστώ, θα μου τη δώσεις;». Κανένας δεν περίμενε μια τέτοια τρελή πρόταση και γιατί ο θείος μου την ήθελε για το κοπάδι και γιατί δεν μπορούσαμε να τη βάλουμε στο αυτοκίνητο. Η μητέρα μου άρχισε να φωνάζει πως θα κάνει ζημιά και πως δεν έχουμε το δικαίωμα να στερήσουμε στο ζώο τη συντροφιά του. Πέρασε πολλή ώρα, μα σαν είδαν πως ήμουν ανένδοτη (το έχω αυτό το… χάρισμα), βρήκαν ένα χάρτινο κουτί, έκαναν τρύπες κι έβαλαν μέσα τη Λευκοθέα, που πήρε τη θέση της στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου. Υποσχέθηκα όμως στο θείο μου πως θα τη φροντίζω και θα την αγαπώ και το Φθινόπωρο που θα φύγουμε για την πόλη θα μείνει στο χωριό της μητέρας μου. Και φυσικά, διαπίστωσα για άλλη μια φορά πόσο με αγαπά ο θείος μου στο χωριό, γι’ αυτό σε όλο το ταξίδι είχα αγωνία για τη Λευκοθέα.

Κι αυτή, λες και κάποιος την τσιγκλούσε, βέλαζε κάθε τόσο και διαμαρτυρόταν, γεγονός που έκανε τον πατέρα μου να κάνει συχνές στάσεις και τη μητέρα μου να μουρμουρίζει. Ο αδερφός μου μια γελούσε και μια με μάλωνε κι αυτός, εγώ όμως παρά τις φοβίες μου ήμουν ευτυχισμένη που θα είχα μαζί μου όλο το Καλοκαίρι την αγαπημένη μου Λευκοθέα. Αυτά ως το φεριμπόουτ, το μικρό καράβι στο οποίο έπρεπε να μπούμε, κατεβαίνοντας όμως από το αυτοκίνητο, για λόγους ασφάλειας. Γιατί έγινε χαμός, όταν η Λευκοθέα κατάλαβε πως έμεινε μόνη στο αμάξι. Άρχισε να βελάζει δίχως σταματημό, να χτυπάει το κουτί και να ακούγεται ένας απροσδιόριστος θόρυβος, δημιουργώντας αναστάτωση στο πλήρωμα του καραβιού και τους ταξιδιώτες, που ζώο άκουγαν και τίποτα δεν έβλεπαν. Με έπιασε μεγάλος φόβος για τη ζωή της και δεχόμουν τα απειλητικά βλέμματα των γονιών και του αδερφού μου, που όμως δεν έπρεπε να φαίνονται και πολύ, για να μη μας φωνάξουν από το καράβι. Τα λίγα λεπτά μου φάνηκαν χρόνος, έτσι που είχα λουφάξει σε μια γωνιά του σαλονιού, ώσπου ο πατέρας μου πήρε το αυτοκίνητο, μετά από αυστηρή επίπληξη του υπεύθυνου. «Κύριε, να μην επαναληφθεί κάτι τέτοιο, απαγορεύεται η μεταφορά ζώων με αυτό τον τρόπο, πέρα από την αναστάτωση υπάρχουν και οι φιλοζωικές, καταλαβαίνετε…». «να, ξέρετε … η κόρη μου…», «δε θέλω να ξέρω τίποτα, κατεβείτε και στο καλό». Πήρε το αμάξι ο καημένος ο πατέρας, μπήκαμε κι εμείς μέσα και όπου φύγει φύγει.

Κοντεύαμε να φτάσουμε στο χωριό της μητέρας μου, που καθόταν στη θέση του συνοδηγού και δεν άρθρωσε κουβέντα. Το ίδιο και ο πατέρας. Στο μεταξύ η Λευκοθέα δεν ακουγόταν καθόλου και ο αδερφός μου άρχισε ένα νευρικό γέλιο, που με ανησύχησε περισσότερο. Παρακάλεσα για μια στάση, να ελέγξουμε αν το ζώο είναι καλά, αλλά μάταια. Έκανα υπομονή, ώσπου φτάσαμε στο χωριό. Σώα και αβλαβής η μικρή μου φίλη, που έτυχε θερμής υποδοχής από τον παππού μου, που την παρέλαβε και την έβαλε μαζί με τις άλλες δύο κατσίκες, που εκείνος είχε. Έτσι πήγε η καρδιά μου στη θέση της και καθόλου δεν έδινα σημασία στα όσα μου ψέλνανε για το ταξίδι οι γονείς μου, ότι λέει τους έκανα ρεζίλι και κάτι τέτοια. Η Λευκοθέα μεγάλωνε και ομόρφαινε, προσαρμόστηκε αμέσως στο νέο της χώρο κι εγώ καμάρωνα για την καλή μου φίλη, που μόλις με έβλεπε έκανε τα κολπάκια και τα παιχνίδια της και φυσικά την επιβράβευα με τον καλύτερο κάθε φορά τρόπο. Οι μέρες πέρασαν , φύγαμε για την πόλη μια και θα άρχιζαν τα σχολεία, αλλά κάθε φορά που πηγαίναμε στο χωριό χαιρόμουν να τη βλέπω, μόνη ή με τα κατσικάκια της, στοργική μάνα και η πιο αγαπημένη του παππού, μια και του έδινε πολύ γάλα πέρα από την ομορφιά της. Κάποτε όμως ο παππούς μου αρρώστησε και αδυνατώντας να την περιποιηθεί, μετά από συνεννόηση με τους γονείς μου, την πούλησε σε κάποιον συγχωριανό. Αργότερα έμαθα ότι κατέληξε στον χασάπη, γερασμένη πλέον και φυσικά στεναχωρήθηκα πολύ, που δεν υπήρξε ποτέ μεταξύ μας αποχαιρετισμός.

Ποτέ δεν πίστευα πως μπορεί να προκύψει τέτοιο δέσιμο ενός παιδιού με ένα ζώο. Κι όμως, τόσα χρόνια μετά η ανάμνηση της Λευκοθέας με αφορμή την ηρωίδα του βιβλίου με αποσυντόνισε και το άφησα προσωρινά να συνέλθω. Με επανέφερε όμως στο παρόν το επίμονο χτύπημα του κουδουνιού της εξώπορτας. Ήταν η φίλη μου η Ευτυχία, που κουρασμένη από τα τρεχάματα της μέρας και φορτωμένη με τα προσωπικά της «ατυχήματα» με επισκέφτηκε βραδιάτικα, να μου εξομολογηθεί και να μείνει στο σπίτι μου, ελπίζοντας πως θα ξημερώσει μια καλύτερη και πιο τυχερή γι’ αυτήν μέρα. Μου έφερε μάλιστα και φαγητό, που έφτιαξε με τα χεράκια της, συγκρίνοντάς το με το έτοιμο, που είχα λίγο πριν αγοράσει. Πριν προλάβει να καθίσει, άρχισε να μου διηγείται, επειδή όμως διαπίστωσε πως δεν ήμουν τόσο κεφάτη όπως περίμενε, με αγκάλιασε και με κοίταξε προσεκτικά «τι σου συνέβη γλυκό μου κορίτσι και είσαι απόψε κάπως;». «Συγχαρητήρια πού το πρόσεξες» «Δηλαδή;» «Ε, να δε φταίει μόνο η μέρα ήρθε ξανά στη μνήμη μου και η Λευκοθέα…» «Άλλο πάλι και τούτο, μη με τρελάνεις, εξήγησε». Τι να κάνω; Έπρεπε να δώσω αναφορά στην Ευτυχία, την κολλητή μου, αφού ήρθε απροσδόκητα στην πιο κατάλληλη στιγμή. Άλλωστε θα ήταν πληκτικά να διηγείται μόνο εκείνη…

 

 

 

* Η Κατερίνα Λιβιτσάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση . Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΑΣΧΕΝΤΗ η πρώτη ποιητική της συλλογή «Λυκαυγές», ενώ το Καλοκαίρι του2010 εκδόθηκαν διηγήματά της με τίτλο «Απόδραση στους Σφακιώτες»από τις ίδιες εκδόσεις. Το 2006 ο Αποστόλης Αποστολόπουλος στην ποιητική του ανθολογία συμπεριέλαβε εννέα ποιήματά της. Το ίδιο έκανε και ο Κώστας Βαλέτας σε ανθολόγια του 2009 και του 2013. Με ομάδα ατόμων επιμελήθηκε το λεύκωμα «κοπιάστε όπως μας ηύρατε» του Δήμου Σφακιωτών Λευκάδας το 2008. Το Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΕΝΤΟΣ ΟΡΙΩΝ». Τον Απρίλιο του 2014 από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε η 3η ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΑΓΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΚΙΜΩΛΙΑ». Το Καλοκαίρι του 2016 από εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ κυκλοφόρησε το πέμπτο της βιβλίο, διηγήματα με τίτλο «Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ» Είναι μέλος διαφόρων συλλόγων και κείμενά της, πεζά ή ποιητικά, δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top