Fractal

Στα βρόμικα άδυτα του LAPD

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Λευκή Τζαζ» του Τζέιμς Ελρόι, μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης, σελ. 528 , Εκδ. Κλειδάριθμος

 

Λος Αντζελες 1958: η πόλη των Έκπτωτων Αγγέλων καίγεται στην Κόλαση που η ίδια έχει φτιάξει. Άνθρωποι πέφτουν ή τους ρίχνουν από τα παράθυρα. Πρόσωπα διαλύονται από σκάγια. Τα βασανιστήρια που υφίστανται μάρτυρες είναι απεχθή. Οι εκβιασμοί, οι εξανδραποδισμοί, τα συμφέροντα και οι κομπίνες βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Η αστυνομία του Λος Άντζελες δεν έχει σκοπό να εξιχνιάσει κανένα από αυτά τα εγκλήματα. Ακόμη κι εκείνα που ο τοπικός κίτρινος Τύπος αναδεικνύει με κάθε λεπτομέρεια θέλοντας να πιέσει καταστάσεις για δικούς του λόγους. Η σύμπλευση του οργανωμένου εγκλήματος με τα ανώτερα αστυνομικά κλιμάκια είναι αγαστή και αδιατάρακτη.

Ώσπου το πράγμα οδηγείται σε ένα οριακό σημείο ζέσεως και πρέπει να γίνει το απόλυτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις: ένας την πληρώνει και χίλιοι την γλιτώνουν. Αυτός ο ένας που θα επωμιστεί το ρόλο του αποδιοπομπαίου, προς χάριν των υπόλοιπων «ποντικιών» που τρέχουν να σωθούν, είναι ο υπαστυνόμος Ντέιβ Κλάιν.

Πρόκειται για μια τυπική περσόνα στα μυθιστορήματα του Ελρόι: αντι-ηρωικός, κάθαρμα από τα λίγα, αλλά και με κάμποσες ενοχές να τον ακολουθούν σαν πιστά σκυλιά. Προφανώς και δεν έχουμε να κάνουμε με μια αθώα περιστερά. Ο Κλάιν είναι το κλασικό είδους του «εισπράκτορα». Μαζεύει χρήματα από τον υπόκοσμο, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να μεταμφιεστεί μπράβος, να σκοτώσει, αν κρίνει πως αυτό διευκολύνει τη «δουλειά», και βγάζει τα προς το ζην εισπράττοντας νοίκια από «υπόγειες» υπάρξεις που μένουν στα άθλια σπίτια που έχει στην κατοχή του. Το όλον: είναι ένα μεσαίο «ψάρι», αρκετά ευεπίφορο στο να του ασκηθούν πιέσεις από τους «πάνω». Και κάπως έτσι συμβαίνει.

Καίτοι δεν το αντιλαμβάνεται στην αρχή, πολύ γρήγορα γίνεται σκιά του το ότι άπαντες θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν, να τον στήσουν στο απόσπασμα, έτσι ώστε η δυσώδης μάχη που διεξάγεται στο παρασκήνιο να λήξει ομαλά. Το διακύβευμα είναι άκρως πολιτικό. Ποιος θα είναι ο επόμενος κυβερνήτης της πόλης. Θα είναι δημοκρατικός ή συντηρητικός; Κάπως έτσι μπαίνουν στο πεδίο μάχης τα βαριά όπλα: η Ομοσπονδιακή Αστυνομία βάζει τη μύτη της στα χωράφια της Αστυνομίας του Λος Άντζελες, ανακοινώνει μετά πολλών επαίνων ότι θα ξεκινήσει μια επιχείρηση κάθαρσης, καθώς είναι εδραιωμένη η άποψη ότι η διαφθορά στα έγκατα του συστήματος είναι εκτεταμένη.

Η «Λευκή Τζαζ» είναι για τον Ελρόι κάτι  σαν συγκεφαλαίωση των… προλεγόμενων. Είναι το τέταρτο μέρος της Τετραλογίας του Λος Άντζελες (Μαύρη Ντάλια, Το μεγάλο πουθενά και L.A. Εμπιστευτικό), γι’ αυτό κι εδώ συναντούμε πολλά πρόσωπα που έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των προηγούμενων βιβλίων. Το ίδιο κάνουν κι εδώ. Άλλωστε, οι ήρωες του Ελρόι εντάσσονται στην κατηγορία του τραγικού χορού σε ένα εν εξελίξει δράμα που ξεπερνάει την αστυνομική πλοκή και το άκρως περιοριστικό «ποιος έκανε τι».

Ο Ελρόι είναι ένας μύστης των σκοτεινών σημείων της ανθρώπινης φύσης: ένας Σαίξπηρ που κραδαίνει όπλο, αστυνομικό σήμα, ναρκωτικές σύριγγες, ψυχότροπα και βρόμικο χρήμα.

 

James Ellroy

 

Η μάχη ανάμεσα στον επικεφαλής της Αστυνομίας του Λος Άντζελες, Έντμουν Έξλι και τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας Γουέλς Νούναν είναι απηνής και δίχως όρους. C’est la guerre!

Όλα ξεκινούν όταν γίνεται για περίεργη διάρρηξη στο σπίτι του ντίλερ ναρκωτικών και άμεσου συνεργάτη της τοπικής Αστυνομίας, Τζ. Καφετζιάν. Μόνο που η λεία δεν είναι αξιοπρόσεκτη. Με εξαίρεση τον βάναυσο τρόπο που ο δράστης διαμέλισε τα σκυλιά της φαμίλιας, το «χτύπημα» ήταν περισσότερο συμβολικό και ήταν σαν να άφηνε ένα μήνυμα για το μέλλον.

Μα, αυτό ακριβώς έκανε και αποδεικνύεται από ένα δεύτερο περιστατικό (αρκετά αιματοβαμμένο) στο σπίτι μιας άλλης οικογένειας, λίγο καιρό μετά. Κάπως έτσι σχηματίζεται η ιδέα πως υπήρχε ένας ολόκληρος νοητικός και επαγωγικός «σύνδεσμος» ανάμεσα στα δύο περιστατικά και τους δράστες. Η αιτιώδης σχέση αυτών των γεγονότων, μαζί με ένα κύμα άλλων που έρχονται από το παρελθόν (άλλες Ερινύες αυτές) και επιδρούν καταλυτικά στο παρόν, διαμορφώνεται από τον Ελρόι με τρόπο καταιγιστικό και νευρώδη.

Πρόκειται, ενδεχόμενα, για το λιγότερο λογοτεχνικό βιβλίο του Ελρόι με την έννοια ότι δεν τον ενδιαφέρει να παρασύρει τη δράση μέσα από τεχνάσματα, αν και χρησιμοποιεί ένα τέτοιο με τρόπο ιδιαίτερο. Στη «Λευκή Τζαζ» διακρίνουμε έναν τηλεγραφικό λόγο, συγκοπτόμενο – έχει διατηρήσει μόνο τα απολύτως απαραίτητα των προτάσεων για να βγάζουν ακριβές νόημα. Υπάρχει το «κόκαλο», αλλά και το καψαλισμένο δέρμα. Όλα τα υπόλοιπα ενώνονται με αρμούς αξεδιάλυτους μεταξύ τους.

Το διαρκές name dropping, τα κιαροσκούρα, οι διάλογοι που λες και έχουν βγει από την «κοιλιά» του Τσάντλερ και του Χάμετ, το αλύχτισμα της βίας (έχουμε να κάνουμε με κτηνώδη και απάνθρωπη βία), την τρέλα για δύναμη και χρήμα, την υπόκρουση της τζαζ σαν σταγόνες βροχής πάνω σε τσίγκο, η ανθρωποθάλασσα που περιλαμβάνει μέλη συμμοριών, καστ πορνοταινιών, στάρλετ, αλλά και κολ γκερλς, ματάκηδες, ψυχωτικούς, δολοφόνους με παγωμένο αίμα και κάθε –χαλασμένης- καρυδιάς καρύδι, όλα αυτά είναι τοποθετημένα με επιδεξιότητα από τον Ελρόι. Εντέλει, έχουμε να κάνουμε με μιαν ακόμη βουτιά στην κόλαση του ανθρώπου, της εξουσίας, του εγκλήματος. Το τέλος του βιβλίου, ακόμη κι αν υπάρχει μια υπόνοια «κάθαρσης», σου αφήνει στην αίσθηση του μάταιου σκοπού. Η τραγωδία δεν αποχωρεί – κάνει μόνο μια μικρή ανάπαυση μέχρι να εξαπολύσει νέα επίθεση. Και η λευκή τζαζ, ως απαραίτητη υπόκρουση, παίζει τις τελευταίες νότες ενός υπόγειου κόσμου που πνίγεται στο αίμα. Πολύ αίμα. Η άριστη μετάφραση ανήκει στον Ανδρέα Αποστολίδη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top