Fractal

‘‘Λευκές γυναίκες, Μαύροι Άντρες: Παράνομο Σεξ στον Αμερικάνικο Νότο του δέκατου ένατου αιώνα’’

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

not_1

 

Με το βιβλίο της ‘‘Λευκές γυναίκες, Μαύροι Άνδρες: Παράνομο Σεξ στο Νότο του δέκατου ένατου αιώνα’’, (White Women, Black Men: Illicit Sex in the Nineteenth-Century South. Yale University Press, 1997), η Martha Hodesκατέκτησε μία περίοπτη θέση στην ομάδα όσων ασχολήθηκαν διεξοδικά με το συγκεκριμένο θέμα την περίοδο εκείνη. Ένας από τους κύριους στόχους της συγγραφέως του παραπάνω βιβλίου, ήταν να καταρρίψει την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι το σεξ μεταξύ των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών, χαρακτηριζόταν από δυσπιστία κυρίως και διάχυτη βία. Αντίθετα, υποστηρίζει, ήταν μια αναπόφευκτη ιστορική πορεία που εξελίχθηκε μέσα από τις ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Η συγγραφέας τοποθετεί το γεγονός, από ιστορικής σκοπιάς, στα 1850, αλλά έφθασε σε κρίσιμο σημείο στον απόηχο της χειραφέτησης. Ήταν εκείνη η εποχή κατά την οποία το σεξ μεταξύ των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών, αντιμετωπιζόταν από τους λευκούς άνδρες ως ένα συγκεκριμένο είδος απειλής για τον γενικότερο κοινωνικό τους έλεγχο, μια υφέρπουσα απειλή που έπρεπε να ξεπληρωθεί οπωσδήποτε με δολοφονία. Το διαφυλετικό σεξ μεταξύ των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών δημιούργησε τέτοια τυφλή μανία, που έγινε κυριολεκτικά  θρυλικό.

Οι βασικές πηγές του συγκεκριμένου βιβλίου είναι κυρίως νομικά έγγραφα, ορισμένα από τα οποία χρονολογούνται από τα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα, αλλά τα περισσότερα  από αυτά συνελέγησαν τον δέκατο ένατο. Η Hodes δομεί το βιβλίο της, χρονολογικά και θεματικά. Κάθε ένα από τα πέντε πρώτα κεφάλαια, όλα πριν από τον πόλεμο, επικεντρώνεται γύρω από την προσεκτική ανάγνωση μιας υπόθεσης, με επιβεβαιωτικά και αποκλίνοντα, σε αυτή, στοιχεία και λεπτομέρειες. Στα επόμενα κεφάλαια, διευρύνει την παλέτα της και περιλαμβάνει εφημερίδες, φυλλάδια εναντίον του δραματικού φαινομένου του λυντσαρίσματος, αρχεία του Κογκρέσου, ιδιαίτερα της αρμόδιας Αμερικανικής Εξεταστικής Επιτροπής (American Freedmen’s Inquiry Commission), και τις έρευνες του 1871 για την Κου Κλουξ Κλαν. Σε κάθε κεφάλαιο η ερευνητική της βάση είναι αναμφισβήτητα όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη, προχωράει θαρρετά σε βάθος, η ανάλυση της είναι προσεκτική και μεθοδική, ερωτοτροπεί με τις πολυποίκιλες και διάχυτες υποθέσεις, κάνει εικασίες όταν τα αποδεικτικά στοιχεία εμφανίζονται αδύναμα ή λείπουν παντελώς, και τα περιστρέφει γύρω από τα καίρια ζητήματα ώστε να σκιαγραφήσει μια αίσθηση του συνολικού προβλήματος στο οποίο με τόσες λεπτομέρειες αναφέρεται.

Στην προ-επαναστατική περίοδο, τουλάχιστον μερικές από αυτές τις σχέσεις, ήταν νόμιμες και όχι παράνομες. Στα 1681, στο γάμο της Nell Butler, μιας λευκής υπηρέτριας και του σκλάβου Charles, το ζήτημα ήταν αν αυτοί θα μπορούσαν νομίμως να παντρευτούν, και αν αυτό συνέβαινε, αν η Nell και τα παιδιά τους θα ήταν… ‘ελεύθερα’. Στη σελίδα 28, η Hodes υποστηρίζει, ότι ο γάμος ήταν  πρόβλημα, όχι τόσο επειδή παραβίαζε τα όρια του φυλών, αλλά επειδή προκαλούσε σύγχυση στα  θέματα της ελευθερίας, της δουλείας και της εργασίας (‘The marriage, was a problem not so much because it transgressed boundaries of race but because it confused issues of freedom,slavery and labor’).  Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο οι λευκοί κάτοικοι κατανοούσαν  το γάμο άλλαζε συνεχώς. Όταν οι απόγονοι της Nell και του Charles ζήτησαν την ελευθερία τους, ογδόντα έξι χρόνια μετά το γάμο, οι μάρτυρες στη δίκη τους είδαν την Nell διαφορετικά, δίνοντας έναν  αυστηρότερο ορισμό της φυλής και της ελευθερίας: ‘Αν και οι λευκοί γείτονες ίσως έβλεπαν τη Nell περισσότερο ως ιρλανδή Nell, στη διάρκεια της ζωής της, φαίνεται ότι οι απόγονοί τους στο δέκατο όγδοο αιώνα θεωρούσαν τη Nell περισσότερο ως  λευκή γυναίκα’. Από το δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα, όταν οι απόγονοι προσπάθησαν  να επιλύσουν το ερωτηματικό  της κατάστασης της Nell ως σκλάβας ή ελεύθερης, σε μεγάλο βαθμό ήταν ανίκανοι  να φανταστούν ένα λευκό πρόσωπο ως σκλάβο (σελ. 37). Η εξίσωση της λευκότητας και της ελευθερίας, στερεοποιήθηκε με την Επανάσταση, έκανε μεταγενέστερες περιπτώσεις προβληματικές, και τις ενώσεις των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών  παράνομες. Το θέμα τώρα δεν ήταν ο γάμος αυτός καθ’ εαυτός, αλλά το αθέμιτο της συγκεκριμένης σχέσης,  η μοιχεία και η φυλετική τους ταυτότητα.

Το κεφάλαιο που ακολουθεί, το ‘Bastardy’, εξερευνά τη φύση της σχέσης ανάμεσα σε μια λευκή γυναίκα, που ονομάζεται Polly Lane, και τον σκλάβο Jim. Εδώ, η δραματική διαφορά ανάμεσα στις αρχές και τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, είναι ίσως πιο συναρπαστική. Τα τοπικά κουτσομπολιά είχαν συνδέσει ήδη την Polly Lane και τον σκλάβο Jim πριν από την κατηγορία, η οποία αργότερα έγινε περίπλοκη   από την εγκυμοσύνη της Polly. Όπως εξηγεί η Hodes, η προγεννητική κατάσταση της Polly οδήγησε μερικούς παρατηρητές να πιστέψουν ότι το σεξ ήταν συναινετικό, ένα σενάριο βεβαίως κάπως περίεργο. Στην εποχή των σκλάβων στη Βόρεια Καρολίνα, η Hodesγράφει ότι οι λευκοί γείτονες δυσφημούσαν μια   λευκή γυναίκα η οποία ‘στριφογύριζε’ γύρω από  έναν μαύρο άντρα (σελ. 38). Μια τέτοια έκβαση ήταν το αποτέλεσμα ποικιλίας παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων του φυλετικού ελέγχου, των οικονομικών συμφερόντων, της πατριαρχίας, του ελέγχου της κοινωνικής  τάξης, καθώς και των ανησυχιών  για την εικόνα τουλάχιστον της δικαιοσύνης στον αμερικάνικο Νότο. Η λευκή  ανησυχία για την ανδρική σεξουαλικότητα των μαύρων, δεν ήταν ούτε ομοιόμορφη, ούτε αναπόφευκτη, και θα μπορούσε κάλλιστα να μετριάζεται από οικονομικά θέματα,την ιδεολογία και τη σεξουαλικότητα των λευκών γυναικών.

Στα 1824, ανάμεσα στις διαδικασίες του διαζυγίου της  Δωροθέας και του Lewis Bourne, ο οργισμένος σύζυγος κατηγόρησε τη σύζυγό του ότι διέπραξε μοιχεία με τον Edmund, σκλάβο ενός γείτονα. Ήρθαν ταυτόχρονα στην επιφάνεια εικασίες ότι ο δεσμός ήταν διάρκειας έξι ή επτά ετών, και ότι πολλά από τα παιδιά της Δωροθέας μπορεί να ήταν στην πραγματικότητα του Edmund. Ωστόσο, η υπόθεση, όπως υποστηρίζει η Hodes, ποτέ δεν θα ερχόταν ενώπιον του δικαστηρίου  χωρίς τις καταγγελίες του Lewis Bourne, παρά την διάχυτη στον περίγυρο γνώση της υπόθεσής τους. Ακόμη όμως  και δεδομένης της καταγγελίας του Lewis Bourne και μιας σειράς μαρτυριών που επιβεβαίωναν το γεγονός,  η προσφυγή εν τέλει απορρίφτηκε. Οι λόγοι για αυτήν την απόφαση, πιθανολογεί η Hodes, είναι πολύπλοκοι και έχουν να κάνουν με την αλληλεπίδραση μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων της πατριαρχίας και της δουλείας.

Σε μια σχετική αναζήτηση και ανάλογη ανάλυση, τυπική του βιβλίου, η Hodes ισχυρίζεται ότι η διάλυση μιας λευκής οικογένειας θα μπορούσε να μεγεθύνει τις αδυναμίες ιεραρχίας του φύλου και της φυλής στον αμερικάνικο Νότο, οι οποίες  ωστόσο δεν απειλούνταν τόσο  σοβαρά από το γάμο μεταξύ μιας  λευκής συζύγου και ενός μαύρου άντρα, τουλάχιστον όσο η πατριαρχική εξουσία εξακολουθούσε να λειτουργεί σε κάποιο βαθμό εντός του νοικοκυριού, και ειδικά όσο ο θεσμός της δουλείας παρέμεινε άθικτος. Το ζήτημα, στην περίπτωση αυτή, παρέμεινε η μοιχεία και η κατάχρηση της ιδιότητας ως συζύγου. Καθώς ξέσπασε  η δραματική συζήτηση για τη δουλεία μεταξύ Βορρά και Νότου στη δεκαετία του 1850, τα ζητήματα των σχέσεων ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, ήρθαν στο προσκήνιο, ακόμα μεγαλύτερα. Στο κεφάλαιο ‘Χρώμα’ (Color), η Hodes χρησιμοποιεί δύο περιπτώσεις άγνωστης φυλετικής ταυτότητας για να απεικονίσει τόσο το ιδιαίτερο πρόβλημα των παιδιών των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών, όσο και τις συχνά παράλογες ενέργειες στις οποίες προέβη η νότια κοινωνία για να διατηρήσει  αυστηρά τα  φυλετικά όρια.

Ανάμεσα στις περιπτώσεις στη Γεωργία, που αφορούσαν το επίμαχο επίσης θέμα της μεταβίβασης της περιουσίας μετά το θάνατο, ανήκει και η φυλετική ιδιότητα των Joseph Nunez και Franklin Hugly. Ο τοπικός πληθυσμός κλήθηκε να καταθέσει ως προς την καταγωγή τους, αν ήταν δηλαδή λευκοί ή μαύροι, και παρά το γεγονός ότι ο νόμος επέμεινε στις επίσημες κατηγορίες της φυλής, η Hodes διαπίστωσε ότι οι λευκοί γείτονες ήταν πρόθυμοι όχι μόνο για να καθορίσουν τη φυλετική κατάσταση, αλλά επίσης και να διαφωνούν μεταξύ τους για παρόμοια θέματα. Η φυσική εμφάνιση, οι εικασίες σχετικά με την καταγωγή και η  τοπική κατάσταση, ήταν πιο αποφασιστικοί παράγοντες από τους αφηρημένους κώδικες του δικαίου. Όποια και αν είναι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνταν στις διάφορες υποθέσεις, η Hodes υποστηρίζει ότι ήταν οι συγκεκριμένες συνέπειες του δεσμού, όπως η μοιχεία και η κληρονομικότητα που ενοχλούσε περισσότερο στην προπολεμική εποχή από το γεγονός της ένωσης αυτής καθ’ εαυτής. Το σεξ μεταξύ των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών που είχε ως συνέπεια τη γέννηση παιδιών, έκανε το Νότο στη δεκαετία του 1850, να αισθανθεί πιο ευάλωτος στην κριτική εκ μέρους του Βορρά. Τα παιδιά των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών, μετέφεραν στην ταυτότητά τους, όχι μόνο την πρόσθετη επιβάρυνση της εμφάνισης αψηφώντας φυλή και κοινωνία, αλλά και τους κανόνες της πατριαρχίας. Είτε με πρόθεση, είτε όχι, οι λευκές γυναίκες είχαν αψηφήσει τους λευκούς άνδρες, και παράλληλα οι μαύροι άνδρες τους λευκούς, όπου και εντοπιζόταν τελικά η όλη δυσκολία του θέματος.

 

Στις 7 Αυγούστου 1930, οι αφροαμερικανοί Thomas Shipp και Abram Smith,  κατακρεουργήθηκαν  στην Ιντιάνα. Είχαν συλληφθεί το προηγούμενο βράδυ με την κατηγορία της ληστείας και της δολοφονίαςενός λευκού εργάτη και το βιασμό της φίλης του. Ένα μεγάλο πλήθος γκρέμισε τις πόρτες της φυλακής με βαριοπούλες, τους συνέλαβε και τους κρέμασε. Οι αστυνομικοί που βρίσκονταν μέσα στο πλήθος, συνεργάστηκαν εμμέσως  στο λυντσάρισμα.

Στις 7 Αυγούστου 1930, οι αφροαμερικανοί Thomas Shipp και Abram Smith, κατακρεουργήθηκαν στην Ιντιάνα. Είχαν συλληφθεί το προηγούμενο βράδυ με την κατηγορία της ληστείας και της δολοφονίαςενός λευκού εργάτη και το βιασμό της φίλης του. Ένα μεγάλο πλήθος γκρέμισε τις πόρτες της φυλακής με βαριοπούλες, τους συνέλαβε και τους κρέμασε. Οι αστυνομικοί που βρίσκονταν μέσα στο πλήθος, συνεργάστηκαν εμμέσως στο λυντσάρισμα.

 

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ασχολείται με την ‘κλιμακούμενη βία’. Τώρα, οι σχέσεις μεταξύ λευκών γυναικών και μαύρων ανδρών έγιναν θέμα με ευρείες τοπικές και εθνικές συνέπειες, οι οποίες ωστόσο δεν επηρεάστηκαν καθόλου από τις τοπικές και τις ατομικές περιπτώσεις. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, το θέμα εισήλθε απευθείας στην αρένα της εθνικής πολιτικής κατά τρόπο τεχνηέντως συντονισμένο. Οι ελπίδες των μαύρων ανδρών για ισότητα έφεραν στο προσκήνιο δημόσιες εκφράσεις φόβου από τους λευκούς του Νότου, με  άμεσες αναφορές για τις λευκές γυναίκες και το σεξ. Στα ‘Politics’ και ‘Murder’, τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίουWhite Women, Black Men’, η συγγραφέας στρέφεται προς την πιο γνωστή ιστορία του λυντσαρίσματος στην περίοδο της ανασυγκρότησης και μετά από αυτή. Οι σωρευμένες γνώσεις και οι επιπτώσεις των κειμένων της γύρω από  την προπολεμική εποχή, σε συνδυασμό με αυτή τη νέα ματιά στο θέμα που αφορά τις λευκές γυναίκες και τους μαύρους άνδρες, ενισχύει τα μέγιστα την υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία. Το λυντσάρισμα, ισχυρίζεται ηHodes, ήταν πράξη τρομοκρατίας που ξεπήδησε μέσα από πληθώρα σχετικών κινήτρων. Η πολιτική εξουσία, η οικονομική επιτυχία και το σεξ με μια λευκή γυναίκα, όλες αυτές οι ενέργειες εκ μέρους ενός μαύρου άνδρα κατέρριψαν τις κόκκινες γραμμές των φυλετικών κατηγοριών του Νότου, και ως εκ τούτου έγιναν ασυγχώρητες καταπατήσεις στα μάτια των λευκών. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι λευκές γυναίκες έγιναν στόχος της οργής των λευκών, και τιμωρούνταν επίσης με βία, όπως άλλωστε ενεργούσε και η Κου Κλουξ Κλαν ως ένα είδος ‘ηθικής αστυνομίας’. Αλλά αυτή η ιδιαίτερη μορφή μισογυνισμού, προς τις φτωχές λευκές γυναίκες, όπως ισχυρίζεται η Hodes, άρχισε να φθίνει από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Ακτιβιστές εναντίον του λυντσαρίσματος, συμπεριλαμβανομένης της Ida B.Wells,  επέστησαν το γεγονός του συναινετικού και συναισθηματικού δεσμού μεταξύ των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών, στοιχείο που το χρησιμοποίησαν για πολιτικούς σκοπούς. Η Ida Bell Wells-Barnett (1862–1931), ήταν γνωστή αφροαμερικανίδα δημοσιογράφος, εκδότρια εφημερίδας, κοινωνιολόγος και ηγετική μορφή του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Τεκμηρίωσε όσο μπορούσε το λυντσάρισμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποδεικνύοντας  ότι χρησιμοποιήθηκε συχνά ως ένας τρόπος για να ελεγχθούν ή να τιμωρηθούν οι μαύροι  που ανταγωνίζονταν τους  λευκούς, και ότι το λυπηρό αυτό φαινόμενο δεν στηρίχτηκε  σε εγκληματικές πράξεις από μεριάς των μαύρων,   όπως συνήθως ισχυριζόταν ο  λευκός όχλος.

 

Η ηγέτης του κινήματος  πολιτικών δικαιωμάτων, Ida Bell Wells-Barnett (1862 –1931).

Η ηγέτης του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων, Ida Bell Wells-Barnett (1862 –1931).

 

Για κάθε λευκή γυναίκα που προσπαθούσε, έστω ασθενικά, να προστατεύσει τον εραστή της, η Hodes διαπίστωσε, ότι εμφανίζονταν εκατοντάδες άλλες οι οποίες συναινούσαν με τον δημοφιλή μύθο του βιασμού. Γύρω στο  1898, η ταύτιση και η σύγχυση μεταξύ των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων ανδρών και  των σεξουαλικών  παραβιάσεων, έφθασαν ίσως στο υψηλότερο σημείο του αιώνα,  υποστηρίζει η Hodes. Οι εφημερίδες δικαιολογούσαν το λυντσάρισμα και καταδίκαζαν κάθε κριτική της πρακτικής που συνέδεε το βιασμό και την κοινωνική και πολιτική ισότητα. Άντρες ήταν οι κύριοι συντάκτες αυτών των δημοσιεύσεων, ενώ οι λευκές γυναίκες συνήθως σιωπούσαν. Ωστόσο η πρακτική του λυντσαρίσματος  επρόκειτο να υποτάξει και τις λευκές γυναίκες, οι οποίες συγκατατέθηκαν και αποδέχτηκαν την  προστασία των λευκών, με ότι αυτό βεβαίως συνεπαγόταν. Τελικά, οι ιστορίες των βιασμών που ήταν συχνές  στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, συνέχισαν  να ‘εξυπηρετούν’ τους  λευκούς άνδρες στην προσπάθειά τους κυρίως για φυλετική υπεροχή.

 

Η κύρια συμβολή της Hodes εδώ είναι η αναφορά και παρεμβολή της προπολεμικής περιόδου στον ιστορικό φακό της. Ωστόσο, στο έργο της Hodes βρίσκονται αναρίθμητα άλλα στοιχεία  για το δέκατο ένατο αιώνα στο Νότο που αφορούν τη σεξουαλικότητα και τις κοινωνικές τάξεις,  γνώσεις γύρω από  την αφροαμερικανική ιστορία, τις φυλές, τις σχέσεις μεταξύ τους και βεβαίως τον πολιτισμό τους. Το βιβλίο αποτελεί μια συναρπαστική μελέτη των διαφυλετικών σχέσεων, ειδικά των λευκών γυναικών και των μαύρων ανδρών,  στον προπολεμικό Νότο. Η Hodes αποδεικνύει  πώς αυτές οι  σχέσεις, έγιναν ανεκτές  σε εκπληκτικό βαθμό πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Στηριζόμενη κυρίως σε νομικά έγγραφα και μαρτυρίες από δικαστικές υποθέσεις, η Hodes μας δίνει αρκετές και αναλυτικές γνώσεις για κάθε περίπτωση στην οποία αναφέρεται. Βρίσκει ότι πριν τον Εμφύλιο, τα λευκά παιδιά  γενικώς δεν αντιδρούσαν  βίαια σε περιπτώσεις διαφυλετικών δεσμών, αλλά μάλλον εμφάνιζαν ένα σύνθετο φάσμα συμπεριφορών, από την αδιαφορία έως την ανησυχία,  ειδικά εκείνα τα προέκυψαν από αυτές τις σχέσεις. Πάνω απ’ όλα, η δύναμη του βιβλίου έγκειται στην λεπτή διαύγειά του, την ενδελεχή έρευνα και ανάλυση των γεγονότων και βεβαίως τον αναμφισβήτητο διεπιστημονικό του χαρακτήρα.

 

 Βιβλιογραφία

  • C. Vann Woodward: Dangerous Liaisons. The New York Review of Books. February, 19. 1998.
  • Ariela Gross: White Women, Black Men: Illicit Sex in the Nineteenth Century South by Martha Hodes. Law and History Review.2000; 18 (3):  686-688.
  • Martha Hodes: White Women, Black Men: Illicit Sex in the Nineteenth-Century South. Yale University Press. 1997.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top