Fractal

Η διαδρομή μας

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Λεωφορείο», εκδ. Πατάκη

 

«Μη μας ψαρώνουνε τα λεφτά – η ευτυχία είναι, κατά βάση, μια στρατηγική της φαντασίας και οι ταξικές προσεγγίσεις, σκέτες, είναι αφελείς και ανόητα λειψές».

 

Τον Σκαμπαρδώνη τον έχω πάντα στο μυαλό μου ως τον συγγραφέα με τους ευφυείς τίτλους. Εννοείται, όχι μόνο γι αυτούς. Εκείνο το «Γερνάω επιτυχώς» έγινε για μένα μότο ζωής, (άσχετο αν τα καταφέρνω). Θ’ αναφερθώ και στον προφητικό (?) και διαχρονικώς ισχύοντα «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας».

   

«Πως χώρεσαν τόσες χιλιάδες νύχτες, τόσο ξόδεμα, στον μικρό μας βίο; Το ήπαρ πως άντεξε τόσα ποτά; Τα αυτιά τόσες πολιτικές ανοησίες; Τόσες φάλτσο μουσικές; Το μυαλό τόσες αυταπάτες και μεγαλοστομίες; Τόσους λειψούς και βασανιστικούς έρωτες; Ακατανόητο.»

 

Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του «Λεωφορείο» με προσήλκυσε, όπως θα έπρεπε και κάθε κάτοικο της πόλης. Η εξερεύνηση του τοπίου και της ιστορίας που το βαραίνει μέσα από το ευαίσθητο – διερευνητικό μάτι ενός ευφυούς συγγραφέα είναι σίγουρα ένας παρακινητικός παράγοντας. Αν προστεθεί και το γαργαλιστικό στοιχείο της κλειδαρότρυπας μέσα από την οποία διερευνά κανείς  ή γίνεται απλός κοινωνός της προσωπικής του ζωής, η ανάγνωση του βιβλίου γίνεται σχεδόν αναγκαία, τουλάχιστον για κάθε κάτοικο αυτής της πόλης που όλοι οι ”κολλημένοι” κάτοικοί της μισούμε ν’ αγαπούμε.

 

Θεσσαλονίκη λοιπόν και ”πάνω γραμμή” από την πολύ μακρινή δεκαετία του πενήντα μέχρι σήμερα. Οι ”κατεβασιές” στην κάτω γραμμή μέχρι εκεί που σκάει το κύμα του Θερμαϊκού, στην ώριμη ηλικία του συγγραφέα συγκινούν με την αναφορά τόσο γνωστών στην πόλη προσώπων και γεγονότων.

«Μου ερχόταν πλήθος ιδέες σε αυτή τη διαδρομή παρά την κόπωση, ίσως και εξαιτίας της. Αναμοχλευόταν εντός μου μνήμες της ημέρας κι έβλεπα έξω την ημιφωτισμένη πόλη με τα μυστικά της να γέρνει προς τον ύπνο. Ήταν ανάπαυση αυτή η διαδρομή, στοχασμός παρατήρηση και άφεση. Έγραφα εντός μου, έπλαθα ιστορίες, καταλαβαίνοντας πως λογοτεχνία είναι η μη επιείκεια απέναντι στις λέξεις. Μερικές φορές- θυμάμαι αυτό το περίεργο αίσθημα- δεν ήθελα καν να φθάσει στο Τέρμα Χαριλάου το λεωφορείο. Επιθυμούσα να συνεχίσει επ’ άπειρον, αυθαίρετο, κρυψίδρομο, χωρίς στάσεις πια, να απογειωθεί, κι εγώ, αυτοσυνοδευόμενος, με βροχερή διάθεση, ως συνταξιδιώτης του εαυτού μου να λαγοκοιμηθώ, έχοντας το μέτωπο ακουμπισμένο πλάγια στο τζάμι, μισοβλέποντας έξω και κάτω, χαμένος στο γήτεμα και στη χροιά της ανάβασης, μέσα σε μια κατάσταση ανυψούμενης ονειρικής αποκάλυψης».

 

Ξεκινώντας από το τέρμα ή αφετηρία Χαριλάου το λεωφορείο του ΟΑΣΘ  διατρέχει 19 στάσεις μέχρι το τέρμα ή αφετηρία Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός. Σε κάθε στάση η μνήμη ανακατεύεται με την ιστορία, παντρεύεται με τα πρόσωπα άλλοτε συγγενικά, άλλοτε φιλικά, το παρόν αναμειγνύεται με το παρελθόν, το γέλιο με το κλάμα, η πλάκα με το χιούμορ, η αξιοπρέπεια με την ”αλητεία”. Η νοσταλγία μιας άλλης εποχής με την σκληρή πραγματικότητα της σημερινής, η τοτινή θυμηδία με την τωρινή κατήφεια.  «Ρομαντικά, γελοία, σκληρά, όμορφα χρόνια».

 «Ήταν μια εποχή ασυναίσθητα φτωχής ευτυχίας. Αλλά δεν το ξέραμε, δεν το συνειδητοποιούσαμε, έφταιγε ο μικροαστισμός και το όνειρο να γίνουμε όλοι επιστήμονες και πλούσιοι».

 

Η πλατεία Αριστοτέλους, πόλος έλξης, σημείο αναφοράς της πόλης χιλιοτραγουδισμένο, μέσα από την γλαφυρή πένα του συγγραφέα παίρνει άλλες διαστάσεις, μεταβάλλεται σε ομφαλό της γης!

«Τώρα μιλώντας για Αριστοτέλους εννοούμε πάντα και κυρίως την πλατεία, από τις παρυφές της Άνω Πόλης ως κάτω στη θάλασσα, αλλά και τα πέριξ – η περιοχή είναι το σκάμμα όπου μείγνυνται λίγο πολύ οι ζωές όλων των Θεσσαλονικέων. Μια πλατεία που όλους μας ανέχεται με συγκατάβαση και υπομονή. Έχει πείρα, ύστερα από τόσες γενεές μπαγιάτηδων που άντεξε στην πλάτη της. Κατά το ”Όλοι οι Αιθίοπες εκγυμνάζονται”, έτσι και όλοι κάποτε συρρέουν και ξεσπούν στην Πλατεία Αριστοτέλους … είναι η  λάσπη στον πάτο της παγίδας της πόλης, είναι ο φαντασιακός ιστότοπος της συνύπαρξης του πριν, του τώρα και του μετά, σε ένα καλειδοσκόπιο ασυναξάριστων βιωμάτων με άπειρες εκδοχές που συστρέφονται μέσα στην απειρότητα και στη ματαιότητα του χρόνου».

 

Το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, η ειρωνεία μαζί με την ανόθευτη αλήθεια της  αφήγησής της προσωπικής του ζωής (αυτή την αίσθηση αποκόμισα), σκιαγραφούν συγχρόνως το πολιτικοικονομικό γίγνεσθαι του τόπου μέσα στον χρόνο.

Καθώς διέτρεχα τις γραμμές που αφορούσαν στην παιδική κι εφηβική του ηλικία, σκεφτόμουν διαρκώς «στην άλλη ζωή θα ήθελα να γεννηθώ αγόρι». Μ’ επανέφερε στην ”τάξη” η πραγματικότητα. Που να βρεθούν αλάνες για να παίξουν τα παιδιά, που να βρεθεί η διάθεση για τις πλάκες, τις τοτινές αταξίες, μέσα στα αποστειρωμένα δωμάτια με τις οθόνες… Πόσο τον ζήλεψα για τις ”αλητείες!”

«Κάθε γούστο πρέπει να ικανοποιείται, οφείλουμε να υποκύπτουμε στά πάθη μας, διότι αλλιώς όλη η στέρηση συσσωρεύεται, γίνεται ίζημα και μετά αθεράπευτη ασθένεια-σαν τον ανεπίδοτο έρωτα που εξελίσσεται σε μόλυνση».

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

 

Η Δ.Ε.Θ, που στα παιδικά μυαλά ήταν κυρίως πανηγύρι, τόπος αναψυχής, αλλά και επαφή με τον πέραν των συνόρων κόσμο, κάτι σαν πρώιμο Ίντερνετ, άφησε μνήμες αλησμόνητες σ’ όσους την έζησαν τις μακρινές εκείνες δεκαετίες.

«Αυτή ήταν η 17η ΔΕΘ το πρώτο μας Ίντερνετ. Ήταν ένα ανανεούμενο καλειδοσκοπικό ντοκιμαντέρ… ένα είδος ετήσιας αφαιρετικής συμπύκνωσης όλου του πλανήτη στο κέντρο της πόλης μας».

 

Η προσγείωση στο σήμερα δημιουργεί πικρία, αλλά δεν αίρει την γλυκύτητα των αναμνήσεων, ούτε την αίσθηση της ιστορικότητας του τόπου.

«Περπατώ πάλι στην Πλατεία Αριστοτέλους και νιώθω, κάθε φορά, πως ο περίπατος αυτός είναι αναψυχή, εντρύφηση και παραμυθία. Εσχάτως είναι και οργή, λόγω της μιζέριας στην οποία έχουμε εν γένει ξεπέσει. Μερικές φορές πια, όταν είμαι στις μαύρες μου, βλέπω αυτή τη βόλτα και σαν άσκηση αισθητικής αντοχής. Κάποτε πάλι, με συνεπαίρνει το μεγαλείο του χώρου- μια πλατεία ωραιότερη κι από κείνην της Σιένας. Είναι σαν να περπατάς ταυτόχρονα στο τώρα, στο επέκεινα αλλά και μέσα στην Ιστορία».

 

Με φιλοσοφική διάθεση ο συγγραφέας  αναρωτιέται, όπως ίσως όλοι όταν ανασκαλεύουμε το παρελθόν και τις επιλογές μας.

«Πες μου, πόσες ειδήσεις ν’ αντέξω ακόμα, πόσα εκκαθαριστικά, πόσα τηλεφωνήματα, πόσα σκυλιά, πόσο πιοτό- μ’ ένα συκώτι εδώ κι εξήντα χρόνια, καπνίζοντας ”Καρέλια” από δώδεκα χρονών, με δάχτυλα που γίνονται όλο και πιο δύσκαμπτα, με γόνατα που πονούν χωρίς λόγο. Όμως θ’ αντέξω ακόμα λίγο για να πω ψιθυρίζοντας  

                                 «Πολλές πόλεις ερίζουν για τον Όμηρο

                                    Αλλά εγώ αγαπώ εσένα»

 

Θεσσαλονίκη, η πόλη που  παρ’ όλες τις κακοτυχίες, τις μιζέριες και τις ασχήμιες της, εξαιτίας των πολιτικών αλλά και ημών των ιδίων, μας σημαδεύει θετικά. Όλοι όσοι γεννηθήκαμε εδώ δεν την αλλάζουμε. Αλλά και όσοι πέρασαν εδώ χρόνια φοιτητικά, φεύγουν κρατώντας μέσα τους την αύρα του Θερμαϊκού και το φύσημα του βαρδάρη.

«Οι έξωθεν φεύγουν πάντα ερωτευμένοι με την Θεσσαλονίκη, αν δεν μείνουν εδώ για πάντα, να τους χωνέψει αθόρυβα κι ανεπαισθήτως εντός του ο αδηφάγος, κοιλιόδουλος Λευκός Πύργος».

 

Δικαίως ο συγγραφέας αναρωτιέται «Όντας σε μια αφηρημένη κατάσταση αφαιρέσεων, λογικά αναρωτιέμαι από πού προκύπτει, όχι η Θεσσαλονίκη, αλλά η συγκεκομμένη ”Σαλονίκη”. ”Σαλό- νικη” Είναι η νίκη του σαλού; Είναι η νίκη του Σαλό; Λες  τελικά να ‘χε δίκιο ο Πιερ Πάολο; 

Μήπως είμαστε ένα αμετάφραστο λογοπαίγνιο σε μια γλώσσα που δεν υπάρχει;»   

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top