Fractal

Ένας βαθύς αναστεναγμός, μια κραυγή

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Γεωργία Καλαμποκά: «Εμένα μου το ’παν τα πουλιά», εκδ. Εντύποις, 2018

 

Το βιβλίο της Γεωργίας Καλαμποκά «Εμένα μου το’ παν τα πουλιά» αιχμαλωτίζει και κατακτά από την πρώτη στιγμή τον αναγνώστη με τη δύναμη των προσωπικών ιστοριών, αλλά και των ίδιων των προσώπων/ των χαρακτήρων της ιστορίας, με τις συγκλονιστικές διαστάσεις των περιπετειών, τον ευρηματικό αφηγηματικό χειρισμό, τη λογοτεχνική μαεστρία και την ποιητική γλώσσα, που το χαρακτηρίζουν.

Το βιβλίο, που παίρνει τον τίτλο του από ένα δημοτικό τραγούδι της Ρούμελης, όπου και διαδραματίζεται κατά βάση, διατρέχει τη ζωή και τα πάθη τριών γενιών γυναικών μέσα σε συνθήκες αντίξοες για τον τόπο και τις οικογένειες. Κινείται εξίσου στο χώρο της ιστορίας και της λογοτεχνίας, αλλά θα ήταν μάλλον περιοριστικό να χαρακτηριστεί ως ιστορικό μυθιστόρημα, όχι μόνο γιατί δεν είναι κατά βάση μυθοπλασία, παρά την εξαιρετική λογοτεχνική γραφή και την ισχυρή αφηγηματική δύναμη και, φυσικά, τις μυθοπλαστικές πλευρές, που ασφαλώς δεν λείπουν, όχι μόνο γιατί διαπνέεται εξίσου από κοινωνικά, πολιτικά και ηθογραφικά στοιχεία, αλλά κυρίως γιατί έχει εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, από τη μια πλησιάζει προς το είδος της μαρτυρίας, καθώς διακρίνεται από έντονη βιωματικότητα και περιλαμβάνει αφηγήσεις και συνεντεύξεις, από την άλλη στήνεται σαν αρχαία τραγωδία, σχεδόν με όλα της τα συστατικά, και σίγουρα με τη δύναμή της, τον ανθρωπιστικό στοχασμό της και την καθολικότητά της, καθώς ανάγεται στην αιώνια τραγωδία του ανθρώπου. Την ίδια ώρα, βέβαια, παραμένει βαθιά λογοτεχνικό, ποιητικό, με το υποβλητικό, πάντως, σφρίγος του ρεαλισμού και τη συνταρακτική δύναμη του ντοκουμέντου. Η Ιστορία, φυσικά, είναι παρούσα, η δράση εκτείνεται σχεδόν σε όλον τον 20ό αιώνα (από τον πόλεμο του 12 μέχρι τις μέρες μας), αλλά με κύρια εστίαση τα χρόνια του 40, της Κατοχής, της Αντίστασης, του εμφυλίου και τις μεταγενέστερες προεκτάσεις του. Παρουσιάζονται τρεις καθαρές τομές του χρονικού άξονα: 1975, 1995, 2005, οι στιγμές από τις οποίες μιλούν τα πρόσωπα, όμως η δράση εμποτίζει, φυσικά, τα παρελθοντικά και ενδιάμεσα χρόνια.

Αλλά, ας γνωρίσουμε τα πρόσωπα:

  • Αρετή, δημοσιογράφος, το alter ego της συγγραφέως, ψάχνει το παρελθόν της οικογένειάς της, ταξιδεύει στα μέρη της, έχοντας αποφασίσει να γράψει ένα μυθιστόρημα, να συγκεντρώσει υλικό, να αναμετρηθεί με την ιστορία. Η αφήγηση που την αφορά και που αποτελεί το κεντρικό αφηγηματικό νήμα του βιβλίου τοποθετείται στο 2005, είναι τριτοπρόσωπη, με αποσπάσματα, ωστόσο, ημερολογίου ή γραμμάτων (κι ακόμα ποιημάτων της) ενδιάμεσα, ώστε να παρουσιάζεται και πρωτοπρόσωπα και παρελθοντικά. Ο χαρακτήρας: Κατατρεγμένη από τις αναμνήσεις, αποφασίζει να κοιτάξει πίσω, εκεί που δεν τολμούσε τόσα χρόνια, εκεί που δεν αποφάσιζε, σημαδεμένη από τον θάνατο της μητέρας, από τα ανηλεή προσωπικά βιώματα, από τα απομεινάρια του εμφυλίου στα χρόνια της δικτατορίας αλλά και της μεταπολίτευσης, από την «προδοσία», το δείλιασμα του αγαπημένου, του παιδικού έρωτα, από το άδειασμα της καρδιάς, από το ξέβαμμα των ονείρων της, από τη θρασύδειλη εκδικητικότητα κάποιων αμετανόητων. Η εισβολή του παρελθόντος στο παρόν είναι διαρκής και κατακτητική, οι επιπτώσεις του αισθητές στη ζωή της – πρέπει να παραβγεί μαζί του. Μολονότι η ίδια δυναμική και αποφασιστική, γενναία και τολμηρή, της αποκοτιάς, εντούτοις χρειάστηκε πολύς χρόνος και ίσως μια μεταφυσική συγκυρία, ένα σημάδι των πουλιών, το ξύπνημα μιας φωνής, η πίστη στη λαλιά, η πίστη στα παλιά, για να αποφασίσει το ταξίδι της επιστροφής, ταξίδι στον τόπο και στον χρόνο, ταξίδι στα μητρικά μέρη και στην αναζήτηση των μυστικών, των πραγματικών περιστατικών, ταξίδι χρέους και προσφοράς, προσκύνημα και αυτοπραγμάτωση. Ταξίδι αναζήτησης του εαυτού, της ρίζας, του νήματος της ιστορίας, ταξίδι καταβύθισης σε σκοτάδι, αλλά και σε φως, ταξίδι αναβάπτισης (σχεδόν και κυριολεκτικά, αφού υπάρχει και ένα παιχνίδι με τα ονόματα), ταξίδι αναγέννησης. Φεγγαρολουσμένη και σκοτεινή, ηλιόλουστη και κατατρεγμένη, λύνει τους κόμπους της ζωής της και προχωρά.

Χαρακτήρες που μιλούν πρωτοπρόσωπα

  • Αντιγόνη, μητέρα της Αρετής, αδικοπαντρεμένη, μιλά από το 1975, η αφήγησή της αναφέρεται στο (δύσκολο) παρόν της και στο (δύσκολο) παρελθόν – εκεί αρχίζουν και εισβάλλουν τα χρόνια του εμφυλίου, η φυλακή, το μνημόσυνο (αντί για ταφή) στον Κωνσταντή, τον αγαπημένο αδελφό, αντάρτη. Ο χαρακτήρας: απλή γυναίκα του λαού, αγράμματη αρχικά – η μοίρα των κοριτσιών της εποχής στα χωριά, έμαθε αργότερα γράμματα μέσα στη φυλακή, όσα της έλαχαν δεν της άξιζαν, ζωή βασανισμένη, με πληγές, με τραύματα, κατάφερε να σταθεί όρθια, να παλέψει, να αναστήσει παιδιά, να φροντίσει τον άρρωστο άντρα που της φόρτωσαν εν αγνοία της και να τον σεβαστεί, να αντέξει τη φυλακή, να μην υπογράψει δήλωση, είχε όμως τέτοια αξιοπρέπεια, είχε βάθος, είχε αισθήματα, είχε ύψος πολύ μεγαλύτερο από το μπόι της, η ζωή της μια κραυγή, άλλοτε μεγαλόφωνη άλλοτε πνιγμένη, μια Αντιγόνη μέσα στη φλόγα της ιστορίας, αναγκάστηκε να γίνει ηρωίδα. Η όμορφη φωνή της, που ακούγεται μ’ έναν τρόπο στο βιβλίο, που υπόγεια το διαπερνά, συντελεί στην αφύπνιση.
  • Ισμήνη, θεία της Αρετής, αδελφή της Αντιγόνης, μιλά από το 1995 σε μορφή συνέντευξης (στην Αρετή), αναφέρεται στο παρελθόν, στα (σπαρακτικά) χρόνια του εμφυλίου, με γλώσσα ιδιωματική, με προφορά, που αποτυπώνεται ακριβώς, σαν απομαγνητοφώνηση.

Και οι δυο καταδικασμένες σε 12 χρόνια φυλακή – σχεδόν παιδιά, Τρίκερι πριν τη δίκη, μετά φυλακές Αβέρωφ, Καλλιθέας, Κηφισιάς. Ο χαρακτήρας: πιο αδύναμη, πιο φοβισμένη από την Αντιγόνη, διστακτική και στην απόφαση για το μνημόσυνο του αδελφού (ακριβώς όπως στον Σοφοκλή), ακολούθησε την ίδια όμως μοίρα, κι αυτή πρώτα στο αντάρτικο, μετά στη φυλακή, κι αυτή δεν υπέγραψε δήλωση, παρότι δείλιαζε κάποιες φορές, κατάφερε να σταθεί αποφασιστικά και δυναμικά κάποιες άλλες από τη δύναμη της βαθιάς της αξιοπρέπειας, από την ανάγκη να περιφρουρήσει την αγνότητά της, την περηφάνια της, δεν φοβόταν να σταθεί ολομόναχη στα πόδια της, δεμένη πάντως βαθιά με την αδελφή της, προστάστιδά της.

  • Μαριώ, πεθερά της Αντιγόνης, γιαγιά της Αρετής, μιλά από το 1975, ξεκινά από τη νύχτα όπου αρχίζει η αφήγηση της Αντιγόνης (με την οποία μένουν μαζί) – και κυλά προς το παρελθόν. Ο χαρακτήρας: σπάνια γυναίκα, δραματικό πρόσωπο, θερίστηκαν τα νιάτα της κι η ομολογημένη ομορφιά της κι ο έρωτάς της ο νεανικός, θυσιάστηκαν από την αδικία της συγκυρίας, η ζωή της πήρε αθέλητη τροπή, βασανίστηκε πλάι σε άντρα ανάξιο και μαυρόψυχο, ανάθρεψε παιδιά, στάθηκε δίπλα στη νύφη της την εξίσου φαρμακωμένη, μπόρεσε να μεταδώσει αξίες στην εγγόνα της, μπόρεσε να υπερβεί τις αφελείς αντιλήψεις. Πού βρήκε άραγε τόση δύναμη;
  • Μυρτώ, φίλη της Αντιγόνης από τα χρόνια της φυλακής (μιλά από το 2005)
  • Κατίνα, συνυφάδα της Αντιγόνης (παντρεμένη με τον υγιή Παντελή) μιλά από το 1995
  • Ιωάννα, η μητέρα του Αχιλλέα, πρώτου έρωτα της Αρετής (μιλά από το 2005)

Στις αφηγήσεις τους εμφανίζονται, φυσικά, κι άλλα πρόσωπα. Περιορίζομαι να αναφέρω τον Αχιλλέα, πρώτη αγάπη της Αρετής, που αποσύρθηκε σε μοναστήρι και από τότε μιλά με τα γλυπτά του, από τον οποίον ξεκίνησε την αναζήτηση η Αρετή. Κι ακόμα, τα αδέλφια της Αντιγόνης και της Ισμήνης, Νίκο και Κωνσταντή (ο Κωνσταντής, αντάρτης, χαμένος για χρόνια, αγνοούμενος, τελικά νεκρός, μια διαρκής παρουσία/ απουσία στο βιβλίο και στη ζωή).

Η ιστορία, λοιπόν, στήνεται σαν αρχαία τραγωδία, είναι σαν αρχαία τραγωδία, διατάσσεται με διαδοχικά επεισόδια και τελειώνει με την Έξοδο, όπως σαφώς ορίζεται από τη συγγραφέα, η οποία δανείζεται, άλλωστε, τα ονόματα της Αντιγόνης και της Ισμήνης ειδικά από την τραγωδία «Αντιγόνη», για να δημιουργήσει αναλογίες εμφανείς και να αναγάγει τα πρόσωπα σε σύμβολα. Οι δυο αδελφές, με δυο αδελφούς επίσης, ως Ετεοκλή και Πολυνείκη, όπως στην εμβληματική τραγωδία του Σοφοκλή, με τον ξεχωριστά αγαπημένο μικρό αδελφό, αντάρτη, νεκρό, ακήδευτο και άκλαφτο επί χρόνια. Με μια εξίσου ριψοκίνδυνη απόφαση για ένα μνημόσυνο, ένα είδος ταφής – και πάλι, όπως στον Σοφοκλή, συμβολικά, με κόλλυβα, με στάρια, με μνημοσύνη. Εδώ σε φτωχικό σπίτι και σε τόπο ξερό αντί για ανάκτορο και εφτάπυλη πόλη. Κι ακόμα, ένα είδος προγονικής κατάρας στη διαδοχή του πόνου, ένας μαρτυρικός Χορός γυναικών, αλλά και τα ποιήματα ως Χορικά, ο Κομμός – ο θρήνος, αλλά και ο ηδυσμένος λόγος και η υψηλή διάνοια, το μέλος (με το τραγούδι να διαπερνά υπόγεια, χωρίς να ακούγεται, τη δράση), τις εμφανείς εισόδους και εξόδους των προσώπων, τον έλεο, τον φόβο, την κάθαρση και, τέλος, τον Άγγελο, τον Αγγελιοφόρο, που εδώ είναι τα πουλιά, ο τυπικός μαντατοφόρος του δημοτικού τραγουδιού, που σαν άλλος φτερωτός Ερμής, μεταφέρουν μηνύματα, κάποιες φορές δυσανάγνωστα, σκοτεινά, σα χρησμούς.

Εκτός, λοιπόν, από την αρχαία τραγωδία, υπάρχει και το δημοτικό τραγούδι, η λαϊκή ψυχή, η λαϊκή γλώσσα, (όπως φαίνεται εξαρχής, εξάλλου, από τον τίτλο), υπάρχει, βέβαια, ειδικότερα, το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού», όπως μαρτυρούν επίσης, εκτός από το ίδιο το θέμα κι εδώ τα ονόματα, Αρετή και Κωνσταντής, για τα αδέλφια – παιδιά της Αντιγόνης, αλλά και ο Κωνσταντής, ο χαμένος αδελφός της Αντιγόνης και της Ισμήνης.

Οι αναλογίες, όμως, δεν σταματούν εδώ. Όπως τόσο στην αρχαία τραγωδία όσο και στο δημοτικό τραγούδι, έτσι κι εδώ, οι τυπικά νικητές είναι ηθικά νικημένοι και το αντίστροφο (ας θυμηθούμε τον Κρέοντα και την Αντιγόνη, αλλά και, για παράδειγμα, τον Διγενή και το χαροπάλεμά του, που επίσης αναφέρεται στο βιβλίο, την ακέρια πάλη του ανθρώπου με το Χάρο, την άνιση, την από πριν καταδικασμένη, μαζί με την αντίληψη για την ανωτερότητα του ανθρώπου, που τολμά έναν τέτοιον αγώνα, μια τέτοιαν αναμέτρηση.) Οι ηττημένοι νικούν στο πεδίο της ηθικής και της αξιοπρέπειας, κερδίζουν τον θαυμασμό μας. Οι νικητές βυθίζονται στην αναξιοπρέπεια, χάνονται στην απαξίωσή μας. Οι ταπεινές γυναίκες νικούν στη συνείδησή μας με το αλύγιστο ηθικό τους, με το κεφάλι ψηλά.

Κι όπως εκεί, έτσι κι εδώ, το μαντάτο, η είδηση και η αναμονή της, παίζει ρόλο καθοριστικό, ρόλο ανατροπής στην εξέλιξη ή ρόλο καταλυτικό στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Και όπως εκεί, έτσι κι εδώ, οι χρόνοι στη μετάδοση της είδησης είναι αργοί. Οι άνθρωποι περιμένουν ακόμη και χρόνια για να μάθουν νέα των δικών τους – και τα νέα που έρχονται συνήθως δεν είναι καλά, και συνήθως έρχονται όταν είναι πια αργά. Κι όταν φθάνουν είναι σα να συντελούνται τα γεγονότα με καθυστέρηση, βιώνονται ωσάν να πραγματώνεται το γεγονός την ώρα της είδησης. Έτσι κι εδώ, το μαντάτο για τον θάνατο του επί χρόνια αγνοούμενου Κωνσταντή, φθάνει σχεδόν 30 χρόνια μετά, το 1975. Όμως, έστω κι έτσι, υπάρχει κάθαρση. Με κάποιον τρόπο, τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους.

 

Γεωργία Καλαμποκά

 

Η Γεωργία Καλαμποκά καταγράφει την ιστορία της οικογένειάς της, την ιστορία τριών γενεών, την ιστορία τεσσάρων (τουλάχιστον) γυναικών, γιαγιά, μάνα, θεία, κόρη/εγγονή (που είναι η ίδια), με μοναδικό τρόπο και μεταδίδει συναίσθημα και συγκίνηση. Την ίδια ώρα οδηγείται σε μια πορεία γνώσης και αυτογνωσίας.

Μια σειρά από μανάδες – Τρωάδες, που μαρτύρησαν σε καιρούς μαρτυρικούς, δίσεχτους, σε καιρούς και χρόνους που τράβηξαν παραπάνω απ’ όσο αντέχει μια ζωή, σε πίκρες μακρύτερες, βαθύτερες απ’ όσες τους αναλογούσαν.

Γυναίκες που «όπου τις αγγίξεις, ματώνουν», που τους κούρσεψαν τη νιότη και την ομορφιά, τους πέτρωσαν τις επιθυμίες.

Γυναίκες, ωστόσο, άξιες, προκομένες, που ανταποκρίθηκαν σ’ όλους τους ρόλους, πορεύτηκαν όλους τους δρόμους, πέρασαν όλους τους πόνους, γέννησαν κι ανάθρεψαν άξια παιδιά, νοιάστηκαν για τους ανθρώπους.

Γυναίκες ταπεινές αλλά περήφανες, αμόρφωτες (τουλάχιστον οι παλιότερες) αλλά σοφές, ρημαγμένες αλλά γεμάτες, ανεμοδαρμένες αλλά ασάλευτες. Στέκουν κυπαρίσσια ορθόκορμα και ολόρθα, «ανθοστήλες», «ωραίες όλες, ως τη μια» (όπως έλεγε ένας στίχος του Λουντέμη για τις εξόριστες της Μακρονήσου), μολονότι γεύτηκαν τη μοίρα των ηττημένων. Πόσα βάσανα μπορούσαν να αντέξουν; Πόσες πίκρες να καταπιούν; Πόσα δάκρυα να στεγνώσουν;

Η επαρχία της Στερεάς Ελλάδας, του Δομοκού, της Θεσσαλίας, η λίμνη Κάρλα, η Σπερχειάδα, η Γκιώνα, είναι οι τόποι που αναφέρονται στο βιβλίο, τόποι ρημαγμένοι, τόποι μαρτυρικοί, τραχιά βουνά και κάμποι υγροί. Και πόσα να υποφέρουν αυτά τα χωριά χωρίς στον ήλιο μοίρα; Αυτή η φτώχεια – μια μασημένη μπουκιά ουρανός;

Η συγκλονιστική αφήγηση της Γεωργίας Καλαμποκά, το σπαρακτικό ημερολόγιο και οι μύχιες σκέψεις του alter ego της, της Αρετής, η αυθεντική και συγκλονιστική κατάθεση της Ισμήνης, η οδυνηρή απόγνωση και την ίδια ώρα εξώκοσμη δύναμη της Αντιγόνης, η παράφορη/ παθιασμένη εξιστόρηση της Μαριώς, η διαφωτιστική και περήφανη μαρτυρία της Μυρτώς, η εξομολογητική συνέντευξη της Κατίνας, η συνταρακτική διήγηση της Ιωάννας δημιουργούν μια παρέλαση, έναν συνωστισμό από περιστατικά και καταστάσεις, από πρόσωπα και ιστορίες, που μας διαποτίζουν την ύπαρξη.

Αυτή, λοιπόν, είναι μια ιστορία με πρωταγωνίστριες γυναίκες, μια αιμάτινη μητρική γραμμή, σειρά διαδοχική, που υποχρεώθηκαν να πάρουν αποφάσεις δυναμικές, που μπόρεσαν να κρίνουν ώριμα, δυνατά, να τραβήξουν έναν δρόμο μοναχικό. Όλες μ’ ένα κομπόδεμα λαϊκής σοφίας, που τις καθοδηγούσε.

Αποκαμωμένες, κυνηγημένες, δεν το έβαλαν κάτω, αποδείχθηκαν πιο ισχυρές, πιο αποφασιστικές, πιο αξιοπρεπείς και πιο ανδρείες από τους άνδρες και έδωσαν μαθήματα ζωής. Και πού ήταν, αλήθεια, οι άντρες;

Ο Θοδωρής, ο Δήμος, ο Αχιλλέας πόσο πιο κάτω απ’ τις γυναίκες τους κι άλλοι ακόμη πιο άγριοι, πιο βλοσυροί, πιο άπονοι (ο πρώτος πεθερός της Μαριώς, ο μαύρος Αχιλλέας), αλλά, φυσικά υπάρχει, βέβαια, κι η άλλη πλευρά, οι άξιοι: ο Κωνσταντής κι ο Μιχάλης (η πραγματική αγάπη της Μαριώς).

Το βιβλίο αρθρώνεται σε 7 κεφάλαια (5 κύρια και 2 μικρότερα), κεφάλαια – επεισόδια, που απαρτίζονται από την εναλλαγή  αφηγήσεων των προσώπων – εισόδους – εξόδους από τη σκηνή, που περιλαμβάνουν ένα σταθερό κύκλο: την τριτοπρόσωπη αφήγηση που αφορά την Αρετή, την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Αντιγόνης και της Μαριώς, τη μαρτυρία της Ισμήνης, που εναλλάσσονται (κάτι απολύτως ευρηματικό), ενώ πριν την Έξοδο προστίθενται και κάποια άλλα καταλυτικά πρόσωπα, που φέρουν τις τελικές πληροφορίες και οδηγούν στη «λύση», στην ολοκλήρωση της ιστορίας.

Το βιβλίο, που εκτυλίσσεται και μ’ έναν ευφυή τρόπο ως βιβλίο μέσα στο βιβλίο, καθώς ξετυλίγεται η απόφαση και η πορεία της συγγραφής του μέσα από την εξιστόρηση της Αρετής, έχει και αυτό το ιδιαίτερο αφηγηματικό ενδιαφέρον. Όταν, δηλαδή, ολοκληρώνεται η εξιστόρηση αυτής της πορείας, έχει ολοκληρωθεί, έχει συντελεστεί και το ίδιο.

Από μπροστά μας περνούν όλα τα χρόνια τα πικρά, τα βαριά, τα ματωμένα, του εμφυλίου κυρίως, και των μακρόπνοων συνεπειών του, του εμφυλίου που δεν τελείωσε το 49, του εμφυλίου που σημάδεψε ζωές και οικογένειες, κυρίως στην ασφυκτική επαρχία, και χρόνια μετά το τυπικό του τέλος (όπως στην περίπτωση της Αρετής, ακόμα και μεταπολιτευτικά, στη μικρή κοινωνία που δεν θέλει να ξεχάσει, που συντηρεί το μίσος και τη βία), συχνά οι οικογένειες διχασμένες, μέσα στην μπόρα του εμφυλίου (θείος και ξάδερφος οι μάρτυρες κατηγορίας), αδέρφια το ένα από τη μια, το άλλο από την άλλη μεριά, ο τρόμος που προκαλούσαν οι ΜΑΥδες – περισσότερο κι από το στρατό, η πείνα, το κρύο, οι ακραία αντίξοες συνθήκες στο βουνό, ακόμα πιο δύσκολες για τις γυναίκες, η ζωή με ψίχουλα και ελπίδα, και βέβαια αργότερα στις φυλακές και στα στρατόπεδα, η εξοντωτική, αυθαίρετη, άδικη συμπεριφορά των νικητών προς τους νικημένους (ο χαμένος τα χάνει όλα), οι αρρώστιες, οι διαρκείς καταδίκες σε θάνατο και οι εκτελέσεις, τα εσωτερικά του κόμματος, η διάλυση οικογενειών (κι αυτής της συγκεκριμένης οικογένειας, δυο κορίτσια στη φυλακή, κι η μάνα το ίδιο, τα δυο αδέρφια τους στο βουνό ή στην εξορία, το σπίτι καμένο από τους ΜΑΥδες). Περνούν μπροστά μας οι φυλακές των γυναικών, οι κοινότητές τους, η ένωσή τους κι οι έριδές τους, οι εσωτερικοί τριγμοί και η αλληλεγγύη, η αγάπη, η βαθιά αφοσίωση η πάνω από ιδανικά, περνά η τυχαιότητα της ζωής, η μαύρη μοίρα, η βαριά φτώχεια της ειρήνης, οι κακουχίες, τα θανατικά.

Η τύχη των ηρωίδων σημαδεύεται όχι μόνον από τα στοιχεία του χαρακτήρα τους, αλλά κυρίως από τη συγκυρία της εποχής, από το διάβα της ιστορίας. Η προσωπική τύχη είναι συλλογική μοίρα, η συλλογική πορεία είναι ατομική επιλογή, η μικρή ιστορία τέμνεται με τη μεγάλη.

Η μεγάλη ιστορία παρέσυρε στο πέρασμά της τις ζωές των απλών ανθρώπων, τις μικρές, ταπεινές ιστορίες τους, που, ειδάλλως, θα χωρούσαν σε μια γωνιά χωριάτικου σπιτιού, τις απλές ζωές τους, που, ειδάλλως, θα κυλούσαν απαράλλακτα στη μοίρα του φύλου τους, της εποχής τους, του τόπου τους, σε μια καθησυχαστική μονοτονία, στις καθημερινές, σκληρές, αλλά προβλέψιμες δουλειές, στις αναμενόμενες στερήσεις, στα όρια της αυλής και του χωραφιού, στο μαγείρεμα και στο μεγάλωμα των παιδιών, στην προκοπή βέβαια, αλλά, πάντως, στην αδιατάρακτη λογική, που έρχεται από μακριά, από τη σιγουριά της παράδοσης και τη σοφία του χρόνου, που δημιουργεί την καρτερία στις δυσκολίες, την αποδοχή στις αναποδιές. Γιατί η ζωή ακολουθεί τη λογική της φύσης, τον χειμώνα θα τον διαδεχτεί αναπόφευκτα η άνοιξη και το καλοκαίρι, κι όταν πάλι μικρύνουν οι μέρες, θα υπάρχει απαντοχή. Τα τραγούδια και οι γιορτές, αραιές, ταπεινές, θα διανθίζουν αυτή τη στερημένη καθημερινότητα, θα απεικονίζουν τον (αποδεκτό) μόχθο της ζωής. Αυτήν την τάξη δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν οι γυναίκες του βιβλίου. Όρμησε στη ζωή τους, ακόμη άγουρη, ο πόλεμος ή ο θάνατος, εισέβαλαν με σφοδρότητα τα διλήμματα, οι εξαναγκασμένες πρώιμες αποφάσεις, η ανατροπή έγινε κανονικότητα, η φυλακή έγινε σπίτι, ο εκτοπισμός και το κυνηγητό καθημερινότητα. Αυτή η μεγάλη ιστορία, που σάρωσε τις μικρές ζωές, όμως, κατέστησε αυτές τις απλές γυναίκες, τα κορίτσια, μ’ έναν τρόπο ηρωίδες, τις ανύψωσε σε πεδία πρωτόγνωρα, αφού όχι μόνον άντεξαν τις κακουχίες, αλλά δεν υπέκυψαν ούτε στιγμή στις αφόρητες πιέσεις, στη βία και τους εκβιασμούς, δεν υπέγραψαν δήλωση, κάτι όχι ασυνήθιστο, ακόμη και για ανθρώπους που έμειναν πιστοί στην ιδεολογία τους. Από την άλλη, και η κανονικότητα που έμελλε να ζήσουν δεν ήταν τελικά ακριβώς προβλέψιμη και αναμενόμενη. Μ’ έναν τρόπο, ηρωίδες τις κατέστησε και η υπόλοιπη, πονεμένη, κανονική ζωή τους, που κάθε άλλο παρά τις αντάμειψε, που ήταν εξίσου παγερή, άχαρη, έρημη, στερημένη από χάδι και γλυκόλογα, εξίσου σημαδεμένη από τα πουλιά της δυστυχίας.

Τα πουλιά! Εδώ το δημοτικό τραγούδι, η δημοτική σύλληψη, η λαϊκή δοξασία, που θέλει τα πουλιά να κουβαλούν μηνύματα, να μηνούν με ανθρώπινη φωνή, να πετούν με οιωνούς, να διαβαίνουν με ορμήνιες, τα πουλιά που εμφανίζονται σ’ όλες τις ηρωίδες στον ύπνο ή στον ξύπνιο τους και πάντα προμηνούν συμφορές. «Μένα μου τόπαν δυο πουλιά/ δυο μαύρα χελιδόνια/ πως θα περάσω βάσανα/ πως θα περάσω ντέρτια». Με τα πουλιά συνομιλούν όλες οι γυναίκες της ιστορίας, μπορούν να τα ακούν, να τα καταλαβαίνουν, να λαβαίνουν και να αποκρυπτογραφούν τα μηνύματά τους, οι γυναίκες οι ασκημένες στην εσωτερική σιωπή, στις υπόγειες λέξεις, στα σήματα του μέσα κόσμου. Όμως, τα πουλιά είναι πάντα μαύρα, θανατοπούλια, κομίζουν νέα δυσάρεστα, θανατικά ή έστω συνδέουν με τον κάτω κόσμο μ’ έναν τρόπο.

Από την άλλη, τα πουλιά κάποιες φορές, όπως όταν εμφανίζονται στην Αρετή, παίρνουν το ρόλο όχι μόνο της μοίρας, αλλά και της Μούσας – εδώ εμφανίζεται και μια αναλογία με το έπος, ο Όμηρος. Η Αρετή γράφει με το προσκάλεσμα των πουλιών, εκεί αναγνωρίζει το χρέος της, γράφει σα να της ψιθυρίζουν τα πουλιά.

Ανάλογα, η συγγραφέας αποθέτει το δικό της βάρος σ’ αυτό το βιβλίο, σαν ένα ακόμα μνημόσυνο που πρέπει να γίνει, για να ξοφλήσει δάνεια από το παρελθόν, που χρόνια τοκίζονταν, για να ξεπληρώσει ένα δύσκολο, βαρύ, ασήκωτο ίσως, όσο και ωραίο χρέος. Το χρέος της, χρέος προς το παρελθόν, προς το μέλλον, προς προγόνους και επιγόνους, προς το μαρτυρολόγιο της Ιστορίας, χρέος μιας ακόμα Αντιγόνης, προς τη μάνα, βιβλίο και μνημοσύνη, λόγια και ψυχή.

Η Γεωργία Καλαμποκά κάνει αθάνατες τις γυναίκες της οικογένειάς της, ανασκάπτει με προσοχή και σεβασμό τις θαμμένες, τις ξεχασμένες πτυχές της ζωής τους, ανακαλύπτει κτερίσματα πολύτιμα κι απλά, τους δίνει τη θέση που τους αξίζει, τις κάνει σύμβολα.

Με σπάνια διεισδυτική ικανότητα, εισχωρεί μέσα τους, μπαίνει στη θέση τους, εκφράζει τις μύχιες σκέψεις που δεν μπόρεσαν εκείνες να αρθρώσουν, βοά, φωνάζει τις κραυγές που δεν έβγαλαν, θρηνωδεί τις οιμωγές που δεν θρήνησαν, χύνει τα δάκρυα που δεν άφησαν να τρέξουν, τους δωρίζει την πνιγμένη τους φωνή, την ενώνει με τη δική της. Και πόσο θα ήθελε να τους δώσει και αναδρομικά, στα πριν από εκείνη χρόνια, ό,τι άδικα (ή μήπως μοιραία; σα γυναικεία μοίρα) στερήθηκαν, το γέλιο που δεν γέλασαν, τη χαρά και το φέγγος που δεν γνώρισαν, τη γωνιά ευτυχίας, την κώχη της αγάπης, που τους αναλογούσε.

Έτσι, γίνονται οι γυναίκες μάρτυρες, οσίες, αγίες. Γίνονται εικόνες στο εικονοστάσι του χρόνου, της Ιστορίας, γίνονται τραγούδια, παρακαταθήκες στα συλλογικά οράματα, γίνονται κοντυλιές στα όνειρα, ιστορία γραμμένη με το χέρι των απογόνων, με την καρδιά τους. Οι γυναίκες αυτής της τραγωδίας, ηρωίδες και Χορός (οι φυλακισμένες, οι χωριανές), κατάγουν νίκη περιφανή την ώρα που ηττώνται και πέφτουν. Στα μάτια μας γίνονται νικήτριες, δοξασμένες, τις προσκυνούμε και τις σεβόμαστε, τις τιμούμε και τις δοξάζουμε, τους οφείλουμε. Μας έδειξαν πώς να νικάμε τη βία και την κτηνωδία, πώς να γλιτώνουμε από την ταπείνωση και τον εξευτελισμό, μας δίδαξαν πώς να ξεπερνάμε τις κακοτοπιές και τις ανατροπές, πώς να μετατρέπουμε τη στέρηση σε δύναμη για ζωή, πώς να κρατούμε την αξιοπρέπεια και την περηφάνεια. Όσο αυτές στέκονται όρθιες, ακέραιες, στιβαρές, τόσο εμείς σκύβουμε, υποκλινόμαστε μπροστά τους. Το μαρτύριο τις εξαγνίζει, η άλωση τις ανυψώνει, ό,τι τις κουρσεύει είναι η νίκη τους, ό,τι επιδιώκει να τις ατιμάσει είναι η τιμή τους.

Η Γεωργία Καλαμποκά, συγγραφικό ταλέντο, αφηγηματικό, ποιητικό, στοχαστικό, με βαθιά μέσα της αφομοιωμένη την παράδοση, με σπάνια ευαισθησία ψυχής, με κατοχή του γλωσσικού οργάνου, αλλά και του ιδιωματικού λόγου, με λόγο απόλυτα ταιριαστό στο θέμα της, κι ακόμη με πολυφωνικότητα αντίστοιχη με τους χαρακτήρες. Η γλώσσα της μια ρέουσα, στρωτή, άφθαρτη δημοτική, ζωντανή και παλλόμενη, λεβέντισσα και μαστορική, με πλούσια εκφραστικότητα και θαυμαστή ευλυγισία, με μουσικότητα και παλμό, με ρυθμό και ενότητα, με ακτινοβόλα ποιητικότητα και σεμνή χάρη. Η γλώσσα της, με συνειδητή επαφή με τις ρίζες, αποκτά αξία καθευατήν, μοιάζει να είναι αυτοτελής, πρωτογενής στόχος. Το βιβλίο της, μ’ αυτή την έννοια, αποτελεί γλωσσικό υπόδειγμα και προσφορά στη διατήρηση αυτού του γνήσιου λόγου, που συχνά νοθεύεται από επικίνδυνους λογιωτατισμούς και  ανακόλουθες ακροβασίες.

Την ίδια ώρα επιδεικνύει αξιοθαύμαστη αφηγηματική ικανότητα, οργάνωση και επεξεργασία του υλικού της  – ξέρει να προοικονομεί, αλλά και να δημιουργεί αγωνίες, να δομεί με επιδεξιότητα, να ανασαίνει μαζί με τον αναγνώστη, και, βέβαια, να σημαδεύει με πρωτόγνωρη ευστοχία τη συνάντηση της μικρής με τη μεγάλη ιστορία. Ο τρόπος που πλάθει τις αφηγήσεις των δύο ηρωίδων της, της μάνας και της γιαγιάς της, ο τρόπος που τους δίνει φωνή, που σκύβει μέσα τους, που ανασταίνει τα αισθήματα και τα πάθη τους, κινητοποιεί μηχανισμούς ταύτισης ακόμη και στα ανοίκεια.

Ταυτόχρονα, μιλά για τα δικά της χρόνια, τα συγκαιρινά, διατρανώνοντας τη σημασία που έχει να παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου, να διεκδικείς, να αγωνίζεσαι.

Το βιβλίο της Γεωργίας Καλαμποκά είναι ένας βαθύς αναστεναγμός, μια κραυγή, ένας λυγμός, ένα σκίρτημα, ένα τράνταγμα. Είναι η ψίχα ενός ζυμωτού ψωμιού, φτιαγμένου με αγάπη και μυστικά της παράδοσης, είναι το «αχ» του λαϊκού, δημοτικού τραγουδιού, τραγουδισμένου με το βάθος μιας γυναικείας, πονετικής φωνής, είναι ένα αντίδωρο, μια λεβέντικη σαϊτιά προς την Ιστορία, είναι ένα σημάδι απ’ τα πουλιά, ένα μήνυμα μνήμης και τιμής από το πέταγμά τους για όλους εμάς, που αυτή τη φορά ημερεύει τον πόνο, ημερεύει τον κόσμο.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. Φιλολογίας, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top