Fractal

Διήγημα: “Λειψά τριάντα φύλλα”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

 

Βάδην γρήγορο στον πεζόδρομο. Έτρεχε; Για να ξεφύγει; Από κάποιον; Ποιος την κυνηγούσε; Μια σκιά πίσω της. Ένα μαύρο κτήνος; Ένα μαύρο σκυλί ή ένας άνθρωπος; Στον αέρα η μυρωδιά του φόβου της. Όσες φορές γύρισε, πίσω κανείς.

Είναι στον καθιερωμένο βραδινό της περίπατο. Ένας ποδηλάτης την απέφυγε την τελευταία στιγμή. Κόσμος που σε σημεία αραίωνε. Αλλού πύκνωνε, την έπνιγε. Αλλού κανείς, ξεφυσούσε.

Εκείνη, άλλοτε έτρεχε, άλλοτε βάδιζε γοργά. Βράδυνε σαν κουραζόταν. Μια περίεργη υγρή βραδιά την τύλιγε. Το κολάν σήμερα τη ζέσταινε. Η μπλούζα της ριχτή από τα μανίκια λευτέρωνε το ένα στήθος. Ωσάν αμαζόνα. Εκείνες είχαν τη δύναμη και το θάρρος. Αυτή;

 

Την ακολουθούσε πιστά. Πίσω της σε απόσταση ασφαλείας. Εκείνος. Είχε σάρκα και οστά. Δεν ήταν η σκιά της. Ήταν η οπισθοφυλακή που μαζεύει τους θορύβους που εκείνη αφήνει, τρελαίνεται από τα αρώματα που σκορπά. Σκιρτά αγγίζοντας τα πράγματα που εκείνη άγγιξε.

Την είχε ερωτευθεί από την πρώτη στιγμή. Έναν μήνα τώρα ερωτευμένο φάντασμά της. Την ακολουθούσε σαν εκείνη έπαιρνε τον πεζόδρομο, έτρεχε ή βάδιζε κατά πως έκρινε. Την παρατηρούσε ώρες στο μπαλκόνι της στριμωγμένος στο κάθισμα του αυτοκινήτου του. Την ακολουθούσε παντού. Στο σούπερ μάρκετ, στον φούρνο. Φίλες εκείνη λιγοστές είχε και σπάνια μαζί τους έβγαινε. Ήταν πίσω της παντού. Σαν έσβηνε το φως του δωματίου της έφευγε με το αυτοκίνητό του κι επέστρεφε αχάραγα. Περίμενε να δει το φως να ανάβει στο διαμέρισμά της και μετά μετρούσε τις κινήσεις της. Πάντα πίσω της. Τα γένια του για έναν μήνα άκοπα, τα μαλλιά του άλουστα. Πήρε πια τα σουσούμια των σκύλων. Ένα μαλλιαρό σκυλί που μυρίζει τον καιρό, έχει εμποτιστεί με τη μυρωδιά του αφέντη του και τον ακολουθεί πιστά. Στιγμές αναρωτιέται αν μπορεί να είναι στο κατόπι της και μέσα στο σπίτι της, στα όνειρά της.

«Με τον καιρό θα τα καταφέρεις,» εύχεται στον εαυτό του.

 

Εκείνη με τις ώρες κλεινόταν στο διαμέρισμά της. Περπατούσε άσκοπα άλλοτε με ένα βιβλίο στο χέρι, άλλοτε μουρμουρίζοντας, άλλοτε με ένα κενό. Άλλοτε ακολουθούσε τις μανίες της. Κάθε εποχή και μία.

Τον τελευταίο καιρό είχε την αρρώστια να μαδά τα τριαντάφυλλα που της χάριζαν ή η ίδια αγόραζε. Να τα μαδά και να μετρά τα πέταλά τους. Και ποτέ δεν της έβγαιναν τριάντα. Τα δύο τελευταία που έχει στα χέρια της, ντυμένα με μαύρα πέταλα, τα μετρά και πάλι. Όπως πάντα είκοσι οχτώ πέταλα. Αυτά δεν ήθελε να τα μαδήσει. Ήταν στο χρώμα της.

«Όπως και η καρδιά μου!»

Τα μέτρησε και πάλι. Είκοσι οχτώ. Όσα και τα χρόνια της.

«Λειψά,» ψιθύρισε.

Λειψή και η ζωή της;

«Μαύρη και λειψή,» μουρμούρισε κουνώντας με απελπισία το κεφάλι της.

Όσα και τα χρόνια της.

«Ένα για κάθε πέταλο,» ακούστηκε, «πάντα και κάτι λειψό».

 

Εκείνος ήταν ένας ήσυχος άντρας. Μετά τη δουλειά στο σπίτι. Απέθετε όλη του τη ζεστασιά στους γονείς του. Τους φρόντιζε με λατρεία. Κάθε φορά προλάβαινε τα θέλω τους.

Κάθε πρωί σηκωνόταν κατά τις έξι και προσηλωνόταν στην ανατολή. Κάθε απόγευμα μαγευόταν από το ηλιοβασίλεμα. Ο ήλιος σηκωνόταν πέρα από τον κάμπο μεταμόρφωνε με τα χρώματά του το πράσινο ή το κίτρινο των χωραφιών ξεκλέβοντας ένα δυσλεκτικό καφέ ή μαύρο που άφηνε να το πάρει μαζί του το σκοτάδι. Και το δείλι ο ήλιος έπεφτε στα μακρινά βουνά λαμπυρίζοντας τα χιόνια ή τις γυμνές κορφές φέρνοντας και τη γαλήνη στην καρδιά του καθώς κοιτούσε τους γονείς του.

Είναι σύνηθες στις μέρες μας να προχωράς με τον ρυθμό των υπαίθριων ζωγράφων. Εκείνοι, άλλοτε μένουν ράθυμοι, κοιτώντας το κενό, το πραγματικό κενό κι όχι κάτι που θα τους εμπνεύσει, άλλωστε δεν έχουν έμπνευση, ζωγραφίζουν προσωπογραφίες περιπατητών κι άλλοτε να τρέχεις ξέπνεα για μια φούχτα νομίσματα για να έχεις να πορευτείς. Ζεις για να δουλεύεις.

Εκείνος ζει για να δουλεύει. Και για να υπηρετεί. Τους γονείς του πρώτα και μετά όλους τους άλλους. Κι ήταν τρισευτυχισμένος.

Περνούσαν τα χρόνια κι εκείνος το ίδιο χαρούμενος κι ευτυχισμένος ώσπου εκείνο το δειλινό… εκείνο το δειλινό την είδε αλαφιασμένη να τρέχει στον πεζόδρομο και την ακολούθησε. Από τότε την ακολουθεί προσηλωμένα.

 

Βρήκε τα δυο κακτάκια έξω από την πόρτα της κι απόρησε. Ποτέ δεν σκέφτηκε πως η ζωή της ήταν ένας κάκτος. Άνυνδρος. Μια άνυνδρη έρημος το κορμί της. Άπλωσε το χέρι και προσπάθησε να χαϊδευτεί. Προσεκτικά. Σα να είχε αγκάθια. Παντού.

«Άλλος ένας θαυμαστής,» ψιθύρισε. «Θαυμαστής κάκτων!»

Ξάπλωσε στον καναπέ κι άφησε τη σκέψη της να προχωρήσει πέρα από το κενό. Μια αναδρομή και πάλι στους εραστές της. Προσπάθησε να ξαναδεί τι της αφήσανε. Πάνω στο κορμί και πάνω στα σωθικά της. Τι της αφαιρέσανε από το κορμί, τι από τα σπλάχνα της. Ντράπηκε με αυτά που τους άφησε να πάρουν. Πικράθηκε με όσα τους έδωσε.

«Κι όμως, τους άξιζαν,» είπε με μια γλυκιά πίκρα να την κατακλύζει. «Κι αυτός; Τι να γυρεύει άραγε;»

 

Ξεπέρασε την ντροπή του. Στο ανθοπωλείο στήθηκε μπροστά στα λουλούδια. Κόκκινα τριαντάφυλλα, κρίνοι, αζαλέες, ντάλιες, τουλίπες… Δυο κακτάκια φορούσαν κάτι περίεργα καπέλα. Προτίμησε δυο παρόμοια την πρώτη φορά. Δεν ξέρει γιατί. Τώρα κοιτά τα τριαντάφυλλα με πάθος. Κάποια με βαθύ μπλε χρώμα τον ξεσηκώνουν. Τα προτίμησε. Δεν ξέρει γιατί. Παραφύλαξε και πάλι στην είσοδο της οικοδομής της. Ακολούθησε έναν νεαρό σαν πέρασε την είσοδο. Την πρώτη φορά είχε υπολογίσει και μάλλον σωστά πού ήταν το διαμέρισμά της. ξαναέφτασε στην πόρτα της. Κρέμασε τα τριαντάφυλλα από την κορδέλα τους στο πόμολο της πόρτας. Κάτω στο χαλάκι, ένα μικρό κύμα άμμου του ξαναθύμισε πού άφησε τα κακτάκια. Στο γλυκό χαμόγελο που από το πατάκι καλωσόριζε τους επισκέπτες. Στο αυτοκίνητο υπολόγισε με χτυποκάρδι. Τώρα τα πήρε. Τώρα απορεί. Τώρα χαμογελά.

Την άλλη μέρα της έγραψε ένα γράμμα. Μέσα του τρία ποιήματα πονήματα ενός πόνου ψυχής. Τα άφησε, τυλιγμένα με ένα χαρτί, έξω από την πόρτα της. Λέξεις μαχαίρια. Τον κόβουν ως τώρα. Και τώρα; Ποιος δρόμος οδηγεί στην ανάταση της ψυχής; Μπορεί να τον πάρει;

 

Τον ένιωσε. Δεν ήταν αυτός η σκιά που μήνες τώρα έλεγε πως την κυνηγά. Δεν ήταν εκείνο το μαύρο κτήνος που έμοιαζε με σκύλο ή με τον χάρο. Αν και τα γένια του και το μαύρο του βλέματός του την τρόμαζαν. Αν και εκείνος κινιόταν μακριά της ένιωθε την πνοή του, τη λαχτάρα του, τον πόθο του. Ένιωθε το άγχος του, το τρέμουλό του. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε το πάθος του. Γέλασε.

«Πρωτάρης,» σκέφτηκε

Έχει έναν μήνα που τον αισθάνεται πίσω της. Με αυτές τις σκέψεις έτρεξε και περνώντας τη γωνιά τραβήχτηκε στην άκρη. Τον είδε να στριβεί ασθμαίνοντας και να αποσβολώνεται μπροστά της.

«Γεια σου,» τον χαιρέτισε.

 

Το φλυτζάνι που γύρισε και περίμενε να δει μια μαυρίλα. Σκοτάδι πυκνό κάθε του μεριά. Και κάτω μια μαύρη πίσα έστεκε και τη μαδούσε.

«Μάλιστα,» μονολόγησε

Τέσσερις μήνες μαζί. Τέσσερις μήνες μέσα στη γλύκα. Κάποιες σύντομες παρενθέσεις προστριβών. Τέσσερις μήνες μέσα στη γλύκα κι όμως μέσα της ένα κενό. Τον τελευταίο μήνα οι σεξουαλικές τους σχέσεις είναι προβληματικές. Εκείνος ξεκινά κανονικά αλλά μετά από ένα πεντάλεπτο, χωρίς τίποτα να συμβεί, χωρίς κανείς τους να έχει τελειώσει, εκείνος γυρνά στο πλευρό και κλαίει. Γυρνάει και κλαίει για τον ανδρισμό του που ξαφνικά διπλώνεται, πλαγιάζει στην άκρη και παραδίνεται.

«Κι όμως σε θέλω τόσο,» της λέει με έναν βαθύ αναστεναγμό ανάμεσα στον θρήνο του.

«Κάτι φταίει μάλλον,» του είπε τις προάλλες, «κάτι πάνω μου σε απωθεί.

Εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε τρεκλίζοντας.

«Όχι!» της φώναξε. «Όχι, δεν είναι έτσι! Σε θέλω τόσο πολύ!»

Το φλυτζάνι μαύρο. Μια μεριά του έστω, μια γωνιά του να κρατούσε λίγο από το χρώμα με ανάγλυφα του καφέ πάνω της ίσαμε να μπορούσε να δει τη ζωή της. Δεν έχει το θάρρος, ίσως και τη δύναμη να την χαράξει μόνη.

 

Η μεγάλη αλήθεια είναι πως τον τραβά τόσο! Την ποθεί όπως ποθεί ο πιστός την Παράδεισο και πιο πολύ. Κάθε λεπτό την ποθεί. Και μονάχα το στίγμα της, οι κινήσεις της, οι λέξεις που παιχνιδίζουν στα χείλη της, όλα, και τα πιο απλά πάνω της, τον ξεσηκώνουν. Ο ανδρισμός του, εκείνος που τον πρώτο καιρό με τις ώρες δυνάμωνε, για ώρες ήταν ο ακάματος στρατιώτης, τώρα, τον τελαυταίο μήνα τον εγκαταλείπει. Δειλός την ώρα της μάχης, μάχεται για κάποια λεπτά και μετά λουφάζει. Ένας προδότης που παραδίδει την πόλη στον εχθρό επανελλειμένα. Χωρίς κανέναν λόγο.

Περίγελος. Περίγελος στα μάτια της, στο πάθος της.

«Έχει μήνα να τελειώσει,» παραμιλά και σκέφτεται εκείνη. «Έχει μήνα να τελειώσει κι όμως, ίσως να με θέλει ακόμα». Ένας γιατρός ίσως να του δώσει τις σωστές συμβουλές. Τι πρέπει να κάνει. Ίσως. Ίσως πάλι να αφήσει αυτήν την ξέφρενη ζωή των τεσσάρων μηνών και να ξαναγυρίσει. Στους παλιούς του ρυθμούς. Στους γονείς του. Στη σίγουρη καθημερινότητα.

«Ακύμαντη και σίγουρη,» ψιθυρίζει.

 

«Είμαι σε έναν ροδώνα, κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα, μπουμπούκια κι άλλα ολάνθιστα και ξαφνικά μια βροχή με τρυπά, η βροχή με μελαγχολεί, οι στάλες πέφτουν πάνω μου και στα άνθη, τα τριαντάφυλλα γίνονται ολόμαυρα, «μαύρα τριαντάφυλλα» φωνάζω με ενθουσιασμό, η βροχή γίνεται ευτυχία, πρώτη φορά βρέχομαι κι αισθάνομαι τη βροχή ως νηνεμία και ξυπνώ κι αισθάνομαι μια υγρασία ανάμεσα στα σκέλια μου και δίπλα μου ο έρωτάς μου, αυτός του τελευταίου καιρού.

«Αυτός που αγαπώ,» λέω με λατρεία και το πρόσωπό μου καίγεται ολάκερο και η καρδιά μου γελά και ο νους μου αδειάζει από όλα και γεμίζει μονάχα από αυτόν».

 

Τα δυο μαύρα τριαντάφυλλα την κοιτούν μέσα από τη ροζ θήκη τους. Με μια μαύρη κορδέλα γύρω τους. Πήρε την κορδέλα, την πέρασε στα μαλλιά της.

Κοιτά τα μαύρα τριαντάφυλλα με τις ώρες. Οι ώρες έγιναν μέρες. Πόσες; Εκείνος έφυγε μέσα σε μια ντροπή. Έτσι της είπε.

«Φεύγω μέσα από την ντροπή μου».

Δεν τον κατάλαβε. Δεν τον καταλάβαινε κάποιες φορές.

Τα δυο μαύρα τριαντάφυλλα το στερνό του δώρο. Με τα πέταλά τους κλειστά. Αδυνατεί να τα μετρήσει. Κι είναι η μοναδική φορά που δεν τη νιάζει αν τα πέταλά τους είναι τριάντα.

Εκείνος, τη μέρα που έφυγε ήρθε με τους ώμους τόσο γυρτούς και τόσο γερασμένος που τρομαξε με τα χρόνια που είχαν προστεθεί στη ράχη του.

«Τι έγινε αγάπη;»

Δεν της απάντησε. Την κοίταξε για λίγο δειλά. Μετά πήρε να τρίβει τα χέρια του.

«Φεύγω,» τον άκουσε τρομαγμένο. «Φεύγω μέσα από την ντροπή μου».

Δεν τον κατάλαβε.

Μέρες κάθεται και κοιτά τα μαύρα τριαντάφυλλα. Απλά, κάθεται και τα κοιτά. Οκλαδόν πάνω στο κρεβάτι της κοιτά τα μαύρα τριαντάφυλλα. Το τελευταίο δώρο του. Με το χέρι στριφογυρίζει την κορδέλα που είχε δέσει τα μαλλιά της.

Πήρε το κουτί, δυο θήκες για να κάθεται μέσα τους καθένας από εκείνους τους μαύρους βραχνάδες.

Φόρεσε το κολάν, εκείνη τη μαύρη μπλούζα που καθώς έτρεχε λευτέρωνε το δεξί της στήθος. Σαν έφτασε στο λιμάνι το πλοίο έφευγε για την πόλη. Έριξε στο νερό που κόχλαζε χτυπημένο από τις μηχανές του πλοίου, έριξε το κουτί με τα δυο μαύρα τριαντάφυλλα.

«Ακολουθήστε τον άνεμο. Στο μέλλον. Ή στο απόλυτο κενό του».

Μετά από καιρό νιώθει μέσα της ανάλαφρη.

Άρχισε να τρέχει στην παραλία. Η γυμναστική της. Πίσω της ο αέρας που έσχιζε και το άρωμά της. Μπροστά η μυρωδιά του μέλλοντος. Ένα λευκό φως που της αναστάτωσε τα μαλλιά της χάιδεψε το πρόσωπο και τα μάτια της που λαμπύρισαν. Να φωτίζουν το μέλλον. Πόσο καιρό είχε να το αισθανθεί;

 

Μπαχτσές 2-5/9/2017

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top