Fractal

Λευτέρης Αλεξίου, Αξέχαστοι καιροί, Μια ανάγνωση [1]

 

Με αφορμή την Εσπερίδα με θέμα «Νίκος Καζαντζάκης – Λευτέρης Αλεξίου, μια συνομιλία» που διοργανώθηκε από το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στις 4 Ιουνίου 2016.

 

Λευτέρης Αλεξίου, Νίκος Καζαντζάκης, Τάκης Καλμούχος

Λευτέρης Αλεξίου, Νίκος Καζαντζάκης, Τάκης Καλμούχος

 

Οι Αξέχαστοι Καιροί, όπως σοφά μας πληροφορεί ο συγγραφέας στον υπότιτλο του βιβλίου, είναι ένα χρονικό, μια δοκιμή αυτοβιογραφίας. Ο Λευτέρης Αλεξίου2, δημιουργός, αφηγητής και ήρωας του βιβλίου, ανασυσταίνει την κίνηση της ζωής στο μεσοπολεμικό Ηράκλειο, υποδεικνύει τις αλληλεπιδράσεις που τον διαμόρφωσαν, επιδιώκει να ερμηνεύσει ολόκληρη τη ζωή, συνθέτοντας ένα μαρτυρολόγιο το οποίο φροντίζει να κωδικοποιήσει ώστε γίνεται τελικά δύσβατο, κι αυτό από πρόθεση αφού δεν φαίνεται αποφασισμένος να αφηγηθεί τη ζωή του, αλλά να πλάσει μια μυθιστορία ή μάλλον να απεικονίσει ένα χρονικό απωλειών και απογοητεύσεων. Κύριος μόχθος του είναι να διατηρηθεί ακέραιος ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας του βιβλίου, να συνθέσει σελίδες λογοτεχνίας, εξασκώντας μάλιστα τις δεξιότητές του προκειμένου να πετύχει «στη νέα μας γλώσσα πρόζα χωρίς χασμωδίες, εύκολη στο στόμα και μελωδική στην ακοή», ενώ διεργάζεται μια ποιητική της διάψευσης, της γήρανσης και της παρακμής. Δίνει ωστόσο όλα εκείνα τα στοιχεία που αρκούν για να φωτιστεί το κείμενο, ώστε να γίνουν ορατές οι πιο μύχιες διαθέσεις του και να αποκαλυφθούν στον αναγνώστη τα κλειδιά τα οποία θα διευκολύνουν την περιήγησή στο μυθιστορηματικό σύμπαν χωρίς να πληγωθεί η απόλαυση της ανάγνωσης.

Σε νεαρή ηλικία, ο Λευτέρης Αλεξίου συνδέθηκε, μέσω της Γαλάτειας, με τον Νίκο Καζαντζάκη κι η σχέση αυτή τον επηρέασε καθοριστικά. Ο Καζαντζάκης, μεγαλύτερος κατά επτά χρόνια, έχοντας ήδη εκδώσει το Όφις και Κρίνος, ήταν ο πιο προβεβλημένος από την ομάδα των νεαρών λογίων του Ηρακλείου. Ο Αλεξίου ακολουθεί τα βήματα του γοητευτικού φίλου του στη γραφή, στις πνευματικές και μεταφυσικές αναζητήσεις, στις επιρροές και στις επιδράσεις. Εντύπωση προκαλεί το πλήθος των σπάνιων και ιδιωματικών λέξεων που απαντούν τόσο στους Αξέχαστους Καιρούς όσο και στην καζαντζακική Οδύσεια, λέξεις που περιλαμβάνονται στο «Λεξιλόγιο» της Α΄ έκδοσής της και υποδεικνύουν την κοινή πνευματική καταγωγή και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δυο λογοτεχνών.

 

al_2

Λευτέρης Αλεξίου, Κώστας Σφακιανάκης, Νίκος Καζαντζάκης

 

Ο συγγραφέας επιλέγει να δώσει στον παλιό του φίλο κεντρικό ρόλο στο βιβλίο. Με τους Αξέχαστους Καιρούς ανοίγει, μάλιστα, ο κύκλος των βιογραφικών κειμένων των Αλεξίου για τον Καζαντζάκη3. Το βιβλίο κυκλοφόρησε έναν χρόνο πριν από το Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι της Γαλάτειας και πολλά χρόνια πριν το Για να γίνει Μεγάλος της Έλλης Αλεξίου. Κι ενώ απερίφραστα θέτει στον πυρήνα του την αντιπαράθεση βιοθεωριών και στάσεων ζωής, ο συγγραφέας δεν κρύβει την αμφιθυμία του για τον παλιό του συνοδοιπόρο κι είναι μάλλον ορατό πως δεν έχει αποφασίσει τελεσίδικα για την αξία της δημιουργικής του πορείας. Ο Καζαντζάκης θα αμφισβητηθεί σθεναρά, παραμένοντας όμως ο μόνος ήρωας του μυθιστορήματος που δεν δικαιώνει την κεντρική πεποίθηση του συγγραφέα.

Ο Αλεξίου παρότι επιλέγει, καθώς λέει ο ίδιος, την αυτοβιογραφική φόρμα σαν λύση στην αναζήτηση θέματος για το μυθιστόρημά του4, οδηγείται σε μια αυτοαναγνωστική πράξη καθώς ταυτόχρονα εξομολογείται κι ερμηνεύει τις αδυναμίες του, αυτοαναλύεται, καταθέτει την οριστική αυτοπροσωπογραφία του κι αποπειράται για στερνή φορά να μετρηθεί με την προσωπικότητα και την δημιουργική διαδρομή του Καζαντζάκη, όχι για να διεκδικήσει επινίκιες δάφνες, αλλά μάλλον για να αποδείξει την ολιστική βεβαιότητα της ματαιότητας. Κι ενώ η σύγκριση όταν γίνεται ενσυνείδητα μοιάζει να δικαιώνει τον συγγραφέα, υπάρχουν στιγμές που εκδηλώνει την αμφιβολία του, μιαν αγωνία αν επέλεξε τον ορθό δρόμο, παρά την αβάσταχτη γνώση πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος από αυτόν στον οποίο τον οδήγησε η βαθύτερη ανάγκη του για συνέπεια και σταθερότητα.

Ο Αλεξίου στους Αξέχαστους Καιρούς συμπυκνώνει τα χρόνια της νεότητας στο διάστημα από τον Σεπτέμβρη του 1925 έως τον Σεπτέμβρη του 1926, μετρά δηλαδή τον χρόνο με τα σταθμά της σχολικής εμπειρίας όντας κι ο ίδιος καθηγητής για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Καταγράφει τη συναισθηματική, τη διανοητική, τη βιωματική του γνώση, χωρίς να εγκλωβίζεται σε μια αδιάκοπη αυτοαναφορικότητα, αλλά συναρθρώνει τις προσωπικές αναμνήσεις με τα ιστορικά γεγονότα πετυχαίνοντας συχνά να μετασχηματίζει τα ετεροαναφορικά επεισόδια σε κλειδιά ερμηνείας του αυτοβιογραφούμενου υποκειμένου. Ο αφηγητής-ήρωας είναι τριάντα πέντε χρονών «στη μέση-μέση της ζωής», όπως ακριβώς κι ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία, έργο που έχει μελετήσει, έχει θαυμάσει κι έχει αποσπασματικά μεταφράσει κι ο ίδιος. Τέτοιες διακειμενικές νύξεις κι αναφορές αναδεικνύουν τη βαθιά καλλιέργεια αλλά και την αντίληψη του Αλεξίου για τη λογοτεχνία σαν ένα όλο αδιαίρετο, ενώ πετυχαίνουν να θέσουν το μυθιστόρημα σε μια διαρκή συναλλαγή με άλλα κείμενα που αποκτούν εδώ βαρύτητα ιστορικής μαρτυρίας, αφού είναι ικανά να συμπληρώσουν τις εικόνες της αφήγησης κι επομένως να ανασυνθέσουν το παλίμψηστο μιας εποχής.

Στροβιλιζόμενος γύρω από το κεντρικό αυτό χρονικό σημείο, πετυχαίνει να αφηγηθεί μια ιστορία κοντά εβδομήντα ετών, θυμίζοντας κάθε τόσο με πλήθος πισωγυρίσματα το αιώνιο και το εφήμερο της ανθρώπινης εμπειρίας, αραιώνοντας τελικά τον χρόνο όπου και όταν χρειάζεται ώστε να επιζούν τα θεμελιώδη και να προβάλλουν τις βαθύτερες σημασίες τους.

 

Οιογένεια Αλεξίου

Οιογένεια Αλεξίου

 

Μια ιδέα διέπει το μυθιστόρημα: η βίαιη διάψευση. Όλα σχεδόν τα πρόσωπα του βιβλίου θα υποστούν τις συνέπειες αυτής της διάψευσης που αποκτά εδώ τον χαρακτήρα του αναπόφευκτου. Η Μάρθα κι ο Ζερβός, οι δυο νεαροί μαθητές, θα πεθάνουν, η παρέα της Πούλιας θα γεράσει και θα διαλυθεί χωρίς μάλιστα τα μέλη της να πετύχουν το άρτιο έργο, ο Μάριος Αγνός θα σβήσει άσημος και νέος, ο Πρασώτης θα προδοθεί και θα ταπεινωθεί μέχρι τέλους, η Αμαλία θα υποφέρει. Οι στίχοι του Μαβίλη, «Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε / την πίκρια της ζωής», από το ποίημα «Λήθη» (ποίημα που μελοποίησε ο Αλεξίου στα νεανικά του χρόνια), βρίσκονται, λες, στον πυρήνα του μυθιστορήματος. Ο μελαγχολικός πεσιμισμός δεν είναι εδώ μια θεωρητική φιλοσοφική επιλογή, αλλά μάλλον το καταστάλαγμα μιας πλήρους ζωής.

Ο συγγραφέας δεν τοποθετείται στο επίκεντρο της αφήγησης· καταγράφει τις ιστορικές συνισταμένες, ανατέμνει τις κοινωνικές συνθήκες κι ενώ οι εικόνες είναι συχνά ασυνεχείς και αποσπασματικές, καταφέρνουν τελικά να συνθέσουν και το περιβάλλον και την εποχή και την προσωπικότητα του αυτοβιογραφούμενου. Για τον Αλεξίου, εντέλει, καμιά σημασία δεν έχει αν τα περιστατικά παρουσιάζονται σαν μυθεύματα ή σαν ατράνταχτα γεγονότα· η χρήση εξάλλου των «πλαστών» ονομάτων που υποκρύπτουν αληθινές ταυτότητες, δικαιολογεί μικρές παραχαράξεις στις πραγματικές βιογραφίες των ηρώων με μόνο σκοπό την οικονομία της αφήγησης, την αύξηση της δραματικότητας και πρωτίστως την ενίσχυση του «διακείμενου», δηλαδή του αποκλεισμού, της διάψευσης, της αμετάκλητης φθοράς. Κι ενώ ο νοσταλγικός λόγος είναι πανταχού παρών, δεν γίνεται προφητικός ή προειδοποιητικός, παρά κρατά τις νοσταλγικές νότες στα επίπεδα της προσωπικής εμπειρίας σαν μια επιπλέον επικύρωση ματαιότητας, κύρια στο ατομικό και μόνο ως συνέπεια στο συλλογικό.

 

Αξέχαστοι καιροί

Αλεξίου Λευτέρης, “Αξέχαστοι καιροί”, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2014, σ. 203.

 

Το μυθιστόρημα αποτελεί την αναπαράσταση μιας απουσίας και μάλιστα αυτή είναι η κύρια αιτία και για τις αρετές και για τις αδυναμίες του. Ο συγγραφέας συνομιλεί με τα φαντάσματα. «Σαν ήμουνα μικρός, άκουα κάποτε τις γυναίκες του σπιτιού να μου δηγιένται για φαντάσματα. Μα το σπίτι μας δεν ήτανε για τέτοια. Δεν ήταν οι γονιοί μου σαν τους άλλους γονιούς. Είχαν έργο να καθαρίζουν απʼ αυτά τα κακά σπέρματα την ψυχή μου. Κατάληξα να γίνω τρανός αρνητής των κάθε λογής φαντασμάτων. Όμως ο καιρός ήρθε να με πείσει για τʼ αντίθετο. Σήμερα δεν πιστεύω μόνο, πως υπάρχουν φαντάσματα, παρά και, πως δεν υπάρχει τίποτʼ άλλο παρά τέτοια!»5

Αποκομμένο το έργο από τα βιογραφικά στοιχεία των ηρώων, από την εποχή του, από τις κειμενικές επιδράσεις, από τις ποικίλως προσδοκώμενες επιπτώσεις τους, χάνει τον ουσιαστικό χαρακτήρα του. Άλλωστε για τον Αλεξίου η λογοτεχνία δεν παύει να είναι η εξάσκηση της κοινωνικής ευθύνης. Κι αν η επιλογή του συγγραφέα είναι να μην καταγράψει τα πραγματικά ονόματα, αυτό οφείλεται στην απόφασή του να μην δώσει «δημοσιογραφική» διάσταση στο κείμενο, υπηρετώντας ενδόμυχα και την κεντρική του πεποίθηση περί ματαιότητας κι επομένως αμφισβητεί την ιστορικότητα των προσώπων και των γεγονότων, την ίδια στιγμή που αποπειράται τη διατήρηση μιας εποχής και των πρωταγωνιστών της στη βιβλιοθήκη του χρόνου.

 

Ο ερευνητής λογοτεχνίας κ. Γιώργος Ζεβελάκης με τον συντονιστή της εσπερίδας, συγγραφέα Λευτέρη Γιαννακουδάκη

Ο ερευνητής λογοτεχνίας κ. Γιώργος Ζεβελάκης με τον συντονιστή της εσπερίδας, συγγραφέα Λευτέρη Γιαννακουδάκη

 

Ο συγγραφέας και επιμελητής του βιβλίου, Νίκος Χρυσός, με τον συγγραφέα Λευτέρη Γιαννακουδάκη

Ο συγγραφέας και επιμελητής του βιβλίου, Νίκος Χρυσός, με τον συγγραφέα Λευτέρη Γιαννακουδάκη

 

Οι συγγραφείς Νίκη Τρουλλινού και Λευτέρης Γιαννακουδάκης

Οι συγγραφείς Νίκη Τρουλλινού και Λευτέρης Γιαννακουδάκης

 

Ο επιστημονικός σύμβουλος των Εκδόσεων Καζαντζάκη Δρ. Νίκος Μαθιουδάκης με τον Λευτέρη Γιαννακουδάκη.

Ο επιστημονικός σύμβουλος των Εκδόσεων Καζαντζάκη Δρ. Νίκος Μαθιουδάκης με τον Λευτέρη Γιαννακουδάκη.

 

Από την Εσπερίδα στο Μουσείο Καζαντζάκη

Από την Εσπερίδα στο Μουσείο Καζαντζάκη

 

Σημειώσεις:

  1. Αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου: Λευτέρης Αλεξίου, Αξέχαστοι καιροί, Εισαγωγή-Σχόλια: Νίκος Χρυσός, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2014.
  2. Ο Λευτέρης Αλεξίου γεννήθηκε το 1890 στο τουρκοκρατούμενο Ηράκλειο, γιος του λόγιου, δημοσιογράφου και τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου, αδερφός της Γαλάτειας Καζαντζάκη και της Έλλης Αλεξίου, μεγάλωσε σε ένα φιλελεύθερο προοδευτικό περιβάλλον όπου είχε δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στη γνώση και κληρονόμησε την αγάπη του πατέρα του για τη λογοτεχνία, για τη μουσική και τις ξένες γλώσσες. Γνώριζε γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά και λατινικά· στις σελίδες που ακολουθούν, ο συγγραφέας αναθυμάται τους New York Times και το γαλλικό περιοδικό Je sais tout, τακτικά αναγνώσματα των παιδικών κι εφηβικών του χρόνων. Το 1909 γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι ήρθε σε επαφή με τον Βάρναλη, τον Αυγέρη, τον Βάσο Δασκαλάκη και τους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας. Το 1930 παρακολουθεί στο Βερολίνο μεταπτυχιακά μαθήματα παιδαγωγικής με τριετή κρατική υποτροφία, ενώ παράλληλα του ανατίθεται να διδάξει για κάποια εξάμηνα στο Νεοελληνικό Σεμινάριο του Πανεπιστημίου της πόλης, στη θέση του κατόχου της έδρας Ιωάννη Καλιτσουνάκη που απουσίαζε στην Ελλάδα. Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μουσικός, δεινός μεταφραστής ξένων ποιητών, ένας «homo universalis» κατά τα αναγεννησιακά πρότυπα, όπως επισήμανε ο Στυλιανός Αλεξίου, γιος του συγγραφέα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς του πνευματικού Ηρακλείου του Μεσοπολέμου.
  3. Βλ. «Τρεις Αλεξίου εναντίον Καζαντζάκη», στο:Αλεξίου Στυλιανός, Ποικίλα Ελληνικά: Μελέτες, Εκδ. Στιγμή, Αθήνα 2009, σ. 169-185.
  4. Παρά κάποιες λίγες απόπειρες πεζογραφίας, το κύριο μέλημα του Αλεξίου υπήρξε η ποίηση. Ο Παλαμάς από πολύ νωρίς αναγνωρίζει την αξία των σονέτων του, η θετική όμως στάση του Παλαμά δεν αποτυπώνει τη γενική ανταπόκριση που βρίσκει το ποιητικό έργο του Αλεξίου εκτός Κρήτης. Κι ενώ στην πνευματική σκηνή του Ηρακλείου η παρουσία του είναι καίρια και δεσπόζουσα, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, λόγω ίσως της «ασάλευτης ζωής» –αγαπημένου παλαμικού έργου του συγγραφέα– στην ίδια πόλη, δεν διεκδικεί μια καίρια θέση στα ελληνικά γράμματα της εποχής του. «Υπήρξε στη ζωή του αθόρυβος και αποτραβηγμένος, ένας περίπου αφανής ήρωας των γραμμάτων μας» (βλ. Δημάκης Μηνάς, Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964): Γεγονότα και ζητήματα. Νέα Εστία, έτος ΛΗʼ, αρ. 894, 1 Οκτωβρίου 1964, σ. 1429), όπως επιβεβαιώνει κι ο Ηρακλειώτης ποιητής Μηνάς Δημάκης, που υπήρξε κατά τα γυμνασιακά του χρόνια μαθητής κι αργότερα στενός φίλος του συγγραφέα.
  5. Αλεξίου Λευτέρης, Αξέχαστοι καιροί, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2014, σ. 203.

 

al_9

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top