Fractal

Οι ρίζες της αστυνομικής μυθιστοριογραφίας και λογοτεχνίας βρίσκονται πολύ πίσω και βαθιά!

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Anna Katharine Green, “Υπόθεση Λέβενγουορθ”. Μετάφραση: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδόσεις Gutenberg, 2017

 

Η Άννα Κάθριν Γκριν (1846-1935) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια και μυθιστοριογράφος γνωστότερη σε αρκετούς, στις μέρες μας, ως μητέρα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Οι χαρακτήρες της χρησιμοποίησαν με επιτυχία ειδικούς μάρτυρες, στοιχειώδεις ιατρικές έρευνες, νεκρά σώματα που βρέθηκαν σε απροσδόκητα σημεία για να πλέξουν και ξεδιαλύνουν την ίδια στιγμή ενδιαφέρουσες αστυνομικές ιστορίες μυστηρίου. Η γνώση της ποινικής νομοθεσίας που αποκτήθηκε από τον δικηγόρο πατέρα της, την βοήθησε δεόντως ώστε να δώσει έναν αέρα ρεαλισμού στα μυθιστορήματα και στα βιβλία της και την ίδια στιγμή να σκιαγραφήσει τους τύπους που χαρακτήριζαν και σηματοδοτούσαν το πεδίο της αστυνομικής μυθιστοριογραφίας. Υπήρξε αναμφίβολα προοδευτική γυναίκα το χρονικό διάστημα που έζησε και πέτυχε σ’ ένα είδος που κυριάρχησαν στην πραγματικότητα άρρενες συγγραφείς, αλλά από την άλλη μεριά, κι αυτό είναι αρκετά ενδιαφέρον κατά την άποψή μας, ήταν αντίθετη στη γυναικεία ψηφοφορία και δεν ενέκρινε πολλές συμπεριφορές σε φεμινίστριες της εποχής της.

 

 

Παρά το γεγονός ότι είχε μια οικογένεια να φροντίσει, κατάφερε να αφήσει πίσω της περισσότερα από τριάντα βιβλία σε διάστημα τεσσάρων δεκαετιών. Τα βιβλία της βοήθησαν στο να γίνει δημοφιλές το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Αμερική, δημιουργώντας έξυπνα  κατασκευασμένες ιστορίες που βασίστηκαν στην καλή γνώση του ποινικού δικαίου εκείνης φυσικά της εποχής. Ο δικός της ντετέκτιβ, ο Εμπενέζερ Γκράις  (Ebenezer Gryce), επηρέασε σε κάποιες απόψεις και τον χαρακτήρα του Σέρλοκ Χολμς που δημιούργησε αργότερα ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ.

 

 

Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1846 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, κόρη του δικηγόρου James Wilson Green και της συζύγου του, Catharine Ann Whitney. Δυστυχώς έχασε τη μητέρα της όταν ήταν μόλις τριών ετών. Ήταν η δεύτερη κόρη και το τέταρτο παιδί του ζευγαριού. Η καριέρα του πατέρα της είχε μεγάλη επιρροή σε αυτήν, καθώς ασκούσε το επάγγελμα στη Νέα Υόρκη και ασχολήθηκε με πολλές ποινικές υποθέσεις, γνωρίζοντας έτσι πολλούς αξιωματικούς της μητροπολιτικής αστυνομίας και τους πολυποίκιλους τρόπους που χρησιμοποιούσαν στις έρευνές τους για την διαλεύκανση ανάλογων μυστηρίων. Το 1866 αποφοίτησε από το κολλέγιο Ρίπλευ για κορίτσια στο Βέρμοντ και στη συνέχεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ζήσει με την οικογένειά της. Στα αρχικά στάδια της καριέρας της είχε τη φιλοδοξία να γράψει ρομαντικούς στίχους, αλλά όταν η ποίησή της απέτυχε να κερδίσει την αναγνώριση που εκείνη επιθυμούσε, μετατοπίστηκε σε ένα άλλο είδος, γράφοντας και δίνοντάς μας το πιο γνωστό μυθιστόρημά της. Το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο ‘Υπόθεση Λέβενγουορθ’ (1878) είναι μια ιστορία μυστηρίου που κέρδισε την αναγνώριση κριτικών και αναγνωστών. Μετά την επιτυχία της αυτή, δημοσίευσε ένα άλλο αστυνομικό μυθιστόρημα, το ‘Μια περίεργη εξαφάνιση’ (A Strange Disappearance, 1880). Αργότερα έγραψε και δημοσιεύθηκαν και τα δύο όχι αστυνομικά   έργα της, ‘Άμυνα της Νύφης και Άλλα Ποιήματα’ (Defense of the Bride and Other Poems, 1882) και ‘Χέρι και Δαχτυλίδι’ (Hand and Ring, 1883), αλλά δεν έλαβαν από το αναγνωστικό κοινό την προσοχή που γνώρισαν τα προηγούμενα μυθιστορήματά της και έτσι επέστρεψε μόνιμα πλέον στο είδος της αστυνομικής μυθοπλασίας. Από τις άλλες αναγνωρισμένες επιτυχίες της, ήταν η λεγόμενη σειρά της Αμέλια Μπάτεργουορθ, με τα τρία μυθιστορήματα ‘That Affair Next Door’ (1897), ‘Lost Man’s Lane’ (1898), και ‘The Circular Study’ (1900). Στα άλλα αστυνομικά της μυθιστορήματα περιλαμβάνονται τα ‘The Mill Mystery’ (1886), ‘7 to 12: A Detective Story’ (1887), ‘Behind Closed Doors’ (1888), ‘A Matter of Millions’ (1891), ‘Doctor Izard’ (1895), ‘Agatha Webb’ (1899), ‘One of my Sons’ (1901), ‘The Chief Legatee’ (1906),‘The House of the Whispering Pines’ (1910), ‘Dark Hollow’ (1914), ‘The Mystery of the Hasty Arrow’ (1917) και το τελευταίο της μυθιστόρημα ‘The Step on the Stair’ (1923). Μερικά από τα μη αστυνομικά λογοτεχνικά έργα της ήταν ‘Το Ξίφος του Δαμοκλή: Μια ιστορία της ζωής της Νέας Υόρκης’ (1881), ‘Η άμυνα της νύφης και άλλα ποιήματα’ (1882), ‘Χέρι και δαχτυλίδι’ (1883), και άλλα.

Το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημά της, πάντως, το βιβλίο του 1878, δηλαδή η ‘Υπόθεση Λέβενγουορθ’ (The Leavenworth Case) θεωρείται ευρέως και ως το πρώτο αμερικανικό μυθιστόρημα του συγκεκριμένου είδους. Ήταν ένα μυστήριο δολοφονίας που εισήγαγε τον ντετέκτιβ Εμπενέζερ Γκράις  (Ebenezer Gryce) στον λογοτεχνικό κόσμο και το πρώτο τέτοιο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ από μια γυναίκα, και βέβαια στις απόψεις ορισμένων ιστορικών της λογοτεχνίας.  Μάλιστα θεωρήθηκε σπουδαίο για την κατανόηση δύσκολων  νομικών θεμάτων, ώστε χρησιμοποιήθηκε στις τάξεις του Πανεπιστημίου του Γέιλ ως παράδειγμα των κινδύνων εμπιστοσύνης των έμμεσων αποδεικτικών στοιχείων σε παρεμφερείς δύσκολες νομικές  περιπτώσεις.

Στις 25 Νοεμβρίου 1884 παντρεύτηκε τον Charles Rohlfs, ηθοποιό, ο οποίος αργότερα έγινε διεθνώς αναγνωρισμένος σχεδιαστής επίπλων και απέκτησαν τρία παιδιά. Στα τέλη του 1880, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Μπάφαλο. Διατήρησε σταθερό εισόδημα κατά τη διάρκεια της παραγωγικής καριέρας της και έζησε μια βικτωριανή ζωή με ισχυρές αξίες και ηθική. Πέθανε στις 11 Απριλίου 1935, στο σπίτι της στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης, στην ηλικία των 88 ετών.

 

 

Η Άννα Κάθριν Γκριν, όπως είπαμε,  ήταν μια από τις πρώτες γυναίκες που έγραψαν αστυνομικές ιστορίες και αυτό το βιβλίο δημοσιεύθηκε σχεδόν δέκα χρόνια πριν ο Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ ξεκινήσει να δημοσιεύει τις ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς. Η ‘Υπόθεση Λέβενγουορθ’ (The Leavenworth Case), τοποθετείται γεωγραφικά στη Νέα Υόρκη και είναι η ιστορία της δολοφονίας του πλούσιου Οράτιου Λέβενγουορθ. Ο τελευταίος βρέθηκε πυροβολημένος στο κεφάλι ένα πρωί στη βιβλιοθήκη του αρχοντικού του στην Πέμπτη Λεωφόρο του Μανχάταν. Το δωμάτιο ήταν κλειδωμένο και το κλειδί έλειπε, αλλά το όπλο φαίνεται να ήταν το δικό του πιστόλι, που βρέθηκε πίσω στη συνηθισμένη  θέση στο δωμάτιό του. Το σπίτι ήταν  ασφαλές, έτσι ώστε το προφανές και αρχικό συμπέρασμα είναι ότι ο υπεύθυνος βρισκόταν μέσα στην οικογένεια ή στους υπάλληλους του σπιτιού. Ο Οράτιος Λέβενγουορθ ήταν άγαμος, ιδιόρρυθμος, πάμπλουτος συνταξιούχος, πιά,  με εξέχουσα κοινωνική θέση, αλλά αφού δεν απέκτησε δικά του παιδιά, είχε πάρει στο σπίτι του τις δύο ανιψιές, την Μαίρη και την Ελεάνορ, με την πρώτη να έχει ορισθεί ως η κληρονόμος του. Έτσι σύντομα έγινε φανερό ότι κάποιος, αν όχι και οι δύο, είχαν κίνητρο να τον σκοτώσουν. Τα κορίτσια φαίνεται να ήταν φιλικά μεταξύ τους, και είχαν μεγαλώσει στην πραγματικότητα ως αδελφές. Ο Λέβενγουορθ είχε επίσης μια παράλογη προκατάληψη εναντίον των Άγγλων, η οποία θα αποτελέσει σημαντική ένδειξη για τις ενέργειες των κοριτσιών, ειδικά  κατά τους μήνες πριν από το θάνατο του θείου τους. Κατά την έρευνα που διεξήχθη, όπως ήταν συνηθισμένη εκείνη την εποχή, στη σκηνή του εγκλήματος, οι καταδικαστικές περιστασιακές αποδείξεις φαίνεται πως έδειχναν την ενοχή της Ελεάνορ. Το μαντήλι της βρέθηκε χρωματισμένο με το γράσο με το οποίο κάποιος είχε μάλλον καθαρίσει το όπλο της δολοφονίας. Θεωρήθηκε ότι εκείνη πήρε ένα κομμάτι χαρτί από το γραφείο όπου ο θείος της βρέθηκε νεκρός και παραδέχτηκε ότι χειρίστηκε το πιστόλι την ημέρα της δολοφονίας του Λέβενγουορθ. Μία από τις υπηρέτριες, η Χάνα Τσέστερ, εξαφανίζεται τη νύχτα της δολοφονίας και έπειτα παρουσιάζεται ένας μυστηριώδης ξένος που έγινε δεκτός στο σπίτι για να δει την Ελεάνορ τη νύχτα της δολοφονίας. Ποιος ήταν αυτός και γιατί επισκέφθηκε το σπίτι δύο φορές, δίνοντας διαφορετικό όνομα σε κάθε περίπτωση; Ένα από τα πολλά ερωτήματα, η απάντηση των οποίων θα οδηγήσει στη λύση του μυστηρίου.

Την ‘Υπόθεση Λέβενγουορθ’ περιγράφει ένας δικηγόρος, ο Έβερετ Ρέιμοντ, ο νεότερος εταίρος στην  εταιρεία ‘Βίλι, Κάρ και Ρέιμοντ’, ο οποίος πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Λέβενγουορθ από έναν νεαρό άντρα που μπήκε στο γραφείο τους με έκδηλη ταραχή και  βιασύνη στα λεγόμενά του.  Ο Οράτιος Λέβενγουορθ, σημειωτέον, υπήρξε παλιός πελάτης της νομικής εταιρείας και στενός φίλος του κ. Βίλι. Στο σπίτι προσκαλείται από τον γραμματέα του κ. Λέβενγουορθ, τον Τζέιμς Τρούμαν Χάργουελ, με σκοπό να δώσει κάποια υποστήριξη και νομικές συμβουλές στις νέες κυρίες, Μαίρη και Ελεάνορ. Ο Ρέιμοντ συμμετέχει στην έρευνα μαζί με τον ντετέκτιβ Εμπενέζερ Γκράις, τον αστυνομικό που είναι επιφορτισμένος με την υπόθεση αυτή. Ο Ρέιμοντ όμως, αποκτά λίαν συντόμως ένα άλλο κίνητρο για να ανακαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου, καθώς ερωτεύεται την Ελεάνορ και είναι απελπισμένος να την καθαρίσει οπωσδήποτε από τις όποιες υποψίες φαίνεται πως την βαρύνουν. ‘…Σαγηνευτικό, τρομερό, επιβλητικό, σπαρακτικό, αυτό το ξεχωριστό πρόσωπο καθήλωνε το βλέμμα μου και μονομιάς η φεγγαρένια ομορφιά της εξαδέλφης της σβήστηκε από τη μνήμη μου κι έβλεπα μόνο την Ελεάνορ. Μόνο την Ελεάνορ από εκείνη τη στιγμή και για πάντα…’.

Η υπόθεση ετούτη ήταν μια πρωτόγνωρη διαδρομή στην αστυνομική μυθοπλασία. Η εμφάνιση και η εκκεντρική συμπεριφορά του επιθεωρητή Εμπενέζερ Γκράις, βρίσκεται κοντά στον χαρακτηρισμό των ντετέκτιβ της Χρυσής Εποχής, όπως ο Ηρακλής Πουαρώ, και κάποιοι άλλοι. Ορισμένα από τα λόγια του θυμίζουν τον Σέρλοκ Χολμς αν και γράφτηκαν σχεδόν δέκα χρόνια πριν εμφανιστεί ο Χολμς. ‘…Δεν είναι δουλειά μου να υποψιάζομαι, αλλά να ερευνώ’, λέει κάπου στην αρχή της υπόθεσης ο Γκράις. Η γραφή της Γκριν, είναι σε ορισμένα σημεία μελοδραματική, όπως για παράδειγμα εκεί όπου η Ελεάνορ διαμαρτύρεται για την αθωότητά της στον Ρέιμοντ:

{‘… Είπατε ότι αν διακήρυττα την αθωότητά μου, θα με πιστεύατε. Κοιτάξτε!’ Και ακουμπώντας το μάγουλό της πάνω στο ωχρό μέτωπο του νεκρού ευεργέτη της φίλησε τα παγωμένα χείλη απαλά στην αρχή, με πάθος στη συνέχεια, και μετά σηκώθηκε και είπε με σιγανή φωνή αλλά έντονη συγκίνηση}: ‘Θα μπορούσα να το κάνω αυτό εάν ήμουν ένοχη;  Δεν θα πάγωνε η ανάσα στα χείλη μου, το αίμα στις φλέβες μου, δεν θα έσβηνε η ζωή στην καρδιά μου;’, ξεσπάει η Ελεάνορ! Και συνεχίζει η Γκριν, ‘… γονατίζοντας πάλι αγκάλιασε το άψυχο σώμα, κοιτάζοντάς με ταυτόχρονα στα μάτια μ’ ένα ύφος που κανένα ανθρώπινο χέρι δεν θα μπορούσε να ζωγραφίσει, καμιά γλώσσα να περιγράψει…’!

Στο μεγάλο ομολογουμένως κείμενο, των 540 σελίδων, η υποψία μετακινείται διαρκώς από τον έναν ύποπτο στον άλλον. Η συγγραφέας ρίχνει τεχνηέντως ενοχοποιητικά στοιχεία εδώ κι εκεί, αφήνοντας τον αναγνώστη να διεγείρει εκείνος το ενδιαφέρον του και την κριτική του σκέψη, ώστε να εστιασθεί, όσο μπορεί φυσικά, στον ένοχο. Η ψυχογραφία όλων των χαρακτήρων της είναι εντυπωσιακή, τονίζοντας συνεχώς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που δραστηριοποιούνται. Αρκετοί οι ύποπτοι, όμως, μερικές εξαφανίσεις υπόπτων, μυστική ανταλλαγή επιστολών, δημιουργούν ένα παζλ το οποίο καλεί τον αναγνώστη να βαδίσει εκ του ασφαλούς. Το μυστήριο, όπως είναι ευνόητο, δεν θα λυθεί με τη βοήθεια της σημερινής τεχνολογίας, με δακτυλικά αποτυπώματα και ανάλυση DNA, παρά μόνον χάριν της ευφυΐας του αστυνομικού Γκράις.

Η μετάφραση του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου πολύ καλή, όπως φυσικά και η εξασέλιδη κατατοπιστική εισαγωγή. Έκπληξη ίσως αποτελεί το πολυτονικό σύστημα που επέλεξε ο εκδοτικός οίκος για την κυκλοφορία ετούτου του μυθιστορήματος. Έγινε για να μας τοποθετήσει μέσα στο κλίμα των ημερών εκείνων, τουτέστιν του προ-προηγούμενου αιώνα, άραγε, ή για να μας θυμίσει κάποιες παλιές αξίες αναντικατάστατες της ελληνικής γλώσσας στο πέρασμα του χρόνου, τις οποίες κάποιοι δήθεν εκσυγχρονιστές, επιπόλαια και εντελώς ανεύθυνα, μας στέρησαν;

Η Άννα Κάθριν Γκριν (Anna Katharine Green, 1846-1935), υπήρξε αναμφίβολα πρωτοπόρος της αστυνομικής μυθιστοριογραφίας. Μέχρι το θάνατό της το παραπάνω βιβλίο πούλησε κάπου ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Αρκετά χρόνια πριν η βρεττανίδα Αγκάθα Κρίστι (1890-1976) γίνει η αναντίρρητη βασίλισσα του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Αγγλία, και όχι μόνον, η Άννα Κάθριν Γκριν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, γνώριζε ήδη τεράστια εμπορική επιτυχία!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top