Fractal

Λέανδρος Κοκκόρης ένας αριστοτέχνης της λεγόμενης «συμφωνικής τζαζ»

Γράφει ο Βαλάντης Τερζόπουλος (a.k.a. Electric Looser) // *

 

1

 

Ο Λέανδρος Κοκκόρης γεννήθηκε το 1918 στο Μεσολόγγι, αν και η καταγωγή της οικογένειας του έχει ρίζες στο Γαλαξίδι. Ο πατέρας του, άνθρωπος αυστηρών αρχών, ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας. Πέντε μόλις ετών, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του μόνιμα στην Αθήνα. Εδώ τελείωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές. Με τη μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρή ηλικία παίζοντας πιάνο. Όλοι στην πολυμελή του οικογένεια ήταν φιλόμουσοι. Τα αδέλφια έπαιζαν κάποιο όργανο (φλάουτο, πιάνο, βιολί) και η μεγαλύτερη αδελφή του ακολούθησε καριέρα στο τραγούδι ως σοπράνο. Ο Λέανδρος διδάχτικε μουσικη (ανώτερα θεωρητικά, πιάνο, ακορντεόν, βιμπράφωνο) παράλληλα με τις ακαδημαϊκές του σπουδές. Στο κοινό πρωτοπαρουσιάστηκε το 1938 με την ορχήστρα του γνωστού μαέστρου και συνθέτη Ζοζέφ Κορίνθιου. Ώντας  καλός μουσικός και αγαπητός άνθρωπος ήταν επόμενο να γίνει γρήγορα γνωστός. Να συνεργαστεί με τους καλύτερους μαέστρους της εποχής.  Εμφανίστηκε στα γνωστότερα κέντρα της προπολεμικής και, κυρίως, της μεταπολεμικής Αθήνας: «Μοστρού», «Οασις», «Μαϊάμι», «Αρζεντίνα», «Αθηναία», «Κόρονετ», «Ωμπέρζ» όπως επίσης και στο Ρουφ-Γκάρντεν του ξενοδοχείου «Μεντιτερράνεαν» στη Θεσσαλονίκη.

 

5

 

4

 

 

Ο Κοκκόρης έγινε μέλος της πιο διάσημης ορχήστρας χορού που γνώρισε η Αθήνα μετά τον πόλεμο. Μιλάμε για εκείνη που έστεισε ο θαυμάσιος λευκορώσος πιανίστα Λεβ. Εκεί έπαιζε ακορντεόν και πιάνο. Μέλη της ίδιας ορχήστρας ήταν επίσης ο Γιάννης Κανακάκης (βιολί), ο Κώστας Σεϊτανίδης (κοντραμπάσο), ο Ανδρέας Δεληγιαννάκης (ντραμς), ο Κώστας Κοκκιναράς (σαξόφωνο) και ο ‘Ιωνας Αλεξιάδης (κιθάρα).

Ως συνθέτης είχε, επίσης, αξιόλογη δραστηριότητα. Έγραψε πολλά τραγούδια, που τραγούδησαν οι: Γιάννης Βογιατζής, Ζωή Κουρούκλη, Τζένη Βάνου, Γιοβάννα, Δημήτρης Μπαξεβανάκης, Φώτης Δήμας, Φραντζέσκα Ιακωβίδου, Ελίζα Μαρέλλι, Νάνα Μούσχουρη, Τρίο Καντσόνε, Καίτη Επίσκοπου Ζωή Φυτούση, Τώνης Βαβάτσικος, Νέλλη Μάνου, Εύη Μηλοπούλου και άλλοι. Τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες: «Έλα να φύγουμε», «Μια του κλέφτη», «Ρώτησα», «Παντού σε βλέπω», «Δεν κουράστηκες φύγε», «Κάποιος σ’ αγάπησε» και πολλά άλλα. Έγραψε τη μουσική για αρκετές ραδιοφωνικές επιθεωρήσεις και για τις κινηματογραφικές ταινίες: «Ανθισμένη αμυγδαλιά», «Κάθε εμπόδιο για καλό», «Ραντεβού με τον έρωτα», «Οι γυναίκες θέλουν ξύλο», «Ο βασιλιάς της γκάφας», «Ο Ιππόλυτος και το βιολί του». Έγραψε μουσική και για θέατρο: «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» και «Εκτο πάτωμα» (Θίασος Ντίνου Ηλιόπουλου). Ήταν ικανός ενορχηστρωτής. Έτσι, η Columbia, της οποίας υπήρξε συνεργάτης, του ανέθεσε την ενορχήστρωση πολλών τραγουδιών. Ανάμεσα τους συγκαταλέγονται μια σειρά τραγουδιών του Νίκου Γούναρη και εννέα παλιές επιτυχίες του Χρήστου Χαιρόπουλου, ενορχηστρωμένες ξανά από τον Λέανδρο. Συνεργάστηκε στενά με τον Μάνο Χατζιδάκι σε πολλές του ηχογραφήσεις κινηματογραφικής μουσικής και τραγουδιών, αλλά και στις θεατρικές παραστάσεις «Οδός Ονείρων», «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» αλλά και με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Σταύρο Ξαρχάκο.

 

6

 

 

Ο Λέανδρος προσπάθησε να συνδυάσει – όσο γινόταν – το μεράκι με τον βιοπορισμό και να σταθεί μακριά από τα πάθη και τις μισαλλοδοξίες, στοιχεία δυστυχώς γνώριμα στον ελληνικό μουσικό χώρο. Έζησε αθόρυβα, με μια σπάνια ευγένεια, που συναντά κανείς μόνο σ’ αυτούς τους «παλιούς» ανθρώπους, που χάνονται πια ένας – ένας μαζί με το μοναδικό εκείνο ήθος που έφεραν ως τις μέρες μας.

 

Τρεις μήνες μετά το θάνατο του Λέανδρου, στις 19 Μαρτίου 1966, ο Χρήστος Χαιρόπουλος έγραφε:

«Είναι μερικοί άνθρωποι που απορούμε γιατί έγιναν διάσημοι και είναι μερικοί άλλοι που απορούμε γιατί δεν έγιναν. Μερικούς τους παίρνει ο αέρας ανεξήγητα, για να τους πάει στα σύννεφα, να τους κάνει διαστημόπλοια της μεγάλης δημοτικότητας, κι άλλους τους κρατά επίσης ανεξήγητα, καρφωμένους στη γη ένα βαρύ έρμα που δεν τους αφήνει να απογειωθούν για τις σφαίρες που αξίζουν να γνωρίσουν. Η αξία δεν είναι πάντα προϋπόθεσις απαραίτητη για την επιτυχία. Πιο απαραίτητη είναι η ικανότης να προσαρμόζεται κανείς, να ελίσσεται. Αλλά πιο απαραίτητη είναι η Τύχη (…). Αυτά σκεπτόμουν προχθές το βράδυ ακούγοντας από το Δεύτερο Πρόγραμμα μια εκπομπή αφιερωμένη στον Λέανδρο, τον εκλεκτό συνθέτη και μαέστρο που πρόσφατα χάσαμε. Ήταν ένας καλλιτέχνης με πραγματική αξία. Στο ελαφρό είδος είχε καταφέρει να συγκεράσει τη μοντέρνα γραμμή με το αμετακίνητο γούστο της ορθόδοξης μελωδίας, η οποία τόσον συχνά προδίδεται με τους ακάθεκτους επιδρομείς του «νέου κύματος» που προτάσσουν γεμάτοι αναίδεια τον «μοντερνισμό» για να κρύψουν την έλλειψη ταλέντου που τους διακρίνει. Ο Λέανδρος είχε ταλέντο. Είχε γούστο και ευγένεια. Είχε προσωπικότητα. Ακόμη, είχε την ικανότητα να ντύνει με μοντέρνα αμφίεση την αγέραστη και αρυτίδωτη μελωδία, η οποία καταφέρνει να μένει νέα όσα χρόνια κι αν περάσουν».

 

3

Με την ορχήστρα του Ζοζεφ Κορίνθιου, τρίτος από αριστερά (1938)

 

Ο Κοκκόρης ήταν ένας αριστοτέχνης της λεγόμενης «συμφωνικής τζαζ» αυτής που δημιούργησε  η ανεπανάληπτη μεγαλοφυΐα Τζορτζ Γκέρσουιν. Αυτά όμως τα προσόντα του δεν κατάφερε να τα αξιοποιήσει. Δημιούργησε άλλους μεγάλους κι έμεινε αυτός μικρός. Γιατί; Γιατί αγνοούσε αυτό το τυχοδιωκτικό «κάτι», που προστίθεται στις ανύπαρκτες καλλιτεχνικές αποσκευές πολλών αναξίων και τους δίνει προώθηση για διαστημικά πετάγματα. Έμεινε ο πιανίστας, ο «αρρανζέρ» ξένων εμπνεύσεων, ο ενορχηστρωτής αλλότριων επιτυχιών. Εγώ προσωπικά του οφείλω ένα περίφημο «αρρανζεμάν» παλιών τραγουδιών μου, που γύρισε εδώ και δύο χρόνια η «Κολούμπια» (…). Η προχθεσινή εκπομπή μας έφερε στη θύμηση τον καλλιτέχνη, που έζησε διακριτικά και πέθανε επίσης διακριτικά. Ήσσονος τόνου διασημότης, ήξερε να κρύβεται για να προβάλλονται άλλοι. Ηταν βάθρο για να το πατάνε άλλοι και να ανεβαίνουν (…)».

 

"Αθηναια". Η ορχήστρα του Λεβ αλλάζει ρόλους. Ο Λέανδρος στη τζαζ μπαντ.

“Αθηναια”. Η ορχήστρα του Λεβ αλλάζει ρόλους. Ο Λέανδρος στη τζαζ μπαντ.

 

Ο Λέανδρος, ο ευγενικός αριστοκράτης του πενταγράμμου έμεινε σαν αδιάψευστο παράδειγμα ότι στην Τέχνη και στη ζωή μεγάλοι δεν είναι μόνον αυτοί που γίνονται, ούτε μικροί αυτοί που μένουν. Η σουρντίνα δεν μπαίνει μόνο μπροστά σε ένα όργανο για να του πνίγει τον ήχο μπαίνει και σε μερικές αξίες για να τους δεσμεύσει την εκκωφαντική διασημότητα. Είναι οι μελαγχολικές αξίες, που παίξουν πάντα με σουρντίνα και γοητεύουν με σιγανή διακριτικότητα…

 

Υ.Σ Για το κείμενο χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες και φωτογραφίες από το οπισθόφυλλο του δίσκου.

 

Λέανδρος Κοκκόρης – Bαλς (Από την ταινία του Ορέστη Λάσκου ” Οι γυναίκες θέλουν ξύλο” 1962).

Λέανδρος Κοκκόρης (Λέανδρος), Ραντεβού με τον Έρωτα – Μουσική τίτλων

 

* Ο Βαλάντης Τερζόπουλος είναι ο δημιουργός του blog http://spychedelicsally.blogspot.gr

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top