Fractal

Διήγημα: “Le Café Bistrot Collage”

Του Δημήτρη Σούκουλη // *

 

 

 

Ώρες επτά π.μ. ακριβώς.

Οι αστικοί χωριάτες, καμουφλαρισμένοι από σικ προφορά στο καλημέρισμά τους, εκπολιτισμένοι και συμμορφωμένοι κατά το ήμισυ, με πιστοποιητικά από την εκπαιδευτική τηλεόραση της απογευματινής ζώνης και τις εγκυκλοπαίδειες από δεύτερο χέρι και σε συμφέρουσα τιμή, μπαίνοντας στο μπαρ, τινάζουν τα μπατζάκια των πανταλονιών από τις σκόνες και τους οικιακούς ρίπους της κρεβατοκάμαράς τους και των κοινόχρηστων χώρων. Ξεσκονίζουν από πάνω τους περιττώματα πουλιών και τα ανήλικα τέκνα τους, άδικη σπορά. Τα τακούνια χτυπώντας δυνατά, ελλείψει μπάτλερ για την προσφώνηση, χτυπώντας επιδειχτικά κουδουνίστρες τα κέρματα στην τσέπη, με ζόρικη φωνή από το γυναικοκαβγά και την πρωινή στύση, αναγγέλλουν την άφιξή τους μέσα από αυτόματη δίφυλλη γυάλινη πόρτα.

Στα φαρδιά πέτα των σακακιών τους στην πιτυρίδα προστίθεται πλέον ένας κίτρινος μπουχός από τα καυσαέρια αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού και λιμπιντικής ανικανότητας. Από το κεφάλι τους στάζουν γραμμές λίγδας ανακατεμένης με περιποιητικές κρέμες προσώπου που ευθυγραμμίζονται με τις τσακίσεις των μάλλινων παντελονιών τους. Αυτοί βρίσκουν πως οι λίγδες κάνουν ωραία νερά στο ύφασμα και ιριδίζουσες αντανακλώσες ανταύγειες στις λάμπες αλογόνου.

Με την είσοδό τους, ένας αγουροξυπνημένος και γκρινιάρης τυφλοπόντικας των αγρών, οικόσιτος των κρεμαστών τους κήπων, άτεγκτος κολοκυθοκόφτης και δρυοκολάπτης μεταλλαγμένων ζαρζαβατικών, με ένα σάλτο, πέφτει σαν ωριμασμένο φρούτο από πάνω τους. Τρίβει τα μάτια από το βεβιασμένο ξύπνημα, ανοίγει το στόμα να φανεί απειλητικά ο ένας και μοναδικός κοπτήρας του, φτύνει αγίους και προσευχητάρια και χώνεται κάτω από τη σομόν στολή της καφετζούς. Αυτή τινάζει τη γάμπα αλλά ο ποντικός με ευκολία κατορθώνει να αναρριχηθεί με τα νύχια του κάνοντας πόντους στο καλσόν της απαθούς φιγούρας, φανερά απασχολημένης και συγκεντρωμένης στο ζέσταμα συνθετικών κρουασάν με υπόγευση παραφίνης.

Περιμένοντας, ως νεοσύλλεκτος στρατιώτης σε ώρα επιθεώρησης σε θάλαμο, να χτυπήσει το κουδούνι φούρνου μικροκυμάτων, αφήνεται, σε όρθια στάση, στηριζόμενη στον πάγκο με τους αγκώνες της, στους συνουσιασμούς του τρωκτικού και ανοίγει τα πόδια σε διάσταση για να διευκολύνει τη διείσδυση και την εκσπερμάτωση, προσφέροντας υπηρεσίες πέραν από τα συμφωνηθέντα καθήκοντα του συμβολαίου της.

Ο κουδουνισμός ξαφνιάζει τον χωριάτη, την υπηρέτρια και το τρωκτικό. Όλοι εκπλήσσονται από την μεταφυσική σύμπτωση την ώρα που πήραν χρώμα τα πρωινά εδέσματα με το ταυτόχρονο τελείωμα στον κόλπο του ποντικού. Η υπηρέτρια, βγάζοντας τα κρουασάν από το θερμοθάλαμο, τραβά από την μεταλλική θήκη δυο χαρτοπετσέτες με σταμπαρισμένη τη μάρκα του καφέ πάνω τους και βάζοντας το χέρι της κάτω από τη στενή φούστα τις προσφέρει μία – μία στον ποντικό. Αυτός σκουπίζεται και κατεβαίνει, ζητώντας συγγνώμη για τις πληγές που είχε προκαλέσει με τα γαμψά νύχια του.

Στο διπλανό τραπέζι μία γηραιά κυρία, με βουτηγμένο το πρόσωπο σε διπλή κούπα, έχοντας ξεμείνει από το προηγούμενο βράδυ παγωμένη, έχει ενδώσει στις τελευταίες αναρροφήσεις ξινισμένου γαλακτώματος και καφέ περιμένοντας τελειωτική πνευμονική ανεπάρκεια, απογοητευμένη να ζει πια σε μια διαρκή άπνοια τις τελευταίες 24 ώρες. Δύο παραϊατρικοί παρατρεχάμενοι και μία ρουμάνα νυχού αποδίδουν τις φθίνουσες ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού της στην αργή απορρόφηση εξ επαφής από το δέρμα και όχι εκ κατάποσης στην καφεΐνη του αφεψήματος. Η γριά, βγάζοντας επιτέλους μια μπουρμπουλήθρα ανακούφισης έπνευσε τα λοίσθια, αποδεσμεύοντας πούρο αναμμένο από τα δάχτυλα. Ο ποντικός μοίρασε τα υπάρχοντά της και τα αφάγωτα κουλουράκια που συνόδευαν την τελευταία της επίσκεψη στο αναψυκτήριο. Ο χωριάτης ευχόμενος καλό κατευόδιο έκλασε απομακρυνόμενος κλωτσώντας το πόδι.

Η καφετζού, στην οποία είχε προστρέξει η μικρή αφεντικίνα, άπλυτη κι αχτένιστη ακόμα, ακολουθώντας πιστά βηματισμούς καρσιλαμά σε φωτεινό δάπεδο που αναβόσβηνε καθοδηγώντας την, ξεφούρνιζε λαμαρίνες αρτοποιήματα. Η κούραση της προετοιμασίας του μπουφέ και οι λαμαρίνες που έφθαναν γεμάτες η μία πίσω από την άλλη έκαναν την εργασιομανή υπάλληλο να ιδρώνει. Προς αρωγή της, ακολουθώντας τα χρηστά ήθη και εκτελώντας μία υποσημείωση σε εγχειρίδιο Savoir vivre, η αφεντικίνα με σεσουάρ κρύου αέρα στέγνωνε τις βρεγμένες λαγόνες της υπαλλήλου. Το καλώδιο της μπαλαντέζας μπλεκόταν φίδι στα πόδια της. Κατά λάθος το πάτησε, αυτό τη δάγκωσε αλλά είπε να μην ανησυχεί κανείς μας μιας και δεν ήταν δηλητηριώδες. Για να καθησυχάσει το εναγώνιο πλήθος του άνοιξε το στόμα κι έχωσε σαν θηριοδαμαστής το κεφάλι της μέσα. Οι θαμώνες έστρεψαν τα βλέμματα αλλού και αδιάφοροι δεν έδωσαν σημασία.

Πρόλαβαν και μπήκαν κι οι τελευταίοι. Γνωρίζω τους περισσότερους. Τους υπόλοιπους όχι. Υποθέτω ότι θα με γνωρίζουν όμως αυτοί. Νομίζω, ότι η φήμη μου κατά κάποιο τρόπο έχει κυκλοφορήσει. Εγώ το είχα επιτρέψει για τους δικούς μου λόγους. Το επιδίωκα και το κατάφερα. Τώρα πιάστηκα στον ιστό των ηλίθιων σχεδίων μου. Εσύ, ωστόσο, δεν φάνηκες και έχω τη διαίσθηση ότι φτάνει ένα τελικό ξεκαθάρισμα για όλους μας εδώ μέσα. Δεν πρέπει να είναι τυχαία η συνάντηση μου με όλους όσους σε γνωρίζουν και αποτελούν τον κύκλο σου ή τουλάχιστον μέρος του γιατί ακόμα δεν έχω καταλάβει που αρχίζει και που καταλήγει. Δεν γνωρίζω τη διάμετρό του. Σε αυτόν είχα μπει ως δορυφόρος σε τροχιά. Δεν κρατώ μοιρογνωμόνιο στις σχέσεις και με κάνει να μην μπορώ να υπολογίζω πότε μπορεί μια αλλαγή θέσης μου να με κάνει να χάσω τον έλεγχο και να με φέρει σε σύγκρουση με την ατμόσφαιρά σου. Είναι το τέλος όμως και η κατάληξη του ονειροπόλου. Μη τα γυρεύεις. Είναι πρωί και έξω έχει ομίχλη που κάνει τον ήλιο και τα πουλιά στα δέντρα ν’ ανατριχιάζουν. Μοιάζει κατάρα που εισχωρεί και μπαίνει κάτω από τις χαραμάδες και τους αεραγωγούς. Μέσα στην καφετέρια απλώθηκε θάνατος και μυρωδιά σοκολάτας. Ρουθούνισαν όλοι με υγρές μύτες που στάζουν και μπήκαν σε σειρά για το συσσίτιο.

Ανάμεσά σε αυτούς κρύβομαι κι εγώ. Δεν πρέπει να με έχει αντιληφθεί κανείς μέχρι τώρα. Μόλις αντίκριζα να πλησιάζει το χέρι διψασμένου πελάτη έγερνα τη μέση μου και με επιτυχία το απέφευγα. Εδώ κι ένα μήνα έχω κλειστεί σε ψυγείο με διάφανη πόρτα. Με τη θέλησή μου. Να μασάω μαργαρίνες και να σε περιμένω. Να μην εμφανίζεσαι αλλά εγώ να επιμένω. Να μην αφήσω να γίνει αυτό το σημείο ο οριστικός τόπος του εγκλήματος. Το πάλευα να ξορκίσω το τετελεσμένο αποτέλεσμα που προδιαγραφόταν, όπως όταν έχεις πιάσει φωτιά από το μάτι της κουζίνας και φυσάς το πατσαβούρι που έχει λαμπαδιάσει αλλά τελειώνεις έτσι κι αλλιώς με έγκαυμα. Τότε, ένα μήνα πριν, μπροστά σε όλους, είχαμε λογοφέρει. Σήκωσες φωνή και σήκωσα μαχαίρι στα ‘‘λοιπόν’’ σου. Με απείλησες με χωρισμό μετά από τα πρώτα ραντεβού και κράτησες την κουβέντα σου. Δεν μπλόφαρες τότε. Ήσουν ειλικρινής. Εν μέρει. Δινόσουν πάντα με το σταγονόμετρο. Υποψιαζόμουν πως υπήρχε κάποια άλλη σχέση αλλά ακόμα και τώρα δεν είμαι σίγουρος. Αλλά, να, όπως δεν το είχα υπολογίσει, γλίστρησα πιο χαμηλά από τα λιπαρά των υδρογονωμένων ελαίων στα χέρια μου. Για όλα υπάρχει αντίτιμο. Μάλλον γι αυτό δεν με είδες, θέλω να πιστεύω. Θα μου κόστιζε τώρα ιδιαίτερα να πιστέψω το αντίθετο. Έπιασα πάτο. Βρήκα όμως στο τέλος θέση: η παρουσία μου, ρεκλάμα ανάμεσα σε γυάλινες μποτίλιες ανθρακούχα ποτά και ξινά νερά. Μέσα μου η συντήρηση μετριέται πια σε βαθμούς κελσίου. Το θερμόμετρο οινοπνεύματος δείχνει μονίμως και σταθερά τους τέσσερις βαθμούς πάνω από τα μηδενικά, από εκείνα που συναντάς κρυφά στο σπίτι τους με χαμηλωμένα φώτα στα αμπαζούρ. Με κρατά λοιπόν σε συντήρηση, εμένα και τις φρούδες ελπίδες μου. Όχι ακριβώς φρέσκο. Πρέπει να έχω μπαγιατέψει κάπως αν κρίνω ότι δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου και να στρίψω το λαιμό μου δεξιά και αριστερά. Στην προσπάθεια πονάω και ακούγονται οι κροταλισμοί του αυχένα. Η σκέψη μου έχει συγκεντρωθεί στην τωρινή μου κατάσταση και έχω ξεχάσει το μεγαλύτερο μέρος των λόγων που μπήκα εδώ μέσα. Μάλλον αυτό πρέπει να αποτελεί το παρελθόν μου, σκέφτομαι. Το μέλλον πια δε με απασχολεί. Λοιπόν ο τρόπος της συντήρησής μου αποδεικνύεται αναποτελεσματικός. Μια αποικία μυκήτων αναπτύσσεται στην αριστερή μου μασχάλη. Είχε ξεκινήσει πριν μπω. Η ψύξη δεν κατάφερε να την σταματήσει. Όπως μια εμμονή που αναπτύσσεται ή ένας φόβος πάλι που σιγά στα μουλωχτά και υπόγεια, όσο και να τον πιέζεις να μην πεταχτεί στην επιφάνεια, θα πεταχτεί σα φασουλής από το κουτί του.

Κοιτάω απέξω το σκήνωμα της γριάς, το τυφλό κοράκι που έχει σκαρφαλώσει στον ώμο της και χορεύει. Ο ορίζοντάς μου χάνει σε βαρύτητα, βυθίζομαι ακόμα πιο πολύ στον πάτο. Θα με καταπιεί ο μηχανισμός συμπίεσης, σκέφτομαι. Με το πόδι μου αγγίζω τα ηλεκτροφόρα καλώδια, τους διακόπτες και οι γυμνές βίδες με πληγώνουν στο πέλμα. Το φρέον θα μου εξαχνώσει τον πυρετό κι αυτή την σκέψη που έχει τρυπώσει στην κουφάλα. Έφτασες κι εσύ. Αστειεύεσαι με όλους. Γρυλίζεις στην υπάλληλο. Άλλοι σου χτυπούν την πλάτη. Με άλλους ανταλλάσεις παθιασμένα γλωσσόφιλα. Το κοράκι παίζει με τον ποντικό. Σου κάνουν χαρές σαν πιστά σκυλιά. Κάτι τους ψιθυρίζεις μυστικά στ’ αυτί. Με πήδους κρύβονται από πίσω από το ψυγείο. Ο αποσυμπιεστής σταμάτησε. Τράβηξαν το καλώδιο της εντατικής μου. Σε λίγο θα ανέβει η θερμοκρασία. Θα αρχίσω να μυρίζω. Ψάχνω να αντιδράσω στην αγκύλωση και σπρώχνω, πριν να είναι αργά, τα χείλη της πόρτας του ψυγείου που έχουν κολλήσει ερμητικά. Δεν τα καταφέρνω. Εγκλωβίστηκα σε αυτό το πεπρωμένο. Ευθυμείτε όλοι σας. Σας φαίνεται αστείο. Κουρνιάζετε σε ασφαλείς φωλιές με το ένα πόδι σηκωμένο σαν πελεκάνοι. Δεν σας νοιάζει τίποτα. Γεννοβολάτε κλούβια αυγά, χωρίς να σας ενδιαφέρει ο λόγος. Το ονομάζετε ένστικτο. Τα κλωσάτε ακουμπώντας τα ζεστά πισινά σας για να βγουν νεοσσοί. Αντίγραφα για την διαιώνιση του είδους σας.

 

 

*Αφιερώνεται στη Νόπη Φουντουκίδου. Στην τέχνη της. Στην έκπληξη της δουλειάς της. Στις εμπνεύσεις που μου προκαλεί. Η τέχνη της το δεκανίκι των δικών μου προσωπικών εμπνεύσεων. Ένα μεγάλο ευχαριστώ.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top