Fractal

✔ Λώρη Κέζα: «Σε μεγάλη και σε μικρή κλίμακα είναι όλα το ίδιο: η πολιτική ζωή και η ισορροπία σε μια οικογένεια έχουν ακριβώς τους ίδιους κανόνες»

Συνέντευξη στην Έλενα Νταβλαμάνου //

 

keza_1

 

Με τίτλο «10 μέρες στην τρελογιαγιά», το παιδικό αυτό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι μια ιστορία για την ξενοφοβία και τις διαρκείς μετακινήσεις των ανθρώπων, για τις συνήθειες που αλλάζουν από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή, μια ιστορία για την αρμονική συνύπαρξη.

Mια ιστορία της Λώρης Κέζα με καταπληκτική αφήγηση. Μια ιστορία για μια γιαγιά που όλοι θα θέλαμε στη ζωή μας, γιατί τίποτα δεν θα ήταν ανιαρό και συνηθισμένο. Είναι η  γιαγιά των 60ς  και των 70ς γεμάτη εμπειρίες, δίψα για περιπέτεια και όρεξη για εκείνο το ταλέντο που δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι. Το ταλέντο τού να ζεις τα όνειρά σου και να φτάνεις ίσαμε το τέρμα. Ένα βιβλίο για την ιστορία κάποιων σημαντικών γεγονότων που τα παιδιά αγνοούν αλλά που ακόμα και σήμερα έχουν πολλά να μας διηγηθούν άνθρωποι που τα έζησαν. Ιστορίες του κόσμου, διαφορετικές κουλτούρες, πολιτισμοί, συνήθειες, τρόποι ζωής. Φιλίες ανάμεσα σε ανθρώπους που έζησαν ή και ζουν μακριά από τις οικογένειές τους προκειμένου να επιβιώσουν. «Μαθήματα» και παθήματα ζωής που έχουν σαν θέμα τους τη διαφορετικότητα, την ξενοφοβία και τη μοναξιά του άγνωστου, του άλλου, του μη καθώς πρέπει.

 

Με ένα υπέροχο εξώφυλλο σχεδιασμένο από την Κέλλυ Ματαθία Κόβο, που τα «λέει» όλα με μια μόνο ζωγραφιά! Για αναγνώστες μικρούς και μεγάλους. Μια ανάσα κρατάει το διάβασμα του κι είναι πολύ πολύ αναζωογονητική!

Αλλά ο λόγος στην ίδια την Λώρη Κέζα:

 

 

-«Δέκα μέρες στην τρελογιαγιά», ο τίτλος του νέου σας βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Πείτε μας λίγα λόγια για την ιστορία.

Οι γονείς της Βιργινίας και της Καρολίνας πρέπει να απουσιάσουν το ίδιο δεκαήμερο για τις επαγγελματικές υποχρεώσεις τους. Τα κορίτσια πηγαίνουν για δέκα μέρες στα Βίλια, στο αγρόκτημα Αμερικανής γιαγιά τους η οποία έχει ταξιδέψει από την Τουλούζη ως την Σαραγόσα με το μηχανάκι της, έχει ζήσει τα γεγονότα τον Μάη του 68 στο Παρίσι, έχει φίλες από την Ιαπωνία και τη Σουηδία. Όταν φτάνουν στο αγρόκτημα τα κορίτσια μαθαίνουν ότι η γιαγιά ξεκίνησε μαθήματα αραβικών με δάσκαλο έναν καινούργιο φίλο, τον Λιβανέζο γείτονα ο οποίος εκτρέφει άλογα.

Μέσα στο δεκαήμερο τα κορίτσια θα κάνουν μια ακίνητη βόλτα με το παλιό μηχανάκι, θα χορέψουν χορό της κοιλιάς, τα στήσουν στον κήπο ινδιάνικη σκηνή, θα βρουν φωτογραφίες του παππού από την Αφρική και θα αναρωτηθούν αν εκμεταλλεύτηκε τους ιθαγενείς για να πλουτίσει.

Το κεντρικό θέμα είναι η ξενοφοβία που εμφανίζεται ως ντόμινο: οι Αμερικανοί περιφρονούν τους Ινδιάνους, οι Γάλλοι θεωρούν χαζούς τους Αμερικανούς, οι Έλληνες φοβούνται ότι οι μετανάστες θα τους κλέψουν ενώ οι ίδιοι είναι παιδιά μεταναστών, οι Βέλγοι φέρονται βάρβαρα στο Κονγκό, οι Ιάπωνες τα κάνουν όλα ανάποδα.

 

lori1

 

-Ποια ερεθίσματα σας έδωσαν την ιδέα να θίξετε τα θέματα της ξενοφοβίας και της αρμονικής συνύπαρξης στο νέο σας βιβλίο;

«Είμαι κατά το ήμισυ γαλλοκαναδή και οι κόρες μου πηγαίνουν στο σχολείο του γαλλικού κράτους, στο Lycée Franco-Hellénique Eugène Delacroix. Μεγάλωσα στο περιβάλλον των αλλοδαπών που ζουν στην Αθήνα, με μεικτές οικογένειες, συνήθως με ξένες μαμάδες και έλληνες μπαμπάδες. Τα παιδιά μου έχουν συμμαθητές από όλο τον κόσμο, κυρίως από τη Γαλλία και τον Λίβανο, την Ιταλία, την Ρωσία, τη Χιλή. Στους κύκλους αυτούς δεν βιώνει κανείς ρατσισμό. Διαπιστώνω ότι ο ρατσισμός έχει ταξικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, δεν έχει να κάνει με τις διαφορετικές παραδόσεις».

 

-Τι είναι αυτό που γεννάει την ξενοφοβία και ποια θεωρείτε τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή της;

Η εχθρότητα προς τον ξένο εκδηλώνεται όταν εκείνος δεν έχει δουλειά, όταν δεν έχει στέγη, όταν δεν έχει τα μέσα για μια αξιοπρεπή ζωή. Οι ευκατάστατοι πρέσβεις από την Ασία και οι διανοούμενοι από την Αφρική ήταν πάντα καλοδεχούμενοι. Στην Ελλάδα ο ρατσισμός γεννήθηκε με την έλευση των Αλβανών που δημιούργησαν μια νέα κοινωνική τάξη, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, χωρίς κανονικά εισοδήματα. Μόλις ενσωματώθηκαν οι Αλβανοί, ακολούθησαν άλλοι πληθυσμοί και αντιμετωπίστηκαν επιφυλακτικά από όσους έχουν μια τακτοποιημένη ζωή. Ζώντας στην Κυψέλη όλα αυτά τα βλέπω μπροστά μου, αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μου.

Τυχόν μέτρα για την αντιμετώπιση του ρατσισμού σχετίζονται με την η επιβεβλημένη συνύπαρξη. Στο σχολείο το παιδί βλέπει ότι «ο ξένος» είναι ένα ακόμη παιδί. Μόνο η άμεση, διαπροσωπική επαφή μπορεί να διαλύσει τις φοβίες. Δυο μανάδες με μωρά είναι πρώτα μανάδες και μετά άνθρωποι με διαφορετικό διαβατήριο. Δυο εργαζόμενοι έχουν πολλά να μοιραστούν και να διεκδικήσουν από κοινού. Η επαφή, η γνωριμία, η αγάπη εντέλει, είναι το αντίδοτο στον ρατσισμό».

 

-Πρόκειται για ένα παιδικό βιβλίο ή για ένα βιβλίο (και) για μεγάλους; Ποιο κοινό είχατε στον νου όταν το γράφατε;

«Είναι παιδικό βιβλίο. Η αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο, είναι ένα κοριτσάκι. Υπάρχουν πολλές επεξηγήσεις και απλοποιήσεις ώστε οι ανήλικοι αναγνώστες να έλθουν σε επαφή με κάποια σπουδαία ιστορικά ζητήματα. Ο Μάης του ‘68 περιγράφεται συγκριτικά με έναν οικογενειακό καυγά. Η αποικιοκρατία περιγράφεται μέσα από μια απλούστευση των ολίγων παραγράφων. Τα αστεία είναι σε πρώτο επίπεδο, δηλαδή δεν γράφεται κάτι ως υπαινιγμός».

 

-Η τρελογιαγιά των δύο κοριτσιών είναι πιο απελευθερωμένη και ανοιχτόμυαλη από τους γονείς τους. Πόσο ανάγκη έχουν τα παιδιά τα όρια και τους κανόνες και πόσο την ελευθερία;

«Η αντιαυταρχική εκπαίδευση διέπεται από κανόνες. Δεν υπάρχει κανενός είδος συνύπαρξης χωρίς κανόνες, διαφορετικά καταργείται η έννοια της σχέσης. Οι γονείς που είχαν οι ίδιοι αντιαυταρχικούς γονείς, από αντίδραση συνήθως γίνονται πιο αυστηροί, νιώθοντας ότι ως παιδιά εκτέθηκαν σε περισσότερους κινδύνους. Βεβαίως είναι και οι εποχές που δίνουν τον τόνο. Οι άνθρωποι που έζησαν την απελευθέρωση της δεκαετίας του ’60 είναι αλλιώτικοι σε όλο τον κόσμο και αυτό το βλέπουμε σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης, στο κύτταρο της οικογένειας, στη συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε εποχή, τα παιδιά πρέπει να έχουν κανόνες, διαφορετικά μετατρέπονται σε τέρατα, σε δυνάστες».

 

-Σε ένα σημείο του βιβλίου, η γιαγιά διδάσκει στα παιδιά τι είναι το ωτοστόπ, η ίδια καπνίζει και επιτρέπει τα μπέργκερ… Σκεφτήκατε μήπως αυτά τα στοιχεία προβληματίσουν τους γονείς ως προς τα προτεινόμενα πρότυπα;

«Όχι, δεν προβληματίστηκα επειδή αυτή είναι η ζωή. Οι γονείς υπήρξαν παιδιά, υπήρξαν έφηβοι και ξέρουν πόσο ισχυρή είναι η επιθυμία για ελευθερία και ενηλικίωση. Είμαστε όλοι γεμάτοι ελαττώματα που τα βλέπουμε να κληροδοτούνται και επιθυμούμε μέσα από τα παιδιά να διορθώσουμε τον εαυτό μας. Να πω επίσης ότι δεν με ενδιαφέρει να αρέσει το βιβλίο μου σε όλους, αυτό άλλωστε είναι αδύνατο. Θέλω να αρέσει σε γονείς που θέτουν τον εαυτό τους υπό συνεχή αμφισβήτηση νιώθοντας ότι ποτέ δεν υπήρξαν ποτέ τα τέλεια όντα».

 

keza_3

 

-Ασχολείστε με την πολιτική επικαιρότητα ως πολιτικός αρθρογράφος και από την άλλη γράφετε για παιδιά. Πώς γεφυρώνονται ή πώς συνυπάρχουν σε έναν άνθρωπο αυτοί οι δυο -εκ διαμέτρου αντίθετοι- κόσμοι;

Παραμένω ο ίδιος άνθρωπος είτε δουλεύω είτε λέω παραμύθια. Μέσα στη Βουλή, μέσα σε ένα πολιτικό γραφείο, στη διάρκεια ενός επαγγελματικού ραντεβού παραμένω ο ίδιος άνθρωπος, που μετά τη δουλειά θα μαζέψει τα ψίχουλα από τον καναπέ, που θα μιλήσει για τις φιλίες, για τα μαθήματα των παιδιών. Οι αρχές είναι οι ίδιες. Από τα πολιτικά πρόσωπα και από τις κόρες μου που είναι οι πρώτοι ακροατές στα παραμύθια μου, έχω τις ίδιες απαιτήσεις. Θέλω να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, θέλω ειλικρίνεια, θέλω ανάλυση της στιγμής, θέλω συναίσθηση της ανθρώπινης κατάστασης. Σε μεγάλη και σε μικρή κλίμακα είναι όλα το ίδιο: η πολιτική ζωή και η ισορροπία σε μια οικογένεια έχουν ακριβώς τους ίδιους κανόνες».

 

-Το βιβλίο περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία; Είχατε μια τέτοια γιαγιά;

«Υπάρχουν πολλά στοιχεία από τη ζωή της μητέρας μου, όπως το ταξίδι με το Μοτομπεκάν στα Πυρηναία ή τα παιδικά της χρόνια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι φίλες της τρελογιαγιάς, η γιαπωνέζα και η σουηδέζα, είναι μια καρικατούρα ατόμων που έρχονταν στο σπίτι μας όταν ήμουν παιδί. Η σχέση των δυο κοριτσιών θυμίζει τις κόρες μου αλλά και το ανάλογο ντουέτο που φτιάχναμε με την αδελφή μου. Είναι βιβλίο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, με το σπίτι στην Κυψέλη, με τον παππού που έφτιαξε περιουσία στο εξωτερικό μέσα σε λίγα χρόνια, με τη θεία που κάνει μαθήματα χορού, με τον πατέρα που έχει μονίμως το ένα μάτι στο κινητό, με την οικογένεια που φτιάχνει κανόνες αλλά δεν τους ακολουθεί. Δεν έχω κατεργαστεί τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες, τις έχω ενσωματώσει στην μυθοπλασία του βιβλίου».

 

-Τι σημαίνει για σας «γράφω»;

«Η ζωή μου όλη είναι το γράψιμο, ο βιοπορισμός από την δημοσιογραφία, η διασκέδαση από την αφήγηση ιστοριών, η επικοινωνία μέσα από μηνύματα. Λόγω μιας προσωπικής συστολής, προτιμώ να γράφω παρά να μιλάω. Θα δυσκολευόμουν να αρθρώσω δημόσια όσα γράφω στα άρθρα μου. Να πω επίσης ότι ζω πολύ μέσα στη φαντασία μου, θέλω προσωπικό χρόνο για να σκέφτομαι, για να ανασυντίθεμαι. Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο ικανοποιώ την επιθυμία μου για γράψιμο. Η συγγραφή είναι μια μοναχική διεργασία την οποία ικανοποιώ σε βάρος της κοινωνικότητας».

 

-Διαβάζατε όταν ήσασταν παιδί; Τι είδους βιβλία;

«Διάβαζα πάρα πολύ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ξόδευα το χαρτζιλίκι μου στα βιβλία από το δημοτικό και στην εφηβεία περνούσα πολλές ώρες στα βιβλιοπωλεία. Πάντα αγαπούσα τη λογοτεχνία, την Ένιντ Μπλάιτον με τους Πέντε Φίλους και τους Μυστικούς Εφτά, τον Ιούλιο Βερν, τα πάντα. Δεν μου άρεσαν πολύ τα βιβλία γνώσεων, προτιμούσα την αφήγηση».

 

-Μια ευχή για τη νέα χρονιά;

«Να γελάμε, να χαμογελάμε, να αγκαλιαζόμαστε, να συμπονάμε, να νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλο».

lori2

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top