Fractal

Θαλασσινό μελτέμι

Γράφει η Λίλια Τσούβα // *

 

Ανδρέας Καρακόκκινος «Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό», εκδ. Ένεκεν, σελ. 64

Κι οι νύχτες μας μετέωρες

 αναζητούν αστερισμό λιμάνι.

 

«Υπάρχουν πολλοί  τρόποι για να αφηγηθεί κανείς τον εικοστό αιώνα», είχε πει ο Louis Aragon. Ο Ανδρέας Καρακόκκινος, στη νέα ποιητική του συλλογή, «Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό», αφηγείται την ιστορία του δικού μας αιώνα κλεισμένος σε δυο αμπάρια ενός πειρατικού πλοίου.

Από το αμπάρι 1, μπορεί να διακρίνει, τις νύχτες, κρυφά τους πειρατές να απλώνουν τα κλεμμένα στο κατάστρωμα. Το στίγμα του αιώνα μας έχει πλέον δοθεί και δεν είναι ελπιδοφόρο. Η δυστοπία των καιρών ξεκάθαρη. Χαμένα παιδικά όνειρα και ελπίδες πνιγμένες. Η πυξίδα δεν εμφανίζει «το νησί των θησαυρών» και εμείς, οι άνθρωποι του αιώνα, λαθρεπιβάτες στο ίδιο όνειρο, σβήνουμε ελπίδες. Εποχή «Χωρίς ενοχές».

Γράφουμε όνειρα

και σβήνουμε ελπίδες

ξεγράφουμε ονόματα

κι αναζητάμε λέξεις

να ντύσουμε τη γύμνια των καιρών

με ξεραμένα νυχτολούλουδα

και ψεύτικα παραμύθια.

 

Αγοράζουμε θλίψη

σε τιμή ευκαιρίας

μέσα από εικόνες παιδιών

που χάνονται αναζητώντας

απόλεμη πατρίδα

και πουλάμε ρητορείες φτηνές

για αλήθειες και για δίκια.

 

Θάβουμε ενοχές

στα πηγάδια της λήθης

και ξεθάβουμε

ρήσεις αθωωτικές

για έναν κόσμο γεμάτο θύτες

εκούσιους φονιάδες

κι ακούσιους παρατηρητές.

«Η πόλη ξυπνά μ΄ ένα τραγούδι στα χείλη της με το θάνατο στα μάτια της και ξημέρωσε κι ο κόσμος ετοιμάζεται να δολοφονήσει όνειρα», γράφει ο Cummings.

«Η πόλη κοιμάται με το κεφάλι ακουμπισμένο σ΄ ένα τσουβάλι παραγραφέντα όνειρα», γράφει ο Ανδρέας Καρακόκκινος και φωτογραφίζει τις ζωές μας.  «Ο Οκτώβρης της Θεσσαλονίκης» γίνεται μέρος του ίδιου σκηνικού.

Η πόλη απεγνωσμένα φωτίζει το σκοτάδι της

με πολύχρωμα φωτάκια.

κι ο ουρανός άστερος κι αφιλόξενος σε προσδοκίες

από ανάλγητες υποσχέσεις.

 

Οι λιγοστοί εραστές του φθινοπωρινού περιπάτου

ζυγιάζουν στο πλακόστρωτο

βήματα κι αβεβαιότητες από ανήμπορες λέξεις

των αρχόντων.

 

Οι διαδηλωτές απλώνουν στα ξύλινα κοντάρια

την απελπισία τους

Κι η πόλη απεγνωσμένα αναζητά γενέθλια άνοιξη

μεσούντος φθινοπώρου.

 

Αντρέας Καρακόκκινος

 

Ναυάγια, μελαγχολικά τραγούδια, άνθρωποι καταδότες στο πρώτο αμπάρι. Παθητικοποίηση, αδιαφορία, κλείσιμο στο εγώ. Το γκρίζο κυριαρχεί. Η ανάγκη για χρώμα μεγάλη. Βρέχει λυπημένα χαμόγελα και ξεθωριασμένα αστέρια. Ακόμη και οι κύκνοι είναι μαύροι. Η άνοιξη έχει προσπεράσει τον αιώνα μας. Ακραία καιρικά φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους. Επικίνδυνοι τυφώνες που αρπάζουν στέγες, πλημμυρίζουν ακτές, βουλιάζουν καράβια, θεμέλια. Πλημμυρίζουν τα χέρια με αίμα, σηκώνουν συρματοπλέγματα.

Θλίψη για την οπισθοδρόμηση, με τις λέξεις πρόδηλες. Πληθώρα αρνητικών ουσιαστικών, ρημάτων, επιθέτων με κοινό τους παρονομαστή τη διάψευση, το ζόφο, τη μουντάδα. Συχνή λέξη το όνειρο.

Η ελπίδα ανασύρεται βίαια μέσα από τη θέα των νέων ανθρώπων, την όρεξή τους για ζωή και μάθηση. Ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί στη νέα γενιά για τον κόσμο που κληρονόμησαν.

Λουλούδια αραδιασμένα

στις καρέκλες του μικρού καφέ.

Παιδιά με το γέλιο τους

σ’ όλα τα χρώματα της άνοιξης

έτοιμα να καταχτήσουν

τη χειμωνιάτικη ομίχλη

που άπλωσαν στα πόδια τους.

Δεν έχουν φαρέτρα και σπαθιά

τ΄ άφησαν στο δωμάτιο των παιχνιδιών.

Έχουν στα χέρια τους βιβλία

και μέσα τους τη δίψα

να κρατήσουν στις χούφτες τη ζωή.

Ασπίδα τα δεκαεφτά τους χρόνια

και τα όνειρα που δεν τους χαρίστηκαν.

 

Τα όνειρα που τους στερήσαμε

Και μια συγνώμη που δεν δώσαμε.

«Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Άλντους Χάξλευ, με την εφιαλτική προφητική του ενατένιση για μια κοινωνία φυσικού και ψυχολογικού καταναγκασμού, είναι εδώ. Ένας τέλειος τεχνοκρατικά πολιτισμός, που όμως έχασε τον κύριο συνδετικό του κρίκο, την ανθρωπιά.

Εισιτήρια διαφυγής υπάρχουν ακόμη;

Αναρωτιέται ο ποιητής κι αναζητώντας την απόδραση ανεβαίνει σε μια κόκκινη Harley για μια διαδρομή χωρίς προορισμό κι υποχωρήσεις, με ένα όνειρο στην τσέπη. Ο λόγος αποκτά τη διάσταση του επιθυμητού, με την υποτακτική να κυριαρχεί.

Απόδραση

μ΄ ένα όνειρο στην τσέπη

σε μια Harley κόκκινη

να γίνω ένα με τον αγέρα.

 

Σε μια διαδρομή

χωρίς προορισμό κι υποχωρήσεις

χωρίς το ανελέητο κυνηγητό

των πεπραγμένων.

 

Στην άσφαλτο

που θα κοχλάζει ερωτηματικά

σα καζάνι της κόλασης,

απάντηση καμιά.

 

Σε δυο ρόδες

θ΄ αναζητήσω την ταχύτητα

που έχει το φως

πριν έρθει το σκοτάδι.

 

Η ελευθερία της ψυχής

σε μια βελόνα του καντράν

που όλο ανεβαίνει ν΄ αγγίξει

το τέρμα της ζωής.

Στο δεύτερο αμπάρι, η αφηγηματική φωνή με μια σεντεφένια ηλακάτη γνέθει πιο αισιόδοξες λέξεις. Υφαίνει ρίμες μεταξένιες με στίχους από χρωματιστές κλωστές. Η γυναικεία παρουσία κάνει την εμφάνισή της. Μελαγχολική, μοναχική, αλλά και σαγηνευτική, σαν πύρινη οπτασία.

Οι Νηρηίδες, η Κυμοθόη με την άρπα της, η Γλαύκη με το τραγούδι και η Γαλάτεια με την ομορφιά, σέρνουν έναν ερωτικό χορό που κρατά αιώνες. «Κι όταν οι λέξεις του έρωτα ανάψουν μια μικρή φωτιά, το κερί λιωμένο κυλά, το αίμα γίνεται ποτάμι κόκκινο ορμητικό και τα μάτια δακρύζουν. Δρόμοι των δακρύων κι η έκρηξη συναισθημάτων ηφαίστειο ενεργό».

Ο φαροφύλακας του σύμπαντος

αιώνες τώρα ανάβει κάθε σούρουπο

το λύχνο στο βορεινό αστέρι

εκεί στο σταυροδρόμι του απείρου

που συναντιούνται οι ψυχές

σαν ταξιδεύουν στην καταχνιά

ψάχνοντας για κατάλυμα αγάπης.

 

Ο φαροφύλακας του σύμπαντος

με τ΄ άσπρα γένια ως το γόνατο

κάθεται αμίλητος και σκυθρωπός

και μόνο σαν ανταμώσουν δίπλα του

μάτια γεμάτα από τη δίψα του έρωτα

χαμογελά και δείχνει με το βλέμμα

το δρόμο για το δικό τους γαλαξία.

Η σκηνική διάρθρωση των ποιημάτων είναι έκδηλη, με το χωροχρόνο να κινείται σε δύο επίπεδα. Από τη μια σ΄ έναν χώρο φανταστικό (τα αμπάρια ενός πειρατικού πλοίου) και  από την άλλη στον υπαρκτό κόσμο (ο πραγματικός χωροχρόνος- χρονότοπος).

Το πειρατικό πλοίο γίνεται μέσο για το πέρασμα στην ποιητική μυθοπλασία. Ο αφηγητής, όπως στο παραμύθι ή σε κείμενα επιστημονικής φαντασίας, από την κρυψώνα του (το φανταστικό χωροχρόνο), παρατηρεί τα πάντα. Μόνον που τα γεγονότα που αφηγείται, δεν ανήκουν στον κόσμο του παραμυθιού ή της επιστημονικής φαντασίας, αλλά είναι καθρέφτης του κόσμου στον οποίο ζούμε.

Ο ποιητής με κινηματογραφική ματιά και με πλαστική εικονοποιία εξιστορεί τον αιώνα μας. Χρόνος ο ενεστώτας, ο χρόνος του παρόντος αλλά και της διάρκειας. Στίχος μοντέρνος. Γραμματικοσυντακτικές αντιστοιχίες, επαναλήψεις και συνεχής συναισθηματική φόρτιση με ανοδικό ρυθμό.

Ο Ανδρέας Καρακόκκινος, στη συλλογή «Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό», ζωγράφισε τον κόσμο μας. Σαν πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, μπήκαν στο κάδρο εικόνες ανάρμοστες για την πορεία του πολιτισμού μας.

Όμως, η καταγγελία για τη δυστοπία των καιρών δεν κρατά επ΄ αόριστον στην ποίησή του. Μια δυνατή ακτίνα ελπίδας έρχεται να ξορκίσει το κακό δείχνοντας με το δάχτυλο τον έρωτα και τη νεότητα.

Κόψανε στη μέση

τον Αύγουστο

κι ο έρωτας κύλισε

καυτή κόκκινη άσφαλτος

σε χαραγμένους δρόμους.

Μισός ν΄ ανθοβολεί

από το γέλιο σου

κι ο άλλος να φουντώνει

μες στη φωτιά

από το άγγιγμά σου.

 

 

* Η Λίλια Τσούβα είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ, με ειδίκευση στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών σπουδών. Παρακολουθεί μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στο μεταπτυχιακό τμήμα του ΕΑΠ. Ασχολείται με το δοκίμιο και την κριτική. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.   

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top