Fractal

Διήγημα: “Λάθος σημείο στίξης”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

f14

 

Τα μάτια του σε αέναη κίνηση, περνούν και ξαναπερνούν απ’ όλες τις γωνιές του δωματίου αδιάκοπα. Βλέμμα γερακίσιο σε προσπάθεια, αν είναι δυνατόν, να διαπεράσει τους τοίχους, να ελέγξει και τα υπόλοιπα δωμάτια. Μια σύντομη κίνηση σαν σπασμός διατρέχει το πρόσωπό του όταν καταλαβαίνει ότι τον παρατηρώ. Αποφασίζω να διευκολύνω.

“Αν θέλετε, περάστε μέσα, να δείτε και τους υπόλοιπους χώρους. Έχουμε ετοιμάσει και το δωμάτιο του παιδιού”. Είμαι σίγουρη, το τρέμουλο της φωνής μου το αντιλαμβάνεται.

“Αν και βιαστήκατε λίγο με τις προετοιμασίες, δεν χρειάζεται να δω κάτι άλλο, όλα μια χαρά φαίνονται”.

Ειλικρινής μοιάζει. Λέξη – λέξη τον παρακολουθώ και ζητιανεύω εκείνα τα σημεία στίξης που θα μου φέρουν την ελπίδα που αναζητώ. Ο κύριος αρμόδιος, παραμένει σε λόγο στεγνό, σαν παιδί που ανέλαβε την υποχρέωση να πει το ποίημά του σωστά και αδημονεί να τελειώσει.

“Υπάρχουν βέβαια πρωτόκολλα και δικαστικές πράξεις που οφείλουμε να ακολουθήσουμε. Μην ανησυχείτε, θα γίνουν όλα στην εντέλεια το συντομότερο δυνατόν, αρκεί να κάνετε υπομονή. Αν και δεν είμαι μάγος, πιθανολογώ μάλλον με ασφάλεια πως το παιδί είναι δικό σας. Λίγη υπομονή μόνο, κυρία Αγνή”.

Εγώ να κάνω υπομονή, οι μέρες όμως σπρώχνονται άκαρδα, προχωρούν αργά οι δείχτες του ρολογιού, αδιαφορώντας για την δική μου επιθυμία. Η ψυχή μου έχει αφόρητα κουραστεί από την αναζήτηση τόσων χρόνων. Ένας αριθμός στατιστικής κι εμείς, ένα στα δέκα ζευγάρια που δεν μπορούν ν’ αποκτήσουν παιδί. Είχα φτάσει πια στην ηλικία της “τελευταίας ευκαιρίας”. Και μόνο η σκέψη, ματαίωνε την κάθε προσπάθεια που έκανα να ζήσω μ’ αυτό, έστω κατακρεουργημένη.

Ιδιωτική υιοθεσία το ονόμασαν, αν και ο νομικός όρος μου είναι παγερά αδιάφορος. Με το αζημίωτο φυσικά, η μάνα της ενημέρωσε τον κοινωνικό λειτουργό: το περιβάλλον της φυλακής δεν είναι για την δίχρονη κορούλα της. Δεν θέλησα ποτέ να μάθω όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Έγκυος μπήκε στη φυλακή, ένα παράθυρο στενό σε δωμάτιο δύο επί δύο, το μόνο σπίτι που γνώρισε η μικρή. Και μέτραγε τις μέρες της συνοδεία δεσμοφυλάκων, κρατούμενη και η ίδια, δίπλα σε μια μάνα κουλουριασμένη στο πάτωμα, χαμένη μέσα στους σπασμούς, ουρλιάζοντας απ’ τους πόνους και ξανά από την αρχή, ο αέναος κύκλος της απεξάρτησης. Η υποκρισία του σωφρονισμού, κολλημένη στο απαλό μωρουδίστικο δερματάκι της. Στην ηλικία που η φαντασία της θα έπρεπε να καλπάζει ανεξέλεγκτη, εκείνη ήξερε μόνο να “παίζει” ήχους: σειρήνες περιπολικών, το κλείδωμα των κελιών το ηλεκτρικό, το κουδούνι του προαυλισμού. Το μόνο που θέλησα να συγκρατήσω, ήταν η εικόνα της πρώτης μου επίσκεψης. Στην αγκαλιά μου την είχα, όταν ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος που ειδοποιούσε τις κρατούμενες να επιστρέψουν στα κελιά τους. Σα μικροσκοπικό κουτάβι του Παβλόφ, συνδύασε τον ήχο με τον εγκλεισμό και έκλαψε, έκλαψε γοερά, κρύβοντας το μουτράκι της στο λαιμό μου.

Κάτω απ’ τα βλέφαρα της μέρας, το σκοτάδι δημιουργεί περίπλοκους συνδυασμούς αποζητώντας τον ύπνο που δεν έρχεται. Το μόνο που αποκοιμιέται είναι η αντοχή. Ο φόβος μού χαρίζει ένα δαγκωμένο χαμόγελο και έτσι που καταφέρνει να με πιάσει απροετοίμαστη, μου επιβάλλεται με πλήρη κυριαρχία.

Ψέματα κι αλήθειες, συγκάτοικοι άμορφοι, πέφτουν στο πάτωμα σαν ψίχουλα από μπαγιάτικο ψωμί. Ροκανίδια που ξύλο δεν μπορούν να ξαναφτιάξουν. Λέξεις με κυνηγούν μέσα σ’ έναν λαβύρινθο και πριν προλάβω να φτάσω στην έξοδο, γίνονται εικόνες. Πώς θα λιπάνω τη ζωή της; Πώς θ’ αναστήσω το καταργημένο χτες, πώς θα το αντικαταστήσω; Κοιτάζω αφηρημένα έξω απ’ το παράθυρο. Η νύχτα χορεύει στους δρόμους, στο ρυθμό του τραγουδιού που βγάζει η απελπισία μου. Ο Στάθης στέκεται πίσω μου. Με φωλιάζει στην αγκαλιά του ακριβώς τη στιγμή που το αποζητώ.

“Θα δεις, μπορεί η διαδικασία να είναι αργή, η συνήθεια όμως θα μπει στις μέρες μας, θα μάθει να ξεχνάει, θα νιώσει τη ζωή απ’ την αρχή. Θα την βρούμε την άκρη, αγάπη χρειάζεται το παιδί, φροντίδα έξω από τις λέξεις που ψάχνεις. Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα, να κάνουμε πρέπει”.

Τελικά, μάλλον είμαστε όντα ετερόφωτα. Την χρειαζόμαστε την αγκαλιά, τον ώμο τον πρόθυμο να στηρίξει, το θέλουμε το χαμόγελο το χαραγμένο σε μάτια χιλιάκριβα. Και η επίδειξη αυτάρκειας, ο τρόπος που διάλεξε η ψυχή για να υποστυλώσει κατεδαφιστέες αντοχές. Όταν το απρόσμενο βρει χαραμάδα και τρυπώσει, όλοι το ψάχνουμε το παράθυρο, να το ανοίξουμε, να μυρίσει και πάλι η ζωή νυχτολούλουδο. Άσκοπη είναι η επιφύλαξη. Αφού θα έρθει η στιγμή που τα χέρια θα ανοίξουν ακούσια, κι όσο κι αν την κρατάς, θα πέσει.

Ελεγχόμενος ο πανικός μου, σαν γλυκιά αδημονία χαίρεται. Μετατράπηκε βιαστικά σε αχνή τεθλασμένη γραμμή, ώσπου εξαφανίστηκε. Έτσι κι αλλιώς, πάντα έχουμε όλοι περίσσια από σκοτάδι, ν’ αραιώνει το μείγμα είναι το ζητούμενο. Τώρα ξέρω: η φωνή της αγάπης μπορεί να είναι δυνατότερη από τη φωνή του αίματος. Εκείνο το σημείο στίξης που έψαχνα, ήταν μόνο μια άνω τελεία, μικρή παύση. Ή μήπως άνω και κάτω τελεία, τελική οριοθέτηση;

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top