Fractal

“Λαμπρό φως” – Διήγημα της Ευγενίας Μπογιάνου

 

Αργά το απόγευμα – ένα καλοκαιρινό ζεστό απόγευμα – ανέβαινε τρέχοντας, ή μάλλον περπατώντας γρήγορα και με ρυθμό, το μικρό απότομο ανήφορο που τον οδηγούσε κατευθείαν στο σπίτι. Επέστρεφε από την καθημερινή του άσκηση: τρέξιμο ένα γύρο στο λόφο και, κατόπιν, γρήγορο βάδισμα μέχρι το σπίτι. Φορούσε  βερμούδα, τα πόδια του από το γόνατο και κάτω διαγράφονταν μυώδη και δυνατά. Με βάση την ηλικία του ήταν ένας μεσήλικας άντρας. Η θωριά του όμως ήταν εντυπωσιακή. Καλογυμνασμένο σώμα, γωνιώδες πρόσωπο, στο κέντρο του οποίου ξεπρόβαλλαν δυο γαλάζια, περιπαικτικά, βαθιά και αθώα μάτια.

 

hero2

 

Το εν λόγω απόγευμα, ο Παύλος, κατάλαβε πως κάτι πάνω του δεν λειτουργούσε σωστά. Μολονότι στο παρελθόν δεν είχε επιδείξει εκείνη την ισχυρή θέληση που μπορεί να προφυλάξει από κακοτοπιές και ολισθήματα – οι αντιστάσεις του ήταν πάντα πολύ ανίσχυρες μπροστά στο μέγεθος και την ποιότητα της περιέργειάς του – παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν έχασε το χάρισμα να μπορεί να αφουγκράζεται το σώμα του. Ο ανήφορος τον είχε εξουθενώσει ∙ δεν ήταν ακριβώς κούραση ∙ μια δυσφορία ίσως, ένα άπονο χέρι που τον τραβούσε από την πλάτη και τον εμπόδιζε, δυσχέραινε την κίνησή του και τον καθήλωνε. Ίδρωσε ολόκληρος. Μέσα σε όλη τη σύγχυση το σώμα του τού έστειλε άλλο ένα ανησυχητικό σημάδι: τα χέρια του σα να μαράθηκαν ∙ και άρχισε να κατουριέται αφόρητα.

Συνέχισε ασθμαίνοντας. Μόλις μπήκε στο σπίτι τηλεφώνησε στο γιο του. «Η κλήση σας προωθείται». Ένιωσε αγωνία και κάτι σαν δυσαρέσκεια. «Ποτέ δεν είναι εδώ όταν…», αλλά απόδιωξε τη σκέψη, την άφησε μισή. Δοκίμασε με την πρώην γυναίκα του. Στο δεύτερο κουδούνισμα το σήκωσε. Άκουσε τη φωνή της, κυματιστή και σιγανή, γνώριμη, τον καθησύχασε. Όταν όμως της περιέγραψε τα τρομαχτικά συμπτώματα που απειλούσαν το σώμα του, δεν έδειξε να θορυβείται. Του είπε, «Έλα τώρα, γίνεσαι υποχόνδριος, είναι άλλη μια από τις γνωστές σου υπερβολές». Έκρυβε ειρωνεία ο τόνος της και κείνη την απεχθή οικειότητα – λες και απευθυνόταν στον αδελφό της – που πάντα τον δυσαρεστούσε, μάλλον γιατί του αφαιρούσε ένα κομμάτι γοητείας, αυτό το κομμάτι πάνω στο οποίο είχε στηρίξει όλη του την ύπαρξη. Πάντως ήξερε να τον βάζει στη θέση του: ήταν ένας κουρασμένος μεσήλικας ∙ επιπλέον ένας φοβισμένος μεσήλικας.

Διαμαρτυρήθηκε άτονα. Εκείνη σώπασε. Μετά, εύθυμα, καλοσυνάτα αλλά συγκαταβατικά, του είπε, «Αύριο το πρωί πάω στη Τζια, θέλεις να έρθεις;» Με λυπάται, αυτή ήταν η πρώτη σκέψη του. Ήθελε να πει ένα «ευχαριστώ» και να αρνηθεί, με έκπληξη άκουσε τον εαυτό του να λέει, «Τι ώρα φεύγει το πλοίο;»

 

hroas1

 

Το μεσημέρι της επόμενης μέρας τον βρήκε κάτω από τον ίσκιο μιας καρυδιάς. Μπροστά του το λιοντάρι της Κέας. Στο βάθος, αυλόγυρος εκκλησίας. Ένας μικροσκοπικός γεροδεμένος άντρας έσκαβε. Στο κεφάλι του είχε δεμένο ένα άσπρο μαντήλι που έκανε αντίθεση με την ηλιοκαμένη επιδερμίδα του. Ο Παύλος τον παρακολουθούσε, αλλά εκείνος δεν έδινε καμιά σημασία. Ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του, χαμένος ίσως σε δικές του σκέψεις. Ήθελε να του μιλήσει, αλλά τι να του πει; Πώς να τον διακόψει, που μοχθούσε έτσι κάτω από τέτοιο λιοπύρι; Του είπε κάτι για τον καιρό. «Ζέστη και σήμερα, ε;» Ο άντρας ανασήκωσε το κεφάλι, τον κοίταξε και έγνεψε καταφατικά σαν να μην τον άκουσε. Μετά συνέχισε με το φτυάρι, έσκαβε με περισσότερη μανία από ό,τι πριν, λες και έψαχνε τον κρυμμένο θησαυρό. Ο Παύλος, αδικαιολόγητα, σαν να προσβλήθηκε. Καθώς έψαχνε να πει κάτι πιο έξυπνο, αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που τον τραβούσε σε κείνον τον άγνωστο άντρα. Ούτε όμορφος ήταν, μάλλον σε πίθηκο έφερνε, ούτε καν συμπαθητικός…

Κατά βάθος ήξερε. Αυτή η απόλυτη ερημιά, που άλλοτε θα έριχνε βάλσαμο στην ψυχή του, τώρα τον φόβιζε. Σε ποιόν, αν όχι σε αυτόν, θα απευθυνόταν αν οτιδήποτε ξαφνικά του συνέβαινε;

Το απόγευμα βούτηξε στη θάλασσα. Κολύμπησε γρήγορα, ήθελε να ξεπλύνει από πάνω του το φόβο. Δεν έτρεχε τίποτα, όλα ήταν όπως και πριν, άρχισε μάλιστα να κάνει σχέδια για το βράδυ, θα περνούσε καλά, τελεία και παύλα. Είδε μπροστά του το λόφο, μια λωρίδα φωτός που χάιδευε τις κορυφές των δέντρων. «Λαμπρό φως» σκέφτηκε. Και αμέσως μετά, «Είναι μια λουρίδα φως ή μήπως μια ζώνη σκιάς;» Κούνησε τα άκρα του δυνατά, σαν να ήθελε να δει αν ακόμη τον υπάκουαν. Λίγο πριν τον τυλίξει μια καθολική εξάντληση πρόλαβε να σκεφτεί, «Βγες έξω γρήγορα, βγες έξω τώρα».

Φωτιά εισχώρησε μέσα του, άκουσε τη γλώσσα του να τραυλίζει, φωνές στο κρανίο του, βρυχηθμός, σκοτάδι σκέπασε τα μάτια του. Βούλιαζε.

 

Χρόνια μετά θυμόταν το όνειρο που είδε το πρώτο βράδυ μετά την εγχείρηση. Βρίσκεται ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω σε μεταλλικό κρεβάτι. Βαθιά χαρακιά χωρίζει το στήθος του στη μέση. Δυο γαντοφορεμένα χέρια τον αγγίζουν, εισχωρούν μέσα του, τον ψάχνουν, βγάζουν έξω την καρδιά του και τη τοποθετούν δίπλα του. Ένα σμάρι άντρες με μάσκες στα πρόσωπά τους περιφέρονται γύρω του. Τον αγνοούν, ενδιαφέρονται μόνο για τη μικρή κόκκινη μάζα που έχουν τοποθετήσει σε δίσκο τώρα και την παρατηρούν. Λογομαχούν, σιγανά στην αρχή και μετά φωνάζουν. Προσπαθεί ο ένας να επιβληθεί στον άλλο για να ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Ο Παύλος κοιτάζει την καρδιά του. Είναι τόσο εύθραυστη, τόσο μικρή. Μια άστοχη κίνησή τους θα μπορούσε να την αποτελειώσει. «Τώρα που αυτή είναι έξω από το σώμα μου, ζω ή έχω πεθάνει;» αναρωτιέται. Οι άντρες γύρω του καταλαγιάζουν, δείχνουν να έχουν αποκαταστήσει ένα είδος συμβιβασμού. Η σιωπή τους τον τρομάζει περισσότερο. Κάτι ύπουλο στον αέρα, ένας δισταγμός ανεξήγητος. Η απόλυτη σιγή πριν από τον μεγάλο σεισμό. «Ποιοι είναι αυτοί που μου αφαιρούν τη δυνατότητα του θανάτου μου;» σκέφτεται, «Κανείς δεν θα μου στερήσει τον ίδιο μου το θάνατο». Και κάνει μια έτσι και…

Ξύπνησε ουρλιάζοντας.

 

Κατά βάθος το ερωτηματικό, ένα είδος αβάσιμης αμφιβολίας, ποτέ δεν έπαψε να τον βασανίζει: ήταν πράγματι όνειρο;

 

mpogianou* Η Ευγενία Μπογιάνου γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει γράψει: «Το μυστικό» (2004, εκδ. Ροές), «Κλειστή πόρτα» (2012, Πόλις), «Ακόμα φεύγει» (2014, Πόλις).

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top