Fractal

Το γλυκό χάος της ύπαρξης

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

Lady_CortisolΜισέλ Φάις «Lady Cortisol» Εκδ. Πατάκη, 2016, σελ. 125

 

«Ποια είναι αυτή η φωνή που, κατά περίπτωση, συστήνεται ως Μάσα µε τον µπαλτά, Θρασόµυγα, Συνδεδεµένη 7591, Απαντησοµηχανή, Πανσεληνοειδής, Θλιµµένο πτώµα (…) κυρίως, όμως Corti; Αλλά και ποιος ο ερωτών, µε το αδιάκριτο, αµφίθυµο, απειλητικό, υπνωτιστικό, χαοτικό ερωτηµατολόγιο;

Μήπως αµφότεροι είναι φάσµατα µιας νοσηρής εµµονής;»   (από το οπισθόφυλλο).

 

Στην πιο πρόσφατη νουβέλα του, «Lady Cortisol»,  ο Φάις αναδεικνύει δυο απροσδιόριστες φιγούρες: έναν αινιγματικό άντρα στο ρόλο του ερωτώντα, και μια γυναίκα όχι λιγότερο αινιγματική, την Κορτιζόλ ή Κόρτι, στον ρόλο της αποκρινόμενης, που προσπαθεί να ανταποκριθεί, να διαφύγει ή να υπονομεύσει τις ερωτήσεις του, εν μέσω πυρετικού άγχους.

«Στην ανεπαίσθητη παύση που χωρίζει το κλείσιμο των δικών σου χειλιών και το άνοιγμα των δικών του είσαι σίγουρη πως η επόμενη ερώτηση θα αφορά τον ύπνο σου» (Σελ. 105)

Κλίνη συζυγική, ντιβάνι ψυχιάτρου, εργαστήριο ερευνητή, ή γραφείο ανακριτή; Ψυχιατρική συνεδρία χωρίς τους αυστηρούς κανόνες της ψυχιατρικής, ανακριτική συνθήκη χωρίς διώκτη ή κάποιο έγκλημα που να χρήζει εξιχνίασης, πειραµατικό εργαστήριο από όπου απουσιάζει το αντικείμενο του πειράματος ή και αυτός ο σκοπός της έρευνας, παραισθητική ή µεταφυσική εμπειρία σε περιβάλλον, που αν και ρευστό εστιάζει στην καθημερινότητα ή ονειρικό κρυπτόλεξο για την «ιστορία μιας κατάκλισης με τον εαυτό»;

Η cortisol (κορτιζόλη), επιστημονικά διατυπωμένη, είναι η ορμόνη του άγχους και της κατάθλιψης. Με τον  απρόσιτο ερωτώντα αλλά και την ερωτώμενη με την καταθλιπτική ιδιοσυγκρασία και τους κατακερματισμένους εαυτούς της, να εμπλέκονται αμφότεροι στο χάος της ύπαρξης και της γλώσσας, ο ερωτηματικός λόγος του πρώτου ρηγματώνεται από την πληθώρα  των απαντήσεων της δεύτερης που όταν δεν αυτοακυρώνεται,  παραμένει αμφίσημη.

 

«Μάλλον σου ζητάει να προεκτείνεις τη σιωπή του με τη σιωπή σου. Ναι διεισδύσει η μια σιωπή μέσα στην άλλη. (…) Δεν γίνεται; Θα γίνει. Δεν υπάρχει; Θα την βρεις.(…) Να εισχωρήσεις στη γκαρνταρόμπα των σιωπών του.(Σελ 58-59).

 

Μέσα από ένα υπνωτιστικό καταιγισμό ερωτοαποκρίσεων στα όρια του ψυχογραφικού θρίλερ και της ποιητικής θεατρικής φόρμας, και από την ωτακουστική «παρτιτούρα μιας μεσοτοιχίας» μέχρι την «μοναχική πολυφωνία ενός πλήθους», η αγχωμένη γλώσσα της Κορτιζόλ, αγχωμένη αλλά και ελεύθερη από  κοινωνικές επικαλύψεις ή συνειδησιακές προσχώσεις, καταλήγει σ’ αυτό που δεν μπορεί πλέον να κοινοποιηθεί.

Αντιθετικές εικόνες, αμφίρροπες επιθυμίες, ύστερες σκέψεις που αναιρούν προηγούμενες και θέσεις ανοίκειες για θέματα οικεία, η σεξουαλικότητα, η οικογένεια, η παρουσία και η απουσία των πραγμάτων, το «κανείς για κανένα και με κανένα». Η Κόρτι, αποδεχόμενη την εξουσία αυτού του λίγο ως πολύ επινοημένου και άκαμπτου ερωτώντος, απαντά άλλοτε ως μπερδεμένη υποψήφια ηρωίδα βιβλίου, κι άλλοτε ως χιμαιρική ερωμένη του ή κλώνος κάποιου παλιού του ανικανοποίητου πάθους. Ταυτοχρόνως όμως, μέσα από την συνεχή της αυτοαναίρεση, με έναν υπόγειο τρόπο, τον υπερβαίνει. Από την άλλη, ο ερωτών δεν σχολιάζει απαντήσεις. Υπακούοντας, θαρρείς, σε κάποια άρρητη δέσμευση, παραμένει μέχρι το τέλος το ίδιο απροσδιόριστος ή «αδιαπέραστος», «περίτεχνο μηδέν», «κωμικός τρίτης κατηγορίας», «συναισθηματικός λακές», «αέρας», «μπετόν» όπως η ίδια η Κόρτι τον αποκαλεί. Μια δυο φορές μόνο θα παρεκκλίνει, όπως για παράδειγμα στις σελ 57-58, όπου υπάρχει σαφής επέμβαση στην απάντησή της: «(…) σε διακόπτει, ευγενικά είναι η αλήθεια αυτή τη φορά, για να σου πει, η ιστορία που μόλις είπατε δεν μου είναι άγνωστη. Την είχατε αφηγηθεί πάλι (…)».

Καταφεύγοντας στην τεχνική της ερωτοαπόκρισης, μέσα σε μια ατμόσφαιρα δυστοπική, ο Φάις σκοπίμως συγχέει ρόλους, θέσεις και ταυτότητες. Διόλου τυχαία, παρατηρούμε πως εκείνη που αποκρίνεται, στο κομμάτι που αφορά τις απαντήσεις της χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο, ενώ όταν μιλάει στον εαυτό της για τον εαυτό της ή για το πρόσωπο του ερωτώντος, κρίνοντας, παρατηρώντας και ακτινογραφώντας το, χρησιμοποιεί το πιο μύχιο και κλονισμένο δεύτερο. Με τον τρόπο αυτό το πολυπρισματικό δίπολο θαρρείς πως περιδινείται.

 

«Κάποια στιγμή θα σε ρωτήσει, ζείτε μόνη ή με τους γονείς σας; Με τους γονείς μου; θα αναρωτηθείς μαζί του».(Σελ.9)

 

Οι ερωτήσεις του άντρα (περισσότερες από τριάντα και κάτι λιγότερο από σαράντα μαζί με αυτές που τίθενται η μια αμέσως μετά την άλλη) ακόμη κι όταν φαινομενικά υιοθετούν τη φόρμα του κοινότοπου ή του αδιάφορου, ακόμη κι όταν προσεγγίζουν τη δομή και το ύφος μιας τυπικής συνέντευξης, προκαλούν και, εντέλει, εισπράττουν εκ βαθέων εξομολόγηση. Χάρη στις αντιδράσεις και τον όλο σχολιασμό τους από την Κόρτι, μάς προϊδεάζουν και τελικά μας πείθουν πως στόχος τους δεν είναι μια απλή κατάθεση ή ένα σκανδαλοθηρικό «άρμεγμα» των καθημερινών της συνηθειών, αλλά κάτι πολύ πιο περίπλοκο και βαθύ. Συμπερασματικά θα λέγαμε πως  όλη αυτή η παράδοξη συνέντευξη βρίσκεται υπό το φως μιας δύσκολης συνύπαρξης, της κρίσιμης εκείνης στιγμής (όπως μας λέει και το Ταλμούδ), όπου κάποιος ρωτάει και κάποιος απαντάει. Εξυπακούεται πως όλο αυτό το διαλέγεσθαι εδώ αποτυπώνεται αναστατωμένο, κλονισμένο, εξαρθρωμένο.

 

Κι εκεί που είσαι έτοιμη να σωπάσεις, του λες, υπάρχουν και μέρες (…) που με κουράζουν τα πάντα. (…) Υπάρχουν κοπώσεις και κοπώσεις, κοπώσεις των κοπώσεων, αλλά και κοπώσεις χωρίς κοπώσεις – αυτές κι αν είναι κοπιαστικές.( Σελ. 15)  «Υπάρχει ωστόσο και μια αναίτια κόπωση, μετέωρη, χωρίς φύτρα, λες κι έρχεται από το πουθενά και πάει στο πουθενά». (Σελ. 16)

 

«Συνέντευξη με μια νεκρή, Κάποιος να τους πονέσει, Αυτά που πέφτουν, Ιστορίες χωρίς ιστορία, Τελευταία πράγματα, Το δωμάτιο του κανένα, Θεωρία της κούρασης, Καμένο βιολετί», σ’ αυτό το παράδοξο λεκτικό και διαλεκτικό παιχνίδι, αυτό το δαιδαλώδες υπαρξιακό γαϊτανάκι των χωρίς ανάσα, αδιάλειπτων ερωταπαντήσεων, η Κορτιζόλ, με έναν εαυτό αποκαμωμένο ή διαφεύγοντα παίζει μ’ αυτό που λέγεται και λογοδοτεί σ’ αυτό που δεν λέγεται, με το μη λεχθέν.

Ο μακροσκελής και σχοινοτενής λόγος των απαντήσεων, ενώ παραμένει μέχρι κεραίας αλληγορικός και με πρόδηλες τις κοινωνικές του προεκτάσεις, στη συνέχεια, και προς το τέλος της «συνέντευξης», εξελίσσεται σε ακόμη πιο παραληρηματικό, ακόμη πιο στακάτο και ασθματικό.

 

«(…) και πριν καταλήξεις κάπου, σε ρωτάει, συνηθίζετε να κρατάτε ημερολόγιο; Έτσι μου είσαι; Θα τον πάρεις κι εσύ στο κατόπι. (…) Γιατί άλλωστε; Κρατάνε πλέον οι πάντες. (…) ακόμη κι οι νεκροί αποδελτιώνουν το πέρασμα του χρόνου, το ακίνητο και αρραγές κυμάτισμα του κάτω κόσμου. (…)Σημειωματάριο, μαγνητόφωνο, facebook (…) ποσταρισμένες φωτογραφίες και αυτοπορτραίτα, κρυπτικά Inbox (…) Αν ξαφνικά, δηλαδή, απροειδοποίητα, αποκοπούν όλες οι καλωδιώσεις τους με την κοινοποιημένη πραγματικότητα, φανερή ή κρυμμένη, πως θα αντιδράσουν; (…) θα αρχίσουν να παίρνουν αγχολυτικά; Ή θα αισθανθούν ήρωες της ενημέρωσης, μάρτυρες της πληροφορίας; (Σελ.  18-19)

 

Μισέλ Φάις (Φωτ. ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ)

Μισέλ Φάις
(Φωτ. ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ)

 

Κι αλλού:

 

«Αν είχατε κόρη και σας εμπιστευόταν πως ήταν λεσβία, πώς θα το αντιμετωπίζατε; Εννοείται πως αυτό δεν σ’ ενοχλεί. (…) Μπορεί και να γούσταρες να μην είναι άντρας.(…) Σ’ εξιτάρει. Θηλυκοί χυμοί. Πολύ όμως. Θηλυκή ένταση, θηλυκή σιωπή, θηλυκή φλυαρία. (…) Μια γυναίκα να υποδύεται τον άντρα. (…) Να θέλει να κρύψει αυτό που─ να εξαφανίσει το φύλο από της. Να το μασκαρέψει. Κι αυτό έχει κάτι. Αφύλαχτο. Ναι, αυτό. Πληγωμένο. Κι αυτό. Αφύλαχτο και πληγωμένο. (…) Άλλες φορές πάλι – το νιώθεις. Μετατοπίζεσαι. Μεταστρέφεσαι. Περιδινείσαι. Μόνον έτσι μένεις σταθερή μ’ αυτόν. Για να μην – αλλιώς δεν αντέχεις. Δεν τον αντέχεις. Κι αυτό το νιώθεις. Συχνά. Ολοένα και συχνότερα. Κι όσο συχνότερα το νιώθεις ─ δεν το νιώθεις. Είναι, είναι – κάτι πέρα απ’ αυτό που νιώθεις. Νιώθεις αυτό που είναι. Μπορεί να αρνείται να δεχτεί πως είναι αυτό που νιώθεις. Να ξεγλιστράει. Όχι μόνο απ’ αυτό που νιώθεις. Κι απ’ αυτό που είναι». (Σελ. 112-113).

 

Ρογχοκουβέντες», «σαφηνοασάφειες». Στη «Lady Cortisol» ο Φάις  κτίζει ένα συμπαγές και ταυτοχρόνως ρευστό κείμενο.

Μιλώντας για το πιο τελευταίο μυθιστόρημά του  “Από το πουθενά” (Πατάκης, 2015) ο ίδιος ο συγγραφέας δήλωνε: «(…) σαν ένα καθρέφτισμα του μέσα στο έξω χάος―και αντιστρόφως». Ένα χρόνο μετά, στην «Lady Cortisol», οι δυο κυρίαρχες περσόνες του  μένουν κι αυτές μέχρι το τέλος μετέωρες, αφημένες σε έναν τόπο  ανάμεσα πραγματικού και φασματικού. Μόνη ένδειξη κάποιου χώρου το Γκρι δωμάτιο, με τους ακραιφνείς τεχνοκρατικούς κανόνες.

«Αφήνεις την ανάσα σου ελεύθερη; (…) Αυτοϋπνωτίζεσαι. Πάνω κάτω. Αυτοεξαλείφεσαι. Καταπίνεις. Ξανακαταπίνεις. Την αφήνεις;» (Σελ. 119)

Αναδεικνύοντας μια εποχή ακραία μεταιχμιακή, μετά το πιο πρόσφατο θεατρικό του «Το παγκάκι του κανένα» (Πατάκης 2014) και το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα «Από το πουθενά» ο Φάις, με την γλωσσοκεντρική και υπνωτιστική «Lady Cortisol», φτάνει σε μια κορύφωση της πεζογραφίας του, προεξοφλώντας, προεικάζοντας αλλά και προοιωνίζοντας μια συνέχεια ακόμη πιο  εικονοκλαστική και ρηξικέλευθη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top