Fractal

Διήγημα: “Ανάμεσα στα γόνατα”

Της Κυριακής Γαλαντία // *

 

woman

 

Λίγο πριν το ξημέρωμα ακούστηκαν τα σκουζμάρια∙ ένα άθλιο κορμί πεταμένο κάτω στο δρόμο με το στόμα ανοιχτό, τα χείλια κολλημένα στο βρωμερό γείσο του πεζοδρομίου, μάτια κλειστά, κατάμαυρα γύρω από τα βλέφαρα και τη μύτη σπασμένη, τα ρουθούνια μες στο αίμα∙ αίμα πηχτό κολλημένο και στα μαλλιά, ξεμαλλιασμένη κουρούπα κακοβαμμένη, ξανθιά κάποτε, τώρα με τη ρίζα άσπρη, βγαλμένη τρία δάχτυλα, εγκατάλειψη. Έσκυψα κι έπιασα τον λαιμό της μήπως και νιώσω τον σφυγμό, λιμοκτονούσε∙ γύρισε τα μάτια πάνω μου, λαμπύριζαν σαν φωτοβολίδες, λειψό πρόσωπο, λειψό σώμα, τα οστά του προσώπου και του στέρνου σαν έτοιμα να εκραγούν∙ προσεκτική λαβή με λαθεμένο τρόπο, το κεφάλι γύρισε και σηκώθηκε, το σώμα, άδειο σακί, έμεινε αμετακίνητο.

Είχε πλέον λιποθυμήσει∙ είδα γύρω-γύρω το μαζεμένο πλήθος να με κοιτάει σαν ένοχο∙ αδίσταχτα βέλη ένιωθα να εξακοντίζονται πάνω μου, σχεδόν αδημονούσαν να με διαλύσουν, ο αγελαίος θυμός, αισθάνθηκα ότι καταλαβαίνω μισό βήμα πάνω από ’να βάραθρο∙ πάλευα να ξεφύγω, βέβηλα μάτια, παγερά και βλοσυρά, πάλλονταν τριγύρω φοβερίζοντας στον πνιγερό αέρα.

Τους αγνόησα, φάτσα πάνω μου τ’ αδιάντροπα βλέμματα λιμασμένα κι αηδιαστικά, σχεδόν ληστρικά, προσπαθούσα να ξεφύγω∙ το σώμα μου λικνιζόταν μπρος πίσω, γύρω-γύρω, αδιάκοπα, σαν να με στριφογύριζε μια αόρατη λαβίδα∙ εμπρηστικά κινήθηκαν οι διπλανοί μου εκτελώντας μια σχεδόν παμπάλαιη απειλή, καθοδηγούσαν τους υπόλοιπους, ισχυροί και επικίνδυνα εκνευρισμένοι∙ βλάσφημα λόγια ακούστηκαν, σαν στρατιωτικό άγημα μου φαίνονταν ή πολεμική μηχανή∙ έσκυψα γιατί κάτι κινήθηκε ως τα πόδια μου, η γυναίκα είχε κουνηθεί, η ζωή της σαν φθονερή πολυτέλεια∙ το μυαλό μου ξέχασε την φυγή∙ σκέφτηκα τη διαδρομή από τη μήτρα στο μνήμα∙ ύπουλη εγγύηση, που μας οδηγεί ενώ ο κίνδυνος απομακρύνεται, επιρρεπής και επικίνδυνη και διαρκώς παραλλάζοντας μια γνώριμη εμφάνιση∙ επιθετικά κινήθηκε και το πλήθος, ανάμεσα στα πόδια μου κι αυτό, ανάμεσα στα χέρια μου, μπροστά στο πρόσωπό μου∙ ζαλίστηκα, λιγοψύχησα, άδηλες βουλές είχαν λειάνει την αντίστασή μου, οι αγύρτες έσφιγγαν τον κλοιό∙ με φευγαλέες κινήσεις, σχεδόν χορευτικές, έκανα το μεγάλο βήμα κι έσπρωξα∙ το κεφάλι μου χώθηκε ανάμεσα στις κοιλιές και τα μπούτια τους, έφτασε χαμηλά στα μυτερά γόνατα∙ τα μάτια της ανοιχτά με πυρπολούσαν, φολιδωτό πρόσωπο σε άγρυπνο σώμα, σαν βλέννα κολλημένο το πλήθος∙ χτυπώντας τα γόνατα, τα μπούτια και τις κοιλιές τους μ’ ένα φλεγόμενο πλέον κεφάλι, το κεφάλι μου, άνοιξα φιλόνικο στόμα και φώναξα: ΆΚΡΗΗΗ, ΣΤΗΝ ΆΚΡΗΗΗ.

Εκείνοι τρόμαξαν, έπρεπε να υποχωρήσουν∙ σαν φλεγμονή που υποχωρεί υποχώρησαν, έκαναν τόπο, άδειασε ένα κενό γύρω από την φθαρμένη γυναίκα∙ αυτήν την φορά δεν έκανα καμιά λαθεμένη κίνηση, με χέρια μητρικά τρυφερά την σήκωσα και χέρια πατρικά την κράτησα δυνατά όρθια.

 

 

* H Κυριακή Γαλαντία γεννήθηκε στην Πάτρα το 1960. Σπούδασε παιδαγωγικά και νεοελληνική λογοτεχνία και εργάστηκε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Γράφει από την εφηβεία αλλά χωρίς δημοσιεύσεις ή εκδόσεις.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top