Fractal

Διήγημα: “Δικαιοσύνη”

Της Κυριακής Γαλαντία // *

 

f4

 

Το νερό αλλού έμοιαζε να στέκεται, βαθύ μπλε με μαύρες ανταύγειες στο βάθος, άχρονο, στρυφνό και απροσπέλαστο∙ αλλού κατέβαινε βουερό παρασέρνοντας ξερά φύλλα, πέτρες, κλαδιά και ξύλα κι ό,τι άλλο ξενόφερτο∙ ο τόπος φόβιζε∙ από τη μια τα βράχια σαν μαύρα κρέπια κι από την άλλη οι συστάδες της άναρχης βλάστησης∙ μυριάδες είδη φυτικά και μυριάδες ζωικές συνομοταξίες καλά κρυμμένα στα υπόγεια κυκλώματα∙ στάθηκα με το χέρι στο μέτωπο∙ ο ήλιος έκαιγε, προμηνυόταν βροχή, αν και ήταν οι τελευταίες μέρες του φθινοπώρου ο καιρός δεν είχε παγώσει∙ κάθισα στην άκρη σαν υπνωτισμένη∙ το νερό με μάγευε, από μέσα του αναδύονταν εκατοντάδες μορφές, απαιτώντας να διεισδύσουν ανάμεσα στις ήδη κατακερματισμένες σκέψεις μου∙ ζεσταινόμουν και κρύωνα εναλλάξ ενώ μια βαριά δυσθυμία σχεδόν μου έκλεινε τα βλέφαρα∙ ωστόσο άκουγα∙ άκουγα δυνατά και καθαρά όλους τους ήχους, το νερό, τα τζιτζίκια, τα βατράχια, πουλιά που κελαηδούσαν κατά καιρούς και πουλιά που έκρωζαν, αυτά με φόβο∙ περίμενα ώρα εκεί, εμβολισμένη στο φυσικό τοπίο θεωρητικά ανύπαρκτη ως οντότητα, επικοινωνώντας μόνο με την αναπνοή μου και την επαφή μου με το χώμα∙ αμέτρητα σκουλήκια, αμέτρητα μερμήγκια, διέσχιζαν το κορμί μου σιωπηλά, αν δάγκωναν θα με είχαν κομματιάσει∙ έτσι μπόρεσα να ψιθυρίσω μια σκέψη, αυτό μπορεί να είναι αγάπη: να μην τρως τη σάρκα του άλλου.

Και ξαφνικά την είδα∙ καθόταν ακίνητη μέσα στη λόχμη, μαγνητισμένη απ’ το νερό∙ τα μέλη της ασύνδετα, το πρόσωπό της μάσκα μεταμφιεσμένη σε βάτραχο∙ δοκίμασα να πω τ’ όνομά της, εκείνο το κοριτσίστικο όνομα που ερχόταν στη μνήμη μου μαζί με διάφορα χρωματιστά κορδελάκια, μαζί με ξανθές κοτσίδες και άσπρα πέδιλα∙ την φωνή μου την κατάπινε το νερό∙ έκλεισα τα μάτια, κράτησα την αναπνοή μου και τότε την ένιωσα να ’ρχεται αργά αργά αλλά ζωντανή∙ έσκιζε την αρχαία μνήμη κι εμφανιζόταν ώσπου μ’ έφτασε και μ’ άγγιξε και καθόλου δεν ήταν βάτραχος, ίσα-ίσα η ανάσα της μύριζε δυόσμο και κανέλλα και τα χέρια της πάνω στα δικά μου σαν διπλωμένα μεγάλα φτερά∙ παιδάκι μου, είπε με λαχτάρα, τι γυρεύεις απόψε σ’ αυτές τις ερημιές; λαμπρό τόξο φώτιζε τις παρειές, το μέτωπο και τα μαλλιά της και δάφνες αναδύονταν από τους ώμους της∙ έτρεμα από χαρά, μαμά, επιτέλους σε ξαναβρίσκω, είπα∙ το σκοτάδι μας τύλιξε βαθύ και μαλακό σαν βελούδο∙ ξαπλώσαμε αγκαλιά στο υγρό χώμα, ο ύπνος νάρκωσε τα πονεμένα μου μέλη, σφράγισε τις οπές του φόβου∙ όταν ξύπνησα ένα σκυλί μου έγλειφε το πρόσωπο κι ωχρό φως απλωνόταν στον ορίζοντα∙ ακόμα ένα όνειρο, μονολόγησα. Δικαιοσύνη.

 

 

* H Κυριακή Γαλαντία γεννήθηκε στην Πάτρα το 1960. Σπούδασε παιδαγωγικά και νεοελληνική λογοτεχνία και εργάστηκε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Γράφει από την εφηβεία αλλά χωρίς δημοσιεύσεις ή εκδόσεις.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top