Fractal

Ένα κείμενο γνωριμίας με την «Κυρία Χ» της Καλλιόπης Εξάρχου

Γράφει η Δήμητρα Μήττα //

 

Καλλιόπη Εξάρχου «Κυρία Χ», εκδόσεις Σοκόλη (Δεκέμβριος 2018)

 

Ποτέ δεν τα  πήγαινα καλά με τις μαθηματικές εξισώσεις που παρέμειναν για μένα ένα μεγάλο μυστήριο. Ή ένα παιχνίδι. Ο άγνωστος χ, μόνος του ή στο τετράγωνο, σε συνδυασμό με τον ψ και τον ω, άλλοτε μαζί με κάποιον β και ένα γ, και όλα μαζί κάποιες φορές να ισούνται με μηδέν, στο οποίο όμως εμπεριέχονται δυνάμει όλες οι εξισώσεις. Τρομοκρατήθηκα με τη σκέψη ότι η κ. Χ. θα μπορούσε να με μπλέξει στα μονοπάτια της Άλγεβρας. Και πράγματι, βρήκα κάτι μαθηματικό στην κυρία αυτή, με αριθμούς καταπιάνεται. Και το κατάλαβα αυτό, όταν επιτέλους μου αποκαλύφθηκε η ταυτότητα της κ. Χ. Ή περίπου η ταυτότητά της.

Η κ. Χ. είναι μαγείρισσα. Φορώντας μια καμπαρντίνα βεραμάν, με σφιχτά δεμένη στη λεπτή της μέση μια ζώνη με ομοιόχρωμη κοκάλινη τόκα, καλοχτενισμένη, στέκεται πάνω στα μικρά τακουνάκια του περιποιημένου μαύρου παπουτσιού και μαγειρεύει. Ανοίγει το ντουλάπι με τα μαγικά κουτάκια της, τα κουτάκια με τα μπαχαρικά, ξεβιδώνει προσεκτικά τα καπάκια και βγάζει τις λέξεις της. Από ένα βγάζει λέξεις που έρχονται από παλιά: άπασα, ευκτικό, το όλον, ετελέσθησαν, τοις πάσι, κατά το δοκούν. Από άλλο βγάζει λέξεις περισσότερο τρεχούμενες -ξέμπαρκες, έβγαζαν αφρούς-, κάποιες φορές πιο γήινες -έφτυσε τις παλάμες του, τσάπα, σκαλιστήρι–, η κ. Χ. συναναστρέφεται με κηπουρούς. Από ένα τρίτο κουτάκι μπαχαρικών πασπάλισε μερικές φράσεις γαλλικές. Μέσα στη μεγάλη άδεια «κατσαρόλα» (σ. 45), που φωτίζεται από το ψυχρό φως του απορροφητήρα, ρίχνει τις λέξεις που επέλεξε, τις ανακατεύει με ξύλινη κουτάλα, μυρίζει το άρωμά τους και δοκιμάζει φέρνοντας την κουτάλα στα μάχιμα χείλη της: «Πολλές είναι», λέει, και βγάζει μερικές. «[…] η κυρία Χ. δεν αγαπούσε τα πολλά τα λόγια», γράφει η συγγραφέας (σ. 32), αν και, μεταξύ μας, εγώ προσωπικά έχω την αίσθηση ότι η κ. Χ. μπορεί να αποστομώσει και τον πιο βερμπαλιστή συνομιλητή χρησιμοποιώντας κομψά τα δικά του όπλα. Την ικανότητα αυτή τη χρησιμοποιεί σπάνια και μόνο όταν εξωθείται, παραμένοντας λιτή και κομψή από επιλογή.

Η κ. Χ. μαγειρεύει. Βγάζει με το τρυπητό τις λέξεις που απέμειναν, απόσταγμα και καταστάλαγμα ουσίας, και τις τοποθετεί στο ταψάκι για να τις ψήσει. Εδώ αρχίζει η άλλη διαδικασία, που απαιτεί τεχνική δεξιότητα ισορροπιστή: πώς να τις τοποθετήσει, με ποια σειρά, ποια να είναι δίπλα στην άλλη, ποια να διώξει πιο πέρα, πόσο μάλλον που κάποιες άρχισαν να δυσανασχετούν με τη συνύπαρξή τους με άλλες –δεν ταιριάζουμε μαζί. Φυσικά, η κ. Χ. το είχε ήδη καταλάβει και καταπιανόταν με τον χωρισμό τους. Εδώ αυτή, από κάτω η άλλη, δίπλα της μια πιο παλαιϊκή, ύστερα μια γήινη που κρατιέται χέρι χέρι με μια λέξη που σαν να βγαίνει από κείμενα ιερατικά. Τι στο καλό φτιάχνει η κ. Χ.; Ποίημα, πεζό, μήπως ποιητικό πεζό; Ρευστή η ίδια, αφήνει στη ρευστότητα και τις λέξεις που φουρφουρίζουν πετώντας μέσα από την καμπαρντίνα της, καθώς αιωρείται στους δρόμους χωρίς ομπρέλα –η κ. Χ. δεν είναι Μαίρη Πόππινς.

Κάποτε, η κ. Χ. εθεάθη επί της γης σε μια συγκέντρωση, μαζί με άλλους, στην πόλη που δεν την είχε κατακτήσει (σ. 15) να κρατά ψηλά το στυλό της και να διαδηλώνει με την ά-λεκτη κίνηση «υπέρ της ανάστασης μουγγών / στη γλώσσα / των ομιλούντων χειλέων» (σ. 14), υπέρ μιας ελευθερίας λόγου που δεν εκπορεύεται μόνο από χείλη αλλά και από «λάλα σώματα» (ό.π.). Σωματική η κ. Χ., διαμαρτύρεται με τρόπο αφάνταστα λαϊκό, σπάζοντας πιάτα στα μπουζούκια του Καζαντζίδη και του Ζαμπέτα (σ. 29).

Το περίεργο με την κ. Χ. είναι ότι, ενώ βαδίζει μοναχικά, απλώνεται σε όλη την πόλη. Τη μια στιγμή εμφανίζεται βράδυ χειμώνα κάτω από έναν στύλο του Δήμου που βγάζει πορτοκαλί φως, την ίδια ώρα τη βλέπει κάποιος άλλος αλλού, κάτω από τα παράθυρά του, άλλος στο γωνιακό καφέ όπου και η κ. Χ. συνήθιζε να πίνει γαλλικό καφέ με λίγο γάλα πλαταγίζοντας τα χείλη της ελαφρά. Όλοι, πολλοί, την έβλεπαν αλλού, σαν αέρας και αερικό η κ. Χ. που απλώνεται παντού, με τη σκέψη και το άρωμά της να ξεσηκώνει εξεγέρσεις του μέσα βίου έξω. Ή μάλλον, όχι εξεγέρσεις, η κ. Χ. δεν είναι επαναστάτρια με σημαία, δεν κάνει θόρυβο, απλώς, περνώντας, με το αεράκι που αφήνει ξεσηκώνει τη σκόνη που σκεπάζει αισθήσεις και συναισθήματα, πρωτογενείς και προγονικές σκέψεις, την οντικότητα του όντος Άνθρωπος. Η κυρία αυτή τραβάει σεντόνια από έπιπλα σε σπίτια που έχουν να κατοικηθούν από ζωντανές ψυχές εδώ και…, ξεμπροστιάζει ψυχές την ώρα του τραύματος· ύστερα κινείται προς τα εκεί όπου οι αντιθέσεις και οι δυισμοί και οι διχασμοί και οι αντινομίες παύουν να υπάρχουν. Ειρήνη ημίν.

Εσωτερικοί οι περίπατοι της κυρίας Χ., ευτυχώς διακόπτονται από ήχους τηλεφώνων. Και τη γειώνουν. Γιατί αλλιώς θα τη βλέπαμε να αιωρείται συνεχώς σαν μπαλόνι στον ουρανό να ακολουθεί τα ρεύματα ενός αέρα που την πηγαίνει. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, όντως αιωρείται και βλέπει από ψηλά ρίχνοντας φιλάνθρωπο το βλέμμα της στον κρατούμενο άνθρωπο. Ευτυχώς, περιστασιακά. Το τηλέφωνο χτυπάει… (σ. 37)

 

Καλλιόπη Εξάρχου

 

Δεν ξέρω αν έλυσα την εξίσωση μπροστά στην οποία με έβαλε η κ. Χ. Πόσο μάλλον που η ίδια δέχθηκε την πρόταση του κ. Ψ. να ταξιδέψουν σε μια χώρα χωρίς κρατούμενα. Αλήθεια, πού τα έβαλα τα κρατούμενα των διαιρέσεων και των αφαιρέσεων;

Οι συνέπειες από την εμφάνιση της κ. Χ. υπήρξαν απρόβλεπτες. Διότι η παρουσία της ξεσήκωνε, τα κρατήματα των ψυχών υποχωρούσαν μπρος στο ξεχείλισμά τους, οι ισορροπίες κινδύνευαν, οι τακτοποιημένες σχέσεις μετατρέπονταν σε τρίμματα από τις σεισμικές δονήσεις που προκλήθηκαν από τα βέλη που έριχνε η κ. Χ. κατευθείαν στην καρδιά ξεγυμνώνοντας τραύματα. Αίματα έτρεχαν στους δρόμους και το πύον από κακοφορμισμένες πληγές έπνιξε τα εκλεπτυσμένα ρουθούνια ευγενών κυρίων και κυριών, που κυκλοφορούσαν με αρωματισμένα μαντηλάκια, χωρίς όμως να μπορούν να αποκλείσουν την κακοσμία που αναδυόταν από τη δική τους ψυχή. Κυρίως δεν μπορούσαν να αποκλείσουν το άρωμα από παλιό τριαντάφυλλο γλυκό που η ψυχή τους είχε φυλάξει ερμητικά από χρόνια παλιά πριν από τον τραυματισμό και τον ευνουχισμό της αθωότητας. Κάποιοι στάθηκαν με ευγνωμοσύνη στην κ. Χ., άλλοι την αντιπάθησαν για τις αποκαλύψεις που προκαλούσε, για τις αλήθειες που ξεχύνονταν στον δρόμο πεινασμένες, διαβρώνοντας ψέμα στο ψέμα, σκληρές κρούστες που φτιάχτηκαν προσεκτικά πάνω σε απώλειες, επίπλαστα χαμόγελα. Αυτή έφταιγε για τον αναβρασμό, αυτή θα έπρεπε να γίνει το απόρριμμά μας, το κάθαρμα, ο αποδιοπομπαίος τράγος, αυτήν θα εκδιώκαμε, ώστε να μπορέσουμε πάλι να παραδοθούμε στη μακαριότητα των κρατουμένων. Βλέπετε στα κρατούμενα και τους κρατούμενους οι άλλοι φταίνε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top