Fractal

Διήγημα: “Η κυρά Αρτεμησία”

Του Απόστολου Θηβαίου // *

 

f13
Αργά τ’ απόγευμα καθόταν έξω απ’ τ’ ασβεστωμένο σπίτι. Η γριά Αρτεμισία λέγαμε, σκορπάγαμε σαν νερά πέρα από τούτο τον κόσμο. Τώρα που την φέρνω στο νου μου, εννοώ σ’ όλο της το βάθος τις παλιές φωτογραφίες των πάλαι ποτέ ιωνικών πόλεων. Εκείνη την Γεσθημανή θυμάται η κυρά Αρτεμισία και μες στον στερνό σπασμό της μέρας, πιάνει κάτι μακρόσυρτους αμανέδες. Ακουμπά πλάι της κορνίζες φθαρμένες, ανοίγει την κασέλα και βγάζει μες στους ανέμους όλα της τα προικιά. Ταφτάδες, μεταξωτά, σατέν όλων των χρωμάτων. Κάθε νύχτα στην Ελευσίνα λες και ξαναζούν οι νεανικοί έρωτες του Μοντιλιάνι. Έχει ένα σημάδι στην καρδιά της η κυρά Αρτεμισία, το πώς και το γιατί ολόκληρης της ζωής της σηκώνεται σαν άστρο πάνω απ’ την Ελευσίνα, τον Σκαραμαγκά. Θα φέξει ως πέρα, θ΄ανάψει πάλι όλους τους παλιούς δρόμους της Αλικαρνασσού. Πέρασαν πια όλα αυτά Αρτεμισία, της λένε παρηγορητικά, μα άλλες θάλασσες την αγκαλιάζουν πια. Δεν αποκρίνεται. Μονάχα πιάνουν κάτι βροχές μες στα μάτια της και όλα έρχονται ξανά απ’ τον δρόμο που σφραγίστηκε πριν από χρόνια. Στο μέσα του χεριού της έχει σκαλίσει η κυρά Αρτεμισία τη γραμμή της μοίρας της. Στην Λυκία άφησε λέει την καρδιά της. Πόσο τον αγάπησε έτσι που πέρναγε ντυμένος τη βασιλική πορφύρα του, ωραίος σαν ακρίτας. Έπνιξε το δαχτυλίδι του μες στο Αιγαίο. Τώρα το φορούν όστρακα κλειστά. Θαμμένο ανάμεσα στ’ ακέραια λυχνάρια, στις ενσφράγιστες λαβές, στην αγκαλιά ροδιακών αμφορέων κρατεί κρυμμένους παλιούς σφυγμούς και προσευχές. Βάφει τα χείλη της με τα πέταλα των γερανιών, περνά σπίρτο τα φρύδια της και ωραία, σαν άλλοτε φέγγει άστρο μοναχό η κυρά Αρτεμισία. Στους επτά επί Θήβας θα πει το μυστικό της. Μες στη νύχτα που μας πνίγει η κυρά Αρτεμισία αποκτά την πιο αληθινή της όψη. Έτσι, πειθαρχημένη μες στον ρυθμό της, φυλά τα λείψανα της Ελλάδος. Πέρα απ’ τον γκρεμό της σκάλας σβήστηκε για πάντα η Πέργαμος. Η Σμύρνη, τα ποιήματα και η κυρά Αρτεμισία θα απομείνουν όνειρα. Έτσι συμβαίνει μ’ όλα όσα δεν γερνούν. Τέτοιες νύχτες. Οι νύχτες της είναι γραμμένες στην κόψη του ξυραφιού, τέτοιες νύχτες αντηχούν παλιούς αμανέδες, καθώς η πόλις καίγεται, περνώντας μέσα απ’ τις σάρκες της ιστορίας που φλέγεται. Καμιά πατρίδα δεν έχει η γριά Αρτεμισία. Με όψη αυτοκρατορική τραγουδά τους καημούς και τις στάχτες, έτσι που γέμισαν ολόκληρη τη ζωή μας. Σώπασε κυρά Αρτεμισία, σφάλισε τα μάτια σου και πήγαινε πέρα μακριά από την Ελευσίνα. Έλα, σαν άλλη Αφροδίτη οπλισμένη και πέρνα στην ιστορία. Το ιωνικό σου όνειρο πως τέλειωσε ποτέ δεν θα παραδεχτείς. Λίγο λίγο, σαν το αέριο που καίγεται γαλάζιο, γλιστρά εκείνο το πράγμα που λέγεται ζωή. Απ’ τα στήθια της σηκώνεται πελώριο, μνημειακό το δέντρο της ζωής που ‘ναι ριζωμένο με οδύνες και φροντίδα αμέριστη. Αν γυρεύεις ίσκιο στάσου πλάι στην κυρά Αρτεμισία όταν στεγνώνουν τα μάτια της και ολάκερη, επιβλητική υψώνεται εκεί στον ίδιο, ταπεινό δρόμο η προκυμαία της πόλης. Με το εμπόριο, τους λαούς και τα θεωρήματα. Με τα ιερά και τους ωραίους Σαρπηδόνες τους ξυπνούν τα ονόματα των πόλεων. Κνίδος, Μίλητος, Πριήνη, Έφεσος, όλα και πάλι αποκαλύπτονται. Κορνίζες, μπαλκόνια, διακοσμήσεις, καραβάνια της Φρυγίας, όλα να περνούν λέει απ’ εκείνον τον μικρό, τον αδιάφορο δρόμο. Και έτσι, σαν ναύσταθμος και σαν πόλη, κερδίζει και χάνει την όψη της η κυρά Αρτεμισία. Εκεί που κάποτε στάθηκε, κοιμούνται τώρα της καρδιάς της τα σπαράγματα. Κλειστοί ναοί βεβηλωμένοι της ενδοχώρας, σαν το μέσα της κυρά Αρτεμισίας, όταν μες στην πολλή ησυχία ετούτου του κόσμου λύνει τα μαλλιά της και χάνεται πέρα στα Γυαλάδικα.

Ετούτες τις μέρες που ξαναζεί το δράμα της σφαγής της Σμύρνης και καθώς όλα πια έχουν ειπωθεί, θυμήθηκα την κυρά Αρτεμισία της Ελευσίνας. Την ονειρεύτηκα λέει σαν άλλη αυτοκράτειρα μες σε καιρούς ξεθεμελιωτικούς να τραγουδά με τη συνοδεία απ’ το κανονάκι, να γίνεται ακρυλικό και λάδι σε μουσαμά. Να ‘ναι ολόκληρη λέει φτιαγμένη, λυδική, μια κάποτε ωραία γυναίκα. Ετούτο το χαμηλωμένο της δωμάτιο άλλο δεν σημαίνει απ’ το νοικιασμένο ρούχο της ιστορίας, ξοδεμένο σ’ ανάπαιστους και πορείες δραματικές, περασμένο από στρώματα ασβέστη.

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top