Fractal

Η ‘Μαδρίτη, η πόλη του ενός εκατομμυρίου πτωμάτων’ και η απεικόνισή της μέσα στην μετεμφυλιακή ‘Κυψέλη’ του Καμίλο Χοσέ Θέλα

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

kypseli_1

 

«Η Κυψέλη» του Καμίλο Χοσέ Θέλα. Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Μετάφραση: Μαρία Χατζηγιάννη. 1989. Αθήνα

 

Το μυθιστόρημα τοποθετείται στη Μαδρίτη του 1943, μετά το τέλος του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, και ασχολείται με τη φτώχεια και τη γενική δυστυχία που επικρατούσε διάχυτα στην Ισπανία εξετάζοντας ασυνήθιστα μεγάλο πλήθος ανθρώπινων χαρακτήρων και σε διάφορα επίπεδα καθημερινών δραστηριοτήτων. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι περιέχει πάνω από τριακόσιους χαρακτήρες και θεωρείται το σημαντικότερο μυθιστόρημα γραμμένο μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία. Λόγω της αυστηρής λογοκρισίας που βρισκόταν σε ισχύ, ο Θέλα δεν ήταν σε θέση να δει το βιβλίο ετούτο, την ‘Κυψέλη’ (La colmena) δημοσιευμένο στην πατρίδα του την Ισπανία, και αντ’ αυτού αναγκάστηκε να το εκδώσει στο Μπουένος Άιρες.

 

kypseli_2

 

Το βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια κι έναν επίλογο. Κάθε κεφάλαιο περιέχει μια σειρά σύντομων εδαφίων, μικρών κειμένων μιας ή δυο συνήθως σελίδων, που περιγράφουν μικρά επεισόδια και εστιάζονται σε ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα. Με αυτόν τον τρόπο μια σειρά ασήμαντων εκδηλώσεων και χαρακτήρων εργάζονται από κοινού για να σχηματίσουν και να οδηγήσουν σε ένα σημαντικό αποτέλεσμα και συμπέρασμα, κατά τον ίδιο τρόπο που μια κυψέλη μελισσών λειτουργεί μαζί για να επιτύχουν κάτι πολύ

περισσότερο από ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν σε μεμονωμένη βάση. Το βιβλίο αποτελείται από διακόσια δεκαπέντε τεμάχια που διαχωρίζονται από ένα κενό διάστημα, και ομαδοποιούνται σε επτά κεφάλαια διαφορετικής έκτασης. Τα γεγονότα της ‘Κυψέλης’ χρονικά λαμβάνουν χώρα μέσα σε μόνο τρεις ημέρες, τον Δεκέμβριο του 1943, ημερομηνία που συνάγεται από μια είδηση που διαβάζει ένας βιβλιοπώλης σε εφημερίδα της Μαδρίτης. Η ίδια εφημερίδα μας πληροφορεί ταυτόχρονα για την συνάντηση των ηγετών του κόσμου στην Τεχεράνη. Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία, ο χρόνος της ιστορίας προσφέρεται στον αναγνώστη με ένα μάλλον ασαφή τρόπο. Τοποθετείται, όπως εύκολα συνάγεται, στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής Ισπανίας, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσε να οριοθετηθεί οπουδήποτε μεταξύ 1941 και 1945. Η διάρκεια της ιστορίας είναι σύντομη, αφού όλα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των τριών ημερών. Τα πρώτα έξι κεφάλαια συμβαίνουν σε δύο ημέρες, ενώ το τελευταίο λαμβάνει χώρα τρεις ή τέσσερις ημέρες αργότερα. Αλλά το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, είναι η ‘χρονολογική διαταραχή’, καθώς τα γεγονότα δεν αναφέρονται με τον τρόπο που επισυμβαίνουν. Εάν επρόκειτο να διαβάσουμε το μυθιστόρημα με τον παραδοσιακό τρόπο, θα χρειαστεί να αλλάξουμε τη σειρά των κεφαλαίων με την ακόλουθη σειρά: I, II, IV, VI, III, V, και… τέλος το Τελευταίο.

Ένα κρύο απόγευμα του Δεκεμβρίου 1943, λοιπόν, τέσσερα χρόνια μετά το πέρας του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, ο σερβιτόρος στο καφέ της Ντόνα Ρόζα στη Μαδρίτη, πετάει έξω έναν χλωμό, αδύναμο και κακοντυμένο άνθρωπο που δεν είναι σε θέση να πληρώσει τον μικρό, ούτως ή άλλως, λογαριασμό του. Ωστόσο ο σερβιτόρος παρακούσει τις εντολές της Ντόνα Ρόζα, να χτυπήσει δηλαδή τον άνθρωπο, δίνοντάς του ένα παραδειγματικό μάθημα για τη θρασύτητά του αυτή. Ο φουκαράς εκείνος πελάτης, είναι ο Μαρτίν Μάρκο, ένας ανεξάρτητος συγγραφέας, ο οποίος αφού προσφέρθηκε να αφήσει στο καφέ ένα βιβλίο του αντί πληρωμής, συνεχίζει τη συνήθη νυχτερινή περιπλάνησή του στην πόλη της Μαδρίτης. Η καθημερινότητα είναι σκληρή και ζοφερή για το λαό της Ισπανίας από τότε που ο φασίστας δικτάτορας, Φρανσίσκο Φράνκο, ανέλαβε την εξουσία μετά από αιματηρή τριετή διαμάχη που ρήμαξε τη χώρα και άφησε τους πολίτες της βαθιά διχασμένους. Σταματώντας μπροστά από ένα παράθυρο έκθεσης και επίδειξης εξαρτημάτων τουαλέτας, ο Μαρτίν

συλλογίζεται κάποιες φανταχτερές ανισότητες της εποχής του, οι οποίες σαφώς παραπέμπουν στο απίθανο ενδεχόμενο μιας σοσιαλιστικής ουτοπίας. ‘… Με αυτά που ξοδεύουν μερικοί για να κάνουν τις σωματικές ανάγκες με άνεση, εμείς οι άλλοι θα είχαμε να φάμε για ΄έναν χρόνο…’, μοιρολογάει. ‘… κομψά καζανάκια όπου μπορείς να ακουμπήσεις τον αγκώνα σου μέχρι… μερικά καλοδιαλεγμένα βιβλία με όμορφο δέσιμο. Χέντερλιν, Κητς, Βαλερύ, για την περίπτωση που η κένωση απαιτεί συντροφιά, Ρουμπέν, Μαλαρμέ, προπάντων Μαλαρμέ μέχρι να βγουν τα εκκρίματα της κοιλιάς. Τι αίσχος…’!

 

kypseli_3

 

Κουρασμένος, κρυωμένος, πεινασμένος, και με το μυαλό του μέσα σε αναταραχή, ο Μαρτίν αγοράζει μερικά κάστανα με τα υπόλοιπα χρήματα που βρίσκονται στην τσέπη του. Αργότερα, προχωράει στο διαμέρισμα της φτωχής αλλά συμπαθητικής αδελφής του, της Φίλο. Δεδομένου ότι ο σύζυγός της, Ρομπέρτο Γκονθάλεθ δεν έχει φτάσει ακόμη, ο Μαρτίν είναι βέβαιος ότι θα μπορέσει να φάει τουλάχιστον ένα τηγανητό αυγό που θα του προετοιμάσει η αδελφή του. Οι δύο τους συζητούν για την τύχη του Μαρτίν ενώ ο Γκονθάλεθ βρίσκεται ακόμα στη δουλειά, γιατί οι δυό άντρες δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις. Φεύγοντας για να αποφύγει να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο τον άνθρωπο που πάντα αναφέρεται σε αυτόν ως ‘εκείνο το θηρίο’, ο Μαρτίν συναντά τον φίλο του Πάκο, και ανταλλάσσουν υλικό για ανάγνωση. Αργότερα εκείνο το βράδυ, ο συγγραφέας Μαρτίν Μάρκο προσκρούει σε μια παλιά γνωριμία, την Ουρουγκάγια, μια πόρνη σήμερα. Δέχεται με κάποιο δισταγμό την πρόσκλησή της να πάρουν μαζί ένα ποτό διστακτικά, γιατί βρίσκει τη γυναίκα απεχθή, και στη συνέχεια συνεχίζει στο δρόμο του μέσα στη Μαδρίτη, περνώντας μέσα από τα κόκκινα φανάρια της πόλης …

Ο Μαρτίν Μάρκο είναι ένας χρόνια φτωχός και αριστερός διανοούμενος και συγγραφέας άρθρων για τις καθημερινές εφημερίδες της μετεμφυλιακής Μαδρίτης. Οι νυχτερινές του βόλτες μέσα στη Μαδρίτη, χρησιμεύουν ως το κύριο νήμα στον ιστό του μυθιστορήματος, που συνδέει τις διάσπαρτες περιοχές της πόλης και της πληθώρας των κατοίκων που ανήκουν στη μεσαία και κατώτερη κοινωνική τάξη. Οι δημοκρατικές συμπάθειες του Μαρτίν τον αντιτάσσουν στο φασιστικό καθεστώς του Φρανσίσκο Φράνκο, και η εμφανής δυσαρέσκειά του με την ισπανική ζωή της δεκαετίας του 1940 μπορεί να είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στην προφανή και συνεχώς αυξανόμενη άνοιά του. Οι άσκοπες περιπλανήσεις του στα καφέ και η συχνή σύνδεσή του με τις πόρνες αντικατοπτρίζουν με τον καλύτερο τρόπο την αδράνεια και την ηθική κόπωση και κατάπτωση της εποχής. Αν και πολιτικές αποκλίσεις του Μαρτίν τείνουν προς την υιοθέτηση μιας συλλογικής ευθύνης για όλους τους Ισπανούς, ο ίδιος δεν βρίσκεται εκτός αυτής. Η αναδυόμενη ψυχική ανισορροπία του Μαρτίν φαίνεται πιο ξεκάθαρα, με αποδεικτικά στοιχεία, στο τελικό τμήμα του μυθιστορήματος, όπου περπατώντας άσκοπα και αποπροσανατολισμένος,

επισκέπτεται τον τάφο της μητέρας του και σκέφτεται μήπως τελικά είναι καλύτερα να γίνει μέρος μιας κοινωνίας που τόσο απεχθάνεται. Η Φίλο είναι η καλοκάγαθη αδελφή του Μαρτίν. Αυτή και ο λογιστής σύζυγός της, Ρομπέρτο Γκονθάλεθ, έχουν πέντε μικρά παιδιά. Σπάνια τα βγάζει πέρα με τον πενιχρό μισθό που ο Ρομπέρτο φέρνει στο σπίτι, κι η Φίλο πρέπει επίσης να υποστηρίξει ταυτόχρονα και σταθερά τον αδελφό της Μαρτίν με τα λίγα τρόφιμα, κι όλα αυτά μέσα στη γνωστή χρόνια αντιπάθεια των δύο ανδρών.

Η πρωτεύουσα της Ισπανίας, Μαδρίτη, είναι η πόλη και ο χώρος μέσα στον οποίο η μοίρα ενός ατόμου καθορίζεται τόσο από την οικονομική κατάσταση, όσο και από την απλή τύχη. Σε ένα μέρος του κειμένου, ο Καμίλο Χοσέ Θέλα γράφει για έναν δρόμο στη Μαδρίτη κατά το σούρουπο, όπου ένας μισοπεινασμένος, μυστηριώδης αέρας, περιφέρεται σαν λύκος, σφυρίζοντας ανάμεσα στα σπίτια. Στη συνέχεια περιγράφει με την ακρίβεια ενός ανθρωπολόγου που μένει έξω μέχρι αργά και για τους άστεγους, που περιπλανούνται από μπαρ σε μπαρ, από το ένα καταγώγιο σε κάποιο άλλο αντίστοιχο. Σε μια άλλη σκηνή, ένας φτωχός άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του να κάθεται δίπλα σε έναν αστυνομικό σε ένα μπαρ και να εκφράζει σε αυτόν την προσωπική του γνώμη σχετικά με τις πολιτικές καταστολής που βρίσκονται σε ισχύ στην πόλη. ‘Δεν μου φαίνεται δίκαιο να συλλαμβάνεις τις γυναίκες στη μαύρη αγορά στο υπόγειο. Οι άνθρωποι έρχονται εδώ να φάνε… Νομίζω ότι αν μερικές φτωχές γυναίκες πωλούν τσιγάρα είναι λάθος για σένα και την αστυνομία να τις ακολουθείτε’. Ο αστυνομικός του απαντά ότι κάνει ότι του λένε να κάνει! Η ιστορία της ζωής του αστυνομικού, όπως αποκαλύπτεται σε λίγες παραγράφους πριν από την απάντηση αυτή, βοηθά στο να αντηχήσει η σύντομη δήλωσή του σε ολόκληρο το βιβλίο. Για πολλούς στο μυθιστόρημα, οι καλύτερες επιλογές βρίσκονται στο να κάνουν ότι τους λένε!

Το καφέ ‘Ντελίθια’ της Μαδρίτης, παρά την ονομασία του, προσφέρει μικρή μάλλον απόλαυση και κάποιες φορές, έκδηλη ανία αλλά και φανερή συνήθεια. Οι περισσότεροι από τους προστάτες του είναι φτωχοί, έχοντας μόλις και μετά βίας αρκετά χρήματα για να πληρώσουν τα φλιτζάνια του καφέ που αγοράζουν ώστε να τους επιτρέπεται να περάσουν τις ώρες τους εκεί.

 

Τοποθετημένο το βιβλίο στη Μαδρίτη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθεί μια ομάδα ανθρώπων που αγωνίζεται απέναντι σε μέτριες και αδικημένες καταστάσεις. Δεν υπάρχει πολλή και ιδιαίτερη πλοκή, αλλά ο συγγραφέας μας δίνει εδώ κι εκεί τμήματα, κομμάτια από τις ζωές αυτών που αγωνίζονται, και στην πορεία μας δίνει μια καθαρή αίσθηση του επιπέδου ζωής στον συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Ταυτόχρονα προσφέρει ισχυρή ανταμοιβή στον αναγνώστη και πολύ διαφορετική εμπειρία ανάγνωσης. Ο κατάλογος των κύριων χαρακτήρων είναι απλώς τεράστιος, μερικοί έχουν προτείνει ότι υπάρχουν πάνω από τριακόσιοι χαρακτήρες, ο καθένας τους να εισέρχεται στο προσκήνιο για λίγα λεπτά, αποκαλύπτοντας ένα κομμάτι του αγώνα του, και στη συνέχεια απλώς όλοι εξαφανίζονται, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, αν όχι μόνιμα. Το καφέ της Ντόνα Ρόζα, σε ένα τμήμα υπό κατάρρευση της Μαδρίτης βρίσκεται κάπως στο κέντρο της δραστηριότητας όλων αυτών. Πολλοί άνθρωποι συγκεντρώνονται εκεί, πολλοί θαμώνες που θα μπορούσαν κάπως αυθαίρετα να χωριστούν σε δύο ομάδες, η ημερήσια δηλαδή η ομάδα της ημέρας, και η βραδυνή ομάδα. Συναντιούνται, για να πιούν ένα καφέ, να καπνίσουν ένα τσιγάρο, να μιλήσουν, να κάνουν σχέδια όσα μπορούν, ενώ άλλοι τρώνε για δείπνο. Κι εκεί μέσα υπάρχουν πάρα πολλοί χαρακτήρες. Ο Μαρτίν Μάρκο, επίδοξος ποιητής και συγγραφέας, θεωρεί τον εαυτό του ότι διώκεται πνευματικά. Ο Ρομπέρτο Γκονθάλεθ τηρεί τα λογιστικά βιβλία για τον αρτοποιό και μερικούς άλλους επαγγελματίες. Το μικρό τσιγγάνικο αγόρι τραγουδά για λίγα ψιλά που αλλάζει σε καφετέριες και μπαρ. Ο αστυνομικός που αναφέρεται στο μυθιστόρημα, κι ο οποίος τραυματίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο τώρα είναι ένας σεβάσμιος, απλός και ταπεινός αστυνομικός. Ο Πάκο είναι ένας νεαρός άνδρας ασθενικός και άρρωστος που χρειάζεται φάρμακα. Η Βικτόρια που τον αγαπά, ξέρει ότι μόνο πουλώντας τον εαυτό της μπορεί να βρει τα χρήματα για τα φάρμακα που εκείνος, ο ‘άνθρωπός’ της, χρειάζεται. Έτσι κερδίζει λίγα χρήματα εκδίδοντας τον εαυτό της, κάτι που της επιτρέπει να μείνει με τον ασθενικό λόγω της πάθησής του, Πάκο. Κάποιος άλλος ονειρεύεται συνεχώς ηρωικές πράξεις που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, κι ο κατάλογος συνεχίζεται ατέλειωτος.

Το μυθιστόρημα του Καμίλο Χοσέ Θέλα είναι γεμάτο αντιθέσεις. Πείνα, κακουχίες, ασθένειες, δυστυχία, αλλά οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν

ακάθεκτοι. Γελούν, κάνουν έρωτα, ασχολούνται με την ανατροφή των παιδιών, διασκεδάζουν και έτσι καταφέρνουν και επιβιώνουν. Ο αναγνώστης έχει ισχυρή την αίσθηση του αγώνα τους, αλλά και αισθάνεται εμπιστοσύνη ότι, παρά τις δυσκολίες και τη δυστυχία, οι πρωταγωνιστές αποδέχονται τη ζωή όπως είναι και έτσι με αυτές τις σκέψεις προχωράνε μπροστά. Τα ενδιαφέροντα και τα προβλήματά τους είναι κατά κύριο λόγο άμεσα και τοπικής φύσεως. Η αγάπη, ο έρωτας, η τροφή, η στέγη, η καθημερινότητα κυριαρχεί παντού. Υπάρχει πολύ μικρή αναφορά των μεγάλων ζητημάτων της πολιτικής, για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι ακόμα για την ίδια την Ισπανία. Και όμως, μέσα από αυτά τα μικρά σκόρπια, μη συνδεδεμένα, ή έστω ασθενώς, μεταξύ τους γεγονότα και κομμάτια του βιβλίου, αναδύεται μια ρεαλιστική εικόνα της ζωής στη Μαδρίτη κατά τα μέσα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ζωή δεν φαίνεται να κυριαρχείται ούτε να σημαδεύεται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά περισσότερο από τον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο που διέλυσε την ισπανική κοινωνία. Η κυρίαρχη αίσθηση του μυθιστορήματος είναι ότι η ζωή εκείνη που έχει νόημα σε αυτή την πόλη, είναι η καθημερινή ζωή της μάζας των ανθρώπων, ιδιαίτερα εκείνη των σχετικά φτωχών και περιθωριακών ανθρώπων. Δεν είναι, σύμφωνα με τις αναφορές του Θέλα η πολιτική ζωή των ισχυρών και όσων ελέγχουν πραγματικά τις πολυποίκιλες παραμέτρους της ζωής, αλλά είναι η καθημερινότητα στη ζωή των ανθρώπων στις καφετέριες, στους στενούς και σκοτεινούς δρόμους, και στα μικρά και υγρά διαμερίσματα. Η ζωή με πραγματικό νόημα αποτελείται από τις καθημερινές ίντριγκες και τους αγώνες τους για τροφή, λίγα χρήματα, συντροφικότητα, αγάπη και υγεία. Ο τίτλος, ‘Κυψέλη’ ενισχύει αυτή την έννοια της απομονωμένης περιοχής. Το καφέ της Ντόνα Ρόζα, φαίνεται να αποτελεί εκείνη την κυψέλη των πολυάσχολων ανθρώπων που έρχονται και παρέρχονται ο καθένας με τη φασαρία του, τις ιδιορρυθμίες και τα προβλήματά του, αλλά χωρίς πολλές διασυνδέσεις με τον κόσμο έξω από την φιλόξενη και ζεστή κυψέλη. Φεύγουν από την κυψέλη, οι περισσότεροι από αυτούς καθημερινά, αλλά επιστρέφουν για να ζήσουν και πάλι εκεί κάποιες ώρες.

Η ‘Κυψέλη’, κλασσικό παράδειγμα της τεχνοτροπίας του σκοτεινού ρεαλισμού, λογοκρίθηκε από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, του οποίου τι ειρωνεία (!) ο Θέλα υπήρξε θερμός υποστηρικτής, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια και έτσι δεν κατέστη δυνατόν να εκδοθεί στην Ισπανία, αλλά αργότερα το 1951 στην Αργεντινή του Περόν, όπου κατέφυγε ο συγγραφέας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top