Fractal

Έξι αινιγματικές ιστορίες

Γράφει ο Νίκος Τακόλας // *

 

Αντωνία Γουναροπούλου «Κυνηγοί και λύκοι», Εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού, Εκδόσεις Πατάκη, 86 σελ.

 

Είναι το τρίτο βιβλίο της συγγραφέως και ποιήτριας Αντωνίας Γουναροπούλου, προηγήθηκαν εκδοτικά δύο ποιητικές συλλογές. Αφηγείται έξι μικρές αινιγματικές ιστορίες επικεντρωμένες στη δράση και στο υπαινισσόμενο και μία ουδέτερη και αντιστικτική, που επαναφέρει τον αναγνώστη στο τώρα, τελειώνοντας το ταξίδι στο όνειρο.

Τo έργο είναι ένα προσεγμένο βιβλιαράκι μικρό, που στην αρχή μοιάζει αθώο σαν παιδικό ανάγνωσμα με γραφή παραμυθιού, ύστερα θα ’λεγες ατζέντα εφηβικών συλλογισμών, μα τελικά συμπαρασύρει συναισθηματικά και τον ενήλικα να συμμετάσχει, να βρει το στίγμα του μέσα σ’ αυτό. Καμιά βεβαιότητα δεν μένει όρθια, μια διάθεση σαρωτικής ισοπέδωσης διαπερνά τις αράδες.

Στην πρώτη ιστορία, Λύκος και Άνθρωπος πιστεύουν πως μπορούν να συνυπάρξουν, μα πρόκειται για επιπόλαιη και θανάσιμη ψευδαίσθηση. Σε άλλη ιστορία μια γυναίκα αράχνη πλέκει όμορφους ιστούς, αλλά με σκοτεινή πρόθεση. Στην τρίτη ιστορία πρωταγωνιστής είναι μια παρέα ξωτικών, σαν αυτά των παραμυθιών αλλά και των θρησκευτικών γιορτών, σαν μικροί καλικάντζαροι. Πλησιάζουν τον ανθρώπινο κόσμο, ο οποίος ανατρέπει ωστόσο τις δοξασίες τους. Η συγγραφέας καταφέρνει να αφαιρέσει τον τρόμο από πάνω τους και να τα δεχτούμε σαν κάποια ζωάκια, που απλά δεν συναπαντήσαμε ακόμα. Κι όταν στην ιστοριούλα συναντιούνται με τον άνθρωπο διαπιστώνουν τις ψευδαισθήσεις τους γι’ αυτόν.

Στοιχεία παραμυθιού καθοριστικά για την εξέλιξη της μιας ιστορίας είναι «ο Γέρος», ο σοφός – παράξενος – μυστηριακός χαρακτήρας της αφήγησης, και ύστερα τα ξωτικά και τα ζώα, ο λύκος και ο πάνθηρας, οι αράχνες με βασικά στοιχεία ανιμισμού φωνή και σκέψη.

Στην πορεία «ξυπνούν και τα άψυχα», τραπέζια, κρεβάτια, ψυγεία, πόρτες γίνονται πρωταγωνιστές για τη συγγραφέα μας για να αποκαλύψουν τις κρυμμένες προθέσεις τους, σε έναν ιδιότυπο βιταλισμό, με ορμητικότητα και πάθη ανθρώπινων ηρώων, στοιχείο που το συναντάμε πάλι στην παιδική αφηγηματογραφία. Παρακολουθούμε μια εξέγερση επίπλων, όχι με την απαντοχή ενός παιδιού που εντυπωσιάζεται απ’ αυτό αλλά με το αλληγορικό νόημα για τον ώριμο αναγνώστη. Πριν την ανταρσία «…υπάρχει σιωπή, μα όχι ερημιά», αφού τα έπιπλα θα ενσαρκωθούν, θα πάρουν τη στάση και τη συμπεριφορά ανθρώπων. Αφηγηματικά πληρέστερη όλων θεωρώ την ιστορία του γέρου στη φυλή των Καίωνδι, φυλή χωρίς οικογένειες και με κοινά παιδιά.

Η συγγραφέας ακινητοποιεί τη ζωή, όπως η τέχνη ξέρει να κάνει, και αναλύει τα κρυμμένα τιμαλφή. Η αφήγηση αναπτύσσεται πάνω σε ένα επίπεδο απροσδιόριστου και ανιστορικού χωρόχρονου σύροντας τη συγγραφική αντικειμενικότητα στο φανταστικό, κι έτσι η συγγραφέας μπορεί να κινείται «αιτιολογημένα και αποδεκτά» κατά μήκος του.

Η ιστορία «Ναι, Μαγισσούλη» συμπτύσσει όλη τη δραματικότητα του έρωτα. Ο άντρας προσπαθεί φορτικά να κερδίσει τον έρωτα της συντρόφου του, αποκλειστικά και τελεσίδικα. Και δω ενσκήπτει ξανά η ατέλειωτη συζήτηση των αιώνων, οι αναπάντητες ερωτικές ανησυχίες. Μα κανένας εκ των δυο εραστών δεν μπορεί να αφομοιώσει τον άλλο, να τον κάνει καταδικό του. Αυτό είναι ένα ταγκό, όπου οι δυο χορευτές χορεύουν μόνοι –αυτοτελείς κι αγκαλιασμένοι– ενώ εκτός από την έπαρση της αρχής, ο έρωτας ολοκληρώνεται μοναχά στο κοινωνικό τους στερέωμα, στο πώς τους βλέπουν οι άλλοι. «Όσο και να σ’ αγαπώ, δεν μπορώ να γίνω Εσύ». Ο έρωτας είναι μια σχέση τραγική, μια αντίθεση αξεπέραστη στα όρια της ατομικότητας,  (Κωστής Μοσκώφ, «Η πράξη και η Σιωπή», Δοκίμια ΙΙ, Καστανιώτης 1983). Ο άνθρωπος θα πρέπει να μάθει να ζει πρώτα μόνος του και μετά με τον άλλο, και οποιαδήποτε Τελείωση περιορίζεται στο άτομο.

 

Αντωνία Γουναροπούλου

 

Η Α.Γ. γνωρίζει καλά την τεχνική της γκρίζας γραφής, όπου το υπονοούμενο γίνεται υποκείμενο. Ο αναγνώστης οδηγείται σε ανακλήσεις της Κάρεν Μπλίξεν και της γοτθικής σχολής. Τα διηγήματα τα διακρίνει η αφαίρεση, το διφορούμενο, προκαλούν τη σκέψη, εμπεριέχουν λόγο καλλιεργημένο και διακριτική χρήση γνώσης – παιδείας. Παράλληλα διατηρούν ένα προσωπικό στιλ και αξίζει να εξελιχθούν, μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά, και σε πιο μεγάλα κείμενα. Τα συναισθήματα του αναγνώστη ποικίλλουν χρωματικά, κατά την ανάγνωση του βιβλίου.

Η Α.Γ. με τρόπο μαστόρικο κι ελλειπτικό προσεγγίζει τα κύματα της ψυχής, κοιτάζει και δείχνει, αποφεύγοντας τις εσωτερικές καταδύσεις της ρωσικής σχολής, κατά  Ντοστογιέφσκι, περνώντας την ευθύνη στον αναγνώστη για το τι θα επιλέξει. Σε μια εποχή που είναι όλα ανώδυνα και γλυκερά, που όλοι χαμογελούν όταν φωτογραφίζονται αλλά το χαμόγελο σβήνει μετά, οι ψυχικές κρίσεις έρχονται με δριμύτητα. Αναποδιές, αρρώστιες και θάνατοι γράφουν την τροχιά των πόνων, εκεί τελειώνει η αυταπάτη της διαρκούς ευδαιμονίας και το δράμα εμπεδώνεται όσο η ζωή προχωράει και η εμπειρία αθροίζεται. Οι διαπιστώσεις της ζωής γίνονται δυστυχώς στο τέλος, όταν είναι αργά για διορθώσεις, ενώ η εμπειρία είναι ένα ακριβό αλλά μη μεταβιβάσιμο κτήμα. Μικρά προβλήματα για τη ζωή, μεγάλα όμως για τα άτομα. Ο λόγος της συγγραφέως οξύς και κοφτερός, κριτικός και σκληρός, μα παράλληλα ευγενής και διακριτικός, συνεγείρει γόνιμους συλλογισμούς για το ταξίδι της ζωής. Το στοιχείο της δράσης στο βιβλίο διαμορφώνει το επίπεδο της απλής προσπέλασης, ενώ ο τονισμός των αντιθέσεων οδηγεί σε βαθύτερο.

Κι ο αναγνώστης – άνθρωπος; Πώς ανατρέπει τις εσφαλμένες βεβαιότητες, πώς εξαγνίζεται από την υποκρισία; Πόσο εύκολα απενοχοποιείται από τα «κρίματα»; Τι νιώθει για το δυστύχημα που αντίκρισε αλλά το αγνόησε, από τον πεινασμένο και άστεγο στη γωνία με παγωνιά, που τον προσπέρασε; Με τι μύθους βουλώνει τα στόματα της τύψης; Κι απ’ την άλλη, πώς θα ήταν μια ανθρωπότητα γεμάτη τέλειους χαρακτήρες; Ανιαρή, σαν τον άχρονο Παράδεισο; Είναι τα λάθη ανθρώπινο συμπλήρωμα; Τα ερωτήματα που γεννιούνται και από το βιβλίο της Αντωνίας Γουναροπούλου απασχολούν τη ζωή και τη λογοτεχνία όσο υπάρχουν.

Καμιά φορά αυτή η απόλυτη κυριαρχία των επισφαλών βεβαιοτήτων –δηλαδή των ψευδαισθήσεων– και η αποδοχή άστοχων αληθειών τονιζόμενα πετυχαίνουν το αντίθετο αποτέλεσμα του φαινόμενου, να δείξουν δηλαδή πόσο ακριβή, καίτοι προσώρας ανέφικτη, είναι η αγάπη και η συνεννόηση των ανθρώπων. Ο κόσμος της ψευδούς βεβαιότητας και της υποκρισίας είναι κρύος και ανευτυχής.

Αποφθεγματικές αναφορές του Αντόνιο Πόρτσια, λάτρη της προφορικότητας, χρησιμοποιούνται συνδετικά ανάμεσα στις ιστοριούλες. Η εικονογράφηση της Κατερίνας Χαδουλού συμπορεύεται με το περιεχόμενο, ενώ σε πολλά σκίτσα δανείζεται φόρμες του παιδικού παραμυθιού. Έξυπνο και περιεκτικό το εξώφυλλο.

 

 

* O πεζογράφος Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία του 3, ΒΡΑΒΕΙA διαγωνισμών διηγήματος πανελλαδικά 8. 9 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο “ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ”, 2016, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Νησίδες”. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top