Fractal

Η παρα-μυθική και μαγική αντίληψης του κόσμου

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Αντωνία Γουναροπούλου: “Κυνηγοί και λύκοι” Εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017

 

 

Είδα τότε θυμάμαι τις τρεις μαύρες γυναίκες
Να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή…

(Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, «Γένεσις»)

 

«Αφιερωμένο στου καθενός τα δύσκολα χρόνια», το τρίτο βιβλίο της Αντωνίας Γουναροπούλου με τον χαρακτηριστικό τίτλο Κυνηγοί και λύκοι, αντιφατικό σχέδιο εξωφύλλου και ανάλογη προς το περιεχόμενο, ασπρόμαυρη εικονογράφηση της Κατερίνας Χαδουλού, κυκλοφορούν οι εκδόσεις Πατάκη.

Πρόκειται για ένα κομψό, μικρού σχήματος, ολιγοσέλιδο βιβλίο που μεταφέρει στους απαιτητικούς αναγνώστες «έξι μαύρες ιστορίες (συν μία)» –όχι και τόσο μαύρη– «δοσμένες σαν παραμύθια με ήρωες που νομίζουν…» ότι όλα μπορεί και δεν μπορεί να συμβούν, που «νομίζουν» ότι υπάρχουν κι αυτές οι εκδοχές της πραγματικότητας, που «νομίζουν» πως ο κόσμος έχει γίνει στα μέτρα τους. Που στήνουν παγίδες και πέφτουν μέσα οι ίδιοι…

Ξαφνιάζει και προκαλεί την περιέργεια η Αντωνία Γουναροπούλου με τους Κυνηγούς και τους λύκους της, φέρνοντάς τους στο φως της δημοσιότητας τη συγκεχυμένη από κάθε άποψη χρονική στιγμή με το μονταρισμένο πρόσωπο, μια σκληρή, ασπρόμαυρη, ανατριχιαστική διπλοπροσωπία, συρράπτοντας τα δυο διαφορετικά μισά των ηρώων σε ένα πρόσωπο «ΛυκΆνθρωπου».

Ηθελημένα η συγγραφέας μεταθέτει το βάρος, το βάθος και το περιεχόμενο της γραφής της στο πεδίο μιας άλλης πραγματικότητας, της παρα-μυθικής και της μαγικής αντίληψης του κόσμου, έτσι ώστε να αποδεχτεί το μαύρο του περιεχομένου της και να το εκφράσει […] προβάλλοντας διαρκώς αθώες τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις, τις αντινομίες

Αυτό το πρόσωπο με τη διαφορετική σύνθεση, αλλά με την ίδια οπτική, με ώθησε να ακολουθήσω μια σχεδόν πάγια τακτική μου, μια διαστροφή, να διαβάζω ανάποδα το κείμενο, αρχίζοντας από το τέλος, όπου συνήθως υπάρχουν οι αποκαλύψεις που ο συγγραφέας κρατάει άσο στο πίσω μέρος του μυαλού του, ή να διαβάζω πίσω από τις λέξεις, πίσω από την ορατή πλευρά των πραγμάτων σε βάθος χρόνου, στο παρελθόν, για να βρω το κλειδί που θα μου ανοίξει τη θύρα των πεπραγμένων, αυτών που κρατάει για τον εαυτό του κάθε δημιουργός.

Για να ερμηνεύσω, λοιπόν, τις αινιγματικές, πολυσήμαντες «έξι μαύρες ιστορίες (συν μία)» της Αντωνίας Γουναροπούλου, αναζήτησα τα δύο προηγούμενα ποιητικά βιβλία της, όπου μερικά από τα ποιήματά της, εκτός από αποκαλυπτικά ντοκουμέντα για τους συσχετισμούς των ηρώων με τα δρώμενα στο πεζογραφικό της κείμενο, είναι εξόχως συγκλονιστικά. Και κατά κάποιον τρόπο αποτελούν την προϊστορία των εφτά ευφάνταστων, συναρπαστικών ιστοριών που δίνονται σαν «παραμύθια» ανατρεπτικά, ωστόσο, στο σύνολό τους με έντονο το ποιητικό στοιχείο, όπως και το μαγικό, που φοράει ενίοτε φακούς επαφής στην πραγματικότητα για μια ουσιαστική επ-αφή με την ποίηση των απλών, καθημερινών πραγμάτων.

Ηθελημένα η Αντωνία Γουναροπούλου μεταθέτει το βάρος, το βάθος και το περιεχόμενο της γραφής της στο πεδίο μιας άλλης, ποιητικής πραγματικότητας, της παρα-μυθικής και της μαγικής αντίληψης του κόσμου, έτσι ώστε να αποδεχτεί το μαύρο του περιεχομένου της και να το εκφράσει –κάποτε ατόφιο και, υποθέτω σκόπιμα, ακατέργαστο ενίοτε– προβάλλοντας διαρκώς αθώες τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις, τις αντινομίες, τις διαφορές που, ούτως ή άλλως, υφίστανται στις σχέσεις των ηρώων και στη συνάφειά τους με τον περιβάλλοντα κόσμο.

Έτσι μπορούν και συνυπάρχουν, όσο και όπως το καταφέρνουν, ο κυνηγός με τον λύκο, σε σημείο μάλιστα να συγκατοικήσουν, να αλλάξουν ρόλους, υποδυόμενοι ο ένας τον άλλο, ίσαμε που αναθυμούνται υποδορίως τα στάδια της εξέλιξής τους και τότε… να δούμε ποιος θα φάει τον άλλο… Ή θα «πάνε στον παράδεισο μαζί με την κόλασή του» ο καθένας.

Πολλά παράξενα και γριφώδη εξυφαίνονται ή συμβαίνουν, ίσως και τα δύο, στον κύκλο δραστηριοτήτων καθενός από τους επίσης μυστηριώδεις ήρωες και καθεμιάς από τις άλλες «μαύρες ιστορίες». Δεν ξέρεις πού σε πάει και σε φέρνει η συγγραφέας, η πολύ καλή ποιήτρια, με τον ποιητικό, αινιγματικό τρόπο της: πότε στο κονάκι των κυνηγού/λύκου, πότε σε τυλίγει/ξετυλίγει και πότε σου κάνει μαγικά ακροβατικά εντός, εκτός και πάνω στον ιστό της ευφυέστατης «γυναίκας αράχνης». Μιας εξίσου σπουδαίας ποιήτριας (την αράχνη εννοώ) μυστηριωδών τεχνασμάτων ύφανσης ιστών, «περιτυλιγμάτων» μυστικών, για να σε μπάσει άξαφνα στο συμβούλιο απελπισμένων, ανήσυχων ξωτικών που βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωπα με τη θανάσιμη απειλή της ανίας και πρέπει να βρουν οπωσδήποτε κάτι για να διασκεδάσουν.

Αισθαντική η πολύ καλή ποιήτρια, πρωτίστως, έχει ανακαλύψει «την ποίηση των απλών πραγμάτων», που είναι η ουσία και το περιεχόμενο της ζωής. Ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι τυχαίος. Καλύπτει και συνδέει όλες τις ιστορίες, το πρόβλημα των σχέσεων του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον είναι σε όλες κυρίαρχο.

Έτσι, στο συμβούλιο που έγινε υπό την αιγίδα «του γηραιού ξωτικού» για να λύσουν αυτό το ακανθώδες πρόβλημα μιλώντας τη δική τους γλώσσα, τα ξωτικά έχουν την αυταπάτη ότι τελικά βρήκαν τη λύση που χρειάζονται. Ωστόσο, η εμφάνιση του Αλέξανδρου, ενός «ερωτευμένου σαραντάρη», που «αφού απομάκρυνε ένα ζούδι που του τριβέλιζε το αυτί, προχώρησε μες στις μαργαρίτες, έκοψε πέντ’ έξι για την αγαπημένη του και…συνέχισε τον δρόμο του», δίνει μια άλλη τροπή στην ιστορία.

Υπάρχουν πολλά σε τούτες τις «έξι μαύρες ιστορίες (συν μία)» που προκαλούν την περιέργεια, καθεμία με τα δικά της χαρακτηριστικά και τα δικά της εκτελεστικά όργανα, τους ήρωες που δρουν σε δικό τους αποκλειστικά παρα-μυθικό έδαφος. Όλες κάπου σε βάθος χρόνου συναντιούνται στον ίδιο –δεν γινόταν διαφορετικά– μαγικό χώρο, όπου όλα μπορεί να συμβούν και με τον τρόπο και τη λογική αυτή είναι δυνατόν να συμβούν τα πιο απίθανα πράγματα, όπως και να συνυπάρξουν άτομα διαφορετικής προελεύσεως και εντελώς ανόμοια.

Εξόχως περίεργα διασκεδαστική με όλα τα δραματικά στοιχεία και γεγονότα του τη συνθέτουν είναι η ιστορία του «γέρου» που έχει ζήσει με τη «φυλή των κυνηγών Καίωνδι» – με ένα ευφυές τέχνασμα μεταφέρει η ταλαντούχα συγγραφέας «από πρώτο χέρι», την ιστορία όπως της τη διηγήθηκε ο ίδιος που τη βίωσε, μαθαίνοντας, τελικά, ότι οι ρίζες μας και η αρχή μας δεν είναι πάντα εκεί που νομίζουμε.

«Το μόνο που ήταν στ’ αλήθεια δικό σου, όλα ετούτα τα χρόνια που ζούσες με τους Καίωνδι, είναι αυτό το μαχαίρι. Πήγαινε τώρα στον κόσμο σου και στη ζωή σου, και ξέχασε όλα όσα δεν ήταν δικά σου ποτέ. Μα το δικό σου, ποτέ μην το ξεχάσεις» – που σημαίνει, μη χάσεις τον εαυτό σου…

Μέσα από τη μοναξιά τους τι θα είχαν, αλήθεια, να πούνε, αν είχαν φωνή, «τα έπιπλα» ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού και τι θα είχαν ν’ ακούσουν τα αυτιά εκείνων που τα άφησαν στην ερημιά τους; Όταν και τα έπιπλα σταματάνε να μιλάνε, ο κόσμος γίνεται αλλιώς…Βουλιάζει, εκτός από τη μοναξιά, και στη σιωπή.

Οι μεγάλες αποφάσεις, οι μεγάλες πράξεις απαιτούν μεγάλες θυσίες. Όπως η Μαγισσούλα, για να μην κακοκαρδίσει τον Μαγισσούλη που απαιτεί να αγαπά μόνο αυτόν, με πόνο ψυχής και καρδιάς απαρνήθηκε όλο τον κόσμο, κι ας ξέρει πως αυτό δεν είναι το σωστό. Πόσο αδύναμος γίνεται ο άνθρωπος, όχι μία, πολλές φορές, μπορεί σε όλη του τη ζωή, για να φαίνεται αρεστός…

Με τη «συν μία», μετά τις «έξι μαύρες ιστορίες» της, η ευφάνταστη ποιήτρια Αντωνία Γουναροπούλου κλείνει με τον πιο απρόβλεπτο, διασκεδαστικό τρόπο τον κύκλο μιας σειράς αποκαλυπτικών και ερμηνευτικών κειμένων της που αφορούν ουσιαστικούς προβληματισμούς, θέτουν βασικά ερωτήματα στον αναγνώστη και παραπέμπουν αυτομάτως στις διανθρώπινες και διαπροσωπικές σχέσεις που δημιουργεί η καθημερινή, συχνά επιβεβλημένη και αναγκαστική εκ των πραγμάτων συνάφεια.

Η ιστορία του Κλείτου (εκ του: Ηράκλειτος, οδός Ηρακλείτου), έρχεται ως «κάθαρσις» στο τέλος των «έξι μαύρων ιστοριών», μικρών τραγωδιών που παίζονται διαδοχικά στη σκηνή που περίτεχνα και αφοπλιστικά λιτά, μεθοδικά, με μαθηματική ακρίβεια στήνει για να παγιδεύσει τον αναγνώστη και να τον κάνει να σκεφτεί ορισμένα πράγματα απλά, αλλά ουσιαστικά.

Η συγγραφέας του βιβλίου Κυνηγοί και λύκοι, ποιήτρια κυρίως, έχει ανακαλύψει «την ποίηση των απλών πραγμάτων», που είναι η ουσία και το περιεχόμενο της ζωής. Ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι τυχαίος. Καλύπτει και συνδέει όλες τις ιστορίες, το πρόβλημα των σχέσεων είναι σε όλες κυρίαρχο. Και με τα πιο απλά μέσα, με στοιχεία από την απλή καθημερινότητα, με λέξεις και φράσεις κοινές, με εκφράσεις συνήθεις, χωρίς να εφευρίσκει τρόπους και μέσα φανταχτερά για να εντυπωσιάσει και να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, συνθέτει τα κείμενά της και περνάει με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο τους κοινωνικούς προβληματισμούς της.

Με έχει πολύ προβληματίσει αν οι «έξι μαύρες ιστορίες (συν μία)» είναι η ερμηνεία των πολύ καλών, συχνά σκληρά δραματικών ποιημάτων της ή αν τα ποιήματα ερμηνεύουν τις ευφυείς ιστορίες της. Αλλά όπως και να συμβαίνει, η Αντωνία Γουναροπούλου έχει σοβαρή υποδομή, χειρίζεται θαυμάσια τη γλώσσα με όλες τις διακυμάνσεις της στον προφορικό λόγο και τη μεταφορά τους στον γραπτό, έχει τεράστιες μυθοπλαστικές δυνατότητες. Και ξέρει να χειρίζεται και να χρησιμοποιεί τις αντιθέσεις στην απλή καθημερινότητα των ηρώων της.

Η αδρή, ως άγρια και ανατριχιαστική ενίοτε, πυκνή ασπρόμαυρη, ευανάγνωστη και χιουμοριστική, διακριτικά, εικονογράφηση της δυναμικής ζωγράφου Κατερίνας Χαδουλού που συνοδεύει τις ιστορίες, όχι μόνο συμβαδίζει και επισημαίνει τα δραματικά στοιχεία και τις αρετές των κειμένων αλλά δίνει τις δικές της διαστάσεις στα δρώμενα, και λειτουργεί εν πολλοίς ερμηνευτικά και τέλος λυτρωτικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top