Fractal

Πορεία προς την αυτογνωσία

Γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου //

 

xanagine-treisΠασχάλη Πράντζιου, “Ξανάγινε τρεις”, μυθιστόρημα, εκδόσεις Ωκεανίδα, 2016

 

Είναι ευφρόσυνο και παρηγορητικό να διαβάζεις το μυθιστόρημα ενός νέου συγγραφέα και να βρίσκεις στις σελίδες του το γνήσιο ταλέντο, τον αφηγηματικό λόγο να ρέει αβίαστα, τις σκηνές να διαδέχονται η μια την άλλη με φυσική ροή, τον συγγραφέα να απογυμνώνει ιδιωτικές στιγμές των προσώπων του με τόλμη. Πρόσφατα διάβασα το νέο μυθιστόρημα του Πασχάλη Πράντζιου  “Ξανάγινε τρεις…”, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανίδα και θέλησα να γράψω κάποιες σκέψεις μου.

Ο πεζογραφικός λόγος στο μυθιστόρημα αυτό βρίσκω πως είναι πιο πηγαίος και πιο ώριμος από τα προηγούμενα μυθιστορήματα του, που είχα διαβάσει, ένας λόγος πολυεπίπεδος και ευέλικτος, σκληρός κάποτε, όμως μέσα στη σκληρότητα είναι εμφανές πως ελλοχεύει μια ανάγκη τρυφερότητας. Μια πιο βαθιά ανάγκη παιδικής δικαιοσύνης από τραύματα που ξέμειναν. Και εκείνο που με εκπλήσσει ευχάριστα είναι η θεατρικότητα με την οποία στήνει τις ισορροπίες των καταστάσεων. Τις ονοματίζει κιόλας με θεατρικούς όρους. “Σκηνή στο καφενείο” λέει. Όμως δεν το λέει μόνο. Σε όλη τη διαδρομή του μυθιστορήματος υπάρχει αυτή η θεατρική αίσθηση όχι μόνο στους διαλόγους ή στις διακεκομμένες σκηνές, αλλά στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας οικοδομεί το μυθιστορηματικό υλικό σου. Είχα παρατηρήσει και στα άλλα του μυθιστορήματα μια θεατρική αίσθηση, όχι μόνο από την άποψη του “προσωπείου” ή της έντονης θεατρικότητας με την οποία οι ήρωες του “έπαιζαν” τον ρόλο τους, αλλά υπήρχε μια βαθύτερη θεατρική δομή που κυριαρχούσε στις ανθρώπινες καταστάσεις που έστηνε.

Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα:

 

                                            Σκηνή στο καφενείο – σκηνή πρώτη

                                       Τελευταίο Σάββατο του Οκτώβρη, ώρα 3:02

 

Ο νέος άντρας ψάχνει τους δίσκους μου. Γυρίζει και μου χαμογελάει. Βάζει στο πικάπ Νίνο Ρότα, “Romeo and Julliet”.

   Η Λητώ κρατά το ποτήρι με το κονιάκ στο δεξί της χέρι. Στα μάτια της μοσχομυρίζουν φρέζιες.

   Η μάγισσα Χάρμπω μπαίνει μπροστά μου για να μην τους βλέπω.

 

                                          Σκηνή στο καφενείο – σκηνή δεύτερη

                                    Τελευταίο Σάββατο του Οκτώβρη, ώρα 3:36

 

 Το πικάπ παίζει Ζμπίγκνιου Πράισνερ, “Conte d‘ amour”.

   Η Λητώ στέκεται με γυρισμένη την πλάτη στον τοίχο, ακουμπά με τον αγκώνα της στο παράθυρο και βλέπει έξω.

   Ο νέος άντρας με κοιτάζει χαμογελώντας μου με νόημα.

 

Πασχάλης Πράντζιος

Πασχάλης Πράντζιος

 

Η θεατρική αίσθηση βέβαια είναι, σχεδόν πάντα, μόνο ταλέντο. Το ‘χεις ή δεν το ‘χεις. Και αν είδα σωστά το βιβλίο αυτό του Πασχάλη Πράντζιου, λέω πως “το ‘χει”. Πως το επόμενό του βιβλίο θα είναι ένα θεατρικό έργο.

Θα ονόμαζα το μυθιστόρημα αυτό: πορεία προς την αυτογνωσία ή αναζήτηση της αυτογνωσίας. ‘Η ακόμα, απεγνωσμένη ενδοσκόπηση των υπαρξιακών ερωτημάτων που ο ίδιος ο ήρωας του συγγραφέα – ταυτισμένος ίσως με τον συγγραφέα – θέτει στον εαυτό του. Είναι η στιγμή που ο ήρωας του, ο Αντίνοος, όπως και ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος στο τέλος της νεότητας όταν ο χρόνος αρχίζει να εξουσιάζει τη ζωή του, μπαίνει στη διαδικασία των υπαρξιακών ερωτημάτων.

Αυτό το κάποτε οδυνηρό ή και τελετουργικό παιχνίδι του συγγραφέα με τον χρόνο, θα το έλεγα: βαθιά υπαρξιακή ανάγκη για αποδοχή της τελικής αλήθειας που είναι η φθαρτότητα και το εφήμερο του βίου. “Επιτέλους βλέπω το φως” λέει κάπου προς το τέλος “το φως που είχα στερήσει απ’ τη ζωή μου”. Και τα πάθη, οι έρωτες, η εμμονή του κακού που κυβερνούσαν την ψυχή του Αντίνοου, του βασικού αυτού ήρωα του βιβλίου, δεν είναι παρά ο μακρύς δρόμος που έβγαλε στο ξέφωτο, στη γαλήνη.

Γιατί η αναμέτρηση του με τον Χρόνο, ακόμα και αν ως τελετουργία παιχνιδιού, τον ακυρώνει για μια ολόκληρη ώρα, δεν παύει να είναι μια αναμέτρηση ουτοπική. Και η πάλη του κακού με το καλό στην ψυχή του ισορροπούν με θρίαμβο πάνω στο Καλό και στην ώριμη γνώση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top