Fractal

Η ιστορία του Ευγένιου, του μεταφραστή

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

kp_1Αλέξης Πανσέληνος «Η κρυφή πόρτα», εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Ο Ευγένιος ήταν μεταφραστής βιβλίων, αλλά και  συγγραφέας, που δούλευε για ώρες στο τραπεζάκι του, που ήταν φορτωμένο με λεξικά, μολύβια και  ριγωμένες κόλες, για να μην καταρρέει η γραφή του. Ήταν πολύ απασχολημένος με τη δουλειά του ώστε δεν του έμενε χρόνος  να βγει έξω, αλλά ούτε και να πλυθεί. Οι άνθρωποι που έκανε παρέα ήταν μόνο δύο ο Στέφανος παλιός συνάδελφος από το υπουργείο και η κυρία Βεατρίκη, που ήταν υπεύθυνη του εκδοτικού οίκου, που συνεργαζόταν.

Στα πενήντα του συνταξιοδοτήθηκε από την υπηρεσία του, πράγμα που του επέφερε μείωση των εσόδων μια και η σύνταξη ήταν πενιχρή, γι’ αυτό τώρα αναγκαζόταν να συνεργαστεί με τον εκδοτικό οίκο για να αυξήσει κάπως το εισόδημα. Έφυγε νωρίς από την υπηρεσία  εξαιτίας του διαζυγίου του με τη σύζυγό του, που εργαζόταν κι εκείνη εκεί. Το διαζύγιο προκλήθηκε κυρίως από την ακατάστατη ζωή του, που κλεινόταν ατέλειωτες ώρες στο δωμάτιο και ασχολείτο με τη λογοτεχνία και δεν έδινε σημασία στη γυναίκα του,  αλλά  και τους κρυφούς του έρωτες. Στο τρίτο έτος του γάμου του,  ένα βράδυ σ’ ένα μπαρ συνάντησε μια γυναίκα τη Σωτηρία, με την οποία έβγαινε κανονικά για τρεις μήνες. Πάνω που το μετάνιωσε και θα ζήταγε συγγνώμη από τη γυναίκα του, η Σωτηρία άρχισε να τον απειλεί, να τηλεφωνεί σε ακατάλληλες στιγμές στο σπίτι και να αφήνει διάφορα σημειώματα στη γυναίκα του μέσα στο γραμματοκιβώτιο. Αυτός πίστευε ότι η γυναίκα του δεν έμαθε τίποτε τότε για εκείνη, γιατί προλάβαινε κι έπαιρνε αυτός τα σημειώματα. Κάποια στιγμή όμως και η Σωτηρία κουράστηκε να απειλεί και είπε πως θα παντρευόταν, γι’ αυτό τον άφησε ήσυχο.

Όταν πήραν διαζύγιο αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι που έμεναν μαζί, γιατί ήταν της Ηρώς της συζύγου. Για να μην πληρώνει ενοίκιο δέχτηκε να πάει να συγκατοικήσει με τη μητέρα του, που με το θάνατό της έμεινε ολόκληρο σ’ εκείνον. Το σπίτι αυτό βρισκόταν στην οδό Ασκληπιού και δημιουργήθηκε από το ένωμα δυο διαμερισμάτων του ιδίου ορόφου, ανοίγοντας μία εσωτερική πόρτα γκρεμίζοντας έναν ενδιάμεσο τοίχο από μονό τούβλο. Κάποια στιγμή βλέποντας τα έξοδα του σπιτιού να αυξάνονται και τα έσοδά του να μην του φτάνουν για να ανταποκριθεί, αποφασίζει να βάλει ενοικιαστήριο στην εξωτερική πόρτα του σπιτιού, ώστε να νοικιάσει το πρώτο διαμέρισμα με το σκεπτικό να κλείσει την πόρτα που είχαν ανοίξει για το ένωμα των διαμερισμάτων και να αποτραβηχτεί στο δεύτερο διαμέρισμα του ορόφου. Αρκετοί επισκέφτηκαν το διαμέρισμα όμως σε άλλους δεν άρεσε ή άλλοι το βρήκαν ακριβό. Κάποια κοπέλα, η Μαρία,  η οποία μάλιστα ήταν και η πρώτη που το επισκέφτηκε, δέχτηκε να το νοικιάσει με τον όρο να κτιστεί το άνοιγμα της πόρτας, πράγμα που τα οικονομικά του Ευγένιου δεν το επέτρεψαν κι έτσι συμφώνησαν να βάλουν και οι δυο από τη μεριά τους κάποιο βαρύ έπιπλο ώστε να εμποδιστεί το άνοιγμα της πόρτας, αλλά ούτε αυτό  έγινε ποτέ.  Η κοπέλα που νοίκιασε το σπίτι δέχτηκε να το νοικιάσει με κάποια έπιπλα που υπήρχαν μέσα και έδινε πολύ τακτικά το ενοίκιο. Όταν τη ρώτησε τι δουλειά κάνει απάντησε ότι δουλεύει μέσω Ίντερνετ στο σπίτι, σχεδιάζοντας ιστότοπους. Ωστόσο  έβλεπε πως μπαινόβγαιναν κάποιοι άντρες και μάλιστα κάποια μέρα ακούγοντας τις φωνές της από μέσα να ζητά βοήθεια, άνοιξε την κρυφή πόρτα κι έτρεξε να την βοηθήσει. Είδε να την απειλεί ένας άντρας κι εκείνη είχε κλειδωθεί στο μπάνιο για να τον αποφύγει. Από τότε η κοπέλα πήρε θάρρος κι άνοιγε κι αυτή την πόρτα και πήγαινε προς συνάντησή του. Καθώς ήταν νέα και όμορφη,  την ερωτεύτηκε. Βέβαια του θύμιζε λίγο και τη Σωτηρία, αλλά όταν του ερχόταν αυτό στο μυαλό γρήγορα το απόδιωχνε.

 

Αλέξης Πανσέληνος

Αλέξης Πανσέληνος

 

Κάποια στιγμή που την ποθούσε καθισμένος στον καναπέ του ΙΚΕΑ την ψηλάφισε, τη μύρισε και γεύτηκε το δέρμα της, όμως μέχρι εκεί. Αυτή απομακρύνθηκε γρήγορα και προτού φύγει του είπε πως θα’ θελε να ήταν ο πατέρας της και ο προστάτης της.  Ωστόσο αυτός θέλοντας να μάθει περισσότερα γι’ αυτήν αποφάσισε, όταν  αυτή έλειπε, να μπει στο διαμέρισμα από την κρυφή πόρτα. Όταν μπήκε έψαξε το διαμέρισμά της και βρήκε διάφορους λογαριασμούς σ’ ένα άλλο όνομα άγνωστο σ’ αυτόν, κάποια χαρτιά γεμάτα ποιήματα, αλλά αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν τα ακριβά ζευγάρια παπούτσια και ρούχα που είχε. Αμέσως κατάλαβε ότι η δουλειά των ιστοσελίδων δε θα μπορούσε να της δώσει τόσα χρήματα για τόσο ακριβά ρούχα και αποφάσισε να την παρακολουθήσει ώστε να επιβεβαιώσει τις υποψίες του.  Η Μαρία όμως κατάλαβε πως την παρακολουθούσε και μόνη της του απεκάλυψε ότι επειδή δεν είχε πολλούς πελάτες για τους ιστότοπους προτίμησε να βγαίνει επί πληρωμή με άντρες νέους ή ηλικιωμένους για να βγάζει περισσότερα χρήματα.

Παρ’ όλα αυτά η Μαρία συνέχιζε να τον φλερτάρει και να τον ερεθίζει με τη συμπεριφορά της. Τον άφηνε να τη χαϊδεύει, αλλά ποτέ δεν του έδινε τα χείλη της. Κάποιες φορές τον άφηνε να την παίρνει αγκαλιά κι εκείνη το χαιρόταν και κούρνιαζε εκεί, όμως όταν έφτανε η πολυπόθητη ολοκλήρωση, έβαζε οριστικό τέλος με αποφασιστικότητα. Είχε φτάσει στο σημείο ο Ευγένιος όχι μόνο να μην μπορεί να εργαστεί, αλλά να ζηλεύει οποιονδήποτε έβαζε στο σπίτι της. Έτσι ένα βράδυ που πήγε στο σπίτι του, την αγκάλιασε με βία, τη φίλησε με μανία, και αφού  μάταια η Μαρία προσπαθούσε να τραβηχτεί, έκανε αυτός το κέφι του μαζί της.

Μετά από λίγες ημέρες βρήκε στο γραμματοκιβώτιο ένα σημείωμα. Αμέσως κατάλαβε,  ότι τα γράμματα ήταν της Σωτηρίας, η οποία του έγραφε: «Η μικρή πήρε το δικό της δρόμο, εγώ της είπα να τον αφήσει δεν με άκουσε. Όλα εδώ πληρώνονται Ευγένιε και τώρα να χαρείς τη δυστυχία που έσπειρες ίσαμε να σε αρπάξει και να σε καταπιεί».

Αμέσως μετά ο Ευγένιος βρέθηκε στο δρόμο. Ένας δυνατός πόνος στο στήθος δεν τον άφησε να προχωρήσει, γι’ αυτό  έκατσε στο πεζοδρόμιο και αγναντεύοντας το σπίτι του παρακάλαγε να μείνει εκεί και να μην πάει ποτέ στο σπίτι του να αντικρύσει τη Μαρία, γιατί είχε καταλάβει, τι σήμαιναν αυτά τα λόγια.

Το μυθιστόρημα αυτό έχει ένα θέμα που δε θα έλεγα πως είναι πρωτότυπο, μια και το έχουμε διαβάσει κι από αρχαίους τραγικούς συγγραφείς, για παράδειγμα η ιστορία του Οιδίποδα, αλλά κι άλλοι  ποιητές και συγγραφείς έχουν  ασχοληθεί με  παρόμοια θέματα. Αναφέρω και το Διονύσιο Σολωμό, που στο πεζό του έργο έχει γράψει διήγημα με παρόμοιο θέμα, αλλά και στη σύγχρονη κοινωνία το έχουμε δει να συμβαίνει σε κάποιες οικογένειες. Όμως ο συγγραφέας Πανσέληνος θεωρώ ότι το θέμα αυτό το έχει αποδώσει με ιδιαίτερη εκφραστική μαεστρία, με γλαφυρότητα και  πλοκή. Κατά την ταπεινή  γνώμη μου όταν το βιβλίο κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος δε θέλει να πέσει από τα χέρια του αναγνώστη, θεωρώ ότι ο συγγραφέας είναι ταλαντούχος και το μυθιστόρημα εκπληκτικό. Και αυτό συνέβη σε μένα με αυτό το μυθιστόρημα. Ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον από τις πρώτες κιόλας σελίδες που με  καθήλωσε και με  ανάγκασε να μην το διακόψω καθόλου επί έξι ώρες μέχρι να το τελειώσω. Αν αυτό δεν είναι λογοτεχνική επιτυχία του συγγραφέα, τότε τι είναι αυτό που καθορίζει τον καλό συγγραφέα και το καλό λογοτεχνικό βιβλίο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top