Fractal

Διήγημα: “Κρίτων. Ένας τύπος μποέμ”

Της Μαρίας Αμέντα // *

 

 

f22

 

Ξεκλείδωσα την πόρτα και η γνώριμη μυρωδιά του σπιτιού με καλωσόρισε. Από τις μπαλκονόπορτες έμπαινε το φως των στύλων του δρόμου και από τα φωτισμένα μπαλκόνια των άλλων σπιτιών σηκώνονταν κουρνιαχτός από φωνές, συζητήσεις, ψιθύρους. Ιούνιος μήνας, η παράσταση δίνεται εξαντλητικά στα μπαλκόνια των σπιτιών, στα ενδότερα πιθανόν να μην ανταλλάσσουν ούτε κουβέντα. Ποτέ δεν ησυχάζεις σ’ αυτήν την πόλη. Ίσως σε καμία πόλη του κόσμου. Κλείνεις την πόρτα ξωπίσω σου και ο απόηχος της σ’ ακολουθεί, λες και ένα ακαταπόνητο εργατικό μελίσσι έχει εγκατασταθεί μέσα στο κεφάλι σου. Είδα τη φιγούρα του γάτου σχηματισμένη μπροστά στο τζάμι. Κοιτούσε έξω, ποιος ξέρει πόση ώρα είχε αποξεχαστεί εκεί. Ρουφούσε το λιγοστό φως που έμπαινε από το παράθυρο και τους θορύβους του δρόμου, ελάχιστη συμμετοχή στην πολυπλοκότητα του σύμπαντος που αυτός αγνοούσε. Κρίτων τι κάνεις; Το βλέμμα του νωχελικό από τις ώρες της ατέλειωτης σιωπής του, αλλά πάντα διαπεραστικό, στράφηκε καταπάνω μου και θαρρώ πως μου εκτόξευσε πυρά ελαφριάς ειρωνείας, «βρήκες την πόρτα να ‘ρθεις;».

Κρίτων έλεγα το γάτο μου τα χρόνια εκείνα που διαδέχθηκαν τα «πέτρινα χρόνια» της ζωής μου στο πανεπιστήμιο. Το όνομα του το πήρε από τον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου που ανεβάζαμε τότε. Τα χρόνια εκείνα της άνευ όρων παράδοσης σε μια από τις ωραιότερες πλάνες της ζωής μου… ο Κρίτων με συντρόφευε ή έτσι ήταν αναγκασμένος να κάνει. Σε μένα τον ξέβρασε η τύχη του. Στη χούφτα του ενός χεριού χώραγε σαν μου τον έφερε ο αδελφός μου από ένα «pet shop» εκλιπαρώντας με διπλωματικά να τον κρατήσω. Του τον έδωσαν, λέει, δεν ήταν για πούλημα, ποιος ξέρει ποια θα ήταν η τύχη του αν δεν τον έπαιρνε. Δέχθηκα. Μωρέ, δεν έβαζα καλύτερα στο σπίτι μου τον Εωσφόρο; Μια σταλιά γατί, που χώραγε τόση μπαμπεσιά και ιδιοτροπία. Σα τους ναύτες που κρέμονται από τα σχοινιά των καταρτιών, όρμαγε στις κουρτίνες ώσπου τις ρήμαξε όλες. Ίσαμε τότε είχα πολλές αναμνήσεις από γάτες σαν παιδί που μεγάλωσε στην επαρχία, εκεί όπου δεν νοείται γειτονιά ή αυλή χωρίς τα αινιγματικά τετράποδα, αλλά ποτέ δεν έλαχε να συγκατοικήσω με κάποιο. Ο Κρίτων, λοιπόν, σημάδεψε τη ζωή μου, κι εγώ τη δική του. Τα δικά του μάλιστα σημάδια τον ακολούθησαν μέχρι τη θανή του, μιας και στην εφηβεία του, τότε που ήταν πάνω στα ντουζένια του, την εποχή που πιο εύκολο είναι να συγκρατήσεις μια αγέλη εξαγριωμένων σκυλιών, παρά γάτο σε εποχή γονιμοποίησης, νοστιμεύτηκε τη θηλυκιά του διπλανού διαμερίσματός και έκανε το απονενοημένο σάλτο μορτάλε από τον τέταρτο όροφο, στην προσπάθεια του να περάσει στο διπλανό μπαλκόνι για να συναντήσει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του. Δυο μισθούς και ατελείωτα πηγαινέλα σε νοσοκομείο περίθαλψης ζώων στοίχισε η «αναστήλωση» του Κρίτωνα, αλλά ποιος θα εγκατέλειπε έτσι αβασάνιστα στη λησμονιά και το θάνατο και μάλιστα στην ανατολή της μποέμικης ζωής του, ένα πλάσμα που παρά την τυραννία του ατίθασου ταμπεραμέντου του, στάθηκε ένας από τους ισχυρότερους και μακροβιότερους δεσμούς έως τώρα στη ζωή μου. Έφθασα στο σημείο να βαστάω το κείμενο και να απευθύνομαι στον Κρίτωνα στις πρόβες που έκανα στο σπίτι. Κι αυτός με κοιτούσε με σκωπτικό ύφος, υπομένοντας ωστόσο στωικά το παραλήρημα μου ως ένδειξη κατανόησης στα ανθρώπινα πάθη, αλλά και ελάχιστης αναγνώρισης ότι εγώ ήμουν η πηγή που τροφοδοτούσε το πιάτο του με τις ζουμερές κονσέρβες που απολάμβανε καθημερινά πλαταγίζοντας τη γλωσσίτσα του με περισσή ευχαρίστηση. Τόσο πολύ είχε πάρει στα σοβαρά το ρόλο του στη ζωή μου, ώστε εκδήλωνε ολοφάνερα είτε τη συμπάθεια του απέναντι στους φίλους μου, με τα γνωστά ναζλίδικα τριψίματα των γατιών στα πόδια των άλλων, οι οποίοι με συγκατάβαση ανέχονταν τις τρίχες που έκτοτε συνόδευαν ως απαραίτητο αξεσουάρ τα ρούχα τους, μα λίγο ήθελαν για να σου πουν «τι τον θες αυτόν τον ρεμπεσκέ μέσα στα πόδια σου;», κι άλλοτε εξέφραζε την αντιπάθειά του με την επίδειξη νυχιών πάντα ετοιμοπόλεμων.

Τόσο λοιπόν σοβαρά είχε αναλάβει να βάλει σε τάξη τη ζωή μου εκείνη την εποχή, που με τον τρόπο του έπαιρνε σθεναρά θέση στα προσωπικά μου. Αρνιόταν δε πεισματικά να αποδεχθεί το χωρισμό μου αργότερα, περισσότερο αυτός απ’ ο,τι εγώ, από αυτόν που γνώρισε και δεχόταν με ευγνωμοσύνη τις φροντίδες του όσο ήταν ασθενής. «Έναν βρήκες, αυτόν γνώρισα, αυτόν θα ‘χεις! Τι το κάναμε εδώ μέσα, μπάτε σκύλοι (αυτοί δα μας έλειπαν!) αλέσετε;» Και έτσι σεβόμενη τους κανόνες συμβίωσης που είχε θέσει ο γάτος μου, δεν εμφανίστηκα ποτέ μπροστά του με ένα καινούριο φλερτ, τηρώντας τη μεταξύ μας απαράβατη αλλά ουδέποτε εκπεφρασμένη συμφωνία. Η φροντίδα του πολυτραυματία γάτου, που εκτός από τα μούτρα του στραπατσαρίστηκε και το γόητρό του απέναντι στη θηλυκιά και παρ’ ολίγον υπαίτια του αφανισμού του, συνεχίστηκε κατ’ οίκον όταν τον έφερα με χειρουργημένα τα τρία από τα τέσσερα πόδια του. Όταν ξαναπερπάτησε, το μπροστινό δεξί του πόδι είχε πάρει μια κλίση περίεργη, σουβενίρ απ’ την ελεύθερη πτώση, που έκανε το περπάτημά του πιο βαρύ, σαν κουτσαβάκι που μόλις βγήκε από την υπόγεια την ταβέρνα και κατηφορίζει τη στράτα τρεκλίζοντας.

Τέτοια ήταν η ανάγκη του να συμμετάσχει ενεργά στην καθημερινότητά μου, ή τόσο ανυπόφορη ήταν η μοναξιά του τελικά, ώστε θεωρούσε αναγκαίο να είναι παρόν και να διευθύνει με το βλέμμα του τις ατέρμονες υπαρξιακές συζητήσεις μιας παρατεταμένης εις το διηνεκές γυναικείας εφηβείας, που «υφαίναμε» με εξαιρετικό ζήλο μαζί με την αγαπημένη μου φίλη, περί του νοήματος της ζωής, του μη νοήματος να κλαις για περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε, ή να αναθεματίζεις επ’ άπειρον κάποιον που σου την «κοπάνησε» απότομα και ούτε που σκέφτηκε να σου ξηγηθεί φιλότιμα. Σε άλλες εποχές, κάποια άλλα κορίτσια, και διαχρονικά όλα τα κορίτσια, θα κεντούσαν –πραγματικά τώρα- συντροφιά στο πεζούλι μιας αυλής το λιόγερμα σιγοτραγουδώντας συνωμοτικά τον καημό της νιότης και του έρωτα που αμφότερα περνούν και χάνονται. Τα άκουγε και τα ξανάκουγε αυτά ο Κρίτωνας και ως γνήσιος αρσενικός κάποτε βαριόταν, χασμουριόταν επιδεικτικά έτσι ώστε να δείξει τη ματαιότητα της περιστροφής των ίδιων προσώπων γύρω από τα ίδια θέματα και αποτραβιόταν στα ενδότερα.

Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς αισθάνθηκα την ανάγκη να τερματίσω αυτή τη συγκατοίκηση. Αναρίθμητα γεγονότα σημαντικά ή ασήμαντα έλαβαν χώρα και στο κάδρο της ζωής μου πάντα ήταν και ο Κρίτωνας σε ρόλο πρωταγωνιστή, ποτέ κομπάρσου. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί, αλλά και που αναγνωρίζω το φαιδρό του πράγματος, είναι πως τον αισθανόμουν κάτι σαν… γιο μου! Μέγας είσαι Κύριε! Παίζαμε «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και για να μου βγει πιο φυσικά το «φωνούλα μου ήλθες!», στη σκηνή της αναγνώρισης του Ορέστη από την Ηλέκτρα, εγώ έφερνα στο μυαλό μου το νιαούρισμα του γάτου μου που μου προκαλούσε πάντα συναισθήματα αστείρευτης τρυφερότητας και αγάπης…

Κάποτε, λοιπόν, δεν μπορώ να προσδιορίσω χρονικά πότε, μπορώ μόνο να ανακαλέσω στο μυαλό μου τα μαραθώνια τηλεφωνήματα προς τη μητέρα μου από την οποία ζητούσα να δεχθεί τον Κρίτωνα στο χωριό, παρέα με τις αδέσποτες γάτες που έβρισκαν μια φιλόξενη στέγη στην αυλή μας, ουκ ω λίγες στον αριθμό, με το αιτιολογικό ότι τα γατιά, όπως και να ΄χει, δεν είναι πλασμένα για να ζουν σε διαμερίσματα, γιατί η ζωή στην αυλή του σπιτιού θα ήταν πιο ανθρώπινη για ένα γάτο, γιατί μένει μόνος του πολλές ώρες ενόσω εγώ καλλιεργώ τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, γιατί να περάσει όλη του τη ζωή ως έγκλειστος βαρυποινίτης, γιατί και πόσες κουρτίνες πια να αλλάξω κλπ, κλπ,… ώσπου την έπεισα.

Με δυσκολία δέχθηκε να μπει σε εκείνη την ειδική τσάντα μεταφοράς ζώων, ατίθασος και αντιδραστικός από χαρακτήρα, ποιος ξέρει τι μου ‘σερνε από μέσα του σε όλο το ταξίδι με το πλοίο και ποτέ δεν έμαθα πως ένιωσε όταν άνοιξε η πόρτα προς την ελευθερία. Αυτό που ξέρω σίγουρα, είναι ότι η ζωή του γάτου μου στο χωριό τα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν ανήσυχη, περιπετειώδης, με αποθέωση των ενστίκτων σε άγριους καυγάδες με τους αρσενικούς σε όλους τους μαχαλάδες και τις κεραμοσκεπές, παθιασμένες καντάδες σε θηλυκές και άπειρους απογόνους σε πανομοιότυπη έκδοση, που συναντούσα κάθε φορά που επισκεπτόμουν το σπίτι μου. Ο ίδιος ποτέ δε φάνηκε να με συγχώρησε για την αναίτια απομάκρυνσή του από την κοινή εστία, και μάλλον τόσο πολύ του άρεσε η αλέγρα ζωή μέσα στη φύση, που κάθε φορά που με έβλεπε, έπαιρνε τα βουνά και τα λαγκάδια, από το φόβο μήπως τον πάρω πίσω. Έτσι λοιπόν έζησε έντονα, ανεξέλεγκτα, με την ορμή και το πάθος που ταιριάζουν σε έναν γάτο με προδιαγραφές μπον βιβέρ, αλλά που μπορούσε να σταθεί άνετα και ως μέλος συμμορίας αρχιμαφιόζων. Έτσι αντιφατικό ήταν το πριν και το μετέπειτα της ζωής του, κι αφού διαιώνισε επάξια το είδος του, αναπαύτηκε εν ειρήνη. Καθόλου! Πάνω σε καυγά «έπεσε». Ή έστω πάντα μάχιμος.

Ποτέ δεν πήρα γάτο ξανά. Ένας γάτος αναλογεί στη ζωή μας, όπως και ένας άνθρωπος νομίζω.

Συνεχίζω, ωστόσο, να υπερασπίζομαι τα αδέσποτα γατιά που βρίσκουν ακόμη καταφύγιο στην αυλή του σπιτιού μας. Και η εικόνα που με ακολουθεί πάντα μαζί με την ανάμνηση του Κρίτωνα, είναι όταν με ξεπροβόδιζε μια φορά η μητέρα μου στο δρόμο και πίσω της ακριβώς απλωνόταν μια ατέλειωτη σειρά από γάτες διαγράφοντας τη φορά ενός ιδιόμορφου «ουράνιου τόξου».

 

 

* H Μαρία Αμέντα σπούδασε Θεολογία στο ΕΚΠΑ και δημοσιογραφία σε εργαστήρι ελευθέρων σπουδών. Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε Γραφείο Τύπου. Δραστηριοποιήθηκε πολλά χρόνια στο ερασιτεχνικό θέατρο συμμετέχοντας στις παραστάσεις της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Οργανισμού δήμου Καλλιθέας και Ρέντη. Κείμενα της πολιτιστικού περιεχομένου έχουν δημοσιευθεί σε εκπαιδευτική εφημερίδα. Ασχολείται με τη συγγραφή χρονογραφημάτων, διηγημάτων και ποίησης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top