Fractal

Κριτικά φύλλα (2), Σεπτέμβριος 2017: Περιδιαβάσεις, αναφορές σε έργα της τρέχουσας λογοτεχνικής και μη παραγωγής. [Β].

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

Κώστας Βασιλάκος, “Περι-Διαβαίνοντας”, (διηγήματα), εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα, 2013.

 

 

Α]. Ο Κώστας Βασιλάκος, από το Πολυδένδρι (Μάζι) Αττικής,  πρωτίστως είναι ποιητής και έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: 1) Σκέψεις Θραύσματα, Άνεμος Εκδοτική, Αθήνα 2012 (κυρίως πεζά ποιήματα), 2) Περι-Διαβαίνοντας, (διηγήματα), εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα, Νοέμβριος 2013. 3)  Λόγια Δραπέτες, (ποιήματα), Άνεμος Εκδοτική, Αθήνα 2015 και 4) ανάμεσα σε δυο στιγμές (ποιήματα), Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 2017. Αν και για μας, το πιο κορυφαίο του έργο είναι το ανάμεσα σε δυο στιγμές, όσον αφορά την ποιητική του δεινότητα και εξέλιξη, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το βιβλίο Περι-Διαβαίνοντας, που αποτελείται από έξι διηγήματα, τα δύο τελευταία  πιο εκτενή – ειδικά το τελευταίο θυμίζει νουβέλα. Στο βιβλίο προτάσσεται ένας Πρόλογος  του λογοτέχνη Δημήτρη Νικηφόρου,

που κρίνει το βιβλίο ως κάτι το εντελώς πρωτότυπο, «που δεν κατατάσσεται σε κάποιο από τα γνωστά είδη της λογοτεχνίας».

 

Β]. Ο Βασιλάκος, ως επί το πλείστον, ηθογραφεί και αυτοβιογραφείται από την παιδική του ηλικία ίσαμε την ενήλική του ζωή, αλλά μεταπλάθει γεγονότα και δεν αφήνεται στο έλεος και το καταφύγιο της μνήμης. Οι ιστορίες του βαίνουν από τη δοκιμασμένη φτώχεια μιας οικογένειας, ίσαμε την ενήλικη επαγγελματική καταξίωση, αλλά και την οικονομική ύφεση της σύγχρονης Ελλάδας που καταστρέφει κάθε όνειρο ενός απλού ανθρώπου προερχομένου από  αγροτική οικογένεια.  Το πεδίο  εκκίνησης της περιγραφής  ξεκινάει κάπου στο 1960-62 για να φτάσει στο 2013, όταν η χώρα παραδίνεται στους δανειστές τοκογλύφους από μια σειρά ανεύθυνων κυβερνήσεων. Οι αφηγήσεις του Βασιλάκου έχουν ποιητικό στίγμα κι έναν πλούσιο συναισθηματισμό, ενώ τα πρόσωπα θυμίζουν κάπως αμυδρά εκείνα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα μετάρσια  ποιητική και οι περιγραφές του είναι κι αυτές μεγαλόσχημες, απέραντα περίπλοκες και εφευρετικές, όπως οι  παρομοιώσεις και οι μεταφορές. Το οικογενειακό κλίμα δίνεται ανάγλυφα, όπως και η τύχη  ή οι πράξεις των ηρώων κάθε διηγήματος.

 

 

Γ]. Στο πρώτο διήγημα 1]. «Στου Άη Γιαννιού» η ψυχογραφία ιδίως των παιδιών, καθώς και των μεγάλων, στα πανηγύρια του Άι Γιαννιού και της 15ης Αυγούστου στο εκκλησάκι της Παναγιάς είναι άψογη. Η περιγραφή των προσώπων είναι παραστατική. Το συμβάν με κάποιον που αναφωνεί στο δεύτερο πανηγύρι, προς το τέλος του διηγήματος, «Το αυτί μου! Έχασα τ’ αυτί μου!», προσδίδει στην όλη ατμόσφαιρα ευθυμία. Θα περιμέναμε όμως μια περαιτέρω ανάπτυξη  για το γεγονός,  μιας που ίδια η ζωή και ιδίως η καθημερινότητά της είναι μια διαδοχή χαρμολύπης. Στο τέλος, ο Βασιλάκος αποφαίνεται: «Οι ψυχές μας  θράφηκαν  με συναισθήματα, για να αντέξουν στην ξέρα των πολιτισμένων καιρών». Επίλογος θυμοσοφίας, που δηλώνει πως το συναίσθημα πάντα κυριαρχεί σε οποιαδήποτε παθογένεια και ειδικά στη σύγχρονη πολιτική, εξαιτίας ενός ανάλγητου κράτους. Εύρημα σπουδαίο για την πεζογραφία του Βασιλάκου.

 

 

2]. «Κλέφτες & Αστυνόμοι»: Επ’ ευκαιρία του γνωστού παιδικού παιχνιδιού, έχουμε μια υπέροχη τοπογραφία χωριού του συγγραφέα. Οι κρυψώνες για τους Κλέφτες στο κείμενο ήταν τρεις. «Η καλύτερη φωλιά, βέβαια, για τους πιο τολμηρούς, ήταν το νεκροταφείο στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί σπάνια πήγαιναν να ερευνήσουν οι Αστυνόμοι». Το περιστατικό με τον αρχηγό της μιας ομάδας, που κρύφτηκε στη δάφνη του νεκροταφείου, τον πήρε ο ύπνος και είδε από κάτω πάνω σε ένα τάφο ανάσκελα ένα «νεκρό», έβγαλε κραυγή κι ο άλλος σηκώθηκε από το μάρμαρο κι άρχισε να τρέχει, πάθημα που διαδόθηκε και στο καφενείο του χωριού, είναι εξαιρετικό. Το μαγκανοπήγαδο του χωριού ήταν αναμφίβολα μια επικίνδυνη κρυψώνα, που για να βγουν τα παιδιά από κει μέσα, χρειάστηκε η βοήθεια των συγχωριανών. Η πιο ιδανική κρυψώνα, βέβαια, και εξαιρετική σκηνή, ήταν ο αχυρώνας, όπου ένα παιδί μετά από έναν υπνάκο πάνω στο σανό, έγινε μάρτυρας μιας ερωτικής σκηνής. «Έκτοτε, όποτε συναντούσε εκείνο τον άντρα τον περιεργαζόταν με βλέμμα μαρτυριάρικο για το ένοχο μυστικό». Το κείμενο ολοκληρώνεται πάλι με μια  θαυμάσια ποιητική θυμοσοφία που μιλάει για «…γυμνά πόδια και ματωμένα γόνατα μιας σκονισμένης εποχής, κι έγιναν οι μνήμες ευχάριστες αναπολήσεις  στα θεμέλια μιας επόμενης αυγής».

 

 

3]. Στην «Ολονυχτία» παρατηρούμε το ξενύχτι των συγγενών και γειτόνων ενός ηλικιωμένου νεκρού στο σπίτι του. Η συμπεριφορά τους  μπροστά στο λείψανο η δεν είναι η αναμενόμενη. Οι γυναίκες δεν θρηνούν τον πεθαμένο, αλλά οι πάντες είναι χαρούμενοι.  Τα γέλια ήταν τρανταχτά και οι ιστορίες για τον νεκρό πικάντικες. Οι παρατηρήσεις του ήρωα για τον θάνατο είναι αθώες και εύστοχες. Η μαυρίλα του θανάτου ξορκίζεται με τις αστειότητες. Όμως την ώρα της κηδείας, η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει. Το προηγούμενο γέλιο το αντικαθιστά τώρα ο θρήνος. Η εξήγηση που δίνει η μητέρα του συγγραφέα είναι σοφή: «… Η ολονυχτία είναι αναμνήσεις από τα καμώματά τους και συνάμα ο αποχαιρετισμός…». Η κατακλείδα είναι κι αυτή σοφή: «Τους καλούς τους μακαρίζουμε και τους  συχωρνάμε, ενώ τους κακούς τους στέλνουμε στη λήθη».

 

 

4]. Η «Αναζήτηση» είναι ένα διήγημα εκτενές. Καταγράφει τη ζωή του ήρωα από τα χαμένα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, ίσαμε την ανεύρεση εργασίας ανάλογη με τις πανεπιστημιακές και οικονομικές του σπουδές. Όταν ήταν παιδί, ήθελε να γίνει παπάς. Στα γυμνασιακά του χρόνια δικαστικός, αλλά η συμβουλή ενός καθηγητή του να σπουδάσει καλύτερα οικονομικά. Τα λόγια αυτού του φωτισμένου δασκάλου είναι άκρως συγκινητικά. Στην πορεία του συγγραφέα στο να βρει δουλειά, οι σκηνές καταγράφονται μ’ εκείνο το άρωμα της ταπεινοσύνης ενός σεμνότατου ανθρώπου με αρχές. Για να προσληφθεί χρειάζεται, προϋπηρεσία, αλλά, όπως απαντά ο ίδιος, από κάπου έπρεπε να αρχίσει. Προσωρινά προσλαμβάνεται στο λογιστήριο της εταιρίας. Αγώνας εκμάθησης για να αποδείξει πως αξίζει τη θέση – «Προτεραιότητα ήταν να δικαιώσει αυτούς που τον πίστεψαν». Ο καθηγητής του ήρωα και πολύτιμος φίλος με τις συμβουλές του αποδεικνύεται πολύτιμος. Η σελίδα 51 είναι από τις καλύτερες του βιβλίου και ειδικά ο τελικός αφορισμός πως «οι αναμνήσεις θα μαρτυρήσουν», προαναγγέλλει το επόμενο εκτενές διήγημα, άκρως βιογραφικό ή την ιστορία μιας οικογένειας από τη δεκαετία του ’60 ίσαμε τη σημερινή εξαθλίωση.

 

 

5]. «Ο Αφιλόξενος Ουρανός»  (συμπυκνωμένο μυθιστόρημα) ξεκινάει με έναν εξαθλιωμένο μεσήλικα που κοιμάται στον δρόμο, ως θύμα της οικονομικής ύφεσης των ετών 2009-2013. Στη συνέχεια, ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας οικογένειας και η παρακμή της: Δεκαετία του ’60 και πάλι: ο πατέρας, Καλαματιανός, φοιτητής του Πολυτεχνείου της Αθήνας, η μητέρα η Άννα, Κρητικιά, κι αυτή του Πολυτεχνείου, νεότερή του. Έρωτας και γάμος. Μένουν στη συνοικία του Μουσείου. Δημήτρης ο γιος και η κόρη πέντε χρόνια μικρότερη. Γονείς πολυάσχολοι με την εργασία τους, σε σημείο που τα παιδιά αισθάνονται μοναξιά. Ο Δημήτρης φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο και σπουδάζει κι αυτός μηχανολόγος στο Πολυτεχνείο. Γνωρίζει τη γυναίκα του στο καφενείο του Μουσείου, φιλόλογο σε Γυμνάσιο, την οποία και παντρεύεται. Ο ίδιος εργάζεται σε Βιομηχανία της Βοιωτίας και διακρίνεται, λόγω της ικανότητάς του, σε ικανό, διευθυντικό στέλεχος. Η δουλειά απαιτεί πολλές ώρες και ο γάμος κλονίζεται. Η γυναίκα και το παιδί, άθελά τους, περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Ευκατάστατοι με δάνεια, διαθέτουν και σπίτι στο Λυκαβηττό και εξοχικό στον Πόρο. Τζιπ και σκάφος στη μαρίνα της Βουλιαγμένης. Το κείμενο αφορά και καταδικάζει τον συνηθισμένο μικροαστικό κόσμο της μεταπολίτευσης και ειδικά της δεκαετίας του ’80 και ’90, που πολλές φορές μια καλή δουλειά δεν τους  ικανοποιεί, αλλά  χρειάζονται και δάνεια για περισσότερη πολυτέλεια στη ζωή, κάτι που κάνουν κυρίως άνθρωποι προερχόμενοι από τη στερημένη φτωχή αγροτιά, επειδή τους επηρεάζει και τους θαμπώνει  υπέρ το δέον ο νεοπλουτισμός. Ωστόσο, η αδερφή του ήρωα στέκεται πολύ καλά οικονομικά. Ακολούθησε το επάγγελμα των γονέων της και δημιούργησε «Κατασκευαστική εταιρεία» με τραπεζικό δανεισμό, στον οποίο συνηθίζει να καταφεύγει  σχεδόν όλος ο επιχειρηματικός κόσμος. Το 2009 όμως ξεκινά η μείωση μισθών και η καθυστέρηση αποπληρωμής των δανείων. Η σύζυγος, εξαιτίας του παραμερισμού της, εγκαταλείπει τον Δημήτρη για να καταφύγει μετά από μετάθεση στο πατρικό της στον Βόλο μαζί με το παιδί, που θα συνέχιζε εκεί στο ίδιο σχολείο που θα υπηρετούσε και η μητέρα του. Η εταιρεία των γονέων του Δημήτρη δεν πάει κι αυτή καλά. Τα διαμερίσματα μένουν απούλητα, οι τράπεζες απαιτούσαν πίσω τα χρήματά τους, κι αυτοί προσπαθούσαν να τα πουλήσουν πώς και πώς για να ξοφλήσουν τα χρέη. Ο ολομόναχος Δημήτρης με τη μείωση του προσωπικού και του μισθού, έφτασε στο σημείο να χαίρεται που είχε τουλάχιστον μια δουλειά. Μια Δευτέρα όμως ο επιχειρηματίας του ανακοινώνει την απόλυσή του. Η απώλεια της δουλειάς τού προκαλεί εγκεφαλικό και τον αχρηστεύει. Για να ξαναβρεί εργασία, ούτε συζήτηση. Χάνει το εξοχικό και το αυτοκίνητο. Μοναδικός του φύλακας και συντροφιά του ένα ημίαιμο  λαμπραντόρ, το μούτρο. Και σε λίγο,  έρχεται η μέρα που τον αναγκάζει να εγκαταλείψει και το ίδιο του το σπίτι λόγω μη αποπληρωμής του δανείου. Παρ’ όλη την κατάσταση της υγείας του, και μ’ ένα μπόγο στα χέρια, κατευθύνεται στα Εξάρχεια. Καταφεύγουν σ’ ένα υπόστεγο μαζί με τον σκύλο του με την πείνα μόνιμη και απειλητική. Στο εξής (αν και με το ένα πόδι αχρηστεμένο – ίσως ήταν καλύτερα να επινοηθεί μια άλλη ασθένεια), η ζωή τους είναι οι δρόμοι και τα στενά γύρω από την οδό Μάρνης και Πλατείας Βάθης. Ο σκύλος, μην αντέχοντας την πείνα και το κρύο, ψοφά, και ο Δημήτρης έκανε αιμόπτυση μετά από επίμονο βήχα. Αριστοτέλους και Χαλκοκονδύλη χάνει τις αισθήσεις του μέσα σ’ ένα αδιάφορο κόσμο. Ανοίγοντας τα μάτια βλέπει στο νοσοκομείο τη γυναίκα και την κόρη του. Η μάσκα του οξυγόνου τον εμποδίζει να μιλήσει. Τον παρακαλούν να έρθει μαζί τους στον Βόλο. Αρνείται μιας που «οι αιμοπτύσεις φέρνουν πιο κοντά τη λύτρωση από την κατάντια». Με σακάτικο πόδι και με καρκίνο στον πνεύμονα; προτιμά να συνεχίζει την προτέρα ζωή του: στον δρόμο. Από καθαρή αξιοπρέπεια, οφείλει να πληρώσει αυτοπροσώπως το τίμημα. Στο τέλος του διηγήματος ο άστεγος ταυτίζεται με τον Δημήτρη, ο οποίος χάνεται από τα γνωστά στέκια. Τον αναζητά τώρα ο συγγραφέας επί τέσσερις μήνες, αλλά δεν τον βρίσκει πουθενά.  Αναρωτιέται τι απέγινε και αν επέστρεψε στην οικογένεια. Και το κείμενο τελειώνει κάπως μετέωρο: «Ελπίζω να ήταν λάθος η διάγνωση των γιατρών που του έδιναν δυο ως τρεις μήνες ζωή».

 

 

6]. «Ενός Αιώνα Δρόμοι».  Το διήγημα αυτό (καλύτερα νουβέλα)  ισορροπεί ανάμεσα στην ποίηση και στην πεζογραφία και έχει θεατρική δομή. Η συγκίνηση εδώ είναι μεγάλη, ο μελοδραματισμός και το θέμα περίπου το ίδιο: τα δάνεια. Το κείμενο αποτελεί μια αφήγηση ενός ηλικιωμένου στα παιδιά του σε μια βεράντα ενός διαμερίσματος στους Αμπελόκηπους της σύγχρονης Αθήνας. Ο αφηγητής κατά διαστήματα σταματάει τον λόγο του για να συνεχίσει λίγο μετά ή την άλλη μέρα. Η πρώτη σκηνή αφορά και πάλι μια σπουδαία περιγραφή ενός γραφικού χωριού με και συγκεκριμένα μια αίθουσα τάξης, που η δασκάλα ρωτάει τα παιδιά τι επάγγελμα θα τους άρεσε να κάνουν όταν θα μεγαλώσουν. Δικαστής, δασκάλα, πιλότος, είναι οι απαντήσεις των παιδιών. Σε επόμενη σκηνή, ο πρόεδρος του χωριού δηλώνει πως την παντελή απουσία του κράτους για τον τόπο τους. Στη συνέχεια, το δειλινό συμπίπτει με την επιστροφή των αγροτών από τα χωράφια. Η σκηνή αλλάζει. Η Άννα κι ο Κωνσταντής είναι αγρότες και κάτοικοι του χωριού. Ρωτάνε τα παιδιά τους για το σχολείο, σκηνή που επαναλαμβάνεται αφού προηγείται αυτή του σχολείου. Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος, πήρε το απολυτήριο του Δημοτικού με άριστα και δηλώνει πως όταν τελειώσει το Γυμνάσιο θα ακολουθήσει τον δικαστικό κλάδο. Ο πατέρας αντιδράει, λέγοντάς του πως προέχει η δουλειά στα χωράφια, ώστε να μπορέσει να ζήσει άνετα η οικογένειά τους. Στο τέλος, συμφωνεί με την προϋπόθεση να τον αφήσει να σπουδάσει, αρκεί τα άλλα παιδιά, μόλις τελειώσουν το Δημοτικό να εργαστούν στα χωράφια, για να στέλνουν στον αδερφό τους χρήματα. Η χαρά του Γιάννη διακόπτεται από το παράπονο του άλλου αδελφού, του Νίκου, που κι αυτός επιθυμεί να πάρει το απολυτήριο με άριστα και θέλει να τελειώσει το Γυμνάσιο και να σπουδάσει Πολιτικός Μηχανικός. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Χρύσα που θέλει να γίνει δασκάλα. Ο πατέρας ανένδοτος. Ήδη από τώρα έχει διανείμει  τις δουλειές τους καθενός στο σπίτι. Ο Γιάννης θα σπουδάσει, ο Νίκος θα δουλέψει στα χωράφια και η Χρύσα θα βοηθάει τη μητέρα στις δουλειές του σπιτιού. Ο Γιάννης διχάζεται και στενοχωριέται από την απόφαση του πατέρα, που αφορά την μελλοντική τύχη των άλλων αδελφών. Ο Νίκος, πάντως, συγκατανεύει στην απόφαση του πατέρα με τον όρο να μην τους ξεχάσει ο Γιάννης, άμα μια μέρα γίνει σπουδαίος, κάτι που υποδηλώνεται αμυδρά στον αναγνώστη πως θα το κάνει και ίσως δεν θα έπρεπε να υπάρχει στο κείμενο. Το ίδιο και η Χρύσα, υπό την προϋπόθεση μια μέρα να τους πάρει ο Γιάννης από το χωριό και να τους πάει στην πρωτεύουσα. Η Άννα, η μητέρα τους, υποταγμένη στον πατέρα-αφέντη του σπιτιού, δεν παίρνει  τον λόγο. Στο φευγιό του Γιάννη για την πρωτεύουσα, φίλοι, συγγενείς και γείτονες τον ξεπροβοδίζουν με την ευχή να μην τους ξεχάσει ποτέ. Ο Γιάννης τελικά τελειώνει το Γυμνάσιο στην πρωτεύουσα και μπαίνει στη Νομική. Η Αθήνα όμως έχει έξοδα και τα χρήματα που του στέλνει η οικογένειά του δεν φτάνουν. Αναγκάζεται να κάνει δουλειές του ποδαριού. Αποκτά και φίλους: τον Αντώνη του οποίου ο πατέρας είχε επιχειρήσεις και τη Ρένα «με νοοτροπία παλιάς αριστοκράτισσας». Ο Αντώνης είναι ο οπαδός της ιδεολογίας πως πρέπει να γλεντά τη ζωή γιατί ο χρόνος κυλάει. Ο Γιάννης, όπως ήταν φυσικό, αντιδρά και η Ρένα (με την οποία ήταν κρυφά ερωτευμένος ο Γιάννης) του λέει πως πρέπει να αποβάλει τις χωριάτικες συνήθειες. Ο Γιάννης σκέφτεται κάπως ιδιοτελώς: αυτοί οι φίλοι ήταν οι μόνοι από τους οποίους θα μπορούσε να ζητήσει ένα δάνειο όταν δυσκολευόταν να πληρώσει το νοίκι, αφού τα χρήματα από το χωριό δεν έφταναν έγκαιρα. Η μοναξιά του Γιάννη ήταν μεγάλη κάθε φορά που έφευγαν οι δυο φίλοι. Συλλογίζεται τους δικούς του: την άρρωστη μητέρα και την αδερφή του, που θα είχε πια μεγαλώσει. (Το θέμα είναι εδώ πώς είναι δυνατόν να μην επισκέπτεται κατά τα χρόνια των σπουδών το χωριό του, μιας που ο Γιάννης είναι τόσο φιλότιμος…) Ωστόσο, σκέφτεται πως, όταν θα γίνει δικαστικός, θα μπορέσει να επιστρέψει στο σπίτι για να ανταποδώσει την αγάπη που του πρόσφεραν οι δικοί του όσα χρόνια ήταν φοιτητής. Μετά τη Νομική, ακολουθεί ο στρατός. Μέρα βροχερή – κι εδώ ο καιρός ταυτίζεται με το θλιβερό γεγονός – δεν υπάρχει φως, όλα είναι εναντίον του ήρωα: Στο αποχαιρετιστήριο πάρτι της Ρένας λόγω του πτυχίου της στο οποίο παρευρίσκεται και ο Αντώνης, που δεν συνέχισε τις σπουδές και που ασχολείται με τις επιχειρήσεις του πατέρα του, ο Γιάννης αντικρίζει μια πανέμορφη Ρένα και πολλούς προσκεκλημένους. Κάποια στιγμή που μαθαίνει πως σε λίγο παντρεύονται η Ρένα και ο Αντώνης, ο Γιάννης πετάγεται στον δρόμο. «Έκανα όνειρα για μας και τη ζωή μας…» λέει στη Ρένα που τον πρόφτασε. Η στρατιωτική θητεία του Γιάννη περνά χωρίς καμία επικοινωνία – ούτε γράμμα από κανένα. Τα χρόνια αυτά, στο χωριό τα πράγματα ήταν ακόμη πιο χειρότερα. Ο αδελφός του Γιάννη, ο Νίκος παντρεύτηκε και απέκτησε δυο παιδιά, η Χρύσα απέτυχε στον γάμο της και απέκτησε ένα αγόρι. Οι καιρικές συνθήκες των ετών κατέστρεφαν τα χωράφια. Τα δάνεια από τις τράπεζες ήταν δυσβάσταχτα (σπίτια και κτήματα είχαν υποθηκευτεί) και οι έμποροι δεν αγόραζαν τα προϊόντα γιατί έλεγαν πως είχαν απόθεμα από προηγούμενες χρονιές, ενώ οι χαμηλές τιμές, όταν η συγκομιδή ήταν καλή, δεν διόρθωσαν την κατάσταση.  Όταν ο Γιάννης διορίστηκε εισαγγελέας στην επαρχία του χωριού τους οι χωρικοί, μόλις το έμαθαν, αναθάρρησαν. Αν και δεν ήρθε ποτέ στο χωριό τους, τον δικαιολογούσαν  πως ο δικαστικός κλάδος είχε πολλές απαιτήσεις γι’ αυτό και δεν έκανε δική του οικογένεια, (κι αυτό φαντάζει κάπως υπερβολικό), έδωσε όρκο πως θα έρθει στο χωριό που θα τον έχει στήριγμα ενάντια στους χονδρέμπορους και τους τοκογλύφους, και χαλάλι τα έξοδα που έκαναν οι γονείς του γι’ αυτόν, αν είναι να διορθώσει τα άδικα που έγιναν στο χωριό. Οι καιρικές συνθήκες συνεχίζονταν και πάλι δραματικές: ανομβρία την άνοιξη, ενώ τον Σεπτέμβρη οι καταιγίδες κατέστρεψαν τα σταφύλια. Οι τράπεζες πίεζαν και σε λίγο θα άρχιζαν τους πλειστηριασμούς. Οι δικαστικοί επιμελητές κατέφθασαν στο χωριό για κατασχέσεις και οι χωρικοί δημιουργούν «Ταμείο Σωτηρίας», όπου κατέθεταν τον οβολό τους, μήπως και σωθεί κάτι. Στα καφενεία γίνεται λόγος για την πείνα που έρχεται στο χωριό και οι εκπρόσωποι των τραπεζών-εκβιαστών γίνονται «ανθρωπόμορφα τέρατα». Προτείνουν να ξεσηκωθούν, όταν έρθουν να πάρουν τα σπίτια τους. Η Άννα μια νύχτα ακούει τον άντρα της να παραμιλάει. Αρχές κάποιου Μαρτίου κάποιος δικαστικός επιμελητής εμφανίστηκε και είπε στους συχωριανούς να τους δείξει τα σπίτια για κατάσχεση. Όλο το χωριό μαζεύτηκε στην τράπεζα. Οργάνωσαν επιτροπή με ανακοινώσεις προς  την τράπεζα και το Υπουργείο Γεωργίας  που ζητούσαν πάγωμα των πλειστηριασμών για πέντε χρόνια, οι κατασχέσεις να επιστραφούν, να δανείζουν με χαμηλό τόκο, κλπ… Τα ποιήματα που λέει κατά την αφήγηση ο Κωνσταντής αναγκάζουν την  Άννα να πιστέψει πως σίγουρα ο σύζυγός της χρειάζεται γιατρό. Οι χωρικοί δεν αφήνουν κανένα να μπει στην τράπεζα και ο διοικητής της τους λέει πως πρέπει να πάνε στο κεντρικό της διοίκησης στην πρωτεύουσα κι εκεί να διαμαρτυρηθούν. Οι αγρότες επιμένουν, το θέμα γι’ αυτούς τόσο σοβαρό που αξίζει τον θάνατο, ο Κωνσταντής συνεχίζει το ποιητικό του παραλήρημα, ενώ η Άννα τον δικαιολογεί. Επεμβαίνει η αστυνομία με κρανοφόρους. Ο διοικητής της απειλεί τους χωρικούς πως, αν δεν ελευθερώσουν την τράπεζα, θα καλέσουν εισαγγελέα για να διατάξει την αστυνομία να ανοίξει την τράπεζα. Ο Κωνσταντής απτόητος συνεχίζει το παραλήρημά του. Ο εισαγγελέας εμφανίζεται ως μεσήλικας με γκρίζους κροτάφους.  Ήταν ο Γιάννης! που ξεχώρισε ανάμεσα στο πλήθος τη μητέρα (με πατερίτσες λόγω της νεφροπάθειάς της), τον πατέρα, τα γερασμένα αδέρφια του και τους φίλους του. Ο Γιάννης τους μιλά πως πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος σε όσους τον παραβαίνουν… Λέει λίγα λόγια στον αστυνομικό διευθυντή και αποσύρεται. Ακολουθεί ο ξυλοδαρμός της επιτροπής των χωρικών από την αστυνομία. Πολλοί εξαφανίζονται στους γύρω δρόμους, αλλά οι γονείς του Γιάννη, ο Κωνσταντής αιμόφυρτος αναρωτιέται ποιο είναι το άδικο και το ηθικό για τον γιο τους που τον αναγνωρίζει, ενώ η Άννα με χαμένες πριν τις αισθήσεις της, αφού δίνει συμβουλές στον σύζυγό της να συνεχίσει τη ζωή του για χάρη των παιδιών και των εγγονών του, υποκύπτει στα τραύματά της. Η επόμενη σκηνή βρίσκει τον Γιάννη γονατισμένο στο μνημείο Ηρώων της πλατείας να απευθύνεται στη μεγάλη, χαμένη αδερφή του απολογούμενος ποιητικά για το κακό που προκάλεσε υπερασπιζόμενος το δίκιο του νόμου και διχασμένος απέναντι στους συχωριανούς του, θρηνώντας συνάμα για τον χαμό της μητέρας του. Ο διευθυντής της τράπεζας και ο διοικητής της αστυνομίας τον βοηθούν να σταθεί στα πόδια του. Ο Γιάννης δίνει στον διευθυντή της τράπεζας ένα φάκελο με την παράκληση να δοθεί στα ανίψια του όταν συμπληρώσει και το τελευταίο τα δεκαοκτώ του χρόνια… Στη συνέχεια, ο Γιάννης εξαφανίζεται και ακολουθούν εικασίες για τον χαμό του. Ο διχασμός ανάμεσα στην ψυχρή εφαρμογή του νόμου και στην παροχή βοήθειας που μπορούσε να προσφέρει στους συχωριανούς του, είναι κάτι που παραξενεύει τα παιδιά που ακούνε τον αφηγητή στη βεράντα  και τον ρωτάνε γι’ αυτό. Ο Γιάννης έμεινε πιστός στις αρχές, λόγω του Χρέους. Οι άδικοι νόμοι έπρεπε να αλλάξουν και όχι τα δίκαια αιτήματα των ανθρώπων. Η ζωή μας διδάσκει το δίκαιο και όχι οι νόμοι. Ο φάκελος περιέχει ένα σπαρακτικό ποίημα τους «Δρόμους του αιώνα» που αναφέρεται στην ουσία της ζωής. Το μεγαλύτερο παιδί ονομάζει το ποίημα «αφηγήσεις των λυγμών», «φυλακτά των προγόνων μας για να σκάψουμε το μέλλον». Το διήγημα ωστόσο τελειώνει με μια σπουδαία φράση: «Δεν άκουσε τα λόγια τους, κι αποκοιμήθηκε ανάλαφρος στη σκιά της φυλλωσιάς του επόμενου αιώνα».

 

Δ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. Ο Βασιλάκος, ως πεζογράφος, μας έδωσε μια καταγραφή ποιητική με σπουδαίες εξάρσεις. Αν και σε πολλά σημεία του βιβλίου, ακόμα και στα πετυχημένα διηγήματα, υπάρχουν φράσεις υπερβολικά δραματοποιημένες που ξενίζουν και η ιστορία είναι παραφορτωμένη, πρέπει να ξαναπούμε πως ο Βασιλάκος πρωτίστως είναι ποιητής  (αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε) και πως καταφέρνει να γράφει ταπεινά και αληθινά με μια γλώσσα ώριμη και δουλεμένη για μια Ελλάδα που υπάρχει και δυστυχώς λόγω της ύφεσης θα υπάρχει.  Το  Περι-Διαβαίνοντας γράφει για τους απλούς και προπάντων τίμιους ανθρώπους που δοκιμάζονται στη ζωή από άδικους νόμους και την ίδια τη φύση, (αγρότες και μετέπειτα αστούς: πολίτες πόλης), αποζητώντας δικαιοσύνη, που σπανίως αποδίδεται. Ο λόγος του είναι κουβεντιαστός, σχεδόν ψιθυριστός, μιας ξεχωριστής διδακτικής δυναμικής που διαχέεται μέσα μας και μένει ως γνήσια φωνή, ακόμη κι όταν τελειώσουμε την ανάγνωση. Αναμφίβολα, ένα σπουδαίο βιβλίο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top