Fractal

Κρυφτοκυνηγητό

της Τζούλιας Γκανάσου // *

 

fractal_summer«Ψάχνοντας, βρίσκεις.»

Έτσι μου έλεγαν.

«Αν προσπαθήσεις, θα τα καταφέρεις.»

«Αν πέσεις, θα ξανασηκωθείς.»

Ψάχνω στα σκουπίδια. Εδώ και μήνες για κάποιο θησαυρό, εδώ και ώρες για να βρω κάτι να φάω. Κάτι μικρό, τι ακριβώς είναι αδιάφορο. Δεν είμαι παιδί των φαναριών, ούτε καν της Εκκλησίας.

«Αν χτυπήσεις, θα περάσει.»

«Θα τον νικήσουμε τον φόβο!»

Κάτι γυαλίζει στην άκρη του κάδου εκεί στα δεξιά, κάτι που μοιάζει με πολύχρωμο περιτύλιγμα από κάποια λιχουδιά… Δεν θα το αφήσω λοιπόν να μου ξεφύγει, όχι βέβαια, έχω δει τις πρακτικές των ενηλίκων, φτάνει να στεριώσω τα πόδια δυνατά και να γείρω το σώμα τόσο όσο χρειάζεται για να αγγίξουν τα δάχτυλα το εύρημα της μέρας, για να το πιάσουν μετά για τα καλά.

«Αν πέσει κάτω, δεν το βάζουμε στο στόμα.»

«Πλένουμε τα χέρια για να είναι καθαρά!»

Σκύβω με ζέση και πυγμή, η μυρωδιά είναι ξινή αλλά όσο πλησιάζω, τόσο ευωδιάζει η σοκολάτα, τα μάτια μου θολώνουν, ζαλίζομαι, λίγη απόσταση απομένει, λίγο ακόμη και… Έι! Τι, τι κάνεις; Έεε! Εγώ το είδα πρώτος! Που πας; Είναι δικό μου!

Ένα μικρόσωμο αγόρι τρέχει κι εγώ το ακολουθώ. Του φωνάζω πού και πού να σταματήσει. Ουρλιάζω δηλαδή αλλά εκείνο δεν φαίνεται να ακούει. Το παίρνω στο κατόπι. Ένα, δύο, τρία βήματα να καταφέρω να κάνω με μεγάλη δρασκελιά και το πιάνω, νάτο, αχ πάλι μου ξεφεύγει, έχει τη δύναμη λοιπόν να ξεγλιστρά, δεν γυρίζει καν να με κοιτάξει, να κυνηγάς μόνο μια πλάτη δεν αρκεί, να κυνηγάς κάτι που υπάρχει, μια λιχουδιά ας πούμε, μια αρχή – ένα έναυσμα για κάτι παραπάνω, αν έβλεπες το βλέμμα του, αν γνώριζες την έκφραση που παίρνει τώρα δα το πρόσωπό του, όλα θα ήταν όλα πιο απλά, θα ήξερες ακριβώς πώς να αντιδράσεις, θα έτρεχες σαφώς πιο γρήγορα, σε έκλεψε, πεινάς, μην το ξεχνάς, πεινάς πιο πολύ από ότι λαχανιάζεις, διψάς και λίγο…

«Να μάθεις να μοιράζεσαι. Δεν είναι όλα δικά σου.»

«Να μάθεις να διεκδικείς. Δεν θα αφήνεις κανένα να παίρνει ό,τι σου ανήκει!»

Στρίβει δεξιά κι ακολουθώ. Ύστερα αριστερά, μετά ευθεία. Κατευθύνεται προς την άλλη γειτονιά, πάει προς τα σύνορα. Για αυτό λοιπόν θα πατήσω σε εκείνο το παρτέρι, θα πηδήξω κι έτσι θα κερδίσω έδαφος, ναι, θα προσγειωθώ ακριβώς μπροστά του κι ύστερα να δούμε τι θα έχει να μου πει! Ακούς εκεί να μου αρπάξει τη λιχουδιά μέσα απ’ τα χέρια! Να σου πω, μόλις τον πιάσω, αφού σιγουρευτώ ότι έχω βάλει το περιτύλιγμα στην τσέπη και είναι ασφαλές, θα του δώσω μια καρπαζιά για να μάθει να φέρεται σωστά, θα του δείξω τι πάει να πει…

«Αν δεν σταματήσεις να μυξοκλαίς, θα φας καμία!»

«Ουστ από εδώ παλιόπαιδο!»

Μα πώς βρέθηκα στο έδαφος; Δεν υπολόγισα σωστά την ώθηση για το άλμα, θα ξεφύγει το ζωντόβολο, σήκω επάνω, άσε τα κλαψουρίσματα και δράσε, τρέξε όσο δεν έτρεξες ποτέ, εδώ είναι ζήτημα τιμής και οι άντρες έχουν λόγο, εδώ είναι αίτημα αρχής και οι άντρες έχουν μπέσα, θα τον πιάσεις και θα του δείξεις τι πάει να πει «αρσενικό», βάλε λοιπόν τα δυνατά σου, να εκεί στα αριστερά μες στον πεζόδρομο… Τι; Πέρασε τα σύνορα; Να μη νοιάζουνε αυτά, τώρα έχεις ένα σκοπό, μην αγκομαχάς σαν γέρος ψόφιος και σακάτης. Κοίτα! Πάει ευθεία προς τις παλιές κατοικίες που έβλεπες από το μπαλκόνι και τόνιζαν: «Μην πλησιάζεις ποτέ εκεί!», «Μη φοβάσαι…», «Όχι, όχι αυτό…» και μη και μη, τώρα που είναι μια ευθεία θα καλύψεις τη διαφορά και θα τον πιάσεις, να, πλησιάζεις, έτσι μπράβο: «Ο επιμένων νικά!», «Τι είναι «ο επιμένων»;» «Αυτός που επιμένει…», «Τι είναι «επιμένει»;», εσύ που δεν εγκαταλείπεις, εσύ που προσπαθείς πάρα πολύ, εσύ που πίστεψες ότι μπορείς να τα καταφέρεις… Πάει λοιπόν προς τον ακάλυπτο, ώστε θέλει να κρυφτεί, αυτά θα κάνουμε τώρα, παιχνιδάκια σαν μωρά, έχε χάρη που δεν εγκαταλείπω, δεν θα σε αφήσω έτσι διάβολε, θα σου δείξω που νομίζεις ότι είσαι πιο ξύπνιος από μένα, αφού ακούω το περιτύλιγμα, όχι, όχι μην το γλείφεις, σε βλέπω δίπλα από τον θάμνο, αν σε πιάσω στα χέρια μου, να δεις τι έχεις να πάθεις! Πού κρύφτηκες τώρα; Να! Βλέπω ένα υγρό να τρέχει πίσω από τα μπάζα, θα σε φτάσω δεν μπορεί, εκεί στις σκάλες, δεν θα μου γλιτώσεις. Τι έγινε; Πας στον μπαμπά και στη μαμά;

Του φωνάζω και τότε βλέπω το κεφάλι να γυρίζει και τα μάτια, μαύρα σκοτεινά, να έχουν μια νικητήρια έκφραση και να χαμογελάνε και τότε η μελαψή ξερακιανή παλάμη αφήνει κάτι, λίγα μέτρα πιο ψηλά, σε ένα κτίσμα χωρίς κάγκελα, το περιτύλιγμα αιωρείται και πέφτει ανάμεσα στα πόδια μου, περιέχει μόνο σταγόνες από σάλιο, στάλες από γεύση που δεν μπορώ να αντισταθώ και δοκιμάζω, στη γλώσσα ανάμνηση θολή, στα ρουθούνια οσμή από νοσταλγία και ένας ήχος στο στομάχι πιο δυνατός από τους χτύπους της καρδιάς, τριγμός που διαρκεί, βασανίζει και εξοπλίζει με δύναμη και ορμή, θα σε πιάσω και θα δεις, μια μυρωδιά από κάρβουνο φτάνει στα ρουθούνια, δεν κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, δεν με αφορά…

«Πρέπει να είσαι δυνατός και θαρραλέος!»

«Τι κάθεσαι και κλαις;»

Μια μυρωδιά από μέταλλο που λιώνει με ενοχλεί, μια οσμή από σκουπίδια, απλυσιά και μούχλα ανάμεικτη με ανάγκες επιβίωσης με σπρώχνει παραπέρα, μια ιδέα από σοκολάτα στην άκρη εδώ στο περιτύλιγμα τροφοδοτεί αμέσως την οργή. Το σπρώχνω μες στη μύτη, ακούω φωνές σε γλώσσες που δεν αναγνωρίζω, δεν γυρίζω, αν σταματήσω έστω για ένα δευτερόλεπτο μπορεί να φοβηθώ, «Οι άντρες δεν φοβούνται!», αν κοιτάξω τι συμβαίνει δίπλα στις σκάλες, στους ορόφους, μπορεί να μην τα καταφέρω, «Προσπάθησε κι άλλο δεν αρκεί!», αν δω τι γίνεται τριγύρω μπορεί να μην υπάρχει επιστροφή, υπόνοια από σοκολάτα και σάλιο στα ρουθούνια και ο διάβολος μπροστά, σε φτάνω, σκέφτομαι μόνο τι θα κάνω όταν σε πιάσω, θα τραβήξω την μπλούζα σου και θα σε σπρώξω σε έναν τοίχο και έτσι όπως θα σε κρατάω δυνατά, θα βάλω τους αντίχειρες στα μάτια σου μέχρι να σε δω να κατουριέσαι και θα πατήσω με τις παλάμες το στομάχι σου τόσο μα τόσο δυνατά ώστε να βγάλεις ό,τι έχει και δεν έχει εκεί μέσα και τότε, μόνο τότε, θα σου δώσω να φας το περιτύλιγμα…

«Αγαπάμε αλλήλους.»

…και τότε, μόνο τότε, θα νιώσω υπερήφανος…

«Ου κλέψεις.»

…ώστε μπαίνεις μέσα εκεί για να κρυφτείς, θα σου δείξω εγώ, θα…

«Ουκ επιθυμήσεις… όσα τώ πλησίον σου εστί.»

Κοντοστέκομαι. Γυναίκες ξαπλωμένες πλάι σε μωρά που παίζουν και γρυλίζουν ελαφρά, ηλικιωμένοι που τραγουδούν οκλαδόν μοιρολογώντας, μια μυρωδιά από μαγειρεμένο φαγητό μαζί με μια ιδέα από σαπούνι, μια άχνα από κολόνια ή γάλα και ζέστη, τόση ζέστη ώστε δεν μπορώ να αντισταθώ, τα πόδια μου γίνονται φύλλα που πέφτουν από το δέντρο, γέρνω πάνω σε ένα σώμα που δεν τολμώ να δω σε ποιον ανήκει, σώμα αφράτο, παχουλό και τρυφερό, με κανακεύει, μια οσμή που δεν μπορώ να προσδιορίσω με μαγεύει, σπρώχνω το στόμα προς το μέρος της, ένα βρέφος πιπιλάει δίπλα μου ακριβώς ένα μαστό, ο αντικρινός πρησμένος δακρύζοντας καλεί όλο τον κόσμο, κολλάω τα ρουθούνια στην κοιτίδα κι ύστερα αργά, νωχελικά αλλά αδηφάγα στέλνω τα χείλη στη θηλή, κρύβω τα δόντια και προσφέρω δειλά το περιτύλιγμα ενώ έρχεται στη γλώσσα ένα υγρό γλυκό και αλμυρό, με κατακλύζει, υγρό μεστό και ελκυστικό, γεύση πρωτόγνωρης βαθιάς ευγνωμοσύνης, θέρμη δεμένη κρυφά με αγαλλίαση και μια αίσθηση ελπίδας, ολόγιομης, σκληρής.

 

Ganasou* Η Τζούλια Γκανάσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Έχει σπουδάσει Πληροφορική στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και στο Παν/μιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία στη Σορβόννη και στο Παν/μιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π.. Άρθρα της για τη λογοτεχνία και το σινεμά δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Αποσπάσματα από το πρώτο της βιβλίο, Σε Μαύρα Πλήκτρα (Εκδ. Γκοβόστη, 2007), συμπεριλαμβάνονται στη συλλογική έκδοση του Παν/μίου του Εδιμβούργου με θέμα τις σύγχρονες μητροπόλεις. Το δεύτερο βιβλίο της, Ομφάλιος Λώρος (Εκδ. Γκοβόστη, 2011), συμμετείχε στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ στο Dasein, στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών της Αθήνας και στο Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών της Γλασκώβης. Το τρίτο της βιβλίο, Ως το τέλος (Εκδ. Γκοβόστη, 2013), είναι υποψήφιο για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top