Fractal

Διήγημα: “Κουτάκια”

Της Μυρτώς Κουκούτση // *

 

 

f14

 

Άνοιξε καινούριο μαγαζί με οικιακά είδη στη γειτονιά. Πολύχρωμο και ευρύχωρο. Ήταν νωρίς το απόγευμα, πριν ακόμα ο πεζόδρομος αρχίσει να σφύζει από κόσμο. Δεν είμαι του νοικοκυριού, δεν βρίσκω και κανένα ενδιαφέρον στα ψώνια γενικά, τα απαραίτητα μόνο κάνω. Ωστόσο, στάθηκα λίγο έξω από τη βιτρίνα κι αποφάσισα να μπω. Ο λόγος δεν ήταν φανερός, όμως έχω τη συνήθεια να πηγαίνω όπου με πάει η επιθυμία μου.

Στα πρώτα βήματα μέσα στο μαγαζί, έριξα μια ματιά στο χώρο. Την προσοχή μου δεν την τράβηξαν τα βαζάκια, τα φλιτζανάκια και τα μαξιλαράκια. Την προσοχή μου την τράβηξε η κοπέλα που, αφοσιωμένη, περιεργαζόταν τα ράφια με τα κουτάκια. Τόσο υπερβολικά αφοσιωμένη, που έμοιαζε να μην αντιλήφθηκε ότι την είχα πλησιάσει και, σχεδόν αδιάντροπα, την παρατηρούσα σε απόσταση αναπνοής. Άπλωσε τις αφράτες παλάμες της κι έπιασε ένα πράσινο κυπαρισσί κουτάκι με τρεις θήκες. Το εξέτασε απ’ όλες τις μεριές, το άνοιξε, το έκλεισε, το ξανάνοιξε, το μύρισε, το ξανάκλεισε και το έβαλε στο καλάθι της με εκπληκτική ταχύτητα. Στη συνέχεια, έπιασε ένα άλλο μεγαλύτερο κι έκανε ακριβώς το ίδιο. Το εξέτασε απ’ όλες τις μεριές, το άνοιξε, το έκλεισε, το ξανάνοιξε, το μύρισε, το ξανάκλεισε και το έβαλε στο καλάθι της. Με εκπληκτική ταχύτητα.

– Αυτό είναι ό,τι πρέπει για σελιδοδείκτες κι αυτό για κατσαβίδια, μου εξήγησε, χωρίς ωστόσο να με κοιτάζει.

Αιφνιδιάστηκα. Με είχε αντιληφθεί.

– Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να είμαι αδιάκριτη, της απάντησα απολογητικά.

Σιωπηλά προχώρησε προς το ταμείο κι εγώ απλά την ακολούθησα. Δε φάνηκε να ενοχλείται. Αφού πλήρωσε, γύρισε για πρώτη φορά και με κοίταξε με τα καθαρά της μάτια. Μου έγνεψε να πάμε έξω. Πρότεινε να καθίσουμε στο παγκάκι μπροστά απ’ το μαγαζί. Ήθελε, λέει, να καπνίσει ένα τσιγάρο. Μετά από τις πρώτες δύο-τρείς ρουφηξιές, άρχισε να ξετυλίγει την αφήγησή της, όμως εγώ δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Η φωνή της αντηχούσε στα αυτιά μου σαν τη δική μου. Επιπλέον, ένιωθα έντονα – κι ας μην άκουγα – σαν να γνώριζα νεράκι την αφήγηση αυτή, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Ταράχτηκα. Το κατάλαβε και μου χάιδεψε καθησυχαστικά το χέρι, αφού πρώτα πέταξε το τσιγάρο της στο πεζοδρόμιο.

– Πίνεις τσάι; Εδώ κοντά μένω, πάμε να σου φτιάξω ένα φλιτζάνι;

Μαγνητισμένη από την παρουσία της, έγνεψα καταφατικά.

Φτάσαμε στο διαμέρισμά της. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κουτάκι, τράβηξε από μέσα τα κλειδιά της, άνοιξε την πόρτα κι άναψε το φως. Αυτό που αντίκρισα ήταν εξαιρετικά παράδοξο. Στάθηκα άφωνη στην είσοδο, να κοιτάζω με δέος. Γάργαρο το γέλιο της, ακριβώς σαν το δικό μου, ξεπήδησε από το στήθος της. Με έσπρωξε απαλά.

– Έλα, έλα μέσα.

Σήκωσα το πόδι μου και πέρασα στο εσωτερικό. Μια ήπια μυρωδιά κλεισούρας ενόχλησε τα ρουθούνια μου, καθώς το διαμέρισμα δεν είχε παράθυρα. Ο χώρος ήταν ενιαίος και τετράγωνος. Στη μέση βρισκόταν το κρεβάτι, ένα γραφείο και μια καρέκλα. Στον αριστερό τοίχο είχε μια μικρή κουζίνα, χωρίς τραπέζι για φαγητό. Όλοι οι υπόλοιποι τοίχοι καλύπτονταν από ραφιέρες που έφταναν ως το ταβάνι. Στις ραφιέρες στέκονταν τακτοποιημένα εκατοντάδες κουτάκια. Κουτάκια μικρά, μεγάλα, μακρόστενα, τετράγωνα, πολύχρωμα, με σχέδια, χωρίς σχέδια, υφασμάτινα, ξύλινα… Χριστέ μου! Κανένα αντικείμενο, τίποτα απολύτως, δεν βρισκόταν ελεύθερο στο χώρο. Το διαμέρισμα ήταν σαν ένα τεράστιο κουτί, παραγεμισμένο με μικρότερα κουτάκια. Η σκέψη μου έτρεξε στις μπαμπούσκες. Προχώρησα κι έκατσα στη μοναδική καρέκλα, ενώ εκείνη πήγε στο κουζινάκι κι άρχισε να ετοιμάζει το τσάι. Την παρακολουθούσα να ανοιγοκλείνει τα ντουλάπια και τα συρτάρια της, να βγάζει από μέσα κουτάκια και μέσα απ’ τα κουτάκια τα φλιτζάνια, το μπρίκι, το τσάι, τη ζάχαρη, τα κουταλάκια. Με εκπληκτική ταχύτητα. Άρχισα να δυσφορώ. Πριν ακόμα τελειώσει, την ευχαρίστησα, της είπα μια ηλίθια δικαιολογία και σηκώθηκα για να φύγω. Χαμογέλασε με συγκατάβαση και με οδήγησε στην έξοδο.

Έφτασα τρέχοντας στην παραλία. Περπάτησα πολλή ώρα δίπλα στη θάλασσα. Τα μάτια μου δάκρυζαν – κλάμα ήταν ή ο κρύος αέρας, δεν είμαι σίγουρη. Η αναπνοή μου σταδιακά βρήκε το ρυθμό της. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν η συνάντηση αυτή έγινε στ’αλήθεια. Κι εγώ γιατί συμπεριφέρθηκα έτσι; Γιατί ακολούθησα αυτή την άγνωστη γυναίκα; Και το σπίτι με τα κουτάκια; Υπήρχε στ’αλήθεια; Έκανα μεταβολή και με αποφασιστικότητα γύρισα προς τα πίσω.

Όσο πλησίαζα στο διαμέρισμα, τόσο άνοιγα το βήμα μου. Μια αίσθηση ότι κάτι άσχημο συμβαίνει με κυρίευσε σιγά-σιγά. Μέχρι να φτάσω έξω από την πόρτα της, ήμουν σχεδόν σε πανικό. Δεν είχα άδικο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Φώναξα με αγωνία το όνομά της. Απάντηση δεν πήρα. Έσπρωξα την πόρτα τρέμοντας και την είδα γονατισμένη στο κέντρο του δωματίου, ολόασπρη, αμίλητη. Γύρω της επικρατούσε το χάος. Όλα τα κουτάκια ήταν αναποδογυρισμένα στο πάτωμα, στο κρεβάτι και στο γραφείο, σαν να είχαν ξεράσει το περιεχόμενό τους φτιάχνοντας τεράστιους σωρούς από εκατοντάδες πράγματα. Τη ρώτησα αν είναι καλά. Τότε σήκωσε αργά το κεφάλι της και με κοίταξε με ένα άδειο, παγωμένο βλέμμα.

– Κατάλαβες; Πες μου ότι κατάλαβες. Είναι η σειρά σου τώρα, εσύ πρέπει να αναλάβεις. Εγώ τα λάτρευα τα κουτάκια μου. Ζούσα για να τακτοποιώ, να ξεχωρίζω και να ταξινομώ τα πάντα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τα κουτάκια μου.

Έπειτα σωριάστηκε. Δεν κουνήθηκα καθόλου. Ήμουν τρομοκρατημένη, αλλά η επιτακτική ανάγκη μου να δω και να καταλάβω, νίκησε. Στάθηκα αρκετή ώρα να κοιτάζω το χάος και το σώμα της που κείτονταν πάνω στις στοίβες με τα πράγματα. Παρατήρησα το χάος με προσοχή. Κι ύστερα άρχισα να καταλαβαίνω. Οι σελιδοδείκτες είχαν πέσει πάνω στα βιβλία, τα βιβλία πάνω στα τετράδια, τα τετράδια δίπλα στο γραφείο, τα πιάτα δίπλα στα πιρούνια, τα σεντόνια πάνω απ’ τις μαξιλαροθήκες, όλα μα όλα είχαν ξεχυθεί κι είχαν συνδεθεί μεταξύ τους με έναν απόλυτα τέλειο τρόπο. Ασφυκτιούσαν έτσι αποκομμένα, ξέχωρα, τακτοποιημένα στα κουτάκια τους. Μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία, πήραν το χώρο που τους έπρεπε. Κι εκείνη δεν άντεξε, γιατί το μόνο που έβλεπε ήταν το χάος. Δεν έβλεπε την ομορφιά των συνδέσεων που έβλεπα εγώ.

Πετάχτηκα απ’το κρεβάτι. Μου πήρε λίγα λεπτά να συνειδητοποιήσω ότι είμαι στο δωμάτιό μου. Ουφ, τι όνειρο! Σηκώθηκα, τεντώθηκα, έτριψα τα μούτρα μου δυνατά και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω το καφεδάκι μου. Κάθε γουλιά μού έφερνε μεγαλύτερη ανακούφιση. Αδειάζοντας το φλιτζάνι, ένιωθα πια ανάλαφρη σαν πεταλούδα. Ε, ναι λοιπόν, ήρθε η ώρα να αναλάβω εγώ. Επιτέλους, κατάφερα και την ξεπροβόδισα. Έστω και στον ύπνο μου, δεν πειράζει. Χαμογέλασα κάτω απ’τα μουστάκια μου. Φτου, ξελευτερία.

 

 

* Η Μυρτώ Κουκούτση γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, έζησε όμως περιστασιακά σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Στον ελεύθερο χρόνο της απολαμβάνει να ακούει, να μιλάει και να γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top