Fractal

Διήγημα: “Κουρέλια και χρώματα”

Της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά // *

 

 

f22

 

Πάντως εκείνο το πάνινο κουβάρι από ραμμένες λουρίδες στο χρώμα του «καμένου πορτοκαλιού» ήταν από τη φούστα μου με την πλούσια σούρα σαν αμπαζούρ. Δεν το ήθελα το πορτοκαλί κοντά στο πρόσωπο, γιατί καθόλου δεν ταίριαζε με τα «τριανταφυλλένια» μου μάγουλα. Το άλλο πάλι το «βιολετί» με λευκές πινελιές χάρισε μακροζωία στο φουστανάκι μου μεταλλαγμένο τρις. Μεταποίηση στη μεταποίηση. Ρόμπα της θείας Αργυρώς στη Βηρυτό, φόρεμα δικό μου μετά και τέλος κουρελού. Την «ασπρόμαυρη» ρόμπα της μαμάς την τεμάχισα με μεγάλη ευχαρίστηση, να μπλεχτεί στα φωτεινά χρώματα της ύφανσης, να χαθεί, να ξεθωριάσει το πολύχρονο πένθος της για το φευγιό της γιαγιάς.  Σ’ εκείνα τα μεγάλα τόπια στο «άσπρο του πάγου» κουβαριάσαμε τα παλιά σεντόνια της γιαγιάς να ξεκουράζουν το μάτι, μια ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στην πολυχρωμία. Αποφόρια σε «μολυβί» ή «μαυριδερό»  του συννεφιασμένου ουρανού τα εντάξαμε ομαλά, βαθμιδωτά, από τα ψυχρά στα ζεστά χρώματα. Πιάσαμε ύστερα μαζί οι δυο αδελφές εκείνο το μακρύ «μουσταρδί» κρετόν κάλυμμα του καναπέ, τριμμένο στις αριθμημένες θέσεις. Αφαιρέσαμε ρέλια και λιωμένα κομμάτια και το υπόλοιπο λουριδοποιήθηκε και  έλαβε την πρέπουσα θέση στο χρωματικό σχεδιασμό και συνδυασμό. Το «τσαγαλί» κουβάρι από απαλό φανελένιο ύφασμα νυχτικού προστέθηκε στα ανοιχτόχρωμα με προορισμό μάλλον μια θέση κοντά στις «καφετιές» λουρίδες από μια πουκαμίσα της γιαγιάς.

Εκείνη η απόχρωση του  «σάπιου μήλου» εκτοξεύτηκε στα ύψη της μόδας, θυμάμαι, μαζί με το μίνι της Mary Quant. Τι ωραία που το πλασάρισε στο γυναικόκοσμο το εμπορικό της «πιστεύω», πως «Η γυναίκα είναι τόσο νέα όσο τα γόνατά της». Κι ανέβαινε η φούστα κι ας άφηνε εκτεθειμένα σε κοινή θέα γόνατα λεοντοκεφαλές ή άμορφη μάζα από κόκαλα. Το ωραίο, βλέπεις, είναι προσωπική υπόθεση, γι’ αυτό και το αντικειμενικά ωραίο είναι μεταβλητό. Και δε θα εφοδιαζόμουν εγώ ρούχο στο μοδάτο χρώμα; Τάλιρο στο τάλιρο μάζεψα το αντίτιμο μιας φούστας μίνι μάκρους και χρώματος σάπιου μήλου με «γκρενά» αστέρια διαφόρων μεγεθών. Ξεροσταλιάζαμε μπροστά στις βιτρίνες τα κοράσια. Ευτυχώς που οι δανειστικές βιβλιοθήκες, δημόσιες και ατομικές, τροφοδοτούσαν το πνεύμα. Ακριβός ο κόσμος των βιβλίων. Οπαδός όμως του δανειστικού βεστιαρίου δεν έγινα ποτέ. Εκείνη η κολλητή μου εύκολα βαριόταν τις ενδυματικές της ποικιλίες  και κατέφευγε στις πενιχρές δικές μου, τις μεταποιημένες. Μα πώς αρεσκόταν! Εκείνη τη βαμβακερή μου μπλούζα με τις φαρδιές ρίγες σε αποχρώσεις γαλάζιου, που έμοιαζε με αφρισμένη θάλασσα, αγορασμένη από το Κατράντζος-σπορ,  δεν πρόλαβα να τη χαρώ. Κι ήταν τόσο εντυπωσιακή σεταρισμένη με άσπρη φούστα! Άκουσα και το πείραγμα «Captain» στο δρόμο και ομολογώ πως το βρήκα καλόγουστο και κολακευτικό. Μια η φιλενάδα τη φορούσε, μια η αδελφή της, σ’ εμένα έμενε το πλύσιμο για φρεσκάρισμα και επόμενη χρήση. Δοκιμή έκανα κι εγώ μια και μοναδική φορά με ένα ζακετάκι της φίλης για τη βραδινή δροσιά σε καλοκαιρινό σινεμά, αλλά απέτυχε παταγωδώς.  Σαν φασκιωμένη σε κέλυφος ένιωθα και δεν έβλεπα την ώρα να βγάλω το ξένο ρούχο.

Κόψαμε και ράψαμε και τι δεν κουβαριάσαμε και πόσο χρώμα και ζωή δε βάλαμε σ’ εκείνο το υλικό, να υφανθεί πυκνά, να κρατάει γερά τα φορεμένα, να  καθόμαστε στο σκαμνάκι και να σκαλίζουμε με το δάχτυλο τις στριφογυριστές αράδες της κουρελούς. Πόσες φορές σκάλωσε σ’ ένα χρώμα το χέρι κι έμεινε εκεί ο δείκτης κι άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση. Τι φλύαρος αφηγητής μπορεί να γίνει ένα πνιγμένο στις βελονιές κουρελάκι! Έπαιρνε πόζες σε γιορτές, φωτογραφιζόταν μπροστά στον ανθισμένο κήπο, διπλωνόταν κολπαδόρικα, για να κρύψει το λεκέ από σοκολάτα… Ας ποδοπατιέται, τη δουλειά του την κάνει ακόμη από άλλο μετερίζι. Ζει!

Έστησα ένα χρωματολόγιο με καρπούς και δέντρα, με φρούτα και άλλα γνωστά δάνεια από  την καθημερινότητά μας. Θα εμπλουτίσω έτσι με τις πιο λεπτές αποχρώσεις του φυσικού και τεχνητού κόσμου τις γνώσεις του ανδρικού, ίσως και μέρους του γυναικείου πληθυσμού, που δυσκολεύονται να τις ξεχωρίσουν! Προχώρησα και σε πιο επιστημονικά πεδία καταγράφοντας τις αναλύσεις χρωμάτων των αγαπημένων μου μινωικών τοιχογραφιών. Προέλευσή τους τα ορυκτά ή γαιοχρώματα. Πρόσθεσα, λοιπόν, τον ασβέστη για το «λευκό», τον αιματίτη για το «ερυθρό», τη σιδηρούχα ώχρα για το «κίτρινο», τον αργιλικό σχιστόλιθο για το «μελανί», το μείγμα από πυριτικά άλατα με οξείδια του χαλκού και του ασβεστίου για το «κυανό» βάθος και το μαλαχίτη για το «πράσινο».

Άφησα για τους ειδικούς το ιβουάρ, γκρι αρζάν, μπρικ, εκάιγ, περοκέ, σομόν και βεραμάν κι έριξα στην παλέτα μου πινελιές από ζαχαρί, ασημί, κεραμιδί, πράσινα πολλά από λαχανί, λαδί, κυπαρισσί, όπως και βιολετί, μενεξεδένιο, σάπιο μήλο, ροδακινί, λεμονί και κίτρινο της ώχρας. Τα χρώματα του γαλανού δε δυσκολεύουν κανένα, είναι δώρα της ελληνικής θάλασσας και του ουρανού.

 

 

* Η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά είναι κάτοικος Κομοτηνής. Συνταξιούχος Δ/θμιας Εκπαίδευσης (Πτυχίο Ιστορίας-Αρχαιολογίας), γράφει λογοτεχνία, παλιότερα δημοσίευε άρθρα στον τοπικό τύπο και είχε την επιμέλεια εκδόσεων Π.Α. Μακεδονίας/Θράκης. Κείμενά της πρόσφατα στο  Blog http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/. Πρώτο βιβλίο  “«…μύριζε γαζία»,  ΔΙΑΝΥΣΜΑ, 2014 και το δεύτερο αναζητά εκδότη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top