Fractal

Η Αδαμαντίνη Κουμιώτου στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

koumiotou

 

Το περασμένο καλοκαίρι εκδόθηκε το έκτο –κατά σειρά− βιβλίο μου με τίτλο Άστεγο φιλί.

Θα παρουσιαστεί στη Στοά του βιβλίου στις 15 Δεκεμβρίου 2015 στις 7 το βράδυ.

Με ρωτούν πότε και πώς εξοικονομώ χρόνο για τη λογοτεχνία, μιας και η δουλειά μου είναι να διδάσκω αρχαία ελληνική γλώσσα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Απαντώ: «Γράφω –μη έχοντας αρκετό χρόνο, μη έχοντας καθόλου χρόνο, τώρα κυριολεκτώ– κάνοντας ακριβό, λυτρωτικό δώρο στην ψυχή μου. Έτσι κι ο λιγοστός χρόνος διαστέλλεται, αποκτά διάρκεια και αξία επί της ουσίας.

Με το μυαλό δεν σταματώ στιγμή να… γράφω, ν’ αραδιάζω λέξεις και φράσεις και να πιστεύω πως θα βρουν τη θέση τους, κάποια στιγμή, στο χαρτί σ’ ένα επόμενο βιβλίο.

Μένοντας, λοιπόν, διαρκώς στο σκαρί της λογοτεχνικής δημιουργίας, ταξιδεύω και ταξιδεύω και μιλώ γι’ αυτά τα ταξίδια σ’ όσους θελήσουν να… μ’ ακούσουν κι αυτή τη φορά μέσα απ’ το νέο μου βιβλίο Άστεγο φιλί.

astego«Ταξίδια ατέλειωτα σε στεριά και θάλασσα, ταξίδια του μυαλού και της ψυχής, διαδρομές με κομμένη την ανάσα, με πόνο, παράπονο, αλλά και χαρά, δικαίωση, λύτρωση· πορεία σταθερά επί της ευθείας κι άλλοτε στο σκοτάδι, στα κρυφά, φορτωμένη άνομα παραστρατήματα… Ταξίδια ατέλειωτα με όνειρα κι αγάπη· όνειρα πολλά, φωτεινά, που σμίγουν με τη ζωή, κάνοντάς την μ’ όνειρο να μοιάζει. Όνειρα σταματημένα που, σαν σε θαύμα, τόσο απρόσμενα ξαναβρίσκουν καινούργιο ρυθμό κι άλλα λαβωμένα, χωρίς ελπίδα ανάστασης. Αγάπη ζωντανή για μια ζωή με θέρμη νιότης, αλλά κι αγάπη που ποτέ δεν φώναξε τ’ όνομά της στης ζωής το προσκλητήριο ή το ψιθύρισε χωρίς ν’ ακουστεί, παίρνοντας μια ασήκωτη, επώδυνη απουσία.

Όλα αυτά περασμένα στην ίδια πάντα κλωστή, μιας και οι τόποι, οι εποχές, οι συνθήκες μπορεί ν’ αλλάζουν, όχι όμως και το μέσα του ανθρώπου, που στους αιώνες “θα διψάει για ουρανό” μ’ όποιο κόστος. Γιατί πώς αλλιώς; “Είναι πικρή η ζωή χωρίς φτερά και πετάγματα.”

Μ’ όλα αυτά κι άλλα τόσα, αξίζει τον κόπο να ζει κανείς και.. “κάτι θα γίνει, δεν μπορεί, η ζωή ποτέ δεν περιφρόνησε τους εραστές της.”»

 

***

 

Απόσπασμα από το διήγημα «Όρθιο φευγιό»:

Μάταια περίμενε εκείνη την Αυγουστιάτικη νύχτα η Πολυξένη να γυρίσει ο Αδριανός απ’ τη συνάντηση με τη μάνα του. Την καθησύχαζαν οι άλλοι, αλλ’ εκείνη έλεγε πως το φεγγάρι ήταν κόκκινο σαν ματωμένο κι έκλαιγε. Κανείς δεν μπόρεσε να τη σταματήσει, όταν, γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα, ξεκίνησε πρώτη προς αναζήτηση. Το φεγγάρι της φαινόταν πως έσταζε αίμα στη στράτα της κι είχε ένα πλάκωμα στην ψυχή! Τον είδε, τον είδε με το που έφτασε στο σημείο. Ήταν γονατισμένος στη γούρνα, με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά. Ο αέρας έπαιρνε τα πλούσια μακριά μαλλιά του και, όσο κι αν επανέλαβε το αγαπημένο όνομα, ο Αδριανός της δεν σάλεψε, δεν έλεγε να ξεδιψάσει, δεν την άκουσε, δεν έτρεξε να τη σηκώσει στα χέρια του.

Στάθηκε μαρμαρωμένη πίσω του, τόσο κοντά του, ελπίζοντας λες κάποια στιγμή να τον δει να στέκει στα πόδια του για ν’ ανηφορίσουν πάλι τη στράτα τη δίκαιη, κατά το δικό τους δίκιο. Ο αέρας έπαιρνε τα μακριά μαλλιά του και… έφερνε τη φωνή του στ’ αυτιά της, ενώ τον έβλεπε ασάλευτο μπροστά της: «Αρνούμαι μ’ όλο το είναι μου τη συγκατάθεση, την ενσωμάτωση, την ανοχή, την ανοχήηη!» Ούτε που κατάλαβε πως γύρω της είχαν φτάσει όλοι οι άλλοι κι ο πατέρας του κρατούσε το άλογό τους, το μελί ψηλόλιγνο άλογο, που ’χε πάρει μαζί του στο βουνό, όταν έφυγαν απ’ το σπίτι. Η Πολυξένη έμενε βουβή, παγωμένη απ’ τη δική του παγωνιά. Δεν έκλαιγε, δεν μιλούσε, δεν σάλευε για ώρα.

Ύστερα ξαφνικά άρχισε να τρέχει προς τη μεριά του βουνού, ψηλά, εκεί που ως τότε κρύβονταν όλοι τους. Ο αδερφός του Αδριανού έτρεξε πίσω της. Οι άλλοι έμειναν να τον συντροφεύουν χωρίς να τον αγγίζουν, χωρίς να τον μετακινούν. Πέταξε η Πολυξένη, πήγε κι ήρθε χωρίς να το καταλάβουν, κουβαλώντας στα χέρια της μια καθαρή αλλαξιά και καθαρά ρούχα και παπούτσια, όλα όσα χρειαζόταν ο Αδριανός για το φευγιό του. Τους παραμέρισε όλους με τα χέρια της χωρίς να πει μια λέξη.

Έσκυψε κι άρχισε να τον πλένει στο πρόσωπο, στα μαλλιά. Ύστερα απαλά τον σκούπισε καλά στο πρόσωπο μόνο και με δύναμη αντρίκεια τον τράβηξε και τον κάθισε με την πλάτη στη γούρνα. Το κεφάλι του ριγμένο τώρα πίσω, τα μαλλιά έσταζαν σαν να ’ταν κοντά της φρεσκολουσμένος και ξαπόσταινε, μέχρι να στεγνώσουν. Άνοιξε τα ματωμένα του ρούχα, του τα τραβούσε με μανία να τα βγάλει, ν’ αγγίξει με το χέρι της το άγγιγμα του Θανάτου που της τον λάβωσε και της τον πήρε. Στην πλάτη τη βρήκε τη λαβωματιά, πώς αλλιώς θα τα κατάφερνε ο χάρος με τον Αδριανό της;

Έβρεξε την πετσέτα που του είχε σκουπίσει το πρόσωπο, κι αυτή απ’ τη φωλιά τους φερμένη, κι άρχισε να καθαρίζει την πληγή. Ύστερα έπεσε στο στήθος του και τον φιλούσε να του διώξει τον πόνο, να ζεστάνει την καρδιά του να βρει ξανά τον παλμό της, να ματαιώσει το φευγιό, να τον ξυπνήσει. Τα μάτια του στιγμή δεν έφευγαν από πάνω της! Δεν μπορεί, θα λύγιζε έτσι που τη θωρούσε, θα τη λυπόταν έτσι ξέκλωνη που την άφησε και μπορεί να γυρνούσε πίσω· θ’ ανέβαιναν στο άλογο και θα ’φευγαν μακριά, μακριά στο φως, όπου ο ήλιος θ’ άστραφτε και το φεγγάρι δεν θα ’ταν ποτέ ματωμένο.

Κάποια στιγμή φώναξε μ’ όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει: «Βοηθήστε με όλοι σας, βοηθήστε με να τον στολίσω όπως του πρέπει». Σώπασε ύστερα και τότε απαλά του ’κλεισε τα λατρεμένα μάτια. Τα παλληκάρια εκτελούσαν τις εντολές της, χωρίς κανείς τους να κλαίει. Δεν του ’πρεπαν δάκρυα του Αδριανού. Δεν σκιαζόταν τον θάνατο· από τότε που ανέβηκε στο βουνό, πολλές φορές τον είχε ντροπιάσει. Δεν του ’πρεπαν δάκρυα, μόνο λεβέντικος αποχαιρετισμός κι αυτόν ετοίμαζε η Πολυξένη.

Η τελευταία της εντολή, αφού τον ετοίμασαν όπως έπρεπε, τους έκανε όλους να τιναχτούν. Τι τους ζητούσε; Πάει, της είχε σαλέψει ο νους απ’ τον μεγάλο πόνο. «Βοηθήστε με όλοι σας να τον στερεώσουμε πάνω στο άλογο, όρθιος θα φύγει, όρθιος και περήφανος, όπως έζησε, όπως τον γνώρισα». Ποιος να της φέρει αντίρρηση όταν την είδαν να προσπαθεί μόνη της να τα καταφέρει; Βοήθησαν όλοι κι η Πολυξένη τον στερέωσε και τον έδεσε όρθιο πάνω στο άλογο, με το σκοινί που –βάσει του σχεδίου της– είχε φέρει μαζί με τα ρούχα του. Τότε ο πατέρας του δεν άντεξε κι ύστερα και τ’ αδέρφια κι οι άλλοι ένας ένας άρχισαν να θρηνούν πνιχτά, να μοιρολογούν τον λεβέντη που κατευόδωναν σ’ αγύριστο ταξίδι. «Φύγετε τώρα όλοι σας», τους είπε τότε το άτυχο κορίτσι. «Φύγετε να σωθείτε. Τα υπόλοιπα μόνη μου θα τα τελειώσω».

Είχε πια ξημερώσει κι η Πολυξένη, χλομή, ανταριασμένη, ξεχτένιστη, συνόδευε το άλογο με τον Αδριανό στην πόλη. Οι άνθρωποι που αντίκρυζαν το θέαμα δεν έμπαιναν στα σπίτια κι όσοι ήταν ακόμα μέσα ξεσηκώνονταν απ’ τις φωνές και τη φασαρία κι έβγαιναν κι αυτοί. Όλος ο κόσμος, σαν να ’χε προσκληθεί, βγήκε να συνοδεύσει το όρθιο φευγιό του Αδριανού. Κόσμος, τόσος κόσμος ούτε σε χαρές δεν θα ’χε μαζευτεί!

Η Πολυξένη τον… κουβέντιαζε τον μοναδικό άντρα της ζωής της, για να “κάνει κουράγιο”. «Κοντεύουμε, φτάνουμε, κρατήσου…» Σταμάτησε στο σπίτι του παπά Νικόλα και τον φώναξε δυνατά. Βγήκε κι έμεινε να κοιτάζει την Πολυξένη, το φορτωμένο ζώο και τον κόσμο που όλο και πλήθαινε. «Πάμε να τον διαβάσεις», είπε. «Κάνε γρήγορα, θα σε περιμένω, φέρε λιβάνι, μπόλικο λιβάνι απ’ το γνήσιο. Μην το λυπηθείς, σκέψου μόνο τα νιάτα του, την τύχη του, την τύχη μας…» Κανείς δεν τόλμησε ν’ ανακόψει αυτή την πορεία, κανείς δεν τόλμησε να εμποδίσει τον κόσμο, την Πολυξένη, τον ιερέα. Όλα έγιναν κανονικά κι ο Αδριανός, πριν γείρει ν’ αναπαυτεί μαζί με τον χαμένο του αγώνα και τη ματαιωμένη του ευτυχία, έφτασε όρθιος, όπως η Πολυξένη σκέφτηκε να τον αποχαιρετήσει.

 

***

 

Απόσπασμα από το διήγημα «Αυτό που μένει»:

Βγήκαν απ’ το ασανσέρ και προχώρησαν στον διάδρομο. Στη σειρά πρώτο ήταν το δικό της δωμάτιο. Σταμάτησαν, ο Μάριος στάθηκε πλάι της κι εκείνη άνοιξε την πόρτα και στράφηκε να τον καληνυχτίσει. Είχαν πει πως θα πήγαιναν κατ’ ευθείαν για ύπνο. Και αύριο μέρα ήταν και θα ήταν όλη δική τους και πάλι.

Την έσπρωξε ελαφρά προς το δωμάτιο, μπήκε μαζί της κι έκλεισε την πόρτα. Την έπιασε απ’ τη μέση, αρκετά λιγνή ακόμα για την ηλικία της, και τη στριφογύρισε δυο τρεις φορές στον αέρα. Τα πόδια της έτσι κι αλλιώς δεν πατούσαν στη γη ώρες τώρα… Ύστερα την κατέβασε αργά• οι ανάσες τους έσμιγαν, έτσι που την «έστησε» σε απόσταση αναπνοής! Οι ανάσες τους, γρήγορες, κοφτές, έσμιγαν, το ίδιο κι οι καρδιές τους, που άφηναν να εξαπλωθεί ξεχασμένο πυρ φυσίζοο!

Την τράβηξε πάνω του και, καθώς εκείνη έκλεινε τα μάτια και παραδινόταν μεθυσμένη από αποφυλακισμένη αγάπη, ο Μάριος άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα της απ’ την αρχή, με τα χείλη του στο πρόσωπό της. Μαγικός χρωστήρας, ανενεργός για χρόνια, βουτούσε σε ξεχασμένα χρώματα κι αναδείκνυε κάλλος άλλης ηλικίας, άλλης εποχής.

Άρχισε να κινείται αργά προς τα εμπρός, αναγκάζοντάς την να οπισθοχωρεί, στηριγμένη στα χέρια του, που της εξασφάλιζαν την απολεσθείσα ως τότε ισορροπία. Έγειρε κάτω από το βάρος του κι αφέθηκε στο χαμηλό ύψος μιας…, καθυστερημένης στον χρόνο, κλίνης γαμήλιας που τόσο σκληρά και άδικα είχε βγει απ’ τη ζωή τους. Μιλούσαν ψιθυριστά ο ένας στον άλλον, ο Μάριος κάλπαζε κρατώντας πια τα χαλινάρια της πιο ακριβής αλήθειας της ζωής του κι η Φωτεινή, ανοίγοντας φτερά προς τον ήλιο, ίπτατο με όλο της το είναι στην πιο ψηλή σφαίρα των ουρανών!

Οι δυο τους έπεφταν σε φωτιά κάθαρσης κι ανάστασης. Τα φιμωμένα κάποτε όνειρα τίναζαν τη στάχτη, που έπεφτε και σκόρπιζε, όπως έπεφτε και σκορπιζόταν σε ράκη η ταλαιπωρημένη φθαρμένη ένδυση του βασανισμένου εαυτού τους, μιας κι έπρεπε για χρόνια να χωρούν σ’ ένα ρούχο που δεν ήταν στα μέτρα τους… Η Φωτεινή χανόταν ξανά και ξανά σε μαγικό βυθό, που δεν την τρόμαζε, μόνο την καλούσε να σεργιανίσει στο θαύμα. Ανταποκρινόταν στο κάλεσμα μ’ όλο της το είναι κι ύστερα αναδυόταν νέα, αθώα, αμόλυντη, αναβαπτισμένη.

Ο Μάριος ένιωθε ο πιο τυχερός αιχμάλωτος… Δεν είχε συλληφθεί βάσει σχεδίου, όχι ανθρωπίνου τουλάχιστον. Αυτοβούλως παρεδόθη σ’ αυτή την αιχμαλωσία της φωτιάς της αγάπης, που ως τότε προδοσία, πληγή την έλεγε! Ήθελε να γράψει στα λευκά σεντόνια με το αίμα της καρδιάς του τ’ όνομά της πρώτα κι ύστερα όλα όσα ένιωθε για ’κείνη, να κοκκινίσει ο τόπος απ’ την παρθενική για πάντα αγάπη.

 

***

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top