Fractal

Η τέχνη ως μνήμα και μνήμη: Ο τάφος ως σύμβολο ζωής στην ποίηση του Κωστή Παλαμά

Γράφει η Μαρία – Ευτυχία Τσαγανά // *

 

« Σ’ έναν πλοχμό του πνεύματος, που συνεχίζει

κι ολοκληρώνει τον πλοχμό του μαρμάρου,

τα δυο παγόνια συμβολίζουν

το θάνατο και την αθανασία.»[1]

Ύβ Μπονφουά

 

palamas_1

 

Ο Παλαμάς, ως εθνικός ποιητής, συναιρεί στο έργο του όλες τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας.[2] Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στη σχέση και τη γονιμοποίηση της παλαμικής ποιητικής από τα υλικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα της κλασικής αρχαιότητας. Η υλική πολιτισμική κληρονομιά της Ελλάδας εμπνέει τον ποιητή και αποτελεί έναν από τους βασικότερους θεματικούς πυρήνες του έργου του. Πιο συγκεκριμένα, ο τάφος, ο οποίος αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο του θανάτου, όταν λαμβάνει τη θέση ενός καλλιτεχνικού επιτεύγματος, γίνεται το μέσο για την κατάκτηση της αιώνιας ζωής και την αναγωγή στη σφαίρα του ιδανικού. Τα μάρμαρα, με την ιδιότητα που έχουν ως απότοκα της Τέχνης, αλλά και ως υλικές εκφάνσεις ενός πνευματικά ανώτατου πολιτισμού, κατακτούν την αθανασία και τη μεταδίδουν σε εθνικό και σε προσωπικό επίπεδο.

 

Στην ποιητική σύνθεση «Οι τάφοι του Κεραμεικού», ο  ποιητής, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει η κριτική, [3] κάνει μια μη αναμενόμενη στροφή από τα δεσπόζοντα μνημεία της Ακρόπολης, που είναι στενά συνδεδεμένα με το εθνικό όραμα της ολότητας,[4] στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, όπου η εθνική διάσταση είναι μόνο λανθάνουσα.

Με τη θεματική αυτή επιλογή, ο Παλαμάς αναπτύσσει μέσω του έμμετρου λόγου του ζητήματα ποιητικής που τον απασχολούν και επανέρχονται συχνά στο έργο του. Το σύμβολο του τάφου ως πηγής ζωής, η ζωοδοτική ικανότητα της Τέχνης και η υπεροχή της Τέχνης έναντι της Φύσης,[5] είναι θέματα που απαντούν στους «Τάφους του Κεραμεικού».

Η εκτενής ποιητική σύνθεση συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Τα μάτια της ψυχής μου και διαιρείται σε πέντε επιμέρους  ενότητες: τον «Ύμνο στη ζωή», τον «Δεξίλεο», την «Αγάθωνος γυνή», την «Ηγησώ» και τέλος την ενότητα «Ω τάφοι».

Η ενασχόληση του Παλαμά με το ταφικό μνημείο δεν γίνεται φυσικά ερήμην επιρροών. Το σύμβολο του τάφου και γενικότερα η πράξη της ταφής έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη λογοτεχνία ανά τους αιώνες. Αποτελεί αγαπημένο μοτίβο, μεταξύ άλλων, της ρομαντικής ποίησης,[6] μέρος της  θεματικής της οποίας κινείται γύρω από τις νεκραναστάσεις, τα ερειπωμένα νεκροταφεία, τους απαισιόδοξους ονειροπόλους ήρωες και την υπεροχή του υπερφυσικού στοιχείου έναντι της λογοκρατίας.  Όπως δείχνει η έρευνα της Μαρμαρινού, το απαισιόδοξο αυτό κλίμα της ποιητικής «της νύχτας και των τάφων»,[7] επηρέασε σημαντικά κάποιους  γάλλους παρνασσιστές (Leconte de Lisle, Mme Ackermann),[8] οι οποίοι, με τη σειρά τους,  γονιμοποίησαν τη δημιουργική φαντασία του έλληνα ποιητή.[9]

Ο Παλαμάς, αν και σε πολλές περιπτώσεις, όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, ακολουθεί το παράδειγμα των γάλλων ποιητών, διαφοροποιεί, ενίοτε, την ποιητική του και διατηρεί αποστάσεις από ορισμένες θέσεις του γαλλικού παρνασσισμού. Για να γίνει αυτό σαφέστερο, θα αναφερθώ παραδειγματικά στη σύγκριση που επιχειρεί η Μαρμαρινού ανάμεσα στο ποίημα «Dies irae» του Leconte de Lisle με το υπ’ αριθμόν 60 δεκατετράστιχο της ομώνυμης συλλογής του Παλαμά, ακριβώς για να δηλώσει την αισιόδοξη οπτική του ποιητή στον «Ύμνο της ζωής». [10]

Η ερευνήτρια, μέσα από αυτή τη σύγκριση, καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:

Είναι φανερό ότι ο Έλλην ποιητής, όσο και αν γοητεύεται εκ της αψόγου μορφής του ποιήματος του γάλλου συναδέλφου του […] είναι αδύνατον να συμφωνήσει με το απαισιόδοξο περιεχόμενο αυτού.[11]

Για να φανεί εναργέστερα η, παραδόξως, αισιόδοξη διάθεση του ποιητή απέναντι στα αρχαία ταφικά μνημεία, παραθέτω ορισμένους στίχους από την ενότητα «Ω τάφοι»

[…]

γαλήνια κι αθάνατη και θεία μητέρα, η Τέχνη

σας γέννησε, σας γλύτωσε απ’ του Καιρού τα χέρια,

έδιωξεν από πάνω σας τη θλίψη του θανάτου,

έριξε επάνω σας το φώς των ιερών λειψάνων

[…]

Τάφοι γεμάτοι ενέργεια, τάφοι, ζωή γεμάτοι!

[…][12]

Όπως παρατηρούμε από το παραπάνω απόσπασμα κι όπως, ορθά, έχει επισημάνει η Λιάνα Γιαννακοπούλου, οι αρχαίοι τάφοι του Κεραμεικού γίνονται σύμβολα της θριαμβευτικής κυριαρχίας της Τέχνης πάνω στον θάνατο.[13]  Ο Παλαμάς, δηλαδή, διακατέχεται από αυτή την αισιόδοξη διάθεση καθότι αντιμετωπίζει τα ταφικά μνημεία ως υλικές αποτυπώσεις μιας ανώτερης πνευματικής διεργασίας και ως γεννήματα μιας «αθάνατης και θείας μητέρας, της Τέχνης».

Οι απόψεις του αυτές  για την Τέχνη σχετίζονται άμεσα με τη σημαντική επιρροή που δέχτηκε ο Έλληνας ποιητής από τον γαλλικό παρνασσισμό, ο οποίος υπερασπίζεται την άποψη ότι η τέχνη είναι αιώνια και αθάνατη·[14] τα έργα της δηλαδή είναι η μόνη νίκη του ανθρώπου εναντίον του χρόνου.[15]

 

Γράφει ο Παλαμάς:

 

[…]

Θα το σκαλίσω στην πέτρα επάνω

που με την Τέχνη ζει στον αιώνα

[…]

 

Εντοπίζει, δηλαδή, ο ποιητής στην Τέχνη την ενεργητική εκείνη δύναμη που μπορεί να αναστήσει και να διατηρήσει στην αιωνιότητα ό,τι αγγίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για τις τρεις αυτές ανθρώπινες μορφές, που όπως είδαμε πιο πάνω, ενταφιάστηκαν στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού,[16] το οποίο ο Παλαμάς  αντικρίζει ως καλλιτεχνικό χώρο, λόγω τον γλυπτικών επιτύμβιων στηλών, και το κατονομάζει «Ηλύσια της Τέχνης».[17]

 

Χαρακτηριστικοί είναι οι τελευταίοι στίχοι των τριών ποιημάτων («Δεξίλεως», «Αγάθωνος Γυνή», «Ηγησώ»), οι οποίοι επαναλαμβάνονται ως ηχητικό και θεματικό μοτίβο (επωδός), δημιουργώντας, αφενός, έναν ισχυρό μορφικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα τρία ποιήματα και τονίζοντας, αφετέρου, την ενεργητική δύναμη της Τέχνης, που τοποθετεί τα επιτεύγματά της στη σφαίρα του ιδανικού και της αιωνιότητας:

[…]

Ο χρόνος φεύγει, αλλάζ’ η γη, περνούν λαοί και κόσμοι,

και πέφτουν και ξεραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα

κι ασάλευτη κι αμάραντη εγώ εδώ πέρα στέκω

[…]

ω χάρη, ω νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχία

στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!

[…][18]

Οι στίχοι αυτοί εξαίρουν την άφθαρτη ύλη των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων, που δεν την επηρεάζει το πέρασμα του χρόνου. Αποτελούν έτσι έναν ύμνο στην αιώνια ζωή που τους χαρίζει η καλλιτεχνική τους μετουσίωση.

Ακόμα, η ζωοδοτική ικανότητα της Τέχνης τονίζεται και μέσω της σύνδεσης και του συσχετισμού της με το σύμβολο του ήλιου.

[…]

Από τον ήλιο η ζωή παίρνει ζωή μονάχα.

[…] ( «Ύμνος της  Ζωής» Α1, σ. 242)

 

Για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω

τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα.

τι θέλω εδώ στα μνήματα κι εδώ στα συντριμμένα;

[…] («Ω Τάφοι!»,  Α1, σ. 242)

 

[…]

Κι όταν ο χρυσοστέφανος κι όταν ο μέγας Ήλιος

υψώνεται ολοφάνερος και λάμπει στην Αθήνα,

στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!

[…] («Αρχαίοι Θεοί», Α1, σ. 251)

 

Ο ήλιος  αποτελεί πηγή ζωής και δημιουργίας. Από την αρχή της ανθρωπότητας  λατρεύτηκε ως θεός και εξακολουθεί να λατρεύεται από αρκετές θρησκείες, ενώ σε άλλες εντοπίζεται ως σύμβολο δικαιοσύνης, φωτός, γνώσης κ.α..[19]  Ο Παλαμάς υμνεί τη ζωοδοτική δύναμη του ήλιου,[20] τόσο με τον έμμετρο ποιητικό του λόγο, όσο και με τα κριτικά του δοκίμια.[21]

Γράφει το 1920:

Το τραγούδι μου είναι πολύθεο. Οι θεοί του συμπλεγμένοι σ’ έναν ολύμπιο χορό, σε μια χαρά ελληνική […] Απάνου απ’ όλους ο Ήλιος, ο υπέρτατος θεός.[22]

 

Όπως η Τέχνη με τις θεϊκές της ιδιότητες, έτσι  και ο ήλιος μπορεί να εμψυχώσει τους «μαρμαρένιους τάφους» και να καταστήσει τους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται μέσα σ’ αυτούς, κοινωνούς της αθανασίας («στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!»). Ο Κασίνης αναφέρει πως το «ηλιολατρικό στοιχείο» στην ποίηση του Παλαμά είναι πηγή φωτός (στοιχείο που συνδέεται με τη ζωή) και σκότους (στοιχείο που παραπέμπει στο θάνατο), έχοντας έτσι τη δυνατότητα να μετέχει σε όλες τις μεταφυσικές και συμβολικές εκφάνσεις της ζωής και του πνεύματος.[23]  Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να εμψυχώνει τα άψυχα και να θανατώνει τα έμψυχα, ανάλογα με τη θεϊκή του βούληση. Η δύναμη του ήλιου και της Τέχνης φαίνεται στο μεγαλείο της, εφόσον μπορούν, όχι απλώς να δώσουν ζωή, αλλά να αναστήσουν σε μιαν άλλη σφαίρα υποκείμενα που έχουν ήδη υποστεί το φυσικό θάνατο·  αυτό εκφράζεται με ενάργεια μέσω της χρήσης του αντεστραμμένου ταφικού συμβόλου, το οποίο, στα παλαμικά ποιήματα που εξετάζουμε, συμβολίζει τη ζωή.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι η έννοια της ζωής στην εν λόγω ποιητική σύνθεση δεν σχετίζεται με το μοτίβο του θανάτου και της αναγέννησης που προτείνει η Φύση, αλλά με την αφθαρσία που γεννάει η Τέχνη. Το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, ως «τόπος αρχιτεκτονικών και γλυπτικών ερειπίων»,[24] αλλά και ως μια ετεροτοπία εντός του σύγχρονου ελληνικού τοπίου,[25] γίνεται για τον Παλαμά πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης, αλλά και αφορμή για να εκφράσει τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις σχετικά με τη ζωή, τον θάνατο και την Τέχνη.

 

palamas_2

 

Ο  Καλοσγούρος στην κριτική του για τη συλλογή Τα μάτια της ψυχής μου, αναφέρει:

Η πλατύτερη έννοια της Ζωής. Αυτή η πλατύτερη και ακόμα βαθύτερη έννοια φανερώνεται στα μάτια της εμπνευσμένης ψυχής, και αυτή την ξανοίγει καθαρότερη και πλέον αληθινή εις τα έργα της Τέχνης και μάλιστα εις εκείνα τα ιερά λείψανα περασμένου κόσμου, που όσο παλιότερα γίνονται, τόσο περισσότερο πλουτίζονται από τα αθάνατα κάλλη της Ζωής. Από τους τάφους του Κεραμεικού […] προβάλλουν, τρία ανθρώπινα πλάσματα, όπου η Ζωή έχει τη θειότερή της φανέρωση […] ο άνδρας, η γυναίκα, η παρθένα. Τύποι αρχαίοι και οι τρεις όμως ζωντανοί […].[26]

 

Όπως φαίνεται από το παραπάνω παράθεμα, ο Παλαμάς, στους «Τάφους του Κεραμεικού», πλάθει ένα εγκώμιο για τη δύναμής της Τέχνης, η οποία υπερβαίνει τις αναγεννητικές ιδιότητες της Φύσης, που τα προϊόντα της  δεν είναι ανθεκτικά στο χρόνο και βιώνουν  την εμπειρία του θανάτου.

[…]

Για σας δεν έχει τίποτε κ’ η Φύσις η μητέρα,

δεν έχει τίποτε, γιατί δεν είστ’ εσείς παιδιά της·

γιατί μιαν άλλη, όμοια τρανή και δυνατή μητέρα,

γαλήνια κι αθάνατη και θεία μητέρα, η Τέχνη

σας γέννησε, σας γλύτωσε απ’ του Καιρού τα χέρια,

έδιωξεν από πάνω σας τη θλίψη του θανάτου,

έριξε επάνω σας το φώς των ιερών λειψάνων

[…][27]

 

Ως καλλιτεχνικά γεννήματα, τα ταφικά μνημεία του Κεραμεικού χαρίζουν στα υποκείμενα, που περικλείουν, την εξασφάλιση της μνήμης – ανάμνησης. Η υλικότητα των επιτύμβιων στηλών και το καλλιτεχνικό άγγιγμα, αποτελούν δύο ισχυρούς παράγοντες που εξασφαλίζουν την ανθεκτικότητά τους στο χρόνο και την αιώνια ανάμνηση των «λειψάνων ενός κόσμου παλαιού και κόσμου περασμένου». Η αφθαρσία της ύλης τους παρέχει προστασία από τις διαβρωτικές δυνάμεις του χρόνου, ενώ παράλληλα η αναγωγή τους σε καλλιτεχνικά αντικείμενα τους προστατεύει από την λήθη.

Ω μνήματα, άγια λείψανα, μακαριστές εικόνες,

ω μελιστάλαχτες φωνές, άμποτε πάντα, πάντα

μεσ’ στα κρυφά του λογισμού, μεσ’ στης καρδιάς τα βάθη

να σας ακούω, να σας κρατώ, και τα σοφά σας λόγια

ποτέ να μη τα λησμονώ. Ναι, δεν αξίζει ο κόσμος

χωρίς την Ομορφιά, χωρίς τη Λεβεντιά και δίχως

την Αρετή. […][28]

 

Η  λειτουργία  της μνήμης, στη συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο βασικές κατηγορίες και εξυπηρετεί έτσι δύο βασικούς θεματικούς άξονες της παλαμικής ποιητικής. Α) Η μνήμη της αρχαίας Ελλάδας, της οποίας υλικό τεκμήριο είναι ο αρχαιολογικός – μουσειακός χώρος του Κεραμεικού και Β) η ανάμνηση των συγκεκριμένων ανθρώπινων μορφών, που αποτέλεσαν πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης.

Η πρώτη λειτουργία της μνήμης αφορά το συλλογικό ζήτημα του καθορισμού του «εθνικού τόπου»,[29] με υλικό ορόσημο το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Ο  Χαμηλάκης αναφέρεται, ακριβώς, στην καθοριστική σημασία των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων για την συγκρότηση της εθνικής μνήμης του αρχαίου παρελθόντος.[30] Ο Κεραμεικός, δηλαδή, ως κομμάτι του κλασικού πολιτισμού μεταφέρει στο εθνικό παρόν τη μνήμη της αρχαίας ζωής και τελετουργίας.

Η επόμενη έκφανση της μνημονικής λειτουργίας αφορά τη λογοτεχνική διάσωση των αρχαίων μορφών και την αναγωγή τους σε ηθικά πρότυπα, μέσω της καλλιτεχνικής τους αποτύπωσης. Ο Παλαμάς δημιουργεί ένα μνήμα, μέσω του ποιητικού του λόγου, για τρία είδη αξιών  που θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει ο βίος των αρχαίων μορφών και τα οποία κινδυνεύουν να λησμονηθούν.

[…]

Αρχαίοι τάφοι, πια κανείς δεν έρχεται σιμά σας

με στέφανα από σέλινο, με θλιβερούς υακίνθους,

να σας ραντίσει με κρασί, το μέλι να σας φέρει.

[…][31]

Ο ποιητής δημιουργεί, δηλαδή, ένα ποίημα μνήμα για να εξασφαλίσει την ανάμνηση των ηθικών αυτών προτύπων,[32] που έγιναν πηγές καλλιτεχνικής έμπνευσης και αφορμές δημιουργίας.  Στόχος του είναι το ποιητικό του έργο να παίξει ρόλο αναμορφωτικό, οι  στίχοι του δηλαδή, αφορούν με τον τρόπο αυτό και την εθνική συλλογική μνήμη.[33]

Όπως έχει παρατηρήσει  η Άρτεμις Λεοντή:

Ένας από τους ξεχωριστούς ρόλους της λογοτεχνίας είναι να φέρει στο φως γλωσσικά λείψανα από προηγούμενους κατόχους του έθνους, τώρα νεκρούς, απόντες ή κατακτημένους. Διασώζοντας τις παραδόσεις από τη λήθη, μια εθνική λογοτεχνία έχει καθορίσει ένα γηγενές ήθος και έχει δικαιώσει τις αξιώσεις της οντότητας αυτής για αυτονομία και ανεξαρτησία.[34]

 

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σχολιάσω την άποψη της Γιαννακοπούλου σχετικά με την αναζωογονητική δύναμη της Τέχνης.  Η ερευνήτρια θεωρεί πως η δημοτική γλώσσα της ποίησης του Παλαμά είναι η δύναμη εκείνη που θα εμψυχώσει τα αρχαία μάρμαρα, τα οποία αποκαλεί «ερείπια» (ruins):

« […] Palamas’ emphasis on the question of life and death is closely bound with his belief in the enlivening power of the modern Greek language. […]»[35]

[…] The verb in Greek “ενεψύχωσαν” ( animate, give new life) and the phrase “μαρμάρινο άγαλμα” (marble statue) allude indeed to the story of Pygmalion and show that Palamas considers contemporary poetry as the divine power which can animate the marble monuments of antiquity – a poetry based, of course, on the demotic.[36]

We can see, then, how Palamas’ faith in the potential of modern Greek language and poetry frames and justifies his attitude towards the ruins of antiquity […] [37]

 

Πράγματι,  ο Παλαμάς αποδείχθηκε ένας από τους σημαντικότερους υπέρμαχους της δημοτικής γλώσσας.[38] Εμφανής είναι στα ποιήματά του «η πίστη του στη δημιουργική δύναμη της ποίησης»,[39] μια πεποίθηση που εκφράζεται με ενάργεια στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, όπου το βιολί, ως σύμβολο της τέχνης του λόγου,[40] είναι η  δύναμη που θα δώσει εκ νέου ζωή στα χαλάσματα.[41]

 

Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από το ποίημα:

 

[…]

Χτύπα δοξάρι μου, και χτίζε,

ο κόσμος γίνεται από μένα

μέσα στα χέρια μου τα δυό.

Ω γέννα, ω γέννα!

[…]

Βιολί μου, υπάρχεις εσύ μόνο,

και μια είν’ η γλώσσα, κι ο ήχος σου είναι

κ’ ένας ο πλάστης, και είμ’ εγώ,

κι ο λόγος που θαυματουργεί

κι ο λόγος είναι η μουσική!

[…][42]

 

Ο ποιητής λαμβάνει την ιδιότητα του  «πλάστη», που με τη «μουσική» και το «λόγο» θα πραγματώσει τη «γέννα» του νέου κόσμου. Το όραμά του για αναδημιουργία, μέσα από τα ερείπια,[43] βρίσκει προϋπάρχουσες πηγές στον αρχαιοελληνικό μύθο, αλλά και ιδεολογική υποστήριξη στη νιτσεϊκή φιλοσοφία.[44]

 

palamas_3

 

Μολοταύτα, στην περίπτωση των «τάφων του Κεραμεικού» δεν πρόκειται για ερείπια (ruins), παρ’ ότι προέρχονται από «έναν κόσμο παλαιό και κόσμο περασμένο». Ο Παλαμάς αντιμετωπίζει τις επιτύμβιες στήλες ως παιδιά μιας «θείας μητέρας», αναγνωρίζει, δηλαδή, στη γλυπτική τις ιδιότητες μιας ανώτερης πνευματικά τέχνης, οι οποίες ενέπνευσαν τους ποιητές του παρνασσισμού και διαμόρφωσαν σημαντικά τις θεωρητικές του θέσεις.[45] Στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής χρησιμοποιεί και τα επίθετα, τα οποία η Γιαννακοπούλου ερμηνεύει ως δηλωτικά της άψυχης στατικότητας (μαρμαρένια, ασάλευτη κ.α.).  Η έρευνα της Μαρμαρινού έχει δείξει ότι ο Παλαμάς, πολλές φορές, παρομοιάζει την ποίηση με τη γλυπτική και ταυτίζει το έργο του ποιητή με εκείνο του γλύπτη. Έτσι, εντοπίζουμε στα ποιήματά του πληθώρα γλυπτικών όρων, κατά το παράδειγμα των γάλλων παρνασσιστών.[46]

Η θέαση των αρχαίων τάφων του Κεραμεικού, ως ερειπίων (ruins), που περιμένουν την αναζωογόνηση από τη σύγχρονη ποίηση, έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του  Παλαμά σχετικά με τη ζωοδοτική δύναμη της Τέχνης. Τον ποιητή, δεν φαίνεται να τον απασχολεί, στην περίπτωση αυτή, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο τέχνες (γλυπτική – ποίηση), αντίθετα αναγνωρίζει στην γλυπτική μια ανώτερη μορφή Τέχνης, η οποία αποτελεί σημαντική ψηφίδα για την αποκατάσταση του πολιτισμικού συνεχούς.

 

Ο ίδιος γράφει στον «Πρόλογο» της συλλογής Τα μάτια της ψυχής μου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το εν λόγω ποίημα:

 

Και την μεγάλην της χάριν η νεωτέρα ποίησις χρεωστεί εις το ότι συχνά λούεται μέσα εις τα θαυματοποιά νερά της ελληνικής αρχαιότητος. Και τοιουτοτρόπως από την ανάμειξιν δυο αντιθέτων στοιχείων, του αρχαίου και του νεώτερου, προβάλλει νέα Τέχνη με άφραστην εμορφιάν. Διότι το παρελθόν δεν έχει δύναμη να καταστήσει τον Ποιητήν  όλως διόλου ξένον εις το παρόν, και να τον κάμη να ζήση απολύτως έξω από τον κύκλον των συγχρόνων. Αν ο ποιητής ανατρέχει εις το παρελθόν, ζητεί από αυτό νέας και σημαντικάς εικόνας, μορφάς, σύμβολα, με τα οποία εκφράζει τα νοήματα και τα αισθήματά του· αισθήματα και νοήματα ψυχής των νεωτέρων χρόνων που υφίστανται, όσο κι αν δεν το υποπτεύη, την επίδραση του περιέχοντος. Και μέσα εις το ανακάτωμα τούτο, με παραχωρήσεις αμοιβαίας, και το νεώτερο πνεύμα καθαρίζεται, και το αρχαίον πνεύμα μετασχηματίζεται, καθώς απαιτεί και αυτή η φύσις της καλλιτεχνικής εργασίας […][47] (Απρίλιος 1892)

 

Όπως αντιλαμβανόμαστε από το παραπάνω απόσπασμα, η δύναμη που ανέστησε στην αιωνιότητα τον Δεξίλεω, τη γυναίκα του Αγάθωνα και την Ηγησώ, δεν προέρχεται ούτε από τη γλυπτική, ούτε από την τέχνη της ποίησης, αλλά από την πρόσμειξη των δύο καλλιτεχνικών μορφών του ανθρώπινου πνεύματος. Η όσμωση των πνευματικών δημιουργημάτων (αρχαίων και νέων), είναι η δύναμη που μπορεί να χαρίσει ζωή και ανάσταση στη σφαίρα του ιδανικού και της αιωνιότητας. Ο Παλαμάς πολύ σοφά, για να δηλώσει την πίστη του στη ζωοδοτική συνένωση όλων των μορφών τέχνης, δεν κατονόμασε τη «θεία Τέχνη», ούτε έδωσε κάποια άλλη δηλωτική λέξη, στο πλαίσιο του ποιήματος, η οποία να προσανατολίζει τον αναγνώστη προς κάποια συγκεκριμένη καλλιτεχνική μορφή: «γαλήνια και αθάνατη και θεία μητέρα, η Τέχνη/ σας γέννησε […]».[48]

 

Ωστόσο, πώς μπορούμε να μιλάμε για καλλιτεχνική – πνευματική όσμωση όταν στις μόνες τέχνες που μέχρι τώρα έχουμε αναφερθεί είναι η γλυπτική και η ποίηση; Ο Παλαμάς στους «Τάφους του Κεραμεικού», μας δίνει τρεις ανθρώπινες μορφές οι οποίες πέρασαν στην σφαίρα της αιωνιότητας με τη δύναμη της Τέχνης, αλλά και χάρη στον ηθικό επίγειο βίο τους. Δηλωτικά τεκμήρια της ενάρετης ζωής τους είναι η ενασχόλησή τους με τις τέχνες, οι κοινωνικές τους ευαισθησίες και οι πνευματικές τους αναζητήσεις. Έτσι, με αυτή την αφορμή ο Παλαμάς κάνει αναφορά στις κύριες φάσεις τις πνευματικής δημιουργίας του ελληνισμού, με αφετηρία την ελεγειακή ποίηση και το αρχαίο δράμα, για να καταλήξει στη σύγχρονη ποίηση. Με τον τρόπο αυτό, δηλώνει με σαφήνεια την πίστη του στις ευεργετικές δυνάμεις, που μπορεί να προσφέρει η πρόσμιξη των καλλιτεχνικών μορφών.

 

Πιο αναλυτικά, ο Δεξίλεως μιλώντας σε α΄ ενικό πρόσωπο εξιστορεί:

 

Μ’ ανάθρεψαν τα βροντερά τραγούδια του Τυρταίου

και τάραξαν τον ύπνο μου τα όνειρα του Αισχύλου

[…]

τους στίχους του Ανακρέοντα τραγούδησα

[…]

κ’ εγώ ονειρεύτηκα […]

στο θέατρο άξιος ποιητής τα πλήθη να μαγεύω,

κ’ εγώ μια μέρα ν’ ακουστώ βροντόφωνα στην Πνύκα,

αστροπελέκι στους κακούς, και με τους φιλοσόφους

[…][49]

 

Με έντεχνο τρόπο, στους στίχους αυτούς, ο Παλαμάς καταγράφει τις σπουδαιότερες πνευματικές κατακτήσεις των αρχαίων ελλήνων. Ξεκινά από τον πολεμικό ελεγειακό ποιητή, Τυρταίο,[50] συνεχίζει με το αρχαίο ελληνικό δράμα, αναφέροντας έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του, τον Αισχύλο και τέλος κάνει αναφορές στην ανακρεόντεια λυρική ποίηση, στον δικανικό λόγο (Πνύκα), είδος που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία Αθήνα και στη φιλοσοφική σκέψη.

Στην  «Ηγησώ» διαβάζουμε:

[…]

Άλλες κεντούνε δράκοντες κι άλλες κεντούν λιοντάρια

κι όλες κεντούν τους Γίγαντες, μαύρους, ασχημισμένους,

κ’ εγώ κεντώ ένα Γίγαντα… το πώς, δεν το γνωρίζω·

κι εγώ κεντώ ένα Γίγαντα, ξανθόν, ημερωμένο

και πιο όμορφο από τον Άδωνη, πιο λαμπερό απ’ την Πούλια

[…]

Γιατί στα Παναθήναια, σ’ εκείνα καρτερούσα

να μου φανεί ο αγνώριστος, να λάμψει εμπρός μου εκείνος,

να λάμψει και να τον ιδώ, να τον ξανοίξω αμέσως.

Και γνώρισα το θάνατο αντί για τον καλό μου!

[…][51]

 

Εκτός από τις σαφείς αναφορές στη μυθολογία γύρω από το πρόσωπο της Αθηνάς και την τοποθέτηση της δράσης στη χρονική διάρκεια των Παναθηναίων, που είναι μια γιορτή με πνευματική στόχευση και καλλιτεχνικά δρώμενα, η μορφολογία (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος) και η θεματική (η παρθένα που παντρεύεται τον Χάρο) του παραπάνω αποσπάσματος, παραπέμπουν σε ένα καίριο σταθμό της ελληνικής πνευματικής δημιουργίας, το δημοτικό τραγούδι.

Η «αθάνατη και θεία Τέχνη», λοιπόν,  βλέπουμε ότι λαμβάνει πολλαπλές μορφές και διαστάσεις στο πλαίσιο του ποιήματος. Είναι βέβαια εμφανές ότι οι ποιητικές μορφές (δράμα, θέατρο, ανακρεόντεια ποίηση, δημοτικό τραγούδι) είναι περισσότερες, μολοταύτα και η γλυπτική κατέχει εξίσου σημαντική θέση, πράγμα που δηλώνεται καθαρά από τον τίτλο του ποιήματος. Στο σημείο αυτό, για να ενισχύσω την παραπάνω άποψη, θα χρησιμοποιήσω και ορισμένες στροφές από την ποιητική σύνθεση Ο Τάφος, που γράφεται το 1898, έξι χρόνια μετά από Τα μάτια της ψυχής μου.

 

Που θε νάβρω τον παλιό

τεχνίτη εδώ πέρα,

της παρθένας Ηγησώς

το δεύτερο πατέρα,

 

που θα βρω τον άγνωστο

των τάφων Πραξιτέλη,

σε μια πλάκα λιγοστή,

μια πέτρα απ’ την Πεντέλη,

 

έτσι απλά κι αστόλιστα

και τρισχαριτωμένα

να κεντήση ανεβατά

να σ’ αναστήσει εσένα;

[…][52]

 

Όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα, ο ποιητής επιθυμεί να δημιουργήσει για το παιδί του έναν μνήμα που θα του εξασφαλίζει την αθανασία, όπως συνέβη με τις τρεις φιγούρες του Κεραμεικού. Επικαλείται το όνομα του γλύπτη Πραξιτέλη, για να φιλοτεχνήσει τον παιδικό τάφο, ο οποίος, ως καλλιτεχνικό επίτευγμα θα το αναστήσει στην αιωνιότητα. Τελικά το μνήμα αυτό δημιουργείται, όχι μέσω της γλυπτικής, αλλά με τη βοήθεια του ποιητικού λόγου και έτσι το ποίημα κατορθώνεται. Στην περίπτωση αυτή, που αποτελεί μια ελεγεία, η ύπαρξη ενός καλλιτεχνικού μνήματος δεν στοχεύει μόνο στην «ανάσταση» του μικρού παιδιού, δηλαδή στην τοποθέτησή του στην σφαίρα του ιδανικού και της αιωνιότητας, αλλά και στην παρηγοριά και ψυχική ανάταση του πατέρα – ποιητή, μέσω της παραμυθίας του ποιητικού λόγου.

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η όσμωση των διαφόρων καλλιτεχνικών μορφών είναι απαραίτητη και αναγκαία για την ενεργοποίηση των αναζωογονητικών δυνάμεων της Τέχνης. Στα συμφραζόμενα αυτής της ερμηνείας, μπορούμε να προσεγγίσουμε και να αποσαφηνίσουμε τους εμβληματικούς στίχους από την ενότητα «Ω Τάφοι»:

Χαίρετε, τάφοι ερημικοί, κ’ ευλογημένοι τάφοι!

[…]

είστε παλιοί μου σύντροφοι κι αδέρφια μου είστε εγκάρδια!

[…][53]

 

Ο ποιητής προσφωνεί τους τάφους αδέρφια του, εφόσον γνωρίζει πως η πρόσμειξη της δικής του τέχνης, με τα αρχαία γλυπτά έργα, μπορεί να τον οδηγήσει στην προσέγγιση της «θείας Τέχνης», η οποία έδωσε ζωή στις τρεις ανθρώπινες μορφές του Κεραμεικού και προσδοκά να τοποθετήσει στην αιωνιότητα και το πρόωρα χαμένο παιδί του. Αναγνωρίζει δηλαδή στην αλληλόδραση των διαφόρων μορφών Τέχνης την αναζωογονητική εκείνη δύναμη, που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και ανάγει τα αντικείμενά της σε καλλιτεχνικά ιδανικά.

Επιλογικά, εύλογο θα ήταν να τονιστεί πως για την παλαμική ποιητική η αποκατάσταση της πολιτισμικής συνέχειας έχει ιδιαίτερη σημασία και προαπαιτεί την ενεργή και ζώσα ύπαρξη όλων των πολιτιστικών στοιχείων.[54] Μέσα από το αντεστραμμένο σύμβολο του τάφου και την πρόσμιξη των κύριων ελληνικών πνευματικών φάσεων, ο ποιητής μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι μόνο μέσα από την όσμωση των διαφόρων μορφών Τέχνης μπορεί να εκκληθεί η αναζωογονητική εκείνη δύναμη, η οποία αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και ανάγει τα αντικείμενά της σε καλλιτεχνικά ιδανικά.

 

* Ευχαριστώ θερμά τις καθηγήτριές μου κα Γεωργία Γκότση και κα Άννα Κατσιγιάννη για την πολύτιμη βοήθειά τους.

 

________________________

[1]  Ύβ Μπονφουά, Η αποθέωση του πραγματικού, μετ. Χριστόφορος Λιοντάκης, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2014, σ. 55.

[2] Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Προοπτικές και προσεγγίσεις, Αθήνα, Νεφέλη, 1992, σ. 16.

[3]  Liana Giannakopoulou, The Power of Pygmalion. Ancient Greek Sculpture in Modern Greek Poetry, 1860 – 1960, Berlin, Peter Lang, 2007, σ. 81.

[4] Βλ.  Γεωργία Γκότση, «Ο θρήνος των Καριατίδων: βιογραφία μιας παράδοσης», υπό δημοσίευση στο διαδικτυακό περιοδικό Modern Greek Studies Online, 1 (2015).

[5] Τα ζητήματα αυτά τα εντοπίζει και τα καταγράφει η Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού στο πρώτο κεφάλαιο του τρίτου μέρους  της διδακτορικής της διατριβής, Ο Κωστής Παλαμάς και ο γαλλικός παρνασσισμός, όπου παραθέτει και αρκετά σχετικά παραδείγματα· βλ. Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, Ο Κωστής Παλαμάς και ο γαλλικός παρνασσισμός, ΕΚΠΑ, 1976, σ. 204-208, 209-221, 257-261, 272-279. (Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή)

[6] Βλ. Lilian Furst, Η γλώσσα της κριτικής· Ρομαντισμός, μετ. Ιουλιέττα Ράλλη, Καίτη Χατζηαδάμου,  Αθήνα, Ερμής, 1974, σ. 42.

[7] Ό.π.

[8] Το κίνημα του παρνασσισμού εμφανίστηκε κατά την παρακμή του ρομαντισμού, από τον οποίο ωστόσο επηρεάστηκε σημαντικά· βλ. Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π., σ. 23-25, 136-139.

[9] Ό.π., σ. 272-280· ως παραδείγματα αυτής της επιρροής, η Μαρμαρινού αναφέρει τα ποιήματα «Στοχασμοί της νύχτας», «Ο θάνατος της Ηλιογέννητης», «Το τραγούδι ενός πατέρα».

[10]  Βλ. Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 241-242.

[11] Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π., σ. 279. Ωστόσο, σε άλλα κείμενά του ο Παλαμάς επηρεάστηκε από τη ρομαντική ερειπιολατρεία, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στο ποιητικό αφήγημα του 1900, «Πως μεταμορφώθηκε ο Σάτυρος» (Ά4, σ. 175-182)· βλ. Άννα Κατσιγιάννη, Το πεζό ποίημα στη νεοελληνική γραμματεία. Γενεαλογία, διαμόρφωση και εξέλιξη του είδους (από τις αρχές ώς το 1930), Α.Π.Θ., 2001, σ. 147 (Αδημοσίευτη διδακτορικη διατριβή):

Το εκτενές ποιητικό αφήγημα «Πώς μεταμορφώθηκε ο σάτυρος» παρουσιάζει εμφανείς αναλογίες με τα πρώιμα εκτενή πεζά ποιήματα του Maurice de Guérin, όχι μόνο ως προς το ξετύλιγμα του μύθου αλλά και ως προς το ρυθμικό του βάδισμα. Η θεματική εμμονή στα αρχαία μάρμαρα προδίδει την αναστροφή του ποιητή με την ερειπιολατρική φιλολογία του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, παρνασσισμού και αισθητισμού.»

[12] Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Ά1, σ. 243.

[13] Liana Giannakopoulou, ό.π., σ. 82.

[14] Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π., σ. 204-209.

[15] Ο παρνασσισμός, εκτός από την αιωνιότητα και την αθανασία της Τέχνης, υπερασπίζεται και την ιδιότητά της ως δύναμης που μπορεί να δράσει ενεργητικά πάνω στη ζωή και ως αξίας ανώτερης από τη ζωή, η οποία ανάγεται σε αυτοσκοπό. Οι θέσεις αυτές οδήγησαν στην υπεράσπιση του δόγματος Lart pour lart.  Βλ. Ό.π., σ. 209.

[16] Βλ. Γεωργία Γκότση, «Έμψυχες αρχαιότητες. Λογοτεχνία και πολιτισμική βιογραφία τον 19ο αι.», Κονδυλοφόρος 11 (2012) 51-76.

[17] Κατά την περίοδο της αρχαιότητας το  νεκροταφείο του Κεραμεικού ήταν το σημαντικότερο κοιμητήριο της Αττικής. Επίσης πολλοί τεχνίτες και γλύπτες εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Κεραμεικού, καθώς μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα αργιλώδη εδάφη του. Βλ. http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2392 (τελευταία επίσκεψη 20/5/2015).

[18] Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 246, 248, 250.

[19] Βλ. Κωστής Παλαμάς, «Ουρανία», (1897), Α1, σ. 367:

Ήλιε εσύ, πηγή αστείρευτη

κάθε ζωής, εικόνα

του ωραίου υπερτέλεια

και του Απείρου κορώνα.

 

Πριν αρχίσουν το διάβα τους

των θεών οι λεγεώνες,

πρώτα θεό σε αγνάντεψαν

και μοναχόν οι αιώνες.

 

Και πάλι θεός ύστατος

σα νεκρική λαμπάδα

του τελευταίου θρησκεύματος

θα φέξης την κρυάδα.

 

[20] Βλ.  Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π., σ. 291-305.

[21] Το 1882 ο Ν.Γ. Πολίτης δημοσιεύει τη μελέτη του Ο ήλιος κατά τους δημώδεις μύθους, η οποία παρουσιάζει την συμβολική σημασία του ήλιου για την ελληνική διαχρονία. Βλ. Ν.Γ. Πολίτης, Ο ήλιος κατά τους δημώδεις μύθους, Αθήνα, Τυπογραφείο της Ενώσεως, 1882.  (Ανακτήθηκε από, http://anemi.lib.uoc.gr, στις 26/5/2015.)

Ακόμα, ο ήλιος για  την εθνολογία του 19ου αι. αποτελεί σημαντικό θέμα. Βλ. J.B. Bullen, The Sun is God : painting, literature, and mythology in the nineteenth century, Oxford, University Press, 1989.  (Ανακτήθηκε από, https://books.google.gr, στις 26/5/2015.)

[22] Κωστής Παλαμάς, «Η ποιητική μου», (1920), Α10, σ. 521.

[23] Κ.Γ. Κασίνης (επιμ.), Ανθολογία Κωστή Παλαμά, Αθήνα, Πατάκης, 2004, σ. 5-6.

[24] Άρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες Ελληνισμού. Χαρτογραφώντας την πατρίδα, μετ. Παναγιώτης Στογιάννος, Αθήνα, Scripta, 1998, σ. 81.

[25] Ό.π., σ. 85. (Βλ. ιδίως σημ.8.):

Ο Michel Foucault,τον Μάρτιο του 1987, σε μια διάλεξή του με τίτλο « Des espaces autres», όρισε τις ετεροτοπίες ως αποτελεσματικά θεσπισμένες ουτοπίες, που αναπαριστούν, αμφισβητούν και αντιστρέφουν ταυτοχρόνως, άλλες τοποθεσίες· είναι τόποι έξω από όλους τους τόπους, ακόμη κι αν είναι δυνατόν να υποδείξουμε την πραγματική θέση τους. Αυτοί οι τόποι είναι απολύτως διαφορετικοί από όλες τις τοποθεσίες τις οποίες αναπαριστούν και για τις οποίες μιλούν.

Βλ. ακόμα, Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του· αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μετ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2007, σ. 41:

Τα υλικά ορόσημα αυτής της ετεροτοπίας δεν χρησιμεύουν απλώς ως η εικονογραφία του εθνικού ονείρου (όσο σημαντικός κι αν είναι αυτός ο ρόλος) αλλά και ως η ουσιώδης υλική, φυσική, πραγματική, και άρα αδιαμφισβήτητη απόδειξη της συνέχειας του έθνους, ένας καίριος μηχανισμός για τη φυσικοποίηση του.

[26]  Γεώργιος Καλοσγούρος, «Φιλολογική Αναγέννησις. Τα Μάτια της Ψυχής μου, του Κωστή Παλαμά». (Πρβλ.  Παλαμάς, «Σημείωμα», [(χ.χ.)], Α1, σ. 449.)

[27] Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 243.

[28] Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 251.

[29] Άρτεμις Λεοντή, ό.π., σ. 53-57.

[30]  Γιάννης Χαμηλάκης, ό.π., σ. 41:

Όπως θα δείξω στο παρόν βιβλίο, κάποια συγκεκριμένα ερείπια και τέχνεργα μπορεί να θεωρηθούν ως ουσιώδη εμβλήματα, εικόνες και υλικά ορόσημα τα οποία καθορίζουν τον κοινό τόπο του έθνους […].

[31] Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 243.

[32] Βλ. και Λίζυ Τσιριμώκου, Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία, Αθήνα, Άγρα, 2000, σ. 319-321.

[33] Τα υλικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα ενδέχεται κάποτε να έχουν έχουν μεγαλύτερη επίδραση στην κατασκευή της εθνικής μνήμης, από τα επιτεύγματα του λόγου. Ο Χαμηλάκης αναφέρει: Πρόκειται για μια έρευνα της αισθητηριακής και αισθησιακής παρουσίας και βιογραφίας των υλικών λειψάνων του παρελθόντος: των διεργασιών και των δυνάμεων που ενεργοποιήθηκαν μέσω των αισθητηριακών, υλικών ιδιοτήτων των αρχαίων αντικειμένων, κατά πρώτο λόγο της ορατότητάς τους, της απτότητάς τους και της ικανότητάς τους να παράγουν και να υλοποιούν το χώρο και το χρόνο.

Βλ. Χαμηλάκης, ό.π., σ. 33-34.

[34] Άρτεμις Λεοντή, ό.π., σ. 62-63.

[35] Liana Giannakopoulou, ό.π., σ. 83.

[36] Ό.π., σ. 84.

[37] Ό.π., σ. 86.

[38] Γιάννης Ψυχάρης, Κριτικά κείμενα, τ. β΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1997, σ. 622-623.

[39] Ε.Π Παπανούτσος, Παλαμάς – Καβάφης – Σικιελιανός, Αθήνα, Ίκαρος, 1955, σ. 110.

[40] Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, Αθήνα, εκδόσεις του Αιγαίου, 1956, σ. 466.

[41]Βλ.  ό.π.· βλ. ακόμα, Anthony Hirst, God and the Poetic Ego, Oxford, Peter Lang, 2004, σ. 67.

[42] Κωστής Παλαμάς, «Δωδεκάλογος του γύφτου», (1907), Ά3, σ. 405.

[43] Δημήτρης Δημηρούλης, «Η ποιητική των ερειπίων», The Athens Review of  Books (Ιούλιος – Αύγουστος 2015) 24-28.

[44] Βλ. Παντελής Βουτουρής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα. Παλαμάς – Νίτσε, Αθήνα, Καστανιώτης, 2006.

[45]  Βλ. Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π., σ. 233:

Είναι γνωστόν ότι οι γάλλοι παρνασσικοί ποιηταί επιζητήσαντες την τελειότητα της μορφής παρελλήλισαν την ποίηση προς την γλυπτικήν, παρομοιάσαντες πολλάκις το έργον του ποιητού προς το του γλύπτου και την δημιουργίαν ενός στίχου προς την επίπονον λάξευσιν μορφής τινος επι του μαρμάρου. Ο Th. Gautier μάλιστα έχει δηλώσει άνευ περιστροφών ότι γνήσιος ποιητής είναι εκείνος, ο οποίος προσπαθεί να λαξεύσει το κάλλος επι της σκληράς και δυσκόλως επεξεργαζομένης ύλης του στίχου, ο οποίος ομοιάζει προς μάρμαρον της σκέψεως.

[46] Βλ.  Ό.π., σ. 369.

[47] Κωστής Παλαμάς, [«Πρόλογος»], Τα μάτια της ψυχής μου, (1892), Α1, σ. 212-213.

[48] Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 243.

[49] Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 244-245.

[51]  Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 249-250.

[52] Κωστής Παλαμάς, «Ο τάφος», (1898), Α1, σ. 413.

[53] Κωστής Παλαμάς, «Οι τάφοι του Κεραμεικού», (1892), Α1, σ. 244.

[54] Βλ. Παναγιώτης  Μαστροδημήτρης, «Εξελικτικές περίοδοι στην ποίηση του Παλαμά», Παλαμικά. Μελετήματα και άρθρα (1973 -2003),  σ. 217.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top