Fractal

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Αϊ Στράτης – Θυμήματα εξορίας

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

 

K_VarnalisΣτο νησί των …ονείρων της Ελλάδας του Κονδύλη

 

Το βιβλίο «Κώστας Βάρναλης: Αϊ – Στράτης – Θυμήματα εξορίας» (Εκδόσεις «Καστανιώτη»), με επιμέλεια του Ηρακλή Κακαβάνη, περιλαμβάνει τις επιφυλλίδες του ποιητή στις εφημερίδες «Ανεξάρτητος» και το «Ριζοσπάστησ», με τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις του από το δίμηνο εκτοπισμό του στο νησί. Και πλαισιώνεται με επιστολές από την αλληλογραφία του κατά τη διάρκεια της εξορίας του, τα ποιήματά του, που συνδέονται με αυτή την περίοδο κι ένα παράρτημα, που (μαζί με το προλογικό σημείωμα του επιμελητή) δίνει χρήσιμες πληροφορίες και βιογραφικά στοιχεία για τα πρόσωπα και το ιστορικό πλαίσιο εκείνων των χρόνων.

Τι ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζουν, όμως, αυτά τα κείμενα, σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά; Αφενός φωτίζουν σχετικά άγνωστες και σκοτεινές πτυχές μιας εποχής, που δεν είναι ίσως τόσο μακρινή, όσο φανταζόμαστε, από τη δική μας. Αφετέρου, όσοι γνωρίζουν το Βάρναλη μόνο ή κυρίως μέσα από τα ποιήματά του, έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τον πεζό του λόγο, που είναι εξίσου εύστοχος, διεισδυτικός και σε αρκετά σημεία σατιρικός.

Ο Βάρναλης περιγράφει όσα έζησε μαζί με τους συνεξόριστους συντρόφους του, καθοδόν προς τον Αϊ – Στράτη και κατά την παραμονή τους στο «νησί των ονείρων μας», όπως λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου σε ένα σημείο, γιατί μετά από τόσες ώρες ταξιδιού και ταλαιπωρίας, θα ‘ταν απόλυτοι κύριοι, όχι της ψυχής τους, αλλά των ποδιών τους, για να πάνε όπου ήθελαν. Στο «νησί του ενωμοτάρχη» (όπως η Ελλάδα αντίστοιχα ήταν «βιλαέτι του Κοντύλη») και το μονάκριβο χωριό του, που «θέλουμε δε θέλουμε πρέπει να το αγαπήσουμε, γιατί θα παραδοθούμε σε αυτό και από την καλοσύνη του εξαρτάται να περάσουμε όσο μπορούμε λιγότερο θλιβερά τους μήνες της σκλαβιάς μας».

Ο Βάρναλης καταφέρνει να αγαπήσει ειλικρινά κάθε πτυχή της περιπέτειάς του. Το νησί και τους κατοίκους του, με τη φτώχια, τα προβλήματά τους και την αρχική τους καχυποψία, που σταδιακά έσπαγε. Τους συντρόφους του και τις (εργασιακές και μορφωτικές) δραστηριότητες της κολεκτίβας ,που ήταν σα μικρογραφία σοσιαλιστικού κράτους: όλα μοιράζονταν, τα λιγοστά τσιγάρα πολλαπλασιάζονταν ακολουθώντας το «θάμα των πέντε άρτων», ενώ «όλοι δουλεύανε για όλους και για τον εαυτό τους –όχι για τους… έξυπνους μονάχα και τους παράσιτους, όπως γίνεται έξω στην κοινωνία την αστική». Το μικρό βαπόρι που τους φέρνει όσα χρειάζονται (χρήματα, αλληλογραφία, εφημερίδες, φρέσκιες ειδήσεις από τους καινούριους εξόριστους) και από το οποίο «κρεμότανε η ψυχή μας και η τύχη μας». Τον χοντρό, κίτρινο σκύλο των πολιτικών εξόριστων, το Βενιζέλο, που είναι ήμερος, αλλά γίνεται άγριο θηρίο, άμα δει χωροφύλακα.

Διατηρεί την ίδια τρυφερή ματιά όταν αναφέρεται στον πονηρό Μωραΐτη σύντροφό του, που κάποιες φορές προσπαθούσε να λουφάρει· στη φυσική κι «ανθρώπινη βόχα [μπόχα]» στο Μεταγωγών του Πειραιά· στο σκοτάδι της αμορφωσιάς στο οποίο βυθίζουν το λαό οι εκμεταλλευτές του και τη γριούλα που ρωτούσε πονετικά τους εξόριστους: «Ισείς, π’δίμ’, φουράτι καλά ρούχα. Γιατί είσαστι μπελσιβίκ;». Ακόμα και όταν μιλάει για τους χωροφύλακες που έμειναν κάτω από τον ήλιο να προσέχουν τους «επικίνδυνους κομμουνιστές», χωρίς τέντα, γιατί κι αυτοί είχαν λαϊκή καταγωγή κι είναι ως εκ τούτου «αμελητέα ποσότητα».

 

Varnalis

 

Ο Βάρναλης αναμένει τη σύλληψή του, χωρίς να κάνει τίποτα για να προφυλαχτεί και να την αποφύγει, νιώθοντας μια ζωηρή περιέργεια να «ζήσω κι εγώ μαζί με τόσους άλλους αγωνιστές της εργατικής τάξης τη ζωή του εξόριστου (ίσως και του φυλακισμένου) και να δοκιμάσω ο ίδιος όλην εκείνη τη γόνιμη ψυχολογική και πνευματική αντίδραση που δοκιμάζουνε τόσα και τόσα θύματα της φασιστικής τρομοκρατίας σ’ όλον τον κόσμο». Δεν χάνει το κέφι και την αυτοκυριαρχία του, ενώ μια μαρτυρία τον περιγράφει γελαστό, δεμένο δίπλα στο Δημήτρη Γληνό («τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό/ σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό»). Σημειώνει πως ο κόσμος παίρνει «εις βάρος μας το πρώτο μάθημα του τι είναι στο βάθος της μια φασιστική τυραννία» και «για ένα τέτοιο σωτήριο μάθημα, δεχόμαστε όχι μια μα πολλές φορές να διαπομπευτούμε σε όλες τις πολιτείες της Ελλάδας».

Αναρωτιέται τι καθιστά «επικίνδυνους γκάνγκστερ» και «πρωτοπορία των επικίνδυνων» τους διανοούμενους της ομάδας του (επιστήμονες, δημοσιογράφους, κτλ) και γιατί είναι παράνομος ο φιλολογικός τους αγώνας: «Αν έχουμε τίποτα το επικίνδυνο είναι η διανόησή μας, τα βιβλία μας. Αλλ’ ούτ’ εκείνη ούτε αυτά μπορούνε να εξοριστούνε. Ούτε είναι και πράγματα παράνομα. Το σύνταγμα επιτρέπει την ελευθερία της σκέψης και του λόγου». Συμπεραίνει πως τα βιβλία είναι «ο μεγαλύτερος εχθρός των κοινωνικών μασκαράδων κάθε καιρού και τόπου». Και διαπιστώνει ότι «για κάτι τέτοιο (για το ζήτημα των… εισοδημάτων της κεφαλαιοκρατίας) μας απομακρύνουνε κι εμάς σήμερα από την κοινωνία και μας απομονώνουνε στα ξερονήσια σα λεπρούς για να μη μολύνουμε τους καλούς, που μένουνε».

Καταλαβαίνει πως αυτό που τους καθιστά πραγματικά επικίνδυνους είναι αυτή καθαυτή η εξορία, εκεί όπου απολαμβάνουν κάποιες φορές μια ιδιότυπη ελευθερία. Όχι τελικά γιατί γίνονται κύριοι των ποδιών τους, καθώς στο νησί συνάντησαν την ηθική εξουσία της κολεκτίβας των πολιτικών εξόριστων, που τους δέσμευε τη ζωή και το πνεύμα, ενώ τους κυβερνούσε ένα συναίσθημα ευθύνης και σεβασμού απέναντι στην κολεκτιβίστικη ιδιοκτησία –που έχει μια κάποια διαφορά από την ατομική ιδιοχτησία. Ούτε για το συρματόπλεγμα στην αποβάθρα, ως μικρή εικόνα της… ελευθερίας του εργαζόμενου λαού, που είναι βγαλμένη από τα κόκκαλα των Ελλήνων, αν και «τα κόκκαλά μας το ξέρουνε!…» Αλλά επειδή πχ μόνο στα ξερονήσια μπόρεσαν να τιμήσουν την επέτειο της οχτωβριανής επανάστασης: «Μονάχα εμείς οι αιχμάλωτοι είμαστε σήμερα… λεύτεροι στην Ελλάδα!»

Ο Βάρναλης διέκοψε τη συνεργασία του στον «Ανεξάρτητο» (και συνεπώς τη ροή των επιφυλλίδων του) και δεν μπόρεσε στη συνέχεια να εκδώσει το βιβλίο του για την εξορία, γιατί τον πρόλαβε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Έστω κι έτσι, όμως, μας άφησε πίσω του πολύ αξιόλογα κείμενα για τη δίμηνη παραμονή του στην εξορία, τα οποία στην παρούσα έκδοση συνοδεύονται με έργα του εικαστικού Γιώργου Φαρσακίδη, εκπροσώπου της επόμενης γενιάς πολιτικών εξόριστων του Άι Στράτη στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αντίστοιχες αναφορές του Βάρναλη στο νησί και τους κατοίκους του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top